Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πέτρου και Παύλου: η αμάχη τους αντανακλούσε αντιθέσεις εθνικές και ταξικές

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Πέτρου και Παύ­λου. Με αφορ­μή τη γιορ­τή τους θα κάνου­με ένα «ταξί­δι» στα πρώ­τα έτη της χρο­νο­λο­γί­ας μας. Παρέα με τον αρχι­τέ­κτο­να του χρι­στια­νι­σμού, τον απο­κα­λού­με­νο σήμε­ρα από­στο­λο Παύ­λο και τον Πέτρο που στα χρό­νια μετά το Χρι­στό είχε ηγε­τι­κό ρόλο.

Δύο πρό­σω­πα σημα­ντι­κά στη διά­δο­ση του χρι­στια­νι­σμού για αυτό και τα ονό­μα­τα Πέτρος και Παύ­λος είναι από τα πιο δια­δε­δο­μέ­να και τα συνα­ντά­με σε όλες τις ινδο­ευ­ρω­παϊ­κές οικο­γέ­νειες γλωσ­σών (πιο δια­δε­δο­μέ­να στους καθολικούς).

Δύο από­στο­λοι που πολ­λές φορές εικο­νί­ζο­νται μαζί και γιορ­τά­ζο­νται μαζί. Η χρι­στια­νι­κή παρά­δο­ση παρου­σιά­ζει τον Πέτρο και τον Παύ­λο σαν δύο μεγά­λους ήρω­ες της πίστης και πως οι δυο τους μαρ­τύ­ρη­σαν ταυ­τό­χρο­να γι’ αυτό γιορ­τά­ζε­ται και μαζί η μνή­μη τους στις 29 Ιούνη.

Παρό­τι οι αγιο­γρα­φί­ες τους δεί­χνει αγκα­λια­σμέ­νους τις λίγες φορές που συνα­ντή­θη­καν, οι σχέ­σεις τους δεν ήταν οι καλύ­τε­ρες… Ο καθέ­νας ακο­λού­θη­σε δια­φο­ρε­τι­κό δρόμο.

Ο Πέτρος

Η Σταύρωση του Αγίου Πέτρου, έργο του Καραβάτζιο

Η Σταύ­ρω­ση του Αγί­ου Πέτρου, έργο του Καραβάτζιο

Ο Πέτρος ήταν ένας από τους 12 μαθη­τές του Χρι­στού. Το κανο­νι­κό του όνο­μα ήταν Σίμων. Ο Ιησούς τον απο­κα­λού­σε Κήφα, δηλα­δή πέτρα και έτσι έμει­νε γνω­στός στους ελλη­νό­φω­νους χρι­στια­νούς ως Πέτρος. Ο Ιησούς για λόγους περι­φρού­ρη­σης της οργά­νω­σης και της πολι­τι­κής δρά­σης εργα­ζό­ταν συνω­μο­τι­κά. Αλλα­ζε τα ονό­μα­τα των μαθη­τών του. Τους έδι­νε ονό­μα­τα συμ­βο­λι­κά. Τον Σίμω­να τον ονό­μα­σε Κήφα, τον Ιάκω­βο και τον Ιωάν­νη «παι­διά της βρο­ντής» (Οι τρεις τους ήταν οι πιο έμπι­στοι μαθη­τές του).

Ο Πέτρος, στα πρώ­τα χρό­νια του χρι­στια­νι­σμού, μετά το θάνα­το του Ιησού, έδει­ξε μεγά­λη δρα­στη­ριό­τη­τα και ικα­νό­τη­τα. Πρώ­τα απ’ όλα ξεκα­θά­ρι­σε την οργά­νω­ση από δει­λά και ύπο­πτα στοι­χεία, όπως για παρά­δειγ­μα τον Ιούδα.

Για να μπο­ρέ­σει να δρά­σει η οργά­νω­ση δεν έπρε­πε να έχει στις τάξεις της ύπο­πτα μέλη. Αμα μαθεύ­τη­κε ότι ο Ιού­δας ήταν ο προ­δό­της, ο Πέτρος τον ξέκα­νε χωρίς να τον πάρει κανείς μυρου­διά. (Η προ­δο­σία μαθεύ­τη­κε από τον Ιωσήφ και τον Νικό­δη­μο που είχαν σχέ­σεις με τους αρχη­γούς του ιου­δαϊ­σμού). Ο Πέτρος τον ξεγέ­λα­σε και τον τρά­βη­ξε σε κάποιο από­με­ρο μέρος έξω από την πολι­τεία και εκεί τον σκό­τω­σε. Η δου­λειά έπρε­πε να γίνει μυστι­κά για να μην κατα­λά­βουν τίπο­τα οι Γραμ­μα­τείς και οι Φαρι­σαί­οι και ούτε να μάθουν οι άλλοι αδελ­φοί ότι τον σκό­τω­σε. Επρε­πε να δημιουρ­γη­θεί ο θρύ­λος της αυτο­κτο­νί­ας. Οταν ο Ιού­δας βγή­κε από τη μέση, ο Πέτρος κάλε­σε τους υπό­λοι­πους αδελ­φούς και τους ενη­μέ­ρω­σε για το θάνα­τό του και εξέ­λε­ξε στη θέση του έναν άλλο μαθη­τή, τον Ματ­θία, άνθρω­πό του προ­φα­νώς. Ξεκα­θά­ρι­σε την οργά­νω­ση και από άλλα ύπο­πτα στοχεία.

Η σύγκρουση με τον Παύλο

Με το πέρα­σμα των χρό­νων οι αδελ­φό­τη­τες δεν έμει­ναν πιστές στο κήρυγ­μα του Ναζω­ραί­ου και έχα­σαν την αλύ­γι­στη εσω­τε­ρι­κή πει­θαρ­χία. Το διευ­θυ­ντή­ριο δια­λύ­θη­κε και οι τρεις αρχη­γοί δημιούρ­γη­σαν χωρι­στές παρα­τά­ξεις και ο Παύ­λος μια ολό­τε­λα δική του (ο Παύ­λος έγι­νε Από­στο­λος των Εθνών ενώ οι άλλοι ήταν προ­σα­να­το­λι­σμέ­νοι στο ιου­δαϊ­κό στοιχείο).

Στην αδελ­φό­τη­τα της Ιερου­σα­λήμ έγι­ναν πολ­λές ζυμώ­σεις που αδυ­νά­τι­σαν την παρά­τα­ξη του Πέτρου. Αν και η άρχου­σα τάξη αυτόν ανα­γνώ­ρι­ζε ως ηγέ­τη και αυτόν κατα­δί­ω­κε, αυτός είχε χάσει το κύρος που είχε πριν. Συνέ­χι­σε να είναι σεβα­στός και να περ­νά­ει ο λόγος του μα ο Ιάκω­βος έκα­νε τώρα κουμάντο.

Επει­δή η προ­πα­γάν­δα στην Ιερου­σα­λήμ δε γινό­ταν κρυ­φά άρχι­σαν οι διώ­ξεις και οι συλ­λή­ψεις. Επια­σαν και τον Πέτρο και τον φυλά­κι­σαν μα η οργά­νω­ση κατά­φε­ρε να τον απε­λευ­θε­ρώ­σει. Εφυ­γε από την Ιερου­σα­λήμ και για 10 χρό­νια από το 41–52 μ.Χ. έμει­νε στο εξω­τε­ρι­κό όπου κήρυ­ξε το χρι­στια­νι­σμό, έκα­νε «θαύ­μα­τα» και γιά­τρευε διά­φο­ρες αρρώ­στιες όπως ο Ιησούς.

Τα χρό­νια που έζη­σε στο εξω­τε­ρι­κό επη­ρε­ά­στη­κε από τους ιου­δαί­ους της δια­σπο­ράς και τους εθνι­κούς. Αρχι­σε να πιστεύ­ει ότι ο χρι­στια­νι­σμός έπρε­πε να δια­δο­θεί στον ιου­δαϊ­σμό της δια­σπο­ράς και στους εθνι­κούς. Αυτές του οι από­ψεις εκφρά­στη­καν και στο απο­στο­λι­κό συνέ­δριο που έγι­νε το 52 στην Ιερου­σα­λήμ. Βέβαια δεν προ­χώ­ρη­σε όσο ο Παύ­λος. Το ίδιο συνέ­δριο πήρε την από­φα­ση να κηρύ­ξει ο Παύ­λος το ευαγ­γέ­λιο μόνο ανά­με­σα στις τάξεις των εθνι­κών και ο Πέτρος ανά­με­σα στους «εκ περι­το­μής». Αυτό δεί­χνει πως το απο­στο­λι­κό συνέ­δριο δεν ανα­γνώ­ρι­σε τον Παύ­λο ισό­τι­μο με τον Πέτρο και δεν του έδω­σε το δικαί­ω­μα να προ­πα­γαν­δί­ζει το μεσ­σια­νι­σμό του Ιησού στις ιου­δαϊ­κές μάζες της διασποράς.

Οι ιου­δαί­οι χρι­στια­νοί θεω­ρού­σαν τον Χρι­στό δικό τους και δεν ανα­γνώ­ρι­ζαν μέσα στις οργα­νώ­σεις ισο­τι­μία στους χρι­στια­νούς που προ­έρ­χο­νταν από άλλες φυλές. Ο Παύ­λος προ­πα­γάν­δι­ζε την ιδέα ότι ο χρι­στια­νι­σμός είναι διε­θνι­κός και μπρο­στά στο Χρι­στό όλοι είναι ίσοι. Κυρί­αρ­χο είναι η πίστη. Απο­μα­κρύν­θη­κε από τον εθνι­κι­στι­κό ιου­δαϊ­κό μεσ­σια­νι­σμό και κήρυ­ξε τη φυλε­τι­κή ισο­τι­μία και την κοι­νω­νι­κή ισο­πέ­δω­ση (αργό­τε­ρα κήρυ­ξε την υπο­τα­γή στον άντρα και στην αστι­κή τάξη). Για να τρα­βή­ξει τις λαϊ­κές μάζες κήρυτ­τε ότι οι λατρευ­τι­κές συνή­θειες του ιου­δαϊ­σμού δεν είναι υπο­χρε­ω­τι­κές για τους εθνι­κούς, αρκεί μόνο να πιστέ­ψουν στο χρι­στια­νι­σμό και πως ο Γιάχ­βε δεν ήταν θεός μόνο των ιου­δαί­ων αλλά θεός παγκό­σμιος. Δήλω­νε καθα­ρά πως δεν παρα­δέ­χε­ται την ιου­δαϊ­κή ευαγ­γε­λι­κή παράδοση.

Αυτές οι από­ψεις του Παύ­λου τον έφε­ραν σε αντί­θε­ση με τους άλλους απο­στό­λους που δεν μπο­ρού­σαν να χωνέ­ψουν πως ο Γιάχ­βε ήταν παγκό­σμιος θεός και όχι μόνο θεός του Ισρα­ήλ. Κύριος αντί­πα­λος και εχτρός του ο Πέτρος, που δεν ήταν μεν αδιάλ­λα­κτος εθνι­κι­στής, δεν ήταν όμως και κοσμο­πο­λί­της. Βλέ­πο­ντας πως η προ­πα­γάν­δα του Παύ­λου είχε απή­χη­ση, δε σεβά­στη­κε την από­φα­ση του απο­στο­λι­κού συνε­δρί­ου και άρχι­ζε να προ­πα­γαν­δί­ζει και αυτός το μεσ­σια­νι­σμό στις μάζες των εθνι­κών. Ο Παύ­λος αντέ­δρα­σε. Αρχι­σε να αντι­πο­λι­τεύ­ε­ται φανε­ρά τον Πέτρο και κήρυ­ξε πως δεν ανα­γνω­ρί­ζει την αρχη­γία και την αυθε­ντία κανε­νός από­στο­λου και εννο­ώ­ντας τον Πέτρο τόνι­ζε ότι μερι­κοί που παρι­στά­νουν τον από­στο­λο είναι κάπη­λοι και αγύρ­τες και απο­κα­λεί τον Πέτρο και τους συντρό­φους του «παρεί­σα­κτους ψευ­τα­δελ­φούς». Η παρά­τα­ξη του Πέτρου δε χαρί­στη­κε στον Παύ­λο. Αντα­πέ­δω­σε τις κατη­γο­ρί­ες. Λέγαν πως δεν είναι από­στο­λος άρα δεν έχει θέση μέσα στην εκκλη­σία, δε δού­λευε και τρε­φό­ταν από το ταμείο της αδελ­φό­τη­τας, στις περιο­δεί­ες του γυρ­νού­σε και συζού­σε με γυναί­κες — μέλη της εκκλη­σί­ας και παρα­βί­α­ζε ηθι­κές αρχές της αδελφότητας.

Η αμά­χη ανά­με­σα στον παυ­λια­νι­σμό και τον πετρια­νι­σμό (που ουσια­στι­κά αντα­να­κλού­σε αντι­θέ­σεις εθνι­κές και ταξι­κές) κρά­τη­σε μέχρι και τον 3ο αιώ­να. Τελι­κά επι­κρά­τη­σε ο παυλιανισμός.

Ο Παύλος

Ο Παύ­λος ήταν ο θρη­σκευ­τι­κός ηγέ­της που πραγ­μα­το­ποί­η­σε το όνει­ρο της εξά­πλω­σης του χρι­στια­νι­σμού και ο πολι­τι­κός ηγέ­της που εξα­σφά­λι­σε τη σωτη­ρία της άρχου­σας οικο­νο­μι­κής ολι­γαρ­χί­ας κι έστη­σε τις βάσεις των αυταρ­χι­κών καθεστώτων.

Πίνακας που παρουσιάζει τη μεταστροφή του Αποστόλου Παύλου, Μικελάντζελο Μερίζι ντα Καραβάτζιο, 1600-1601

Πίνα­κας που παρου­σιά­ζει τη μετα­στρο­φή του Απο­στό­λου Παύ­λου, Μικε­λάν­τζε­λο Μερί­ζι ντα Καρα­βά­τζιο, 1600–1601

Αστός — φαρι­σαί­ος — με ελλη­νι­κή παι­δεία και υπη­κο­ό­τη­τα Ρωμαί­ου πολί­τη. Ακου­γε ακό­μη στο όνο­μα Σαύ­λος και ήταν απη­νής διώ­κτης των χρι­στια­νών. Αργό­τε­ρα, όμως, ύστε­ρα από το θαύ­μα στο δρό­μο προς Δαμα­σκό — όπου πήγαι­νε για να συλ­λά­βει χρι­στια­νούς — ασπά­στη­κε το χρι­στια­νι­σμό (που δεν ονο­μα­ζό­ταν ακό­μη έτσι), μετο­νο­μά­στη­κε σε Παύ­λος — όνο­μα Ρωμαί­ων που σημαί­νει μικρός — και κήρυ­ξε το χρι­στια­νι­σμό σε Μικρά Ασία, Ελλά­δα, Ρώμη, Ισπανία.

Δεν άνη­κε στον κύκλο των μαθη­τών του Χρι­στού. Εμφα­νί­στη­κε στο προ­σκή­νιο τρία χρό­νια μετά τη σταύ­ρω­ση του Ιησού και κατά­φε­ρε να χρι­στεί από­στο­λος ως άμε­σα «διο­ρι­σμέ­νος» από το Χρι­στό, που… παρου­σιά­στη­κε μπρο­στά του και του ζήτη­σε να γίνει από­στο­λος. Στην αρχή δεν τον πίστευαν και η ιερο­σο­λυ­μι­τι­κή οργά­νω­ση δεν τον δεχό­ταν, ώσπου τελι­κά έγι­νε δεκτός με την εγγύ­η­ση του Βαρ­νά­βα. Ανα­πτύσ­σει πλού­σια δρά­ση και ανε­νό­χλη­τος (ενώ οι μαθη­τές και οι πιστοί του Ιησού ήταν στην παρα­νο­μία) κινεί­ται ελεύ­θε­ρα από πόλη σε πόλη και οργα­νώ­νει κοι­νό­βια, επι­βλέ­πει τη λει­τουρ­γία τους και καθο­ρί­ζει αντι­προ­σώ­πους. Γενι­κά κατευ­θύ­νει και προ­σα­να­το­λί­ζει τη ζωή της οργά­νω­σης στα πρώ­τα βήμα­τά της. Δεν άργη­σε να προ­κα­λέ­σει την αντί­δρα­ση… «Πώς είναι δυνα­τόν ένας χτε­σι­νός διώ­χτης να γίνει αδελ­φός και αρχη­γός μας;». Γι’ αυτό τον αντι­με­τώ­πι­ζαν εχθρικά.

Από το 48 μ.Χ. που ξεκι­νά η πρώ­τη του (από τις τρεις) περιο­δεία στις πόλεις της Μικράς Ασί­ας και της Μεσο­γεί­ου η νέα θρη­σκεία βγαί­νει έξω από τα όρια της Παλαι­στί­νης. Στα αστι­κά μεσο­γεια­κά κέντρα ήταν πιο ευνοϊ­κοί οι όροι για τη νέα θρη­σκεία. Στις πόλεις που επι­σκέ­πτε­ται απευ­θύ­νε­ται πρώ­τα στις συνα­γω­γές των Ιου­δαί­ων της δια­σπο­ράς. Εξαι­τί­ας όμως της εχθρό­τη­τας που συνα­ντά (οφει­λό­με­νη και στο γεγο­νός ότι δίνει δικό του περιε­χό­με­νο στον ιου­δαϊ­κό Μεσ­σια­νι­σμό) στρέ­φε­ται στους εθνι­κούς (εκεί­νους που δεν ανή­καν στο λαό και τη θρη­σκεία των Εβραί­ων). Οι Ελλη­νες και ελλη­νό­φω­νοι εθνι­κοί πήγαι­ναν και άκου­γαν τις ομι­λί­ες του και προ­ση­λυ­τί­ζο­νταν στο χρι­στια­νι­σμό. Κυρί­ως από τις λαϊ­κές μάζες. Αν δεν ήταν οι Ελλη­νες προ­λε­τά­ριοι να υιο­θε­τή­σουν τη νέα θρη­σκεία, ο χρι­στια­νι­σμός δε θα γινό­ταν σε 2–3 αιώ­νες παγκό­σμια θρησκεία.

«Φως» για τους εξαθλιωμένους

Ο ελλη­νι­κός πλη­θυ­σμός δυστυ­χού­σε. Οσο και αν υπήρ­χαν μεγά­λες πολι­τεί­ες που μέσα σε αυτές ο ελλη­νι­σμός είχε τα πρω­τεία, υπήρ­χαν Ελλη­νες προ­λε­τά­ριοι που δεν είχαν «πού την κεφα­λήν κλί­νη». Τα αλλο­τι­νά μεγα­λεία πέρα­σαν. Οι πόλε­μοι της Ρώμης έφε­ραν στη Μικρα­σία και στην ανα­το­λι­κή Μεσό­γειο την παρακ­μή, σε πολ­λές χώρες την ερή­μω­ση, ενώ στην κυρί­ως Ελλά­δα η πεί­να άπλω­νε παντού τις μαύ­ρες φτε­ρού­γες της. Η ένδο­ξη χώρα πήγαι­νε από το κακό στο χει­ρό­τε­ρο. Τα θέα­τρα, τα στά­δια είχαν χορ­τα­ριά­σει. Ο πλη­θυ­σμός ξεκλη­ρί­ζο­νταν και περ­νού­σε μια απα­θλιω­μέ­νη ζωή. Αυτές οι συν­θή­κες προ­ε­τοί­μα­ζαν τους Ελλη­νες προ­λε­τά­ριους να δεχτούν με ανα­κού­φι­ση το κήρυγ­μα για τον λυτρω­τή που θα τους λύτρω­νε από τα δει­νά και θα δημιουρ­γού­σε μια πιο δίκαιη κοι­νω­νία — ανα­γέν­νη­ση του κόσμου που ερχό­ταν από την Παλαι­στί­νη. Πολύ περισ­σό­τε­ρο που συνο­δευό­ταν από πρα­κτι­κά μέτρα ανα­κού­φι­σης των λαϊ­κών μαζών από τη δυστυ­χία. Εκεί­νο όμως που έδι­νε στη νέα ιδε­ο­λο­γία δύνα­μη ήταν το κοι­νω­νι­κό της περιε­χό­με­νο. Οι από­στο­λοι κήρυτ­ταν ότι όταν ξανα­γυ­ρί­σει ο Χρι­στός θα ανα­στή­σει τους νεκρούς και θα τιμω­ρή­σει τους άδι­κους και κακούς και θα ιδρύ­σει το βασί­λειο των φτω­χών (Και μια «βρο­χή» θαυ­μά­των που εντυ­πω­σιά­ζουν τον όχλο). Το κήρυγ­μα αυτό τρα­βού­σε τον κόσμο, για­τί πρώ­τη φορά οι λαϊ­κές μάζες άκου­γαν θετι­κές υπο­σχέ­σεις και όχι αοριστολογίες.

Στη δικιά του ρότα…

Οι πρώ­τες αδελ­φό­τη­τες απο­τε­λού­νταν από Ελλη­νες και Ιου­δαί­ους. Οι αδελ­φό­τη­τες δεν ήταν τίπο­τα άλλο παρά αλλη­λο­βοη­θη­τι­κές οργα­νώ­σεις. Οργά­νω­ναν κοι­νά συσ­σί­τια και μοί­ρα­ζαν ρού­χα και άλλα τέτοια είδη σε χήρες και ορφα­νά που είχαν γεμί­σει τις πόλεις.

Τόσο σημα­ντι­κή ήταν η προ­σχώ­ρη­ση του ελλη­νι­κού στοι­χεί­ου που η λαϊ­κή ελλη­νι­κή γλώσ­σα της επο­χής γίνε­ται το όργα­νο προ­πα­γάν­δας του χρι­στια­νι­σμού. Οι αδελ­φό­τη­τες ονο­μά­ζο­νται από τότε εκκλη­σί­ες (εκκλη­σία σημαί­νει στα ελλη­νι­κά λαο­σύ­να­ξη) και ο Ιησούς λέγε­ται πλέ­ον Χρι­στός, από­δο­ση στα ελλη­νι­κά και ρωμαϊ­κά του εβραϊ­κού Μεσ­σί­ας. Ετσι ο Παύ­λος δίνει όνο­μα στη νέα θρη­σκεία: Χριστιανισμός.

Βλέ­πο­ντας πως η προ­πα­γάν­δα του έπια­νε πιο πολύ στις λαϊ­κές μάζες των εθνι­κών έβα­λε τα δυνα­τά του να γίνει «από­στο­λος των εθνών». Υπήρ­χε όμως ένα εμπό­διο. Οι εθνι­κοί δε δεχό­ταν τις θρη­σκευ­τι­κές συνή­θειες των Ιου­δαί­ων, όπως την περι­το­μή και την αργία του Σαβ­βά­του. Ο Παύ­λος τόλ­μη­σε και παρα­μέ­ρι­σε το μωσαϊ­κό νόμο.

Εξαρ­χής έδω­σε δικό του περιε­χό­με­νο στο μεσ­σια­νι­σμό έτσι που να είναι συμ­βα­τός με τις παρα­δό­σεις των μικρα­σια­τι­κών και μεσο­γεια­κών λαών που πίστευαν ότι θα ερχό­ταν ένας Σωτή­ρας — θεός ή ήρω­ας, ενώ οι Ιου­δαί­οι πίστευαν ότι ο Ιησούς κρα­τά από τη γενιά του Δαυίδ και στάλ­θη­κε να σώσει μόνο το λαό του Ισραήλ.

Και μια και στα βασι­κά δογ­μα­τι­κά και οργα­νω­τι­κά ζητή­μα­τα ακο­λου­θού­σε το δικό του δρό­μο, δε δίστα­σε να δηλώ­σει ότι προ­πα­γαν­δί­ζει το δικό του ευαγ­γέ­λιο, δηλα­δή δήλω­νε καθα­ρά πως δεν παρα­δέ­χε­ται την ιου­δα­ΐ­ζου­σα ευαγ­γε­λι­κή παράδοση.

