Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο τελευταίος χορός της Κατερίνας Γώγου

katerina_gogou

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Τέσ­σε­ρις μέρες πριν τις πρό­ω­ρες εκλο­γές του Οκτώ­βρη του 1993, μια είδη­ση «στρι­μω­χνό­ταν» στις τελευ­ταί­ες γραμ­μές των προ­ε­κλο­γι­κών δελ­τί­ων ειδή­σε­ων: «Η ηθο­ποιός Κατε­ρί­να Γώγου, 53 ετών, βρέ­θη­κε νεκρή την Κυρια­κή και μόλις χτες δια­πι­στώ­θη­κε η ταυ­τό­τη­τά της»… Την επό­με­νη μέρα ξεκι­νού­σαν τα αφιε­ρώ­μα­τα στον Τύπο, οι δηλώ­σεις και οι βιο(αγιο)γραφίες, όλα αυτά δηλα­δή στα οποία η Κατε­ρί­να Γώγου είχε γυρι­σμέ­νη ―πάντα― την πλάτη.

Α ρε Σύντροφε

Α ρε Σύντρο­φε πόσο μας λείπεις…

Ο και­ρός σκουλήκιασε
πυρη­νι­κές δοκι­μές, λαϊ­κά μέτωπα,
μπορ­ντέ­λα και πολυεθνικές,
δεν μας αφή­νου­νε ν’ αγαπήσουμε.

Α ρε Σύντρο­φε πόσο μας λείπεις
χαφιέ­δες ανε­βαί­νουν τα σκα­λιά μας…

Τα ξέρεις, τι να σου πω.
Και μετά συνεργαστήκανε.
Στην Κίνα, Γενά­ρης του ’77, σφά­ζουν εργάτες

katerina_gogou2

Α ρε Σύντρο­φε για­τί δεν πρόσεχες
για­τί δεν πρό­σε­χες πιο πολύ;

Εδώ, τα ίδια. Κρύ­βο­νται στο καβού­κι τους οι άνθρωποι.

Αχ και να ‘ξερες ρε Σύντρο­φε τι βαρύ φορ­τίο κουβαλάμε…
Έτσι και λίγο φανείς μπό­σι­κος πέρα­σες απέναντι.

Α ρε Σύντρο­φε για­τί δεν πρόσεχες
για­τί δεν πρό­σε­χες πιο πολύ;

Α ρε Σύντρο­φε που δεν πρόδωσες
ζού­με την βαρβαρότητα.

Η πορεία της ζωής της Γώγου δεν είχε καμιά σχέ­ση με την εικό­να του χαρού­με­νου, χαμέ­νου στον κόσμο της ανε­με­λιάς, κορι­τσιού που έλιω­νε τις σόλες των παπου­τσιών του χορεύ­ο­ντας δίπλα σ’ ένα πικάπ, στις παλιές ται­νί­ες. Η Κατε­ρί­να περι­πλα­νή­θη­κε στις αφι­λό­ξε­νες λεω­φό­ρους της «ανα­γνω­ρι­σι­μό­τη­τας» και της «επι­βε­βαί­ω­σης», χωρίς ποτέ να κάνει στά­ση. Αυτός ο κόσμος, των «άλλων», την έπνι­γε, δεν τη χωρού­σε. Αντί­θε­τα όργω­σε με τη μονα­ξιά της τα στε­νά­χω­ρα σοκά­κια του «δια­φο­ρε­τι­κού», γνώ­ρι­σε την απόρ­ρι­ψη από τις συμ­βι­βα­σμέ­νες πλειο­ψη­φί­ες και γεύ­τη­κε την άρνη­ση ή τη δυσπι­στία αυτών που αρνή­θη­καν το «άγγιγ­μά» της.

Καμιά φορά

Καμιά φορά ανοί­γει η πόρ­τα σίγα σιγά και μπαίνεις.
Φοράς άσπρο κάτα­σπρο κου­στού­μι και λινά παπούτσια.
Σκύ­βεις βάζεις στορ­γι­κά στη χού­φτα μου
72 φρά­γκα και φεύγεις.
Έχω μεί­νει στη θέση που μ’ άφησες
για να με ξαναβρείς.
Όμως πρέ­πει να ΄χει περά­σει πολύς καιρός
για­τί τα νύχια μου μακρύνανε
κι οι φίλοι μου με φοβούνται.

Κάθε μέρα μαγει­ρεύω πατάτες
έχω χάσει τη φαντα­σία μου
κι όταν ακούω «Κατε­ρί­να» τρομάζω.
Νομί­ζω πως πρέ­πει να κατα­δώ­σω κάποιον.

Έχω φυλά­ξει κάτι απο­κόμ­μα­τα με κάποιον
που λέγα­νε πως είσαι συ.
Ξέρω πως λένε ψέμα­τα οι εφημερίδες,
για­τί γρά­ψα­νε πως σου ρίξα­νε στα πόδια.
Ξέρω πως ποτέ δε σημα­δεύ­ου­νε στα πόδια.
Στο μυα­λό είναι ο στόχος,
το νου σου ε;

katerina_gogou4

Εκεί, στο ημί­φως του περι­θω­ρί­ου, έλιω­σε τις σόλες της ψυχής της στον δικό της χορό και στρο­βι­λί­στη­κε στους πιο σκο­τει­νούς της λαβύ­ριν­θους μέχρι που χάθη­κε, για πάντα, για να γίνει σύμ­βο­λο του ασύμ­βα­του και του ασυμ­βί­βα­στου· ένα γκρί­ζο στοπ καρέ της «γνω­στής» ται­νί­ας που θέλει στο τέλος να νικά­νε πάντα και να τα παίρ­νουν όλα οι κακοί και τους Νικό­λες, τους Παύ­λους, τις Κατε­ρί­νες να «φεύ­γουν»…

Θα ’ρθει καιρός

Θα ’ρθει και­ρός που θ’ αλλά­ξουν τα πράματα.
Να το θυμά­σαι Μαρία.
Θυμά­σαι Μαρία στα δια­λείμ­μα­τα εκεί­νο το παιχνίδι
που τρέ­χα­με κρα­τώ­ντας τη σκυτάλη;
―μη βλέ­πεις εμέ­να― μην κλαις. Εσύ εισ’ η ελπίδα,
άκου, θα ’ρθει καιρός
που τα παι­διά θα δια­λέ­γου­νε γονιούς
δε θα βγαί­νουν στην τύχη
Δε θα υπάρ­χουν πόρ­τες κλειστές
με γερ­μέ­νους απέξω
Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δε θα ’μαστε άλο­γα να μας κοι­τά­νε στα δόντια.
Οι άνθρω­ποι ―σκέ­ψου! ― θα μιλά­νε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
Να φυλά­ξεις μοναχά
σε μια μεγά­λη φιά­λη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές
απρο­σάρ­μο­στοι, κατα­πί­ε­ση, μονα­ξιά, τιμή, κέρ­δος, εξευτελισμός
για το μάθη­μα της ιστορίας.
Είναι Μαρία ―δε θέλω να λέω ψέματα―
δύσκο­λοι καιροί.
Και θα ’ρθου­νε κι άλλοι.
Δεν ξέρω ―μην περι­μέ­νεις κι από μένα πολλά―
τόσα έζη­σα τόσα έμα­θα τόσα λέω
κι απ’ όσα διά­βα­σα ένα κρα­τάω καλά:
«Σημα­σία έχει να παρα­μέ­νεις άνθρωπος».
Θα την αλλά­ξου­με τη ζωή
παρ’ όλα αυτά Μαρία.

Αυτοί που συνά­ντη­σαν την Κατε­ρί­να, κάπο­τε στη μεγά­λη οθό­νη, στις ομο­βρο­ντί­ες των στί­χων της είτε στους δρό­μους της αμφι­σβή­τη­σης και της διεκ­δί­κη­σης, κρα­τά­νε το καθα­ρό της βλέμ­μα στη μνή­μη και την καρ­διά· ποθούν τις μέρες που θα θριαμ­βεύ­ουν οι καλοί και οι χοροί δεν θα τελειώ­νουν παρά μόνο για ν’ αρχί­σουν οι επόμενοι.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο