Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Παιδιά ενός κατώτερου θεού», της Μαργαρίτας Φρονιμάδη — Ματάτση

21 Μάρ­τη: Παγκό­σμια μέρα για την εξά­λει­ψη των φυλε­τι­κών δια­κρί­σε­ων – Παγκό­σμια μέρα Ποί­η­σης. «Αγα­πούν οι ποι­η­τές τους μετανάστες;»
Αφιέ­ρω­μα (2)

Με αφορ­μή την Παγκό­σμια μέρα για την εξά­λει­ψη των φυλε­τι­κών δια­κρί­σε­ων φιλο­ξε­νού­με ένα ποι­η­τι­κό αφιέ­ρω­μα στους μετα­νά­στες που εγκα­τέ­λει­ψαν τις χώρες τους σπρωγ­μέ­νοι από τους πολέ­μους και τις ιμπε­ρια­λι­στι­κές επεμ­βά­σεις, από τη φτώ­χεια, ψάχνο­ντας για καλύ­τε­ρη ζωή στη χώρα μας ή σε άλλες χώρες της ΕΕ.

Αδη­μο­σί­ευ­τη ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση της Μαρ­γα­ρί­τα Φρο­νι­μά­δη — Ματά­τση εμπνευ­σμέ­νη από τους μετα­νά­στες στο στρα­τό­πε­δο κρά­τη­σης Κορίν­θου. μετα­να­στών Κορίνθου.

«Παι­διά ενός κατώ­τε­ρου θεού»

Γυναί­κες
πού ακού­τε στ’ όνομα
«μάμα»,
που «μάμα» σας φωνάζουν
στις «φυλακές»του στρατοπέδου
όσοι τη «μάμα» νοσταλγούνε..

Απλώ­στε χέρι
Αλληλεγγύης
σ’ αυτούς που
χέρι ικεσίας
σας προτείνουν,
Ρακένδυτοι,
Γυμνοί
Μες το χειμώνα,
Με δυο πατού­σες παγωμένες?
στα βρώ­μι­κα λασπόνερα,
χωμένες…

 

παρα­μο­νή πρωτοχρονιάς
στη χει­μω­νιά του
σκλαβοπάζαρου
με τ’ άδεια τους τα χέρια,
τεταμένα
τα γυμνά τους ποδάρια,
ξυλιασμένα
μετα­νά­στες που κρυώνουν
στη χώρα του ήλιου,
μετα­νά­στες που από ασιτία
πεθαίνουν
στου ξένιου Δία
την επίπλαστη,
μυθι­κή φιλοξενία,

χωρίς παπού­τσι,
χωρίς ρούχο
χωρίς κάλτσα,
χωρίς χλαίνη

μόνο
με το λαί­μαρ­γο βλέμμα
της πεί­νας του θηρίου
να βαραίνει,

μόνο
με την απε­γνω­σμέ­νη πάλη,
πιο πολύ,
για της μπου­κιάς τη μοιρασιά
να καρτερεί…

korinuos3

ψίχου­λο
η αλλη­λεγ­γύη μας
στα πεινασμένα
στό­μα­τά τους

τα χέρια της ικε­σί­ας τους πολλαπλάσια
της πενι­χρής μας
προσφοράς…

Πώς
Να χορτάσουν
Τόσα λαίμαργα
Βλέμματα;

Πώς
Τόσες χούφτες
Άδειες
Να γεμίσουν;

Tόσα ζευ­γά­ρια
Πόδια
Πώς να ντυθούν;

Και

Τόσα μπρά­τσα
Γδαρ­μέ­να και ισχνά
Πώς στη θυρί­δα του ελέους
Να χωρέσουν;

korinuos4

3.000 στην Κορινθία
Ινδοί, Πακιστανοί
500.000 στην Ελλάδα!

7.500 το κεφάλι
Οι Πακιστανοί,
1.000 ευρώ φτηνότερα
οι Ινδοί,
Σε μια παλάντζα
άνι­σης αξίας,
σε δόσεις ισομέρειας
και τρεις
η πλη­ρω­μή της αβαρίας…

Ποιοι θησαυ­ρί­σα­νε
στ΄όραμα μιας
καλύ­τε­ρης ζωής
που τους τάξανε;

Και­νούρ­γιο σκλαβοπάζαρο
η γη και
Η Ελλάδα,
χώρα του φωτός,
έγι­νε ο πρώ­τος τους σταθμός
με έμπορους
ανθρώ­πι­νης σαρκός
παντού να ενεδρεύουν,
το αίμα τους να πιούνε
να γυρεύουν
και
που­θε­νά λογαριασμός.…

 

Διά­πλα­τα παράθυρα,
ανοιχτά,
κι ένας ήλιος
χλωμός
παί­ζο­ντας κρυφτό
με τα σύννεφα
και
του Ξένιου Δία
την οργή,
περιφρονεί
τ’ απλω­μέ­να σας ράκη
στων κελιών την παγωνιά..

στου χει­μώ­να μέσα,
τη ψυχρή καρδιά,
τ’απλωμένα σας ράκη
δεν στεγνώνουν,
νωπά..
και πάτε γυμνοί
σ΄ ένα άγνω­στο μέλλον
με τζά­μια θολά..