Αυτή η τακτι­κή και τα κηρύγ­μα­τά του προ­κά­λε­σαν την αντί­δρα­ση τόσο των φανα­τι­κών Ιου­δαί­ων όσο και των άλλων απο­στό­λων. Αντί­πα­λος και εχθρός του Παύ­λου και αρχη­γός των Ιου­δαιο­χρι­στια­νών ήταν ο Πέτρος. Βλέ­πο­ντας ότι η διδα­σκα­λία του Παύ­λου «έπια­νε», άρχι­σε να διδά­σκει και αυτός το μεσ­σια­νι­σμό του Ιησού μέσα στις μάζες των εθνι­κών. Αυτό έγι­νε στη Γαλα­τία, στη Ρώμη και αλλού. Ετσι τα πνεύ­μα­τα οξύν­θη­καν και από τις δύο παρα­τά­ξεις άρχι­σαν οι κατη­γο­ρί­ες, οι βρι­σιές και οι συκο­φα­ντί­ες. Και ο Παύ­λος δεν έκα­τσε με σταυ­ρω­μέ­να χέρια. Αρχι­σε να αντι­πο­λι­τεύ­ε­ται τον Πέτρο και να κατα­κρί­νει τις κομ­μα­τι­κές του ενέρ­γειες. Κήρυ­ξε μάλι­στα πως δεν ανα­γνω­ρί­ζει κανε­νός από­στο­λου την αυθε­ντία και την αρχη­γία και πως δε θεω­ρού­σε τον εαυ­τό του κατώ­τε­ρο από τους άλλους, τονί­ζο­ντας μάλι­στα πως μερι­κοί που κάνουν τον από­στο­λο είναι κάπη­λοι και αγύρ­τες, εννο­ώ­ντας βέβαια τον Πέτρο και τους ομοϊ­δε­ά­τες του.

…στή­ρι­ξης της εξουσίας

Η διδα­σκα­λία του Παύ­λου, του «μέγα πολι­τευ­τή του Θεού» δια­στρέ­φει την επα­να­στα­τι­κή διδα­σκα­λία του Ιησού και γίνε­ται το στή­ριγ­μα της αυταρ­χι­κής εξου­σί­ας. Πεί­θει τους πιστούς ότι όλα είναι εκ Θεού δοσμέ­να και η όποια προ­σπά­θεια για κοι­νω­νι­κή αλλα­γή είναι μάταιη και παρα­κα­λεί «πρώ­τον πάντων να κάμνη­τε δεή­σεις, προ­σευ­χές, παρα­κλή­σεις, υπέρ βασι­λέ­ων και πάντων των όντων εν αξιώ­μα­σι διά να διά­γω­μεν βίον ατά­ρα­χον και ησύ­χιον εν πάση ευσέ­βεια και σεμνότητι»…

Και η κοι­νω­νι­κή δικαιο­σύ­νη αντι­κα­θί­στα­ται από τη δικαιο­σύ­νη των ουρα­νών. Είχε πει ο Ιησούς: «… Με φώτι­σε ο Θεός να φέρω καλά μαντά­τα στους φτω­χούς, να κηρύ­ξω στους αιχ­μα­λώ­τους απε­λευ­θέ­ρω­ση…» Κατά Λου­κά. «…Είστε φίλοι μου… δεν σας απο­κα­λώ δού­λους, διό­τι ο δού­λος δε γνω­ρί­ζει τι κάνει ο κύριός του…» Κατά Ιωάν­νη. Ακρι­βώς το αντί­θε­το μας λέει ο Παύ­λος: «Ελευ­θε­ρω­θέ­ντες δε από την αμαρ­τία… υπο­δου­λω­θή­κα­τε στον Θεόν… και θα προ­σφέ­ρε­τε τα μέλη σας δού­λα…». Ετσι, μέσω του Παύ­λου κηρύσ­σο­νται τα αγα­θά της δου­λεί­ας: «Βαφτί­ζε­ται ο δού­λος του Θεού», «Παντρεύ­ε­ται ο δού­λος του Θεού, την δού­λη του Θεού», «Ανά­παυ­σον Κύριε τον δού­λον σου» κλπ.

Απευ­θυ­νό­με­νος σε όσους αγο­ρά­στη­καν στα σκλα­βο­πά­ζα­ρα λέει: «Δεν ανή­κε­τε στον εαυ­τόν σας για­τί αγο­ρα­σθή­κα­τε με τίμη­μα… και όσοι έχουν αφε­ντι­κά χρι­στια­νούς θα γίνουν ακό­μα εργα­τι­κό­τε­ροι για­τί θα δου­λεύ­ουν για αδελ­φούς σαν να πρό­κει­ται για τον Κύριον Χριστό».

Απαλ­λάσ­σει το αφε­ντι­κό — εργο­δό­τη από κάθε ευθύ­νη και τη μετα­φέ­ρει στο Θεό: «…Δού­λοι υπα­κού­ε­τε εις τους κατά σάρ­καν κυρί­ους σας μετά φόβου και τρό­μου ως εις Χρι­στόν εκπλη­ρού­ντες το θέλη­μα του Θεού και γνω­ρί­ζο­ντες ότι από τον Κύριο θα πάρε­τε την ανταπόδοση».

Από το Θεό, λοι­πόν, θα ζητή­σου­με «…τον άρτον ημών τον επιού­σιον…» και όποιο άλλο επί­γειο αγα­θό και ο θεός στο εξής θα ευθύ­νε­ται και όχι ο επί γης αφέ­ντης αν τρώ­με ή δεν τρώ­με. Αλλω­στε, όπως λέει ο Παύ­λος: «Ούτε εάν φάγω­μεν έχου­με κανέ­να πλε­ο­νέ­κτη­μα, ούτε αν δεν φάγω­μεν χάνου­με τίποτα».

Και η δου­λεία αλλά­ζο­ντας μορ­φές, ως τις μέρες μας, θα συμπλέ­ει αισί­ως με τη χρι­στια­νι­κή ηθι­κή. Και επει­δή το άδειο στο­μά­χι και η από­γνω­ση μπο­ρεί να προ­τρέ­ψουν τους δού­λους σε ανταρ­σία, ο Παύ­λος προ­βλέ­πει: «… Οσοι είναι υπό ζυγόν δου­λεί­ας, ας νομί­ζου­σι τους κυρί­ους αυτώ αξί­ους πάσης τιμής διά να μη δυσφη­μεί­ται το όνο­μα του Θεού… Ο άρχων είναι υπη­ρέ­της του Θεού για το καλό σου… είναι ο εκδι­κη­τής του Θεού, το εκτε­λε­στι­κό του όργα­νο και δεν φορεί ματαί­ως την μάχαι­ραν… Διά τού­το να υπο­τάσ­σε­σθε όχι μόνο για την οργήν του αλλά και για λόγους συνείδησης…».

Η διά­δο­ση των ονομάτων

Από τον από­στο­λο και μετά χρη­σι­μο­ποιεί­ται το βαπτι­στι­κό όνο­μα Πέτρος που κατέ­χει σήμε­ρα ένα ποσο­στό 0,92% στα ανδρι­κά ονό­μα­τα (σε δείγ­μα 92.946 ανδρών – στην 23η θέση της πανελ­λα­δι­κής κατά­τα­ξης) από μία εμφά­νι­ση έχουν ο Πετρά­κης και ο Πετρό­που­λος (ως βαπτι­στι­κό και όχι επί­θε­το). Από το Πέτρος προ­ήλ­θαν και τα θηλυ­κά Πετρού­λα (0,05%), Πέτρα, Πετρι­νη (από μία εμφά­νι­ση σε δείγ­μα 52.927 γυναι­κών) και Πετρί­να (2 εμφανίσεις).

Μέσω του λατι­νι­κού Petrus, το όνο­μα δια­δό­θη­κε ευρέ­ως σε άλλες γλώσ­σες: αγγλι­κά Peter, γαλ­λι­κά Pierre, ισπα­νι­κά Pedro, γερ­μα­νι­κά Pter, ρώσι­κα Pyotr (Ο Πέτρος θεω­ρεί­ται ιδρυ­τής της ρωμαιο­κα­θο­λι­κής εκκλησίας).

Το όνο­μα Παύ­λος  (paulos = μικρος, συνο­δευε ως παρω­νύ­μιο ρωμαϊ­κά ονό­μα­τα) με ποσο­στό 0,59%  στην 32η θέση και η Παυ­λί­να 0,02%.

(Σο εξώ­φυλ­λο «Ο Άγιος Πέτρος και ο Άγιος Παύ­λος», Reni Guido, 1605, Pinacoteca di Brera)

ΠΗΓΕΣ:

Μετα­ξύ άλλων «Ιησούς Χρι­στός και Χρι­στια­νι­σμός» του Γιάν­νη Κορ­δά­του και «Ιαμα­τι­κά ψεύ­δη και βέβη­λες προ­σεγ­γί­σεις» του Γιώρ­γου Φαρσακίδη

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο