Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Χανιώτης ποιητής Μανούσος Γ. Δασκαλάκης (1948–2017)

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Όλοι θα πεθάνετε.
Εκτός από εμένα.
Για να σας υπενθυμίζω
να ζεί­τε κάθε ημέρα
την ζωή σας.
(Υπεν­θύ­μι­ση, Μανού­σος Δασκαλάκης).

 

Υπάρ­χουν κάποιοι άνθρω­ποι που ξεχω­ρί­ζουν με την καλο­σύ­νη τους, με ευγέ­νεια και την θετι­κή τους ενέρ­γεια, με την γενι­κό­τε­ρη παρου­σία τους. Υπάρ­χουν επί­σης κάποιοι άνθρω­ποι βαθιά συναι­σθη­μα­τι­κοί και ευαί­σθη­τοι, πολί­τες ενερ­γοί και συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νοι που χαί­ρε­σαι να τους ακούς και κατά περί­πτω­ση, να τους δια­βά­ζεις, που η φυσι­κή τους απώ­λεια σου δημιουρ­γεί ένα τερά­στιο συναι­σθη­μα­τι­κό κενό ακό­μα και όταν δεν τους γνώ­ρι­ζες προ­σω­πι­κά. Ο ποι­η­τής και αρθρο­γρά­φος Μανού­σος Δασκα­λά­κης απο­τε­λού­σε μια τέτοια περί­πτω­ση ανθρώ­που – μία από τις πολ­λές ανά­λο­γες περι­πτώ­σεις, μία από τις πολ­λές ελπί­δες αυτού του τόπου, του ποτι­σμέ­νου με αίμα, του ηρωικού.

Ο Μανού­σος Δασκα­λά­κης, γεν­νη­μέ­νος το 1948 στα Σφα­κιά των Χανί­ων, ήταν ένας αυτο­δη­μιούρ­γη­τος βιο­πα­λαι­στής που δίχως να έχει σπου­δά­σει και με περίσ­σια ευαι­σθη­σία αυτο­μορ­φώ­θη­κε, παρα­κο­λου­θώ­ντας ανελ­λι­πώς σεμι­νά­ρια στο «Ινστι­τού­το Κρη­τι­κού Δικαί­ου» και στο «Ανοι­χτό Λαϊ­κό Πανε­πι­στή­μιο» του Δήμου Χανί­ων, σχο­λί­α­ζε την επι­και­ρό­τη­τα, έγρα­φε ποί­η­ση και πεζο­γρα­φία, αρθρο­γρα­φώ­ντας στις τοπι­κές εφη­με­ρί­δες «Αγώ­νας της Κρή­της» και «Χανιώ­τι­κα Νέα» για σχε­δόν τριά­ντα χρό­νια. Ήταν μέλος της «Ένω­σης Πνευ­μα­τι­κών Δημιουρ­γών Ν. Χανί­ων» ενώ είχε δια­τε­λέ­σει μέλος του Διοι­κη­τι­κού της Συμ­βου­λί­ου επί δύο θητεί­ες (2006 και 2008). Συμ­με­τεί­χε στα κοι­νά, σε εκδη­λώ­σεις κοι­νω­νι­κού, πολι­τι­στι­κού και πολι­τι­κού ενδια­φέ­ρο­ντος, στα­θε­ρός παρα­τη­ρη­τής και ανα­λυ­τής των κοι­νω­νι­κών και πολι­τι­κών φαι­νο­μέ­νων. Πλού­σιο το βιο­γρα­φι­κό του, όπως μας το παρου­σιά­ζει ο ίδιος στον προ­σω­πι­κό του δια­δι­κτυα­κό χώρο, το ιστο­λό­γιο «Χανιώ­τι­κη Αύρα», τονί­ζο­ντας ιδιαί­τε­ρα ότι από πολύ νωρίς συνει­δη­το­ποί­η­σε ότι τα παι­διά των πολύ φτω­χών οικο­γε­νειών, της επο­χής του δεν είχαν την δυνα­τό­τη­τα να σπου­δά­σουν αν και ο ίδιος ήταν ένας άρι­στος μαθη­τής και γι’ αυτό εργά­στη­κε σκλη­ρά από τότε που τέλειω­σε το δημο­τι­κό ως το στρα­τιω­τι­κό του ως πλα­νό­διος μικρο­πω­λη­τής ενώ eεπαγ­γελ­μα­τι­κά, μετά το στρα­τιω­τι­κό του ασχο­λή­θη­κε με το εμπό­ριο και την βιο­τε­χνι­κή παρα­γω­γή. Αντα­νά­κλα­ση αυτών των εμπει­ριών του Μανού­σου Δασκα­λά­κη θα βρού­με σε πολ­λές ποι­η­τι­κές ανα­φο­ρές του. Γρά­φει χαρα­κτη­ρι­στι­κά στο ποί­η­μα του «Το δικό μου σχο­λείο»:

Ήταν εβδο­μή­ντα πέντε.
Κι ήταν όλα τους παιδιά.
Τόσες ήταν οι τάξεις
στην δική μου εποχή.
1955 ‑1960
Φτω­χά παι­διά ξυπόλητα
ορφανά.
Περή­φα­να παιδιά
Άνοι­γαν το χέρι στην δασκάλα
για την πρώ­τη χαρακιά.
“Τι δου­λειά κάνει
ο μπα­μπάς σου παι­δί μου;”
“Τελευ­ταία ήρθα­με στην πόλη
από το χωριό κυρία.”
“Ακό­μη ψάχνει για δουλειά.”

   Ή όπως θα δού­με, αντί­στοι­χα, και στο ποί­η­μα «Ο μονό­δρο­μος»:

Τι δυστυ­χία.
Το παι­δί μεγάλωσε
μέσα στην φτώχεια
και την γκρίνια.
Δεν εισέ­πρα­ξε ποτέ
επαίνους.
Οι επι­λο­γές του ήταν
μονόδρομος.
Δίχως σπουδές.
Από παι­δί στο καθήκον¨
Δου­λειά δουλειά
δουλειά.
Όλη του την ζωή πέρασε
για να επου­λώ­σει τις πλη­γές του.
Προ­σπα­θού­σε και αγκομαχούσε…

Αυτο­δί­δα­κτος ποι­η­τής και παθια­σμέ­νος φιλα­να­γνώ­στης ο Μανού­σος Δασκα­λά­κης, ξεχώ­ρι­ζε με την παρου­σία του μέσα σε μία πόλη που η πνευ­μα­τι­κή της κίνη­ση περ­νά­ει από την νοσταλ­γία ενός παρα­ποι­η­μέ­νου ιστο­ρι­κού παρελ­θό­ντος (όπου η οποια­δή­πο­τε κρι­τι­κή ανα­φο­ρά στον «Εθνάρ­χη» Ελευ­θέ­ριο Βενι­ζέ­λο χαρα­κτη­ρί­ζε­ται το λιγό­τε­ρο «αντι­πα­τριω­τι­κή») σε έργα που ο ποι­η­τι­κός τους κύκλος ανα­κυ­κλώ­νει παλαιό­τε­ρες μορ­φές έκφρα­σης, τόσο στη μορ­φή όσο και στα θέμα­τα (έχο­ντας όμως φωτει­νές εξαι­ρέ­σεις δημιουρ­γούς όπως ο αεί­μνη­στος Γιώρ­γος Μανου­σά­κης αλλά ενερ­γούς και ακμαί­ους μέχρι σήμε­ρα ποι­η­τές όπως τους Βικτώ­ρια Θεο­δώ­ρου, Λεω­νί­δα Κακά­ρο­γλου, Βαγ­γέ­λη Κακα­τσά­κη και τον Δημή­τρη Κακα­βε­λά­κη,  την Ελέ­νη Μαρι­νά­κη, για να ανα­φέ­ρω τους επι­φα­νέ­στε­ρους από αυτούς). Και ξεχώ­ρι­σε κυρί­ως για­τί ήταν ένας βιω­μα­τι­κός δημιουρ­γός που με τα έργα και την αρθρο­γρα­φία του εξε­ρεύ­νη­σε τα ζητή­μα­τα της επο­χής μας με κρι­τι­κή ματιά, νοσταλ­γώ­ντας δημιουρ­γι­κά το παρελ­θόν αλλά και χωρίς να υπε­ρα­σπί­ζε­ται μία επι­στρο­φή σε επο­χές δήθεν αθώ­ες και ρομα­ντι­κές. Κανέ­να θέμα της επι­και­ρό­τη­τας, κανέ­να ζήτη­μα της σύγ­χρο­νης επο­χής δεν έμει­νε ασχο­λί­α­στο, πάντα δημιουρ­γι­κά από τον Μανού­σο Δασκα­λά­κη, ούτε καν τα ζητή­μα­τα των ηθι­κών κανό­νων και της σεξουαλικότητας.

Στα ποι­ή­μα­τά του, περισ­σό­τε­ρο και από την πολι­τι­κή παρέμ­βα­σή του, θα βρει ο ανα­γνώ­στης εικό­νες που στοί­χειω­σαν τις μνή­μες του ποι­η­τή και κατ’ επέ­κτα­ση τις μνή­μες ενός ολό­κλη­ρου τόπου, ενός ολό­κλη­ρου λαού, που προ­σπά­θη­σε να ανα­στη­θεί (και το προ­σπα­θεί ακό­μα) μέσα από τη φτώ­χεια και την εξα­θλί­ω­ση. Η απλή, αιχ­μη­ρή, σύντο­μη, χωρίς περιτ­τά καλο­λο­γι­κά στοι­χεία γλώσ­σα του, ανα­δει­κνύ­ει με δυνα­μι­κό τρό­πο αυτές τις εικό­νες, αυτές τις μνή­μες, όπως παρα­τη­ρού­με και στο ποί­η­μα του «Ο τυρέ­μπο­ρος»:

Πάμ­πτω­χος ο μπα­μπάς με πολλά
παιδιά.
Εσω­τε­ρι­κός μετα­νά­στης χωρίς δουλειά.
Κάποια στιγ­μή με απελπισία
αρπά­ζει από το σπίτι
το Κρη­τι­κό βουρ­γιά­λι και οδεύει
στο λεω­φο­ρείο του χωριού.
Μιλά­ει με μικρούς κτη­νο­τρό­φους όπου
έφερ­ναν στην πόλη
κάποια γρα­βιέ­ρα για πούλημα.
Βάζει το “κεφά­λι” τη γρα­βιέ­ρα στο σακούλι
και λια­νι­κώς την που­λά σε γραφεία
και καταστήματα.
“Τι δου­λειά κάνει ο πατέ­ρας σου
παι­δί μου ρωτά­ει η δασκάλα
τον μικρό.”
-“Που­λά­ει τυρί κυρία.”
-“Είναι δηλα­δή τυρέμπορος!!!!”
Το παι­δί γνέ­φει το κεφάλι
κατα­φα­τι­κά με αμη­χα­νία και ντροπή.

Αλλά δεν νοσταλ­γού­σε μόνο, έστω και δημιουρ­γι­κά, ο ποι­η­τής Μανού­σος Δασκα­λά­κης, οργι­ζό­ταν κιό­λας, θύμω­νε με την πολι­τι­κή δια­φθο­ρά και με τους στί­χους του, ειρω­νι­κούς και σκλη­ρούς την ίδια στιγ­μή, στιγ­μά­τι­ζε τον καθω­σπρε­πι­σμό και την κοι­νω­νι­κή ηλι­θιό­τη­τα, εκφρά­ζο­ντας και μια πολι­τι­κή, οπωσ­δή­πο­τε προ­σω­πι­κή, απο­γο­ή­τευ­ση όπως στο ποί­η­μα του με τον χαρα­κτη­ρι­στι­κό τίτλο «Βου­βοί»:

Τώρα δεν μιλά­με για πολιτική
Μας πήραν την λαλιά
 
οι αρπακτικοί.
Τώρα εμείς βουβοί
πληρώνουμε.
Τα κερατιάτικα
Τα γαμισιάτικα.
Ας είναι και μπαγιάτικα.
Για­τί μωρέ γιατί;
γίνα­με μαλθακοί;

    Η καθη­με­ρι­νή ευτέ­λεια της ζωής, η θυσία των ανθρώ­πι­νων αξιών και της δημο­κρα­τί­ας (έστω αυτής της κου­τσου­ρε­μέ­νης, της κίβδη­λης, της αστι­κής δημο­κρα­τί­ας), η υπο­τέ­λεια των πολ­λών μπρο­στά στη σιδε­ρέ­νια φτέρ­να της εξου­σί­ας ήταν ένα ακό­μα από τα πολ­λά ζητή­μα­τα που ασχο­λή­θη­κε ο ποι­η­τής, όπως δια­βά­ζου­με στο πικρό ποί­η­μα του «Παί­ζου­με»:

Παί­ζου­με;
Η ζωή είναι ένα παι­δι­κό παιγνίδι.
Ας πού­με σαν το¨ “μονό­πω­λη.”
Ο άνθρω­πος σαν δρομέας
ανω­μά­λου δρόμου.
Θα παλέ­ψου­με μέχρι θανάτου
Θα ξεσκιστούμε.
Θα φάμε τις σάρ­κες μας.
Θα γίνου­με σαν κανίβαλοι.
Θα χάσου­με κάθε ίχνος ανθρωπιάς.
Όποιος επι­βιώ­σει θα
ονο­μα­στεί¨ “νικη­τής”
Θα του δώσουν βραβείο.
Ίσως η πολι­τεία να τον τιμήσει
με ονο­μα­σί­ες οδών και πλατειών.
Παι­γνί­δι είναι αυτό.
Ο νικη­τής τα παίρ­νει όλα.
Ο χαμέ­νος τίποτα.

Η αλή­θεια είναι ότι δεν προσ­δο­κού­σε μια ριζι­κή αλλα­γή της κοι­νω­νί­ας και του πολι­τι­κο­οι­κο­νο­μι­κού συστή­μα­τος ο ποι­η­τής, συχνά στην αρθρο­γρα­φία του, λαν­θα­σμέ­να, τόνι­ζε πως ο σοσια­λι­σμός απέ­τυ­χε εκεί που προ­σπά­θη­σε να οικο­δο­μη­θεί, ανα­κυ­κλώ­νο­ντας, άθε­λα του, τις παλιές, μετα­μο­ντερ­νι­στι­κές ιδέ­ες για το τέλος της ιστο­ρί­ας. Αλλά δεν ήταν και απο­λο­γη­τής του καπι­τα­λι­σμού, αντί­θε­τα ήταν ένας μονα­χι­κός αγω­νι­στής, ένας φιλάν­θρω­πος και ανθρώ­πι­νος ατο­μι­στής που έλπι­ζε σε μία γόνι­μη ανα­δη­μιουρ­γία, πάνω σε ηθι­κές και νομι­κές βάσεις και για αυτό αγω­νί­ζο­νταν, εχθρός κάθε εξου­σί­ας, όπως ακρι­βώς δηλώ­νει και στο ποί­η­μά του «Ο σταυ­ρω­μέ­νος», που τολ­μώ να πω απο­τε­λεί, μετα­ξύ άλλων, μια πολύ σημα­ντι­κή παρέμ­βα­ση στο έργο του:

Δεν πιστεύω σε θρη­σκεί­ες κύριε.
Οι άνθρωποι .…
Με προ­δί­δουν με φτύνουν.
με σταυ­ρώ­νουν καθημερινά.
Δεν προ­σπα­θώ να σώσω κανέ­να κύριε.
Τον εαυ­τόν μου θέλω
να γνω­ρί­σω να βοηθήσω.
Όλες οι εξου­σί­ες όμως μου ρίχνονται
να με κατασπαράξουν.
Αντι­στέ­κο­μαι κύριε.…

   Η πόλη των Χανί­ων έχα­σε είναι η αλή­θεια ένα πολύ ιδιαί­τε­ρο πνευ­μα­τι­κό παι­δί της, ένα «ελάσ­σων ποι­η­τή» σύμ­φω­να με χαρα­κτη­ρι­σμό του φιλό­λο­γου Κώστα Μου­τζού­ρη όταν γνώ­ρι­σε τον ποι­η­τή στην Χανιώ­τισ­σα πνευ­μα­τι­κή δημιουρ­γό, Βικτώ­ρια Θεο­δώ­ρου (χαρα­κτη­ρι­σμός που είχε στε­νο­χω­ρή­σει αρχι­κά τον Μανού­σο Δασκα­λά­κη, μόνο για να ανα­θε­ω­ρή­σει στη συνέ­χεια), αλλά δεν πρό­κει­ται ποτέ να τον ξεχάσει.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο