Παρουσιάζει ο Ειρηναίος Μαράκης //
Ένα πολύ ιδιαίτερο ποίημα του Παναγή Αντωνόπουλου παρουσιάζουμε σήμερα στο Ατέχνως, το Στερνόγραφο. Ένα ποίημα για την ίδια την ποίηση, για την έμπνευση αλλά κι ένα ποίημα που έρχεται σε διάλογο (ή και σε σύγκρουση για να είμαστε πιο ειλικρινείς) με τον ποιητή Νίκο Καββαδία, παρουσιάζοντας τις ενστάσεις του Παναγή Αντωνόπουλου σχετικά με τις ποιητικές και λογοτεχνικές έγνοιες του αγαπημένου μας Μαραμπού αλλά και σχετικά με την θεματολογία του.
Με το ποίημα του αυτό, ο Παναγής Αντωνόπουλος, μας συστήνει τον εαυτό του και τον βασικό πυρήνα που χαρακτηρίζει την ποίηση του, τη σύζευξη ενός ωμού, υλικού ρομαντισμού μαζί με τη γνώση ότι τίποτα δεν χαρίζεται σε αυτή τη ζωή. Το Στερνόγραφο, είναι ένα ποίημα πολεμικής, με γλώσσα ορμητική και καυστική. Αλλά κι ένα ποίημα που τολμά να έρθει σε σύγκριση και σύγκρουση με εμβληματικά ονόματα και στοιχεία της ποίησης. Προσωπικά ως αναγνώστης, έχω ενστάσεις για τον τρόπο που προσεγγίζει ο ποιητής, τον Νίκο Καββαδία – ένα ποιητή με βαθειά πολιτιστική και κοινωνική παιδεία που στάθηκε δίπλα στους απλούς ανθρώπους και έκφρασε όσο άλλος κανένας των πόνο των ναυτικών, με αυτό τον σχεδόν παραμυθένιο αλλά πλέρια δραματικό τρόπο του. Όμως είναι μεγάλο προτέρημα, και το χαιρετίζω από την πλευρά μου, όταν ως δημιουργός σπάς κάθες λογής στεγανά. Άλλωστε αυτό έιναι ή πρέπει να είναι η ποίηση: ανατροπή κάθε εικόνας, εντύπωσης και βεβαιότητας. Αργότερα, και μόνο η ιστορία, η λαική ιστορία των ανθρώπων, θα κρίνει για την ορθότητα της μίας ή της άλλης άποψης.
Αλλά η θάλασσα, οι δύσκολες συνθήκες του θαλασσινού ταξιδίου, η επαφή με διαφορετικούς πολιτισμούς, λογικές και αντιλήψεις, αποτελούν βασικό στοιχείο της ποίησης του Παναγή Αντωνόπουλου, όπως τουλάχιστον τον γνωρίσαμε μέσα από την ποιητική συλλογή του Το μπάρκο (εκδ. Κάκτος, 2005).
Ο Παναγής Αντωνόπουλος γεννήθηκε το 1940. Παιδί φτωχών προσφύγων από τις χαμένες πατρίδες της Ιωνίας. Τελειώνοντας το οκτατάξιο τότε γυμνάσιο μπάρκαρε ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του και των παππούδων του.
Στερνόγραφο
Αθήνα 4 / 2 / 16
Εμένα δεν με άγγιξαν , κορμιά του Modigliani !
Στην μάσκα μου δεν κάθισε , σκύλος να πιλοτάρει !
Πόνος εμένα μ’ έθρεψε , το στρίτσο και οι μουράβιες
και η μπαρκέτα έγραψε , της προσμονής ανταύγειες !
Εγώ δεν γράφω ρήματα , για τους αλλοπαρμένους !
Ισόμετρο δεν στέγνωσε , τους θαλασσοδαρμένους
κι ούτε , με νοιάζει τι θα πουν , σεφέρια και ελύτες !
Εγώ την πένα έσπασα , για θαλασσών αλήτες !
Δεν είμαι τέλος ο γραφιάς , του σαλονιού της σάλας !
Γέννημα , θρέμμα , ανάθεμα , θαλασσινής κουφάλας
τους πόθους και τα κρίματα , τραγούδησα του μόχθου !
Τα εύσημα δεν ζήτησα , ενός λογίου όχλου !
Τώρα σεπτός τραγουδιστής , ψάλλω τις Αρπυίες
τα πλευρικά μου σβήνοντας , για δυό μικρές αξίες !
Η μια , η δίψα της ζωής , η άλλη του θανάτου
κ΄ οι φίλοι κληρονόμοι μου , του τελικού μαντάτου !!