τού­τος ο Δίας
ο μεταλλαγμένος
απο-δε-δειγ-μέ-να
δεν είναι «Ξένιος».
Είναι αίσχος, ντροπή
για όποιον στ’ αλήθεια
κατά­μα­τα δει..

korinuos2

Ξένιος Ζευς,
Μετάλλαξη…

Όχι ένα χέρι
Που απλώνεται
Να περισώσει
Την ανά­σα σου
από βέβαιο
Πνιγμό…

Όχι μια καρδιά
Που ανοίγεται
Να περικλείσει
Μέσα της
Θαλασσοδαρμένα
Κορμιά…

Όχι μια συνείδηση
Ποτισμένη
Με μνή­μες προσφυγιάς…

Μόνο ένα άκρο
γερο­δύ­να­μο και
ποδεμένο
με φιρ­μά­τα παπούτσια
και γκλά­μουρ κάλτσες
και τατουάζ
να σε κλωτσάει
και να σε καρφώνει
σ’ αγκα­θω­τό συρματόπλεγμα.…

 

Συρία..

Έχεις κι εσύ
μια πατρίδα,
αλλά
την ψάχνεις…

Πώς να τη βρεις
Έτσι
Αγνώριστη
Που κατάντησε,
Στρω­μέ­νη με
Πτώματα
Και
Ποτισμένη
Με αίμα;

 

Πακι­στάν,

Έχεις κι εσύ
Μια «μάμα» εκεί,
Με καρφωμένο
Το πλη­γω­μέ­νο της
Βλέμμα
Στον ορίζοντα
Της ερήμου..

Έχεις μια «μάμα» εκεί,
με τραύ­μα βαθύ
σε νου και ψυχή…

Στην από­λυ­τη ερη­μιά της
«αντι­κα­το­πτρί­ζε­σαι»,
Όαση, νερό και ψωμί!!

 

Ινδία!

Έφυ­γες
Και
Το πλήρωσες
Ακριβά…

Όμως
Το μάτι του Βούδα
Άγρυπνο
Σε παραστέκει…

Το χνώ­το
Της αγελάδας
Ζεστό
Σε νοτίζει..

Το πνεύ­μα του Γκάντι
Σπινθηροβόλο
Σε ακο­λου­θεί στην εκτρο­χια­σμέ­νη σου
Πορεία …

Έφυ­γες
Και το πληρώνεις
Πολύ ακριβά
Μέχρι σήμερα…

 

Η Μαρ­γα­ρί­τα Φρο­νι­μά­δη — Ματά­τση, γεν­νή­θη­κε από γονείς αγρό­τες στη Στι­μά­γκα Κοριν­θί­ας. Σπού­δα­σε αρχι­τε­κτο­νι­κή στη Φλω­ρε­ντία και εργά­στη­κε για 26 χρό­νια στο δημό­σιο , από όπου πρό­σφα­τα συντα­ξιο­δο­τή­θη­κε. Παντρε­μέ­νη και μητέ­ρα 3 Matasiπαι­διών, εδώ και πάνω από 40 χρό­νια ενταγ­μέ­νη ενερ­γά στην κοι­νω­νι­κο-πολι­τι­κή και πολι­τι­στι­κή ζωή της Κοριν­θί­ας με ιδιαί­τε­ρη συμ­με­το­χή και προ­σή­λω­ση στο γυναι­κείο κίνη­μα. Πάνω από μία δεκα­ε­τία διε­τέ­λε­σε πρό­ε­δρος του Συλ­λό­γου Γυναι­κών Κορίν­θου τον οποίο και εκπρο­σώ­πη­σε στο Δ.Σ. της Ο.Γ.Ε. και στη Ν.Ε.Ι. Κοριν­θί­ας επί σει­ρά ετών. Μαθή­τρια ακό­μα στο Γυμνά­σιο Κιά­του και Ν. Ηρα­κλεί­ου, έκα­νε τα πρώ­τα της βήμα­τα στον κόσμο της Λογο­τε­χνί­ας και της ποί­η­σης. Η ποι­ή­τρια Λιλή Ιακω­βί­δη ήταν αυτή που την ενθάρ­ρυ­νε αρχι­κά, αλλά σταθ­μό στην πορεία της απο­τέ­λε­σε ο ποι­η­τής Νίκος Μπλέ­τας – Δού­κα­ρης. Είναι αντι­πρό­ε­δρος της εται­ρί­ας Ελλή­νων λογο­τε­χνών και ιδρυ­τι­κό μέλος του σωμα­τεί­ου λόγου και τέχνης ‘’ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ’’ και της Εται­ρεί­ας Κορίν­θιων Συγ­γρα­φέ­ων. Υπήρ­ξε παρα­γω­γός ραδιο­φω­νι­κής εκπο­μπής και αρθρο­γρα­φεί τακτι­κά στον τοπι­κό Κοριν­θια­κό τύπο.
Έως σήμε­ρα έχει εκδώ­σει πέντε (5) ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, από τις οποί­ες οι τέσ­σε­ρις (4) είναι δίγλωσ­σες, μετα­φρα­σμέ­νες στα Ιτα­λι­κά, στα Ρου­μά­νι­κα και στα Αλβα­νι­κά. Έχει συμπε­ρι­λη­φθεί σε πολ­λές ανθο­λο­γί­ες στην Ελλά­δα και στο εξω­τε­ρι­κό. Έργα της είναι οι ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές: «Γόρ­διος δεσμός», «Θωπεία», «Ευαγ­γε­λι­σμός», «Οι Αιρε­τοί» και «Κυο­φο­ρώ­ντας την ελπί­δα», ενώ εκκρε­μούν για έκδο­ση ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, διη­γή­μα­τα, δοκί­μια, μετα­φρά­σεις κ.α.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο