Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Παναγιώτης Ζαφείρης: «Ο Σπόρος»

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Ο Πανα­γιώ­της Ζαφεί­ρης, 25 ετών, πτυ­χιού­χος Φιλο­σο­φι­κών και Κοι­νω­νι­κών Σπου­δών στο Πανε­πι­στή­μιου Ρεθύ­μνου, επί μετα­πτυ­χια­κού πάνω στην Αρχαία Φιλο­σο­φία, ο οποί­ος εργά­ζε­ται ως πωλη­τής στιγ­μιαί­ου και λαϊ­κού λαχεί­ου, είναι ο συγ­γρα­φέ­ας που παρου­σιά­ζου­με σήμε­ρα στο Ατέ­χνως και στη στή­λη των Νέων Δημιουρ­γών.

Το διή­γη­μα του «Ο Σπό­ρος», γρά­φτη­κε με αφορ­μή ένα δια­γω­νι­σμό του Δικτύ­ου Αγ. Παρα­σκευ­ής για την αλλη­λεγ­γύη ο οποί­ος έλα­βε χώρα εντός του παρό­ντος έτους. Δεν κατά­φε­ρε να απο­σπά­σει κάποια διά­κρι­ση, ούτε να εκδο­θεί. Το θέμα του διη­γή­μα­τος είναι η αλλη­λεγ­γύη και απο­τε­λεί προ­ϊ­όν μυθο­πλα­σί­ας. Το διή­γη­μα δεί­χνει τη σκλη­ρή στά­ση του κόσμου στους ανθρώ­πους που έχουν ανά­γκη και τη προ­πα­γάν­δα και τα κρο­κο­δεί­λια δάκρυα των τοπι­κών αρχών και των εκπρο­σώ­πων της θρη­σκεί­ας. Ωστό­σο ο τίτλος συν­δέ­ε­ται με τη στά­ση που δεί­χνει το παι­δί που πρω­τα­γω­νι­στεί και την ελπί­δα που μπο­ρού­με να βρού­με στη νέα γενιά.

Όμως, στο συγκε­κρι­μέ­νο διή­γη­μα, μπο­ρού­με να εντο­πί­σου­με άλλη μια ιδέα που απο­τε­λεί τον κορ­μό, κατά τη γνώ­μη μου, ολό­κλη­ρου του εγχει­ρή­μα­τος: ότι οι  άνθρω­ποι έχουν και αυτοί ευθύ­νη στον τρό­πο που συν­δια­μορ­φώ­νουν την ζωή τους, αρκεί να τολ­μή­σουν να απλώ­σουν χέρι βοή­θειας και αλλη­λεγ­γύ­ης στον συνάν­θρω­πό τους και να αγω­νι­στούν ενά­ντια στην υπο­κρι­σία, στην φτώ­χεια και στην υπο­τα­γή. Η νέα γενιά, μάλι­στα, ως φορέ­ας του αγνού και του και­νούρ­γιου ίσως να έχει και την μεγα­λύ­τε­ρη ευθύ­νη. Αλλά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυτή είναι μια πολύ­πλο­κη δια­δι­κα­σία που χρειά­ζε­ται σκλη­ρή προ­σπά­θεια για να φτά­σει στο επι­θυ­μη­τό απο­τέ­λε­σμα. Το διή­γη­μα του Πανα­γιώ­τη Ζαφεί­ρη, πιστεύω, πως συμ­βάλ­λει σε αυτή την προσπάθεια.

Σε ερω­τή­σεις του Ατέ­χνως για τη σχέ­ση του με τη συγ­γρα­φή δηλώ­νει ότι πίσω από το πώς ξεκί­νη­σε να γρά­φει δεν κρύ­βε­ται καμία πρω­τό­τυ­πη ιστο­ρία. «Από μικρός μου άρε­σε να κατα­γρά­φω της σκέ­ψης μου και να σκα­ρώ­νω ποι­ή­μα­τα χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τους οικεί­ους μου, δηλώ­νει. Μεγα­λώ­νο­ντας όταν μπή­κα στο πανε­πι­στή­μιο άρχι­σα να γρά­φω πιο δομη­μέ­να ποι­ή­μα­τα. Με αφορ­μή έπει­τα έναν δια­γω­νι­σμό παρα­μυ­θιού , στον οποίο απέ­σπα­σα κι έναν έπαι­νο, άρχι­σα να γρά­φω παρα­μύ­θια και αργό­τε­ρα διη­γή­μα­τα, και επι­κε­ντρώ­θη­κα κυρί­ως στην πεζο­γρα­φία. Γρά­φω συστη­μα­τι­κά περί­που 7 χρό­νια. Δεν έχω εκδώ­σει κάτι, πλην ενός πολι­τι­κού ποι­ή­μα­τος σε τοπι­κή εφη­με­ρί­δα. Τα θέμα­τα που θίγω είναι κοι­νω­νι­κά και εμπνευ­σμέ­να από τη δική μου ζωή. Συχνά μου αρέ­σει να απει­κο­νί­ζω την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με ρεα­λι­στι­κό τρό­πο και δε δεσμεύ­ο­μαι στο ‘’ happy end’’.»

Για τις ανα­γνω­στι­κές του συνή­θειες σημειώ­νει πως «επει­δή δεν μου έχει δοθεί ακό­μα η ευκαι­ρία να εργα­στώ σαν φιλό­λο­γος, από προ­σω­πι­κό ενδια­φέ­ρον, από ανά­γκη να προ­ε­τοι­μα­στώ για αυτή την ευκαι­ρία και για αξιο­ποιώ και το δίπλω­μα μου, δια­βά­ζω κυρί­ως βιβλία συν­δε­δε­μέ­να με την ελλη­νι­κή φιλο­λο­γία και τη φιλο­σο­φία. Όπως νεο­ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση, λογο­τε­χνία, ηθι­κή και αρχαία φιλο­σο­φία, αρχαί­ες τρα­γω­δί­ες. Πρό­σφα­τα το ανα­γνω­στι­κό μου ενδια­φέ­ρον έχει προ­σα­να­το­λι­στεί σε εφη­με­ρί­δες, βιβλία και περιο­δι­κά συνυ­φα­σμέ­να με την αρι­στε­ρή πολι­τι­κή ιδε­ο­λο­γία, την οποία ασπά­στη­κα από τα πρώ­ι­μα φοι­τη­τι­κά μου χρό­νια και συχνά κατα­φεύ­γω και εκεί για να διαν­θί­ζω τα κεί­με­να μου».

 

Ο Σπό­ρος

     Ήταν Δεκέμ­βριος του 1957. Η βοή της μικρής πολι­τεί­ας απλώ­νο­νταν κάθε μέρα και σκέ­πα­ζε όλη τη πόλη. Ο κάθε άνθρω­πος έτρε­χε προς την δική του κατεύ­θυν­ση  και δεν κοι­τού­σε δεξιά και αρι­στε­ρά. Η κάθε μέρα πιστό αντί­γρα­φο της άλλης. Το χαμό­γε­λο δεν έμε­νε για πολύ ώρα στα πρό­σω­πα τους. Ο μικρός Άλκης ήταν από τους λίγους που χαμο­γε­λού­σαν πραγ­μα­τι­κά. Ήταν βέβαια 10 χρο­νών και από την δική του την ζωή έλει­παν τα προ­βλή­μα­τα που είχαν οι μεγαλύτεροι.

Ωστό­σο τα προ­βλή­μα­τα δεν ήταν το μόνο που έλλει­πε από τον μικρό Άλκη για να είναι χαρού­με­νος. Από την καρ­διά του έλλει­παν επί­σης και η κακία, η ζήλεια , ο θυμός και όλα όσα είχαν μέσα τους οι άλλοι και δε τους αφή­νουν να χαμο­γε­λά­σουν.  Μέσα σε αυτή την γκρί­ζα και μου­ντή πόλη το χαμό­γε­λο του Άλκη ήταν η μόνη κου­κί­δα ζωη­ρού και λαμπε­ρού χρώ­μα­τος. Παράλ­λη­λα συμ­βό­λι­ζε, όπως θα φαι­νό­ταν αργό­τε­ρα, και την ελπί­δα αυτής της πόλης.

Ένα πρω­ι­νό, όπως κάθε μέρα, οι γονείς του Άλκη τον πήγαν στο σχο­λείο και έπει­τα έφυ­γαν για τη δου­λειά τους. Ο Άλκης είχε πολ­λούς φίλους στο σχο­λείο και  η κάθε μέρα στο σχο­λείο ήταν δημιουρ­γι­κή και ευχά­ρι­στη. Έτσι ήταν και εκεί­νη η μέρα.

Προς το τέλος της σχο­λι­κής αυτής μέρας, έπει­τα από το τελευ­ταίο διάλ­λει­μα τα παι­διά συγκε­ντρώ­θη­καν ξανά στην τάξη. Την τελευ­ταία ώρα είχαν Θρη­σκευ­τι­κά. Ο δάσκα­λος τους ήταν ένα γερο­ντά­κι , αδύ­να­το και με γυα­λιά, σαν αυτά που βλέ­που­με καμιά φορά στις ελλη­νι­κές ται­νί­ες. Άρχι­σε να μιλά­ει για την αλλη­λεγ­γύη μετα­ξύ των ανθρώ­πων , για τη βοή­θεια που πρέ­πει να δίνου­με στους φτω­χούς και τους αδύ­να­μους και ότι ο κάθε άνθρω­πος είναι αδερ­φός μας και ότι όλα αυτά τα δίδα­ξε ο Χρι­στός. Ο Άλκης όταν άκου­γε τον δάσκα­λό του να τα λέει αυτά η καρ­διά του γέμι­ζε αγά­πη και ελπί­δα. Είχε μέσα του πολύ αγά­πη και αλλη­λεγ­γύη για τους άλλους ανθρώπους.

Το μεση­μέ­ρι γύρι­σε στο σπί­τι του φανε­ρά επη­ρε­α­σμέ­νος από το μάθη­μα. Λίγο μετά το γεύ­μα είπε στη μητέ­ρα του:

  • Μαμά…. ο δάσκα­λός μας σήμε­ρα μας είπε στα Θρη­σκευ­τι­κά ότι όλοι είναι αδέρ­φια μας και πρέ­πει να αγα­πά­με και να βοη­θά­με όλους τους ανθρώπους.

Η μητέ­ρα χαμο­γέ­λα­σε και του είπε:

  • Αλή­θεια είναι πρέ­πει να βοη­θά­με τον κάθε άνθρω­πο και αυτό είναι κάτι που πρέ­πει να κάνου­με όλοι.

Ο Άλκης τότε χάρη­κε ακό­μα περισ­σό­τε­ρο. Όλο το μεση­μέ­ρι ήταν βυθι­σμέ­νος σε αυτές τις σκέ­ψεις. Τα όμορ­φα αυτά λόγια της αλλη­λεγ­γύ­ης πήραν την μορ­φή ιδα­νι­κών και ονεί­ρων μέσα στο αθώο του ακό­μα μυαλό.

Το από­γευ­μα έφτα­σε πάλι η ώρα να φύγει. Ο Άλκης κάθε Πέμ­πτη από­γευ­μα πήγαι­νε στην εκκλη­σία. Οι γονείς του ήταν θεο­σε­βού­με­νοι άνθρω­ποι και τον έστελ­ναν να παρα­κο­λου­θεί την κατή­χη­ση του παπά της ενο­ρί­ας. Πήγε λοι­πόν και εκεί­νη την Πέμ­πτη στο μάθη­μα του παπά –Φώτη, όπου συνέ­βη μία απρό­σμε­νη σύμπτωση.

Ενώ ο Άλκης είχε περά­σει όλοι του την μέρα να συζη­τά­ει για την  αλλη­λεγ­γύη, συνά­ντη­σε ξανά το ίδιο θέμα στο μάθη­μα του παπά-Φώτη. Άρχι­σε και εκεί­νος να τους μιλά­ει για τα ίδια πράγ­μα­τα σχε­δόν δύο ώρες. Όμως η μέρα αυτή δε θα τέλειω­νε όπως είχε αρχί­σει, σε λίγο ο Άλκης θα έπαιρ­νε το πρώ­το του μάθη­μα της αλη­θι­νής ζωής με αρκε­τά δυσά­ρε­στο τρόπο.

Βγαί­νο­ντας από την εκκλη­σία τον  περί­με­νε η μητέ­ρα του για να γυρί­σουν μαζί στο σπί­τι. Τότε τους πλη­σί­α­σε ένα μικρό παι­δά­κι με παλιά ρού­χα, λίγο χλω­μό και βρό­μι­κο. Φαι­νό­ταν αδύ­να­μο και ότι είχε σίγου­ρα να φάει μέρες.  Είπε με τρε­μά­με­νη φωνή:

  • Συγνώ­μη κυρία μπο­ρεί­τε να μου αγο­ρά­σε­τε λίγο ψωμί από αυτό το φούρ­νο που είναι απέναντι;

Τότε η μητέ­ρα του Άλκη το κοί­τα­ξε άγρια και του είπε να φύγει. Έβα­λε δυνα­τές φωνές μέσα στη μέση του δρό­μου και το παι­δί τότε έφυ­γε αρκε­τά τρο­μαγ­μέ­νο.  Όλα αυτά μπρο­στά στα έκπλη­κτα μάτια του Άλκη.

Σε μερι­κά λεπτά ύστε­ρα από αυτό ο Άλκης ρώτη­σε , κάπως δειλά:

  • Μαμά για­τί διώ­ξα­με το παι­δά­κι; Δεν έπρε­πε να βοηθήσουμε

Η μαμά του τότε του είπε:

  • Αυτοί Άλκη μου δεν είναι καλοί άνθρω­ποι. Δε δου­λεύ­ουν και θέλουν να ζουν σε βάρος των άλλων.

Ο Άλκης δεν κατά­λα­βε αλλά δεν συνέ­χι­σε την κου­βέ­ντα. Πήγε στο σπί­τι με την μητέ­ρα του και για δύο τρεις μέρες δεν ξανα­συ­ζή­τη­σαν για αυτό το θέμα. Ωστό­σο κάποια στιγ­μή ο Άλκης απο­φά­σι­σε να ρωτή­σει τον πατέ­ρα του τον λόγο για τον οποίο έγι­νε αυτό:

  • Μπα­μπά ….είπε δει­λά, η μαμά εχθές έδιω­ξε ένα φτω­χό παι­δά­κι που ήρθε να μας ζητή­σει ψωμάκι…..
  • Και καλά έκα­νε! Τον διέ­κο­ψε με στόμ­φο ο πατέ­ρας του. Αυτοί οι άνθρω­ποι είναι ενό­χλη­ση για την πόλη μας

Ο Άλκης δε μπο­ρού­σε να κατα­λά­βει. Τα γεγο­νό­τα της περα­σμέ­νης Πέμ­πτης είχαν μπερ­δέ­ψει περισ­σό­τε­ρο τα πράγ­μα­τα μέσα στο μυα­λό του. Το μάθη­μα στα Θρη­σκευ­τι­κά έλε­γε ότι όλη είμα­στε αδέρ­φια και πρέ­πει να έχου­με αλλη­λεγ­γύη. Το ίδιο και το μάθη­μα που τους έκα­νε ο παπά-Φώτης μιλού­σε για την αγά­πη ανά­με­σα στους ανθρώ­πους και βοή­θεια. Σε κανέ­να από τα δύο δεν υπήρ­χαν εξαι­ρέ­σεις. Η λύση ήταν τότε σε αυτούς τους δύο.

Ο Άλκης είχε απο­φα­σί­σει να ρωτή­σει πρώ­τα τον παπά-Φώτη. Όταν έφτα­σε λοι­πόν η Πέμ­πτη , αφού έκρυ­ψε κάτι μαζί με τις εικό­νες του και την Και­νή δια­θή­κη στη τσά­ντα του έφυ­γε μαζί με τη μαμά του όπως κάθε φορά. Η μητέ­ρα του τον άφη­σε κοντά στην εκκλη­σία και έφυ­γε κάπως βια­στι­κή. Ο Άλκης όμως δεν είχε σκο­πό αυτή τη φορά να μπει αμέ­σως στην εκκλη­σία. Εκεί κοντά είδε να τρι­γυ­ρί­ζει πάλι εκεί­νο το παι­δά­κι. Αυτό ήταν που περί­με­νε κι εκεί­νος.  Ο Άλκης χωρίς να το σκε­φτεί το πλη­σί­α­σε και του είπε:

-    Γεια σου!

-    Γεια….. είπε δει­λά το παιδάκι

-    Είμαι ο Άλκης.

-    Εγώ είμαι ο Στέφανος.

-    Σου έφε­ρα λίγο ψωμί και τυρί και ένα αρκου­δά­κι, είπε ο Άλκης και τα έβγα­λε από την τσά­ντα του.

-    Σε ευχα­ρι­στώ είπε ο Στέ­φα­νος , πει­νού­σα­με πολύ και δεν είχα­με κανέ­να παιχνίδι.

- Πει­νού­σα­τε; ρώτη­σε ο Άλκης. Δεν είσαι μόνος σου εδώ;

-  Όχι. Είμαι με το μπα­μπά μου, τη μαμά μου και τα δύο μικρά αδερ­φά­κια μου. Μένου­με στο σπί­τι που είναι μέσα σε αυτό το στενό.

- Σε αυτό που δεν έχει πόρ­τες και παρά­θυ­ρα; Γιατί;

-  Πήγα­με σε πολ­λές πόλεις και δε μας βοή­θη­σε κανείς. Δε μπο­ρού­με να ταξι­δεύ­ου­με όμως συνέ­χεια και μένου­με εδώ τώρα. Κανείς όμως δε μας βοη­θά­ει, ούτε δίνουν δου­λειά στο μπα­μπά μου ή τη μαμά μου.

- Μα γιατί;

-   Δε ξέρω. Λοι­πόν πρέ­πει να φύγω θα με ψάχνουν σε ευχα­ρι­στώ για όλα μπο­ρεί να σε ξανα­δώ, είπε ο Στέ­φα­νος και έφυγε.

Ο  Άλκης τότε φώναξε:

  • Θα με ξανα­δείς! Θα σε βοη­θή­σω! Μ’ ακούς;

Ο Στέ­φα­νος γύρι­σε τότε και τον κοί­τα­ξε και χαμο­γέ­λα­σε με έναν αινιγ­μα­τι­κό τρό­πο και έπει­τα έστρι­ψε στο στε­νό και προ­χώ­ρη­σε προς το σπί­τι του. Ο Άλκης τότε αφού κοι­τού­σε για λίγα δευ­τε­ρό­λε­πτα, έπει­τα μπή­κε μέσα στην εκκλησία.

Όταν τελεί­ω­σε το μάθη­μα στο κατη­χη­τι­κό ο Άλκης πλη­σί­α­σε τον παπά-Φώτη και του μίλη­σε για όλα όσα είχαν γίνει εδώ και μία εβδο­μά­δα, και για όσα του είπε ο Στέ­φα­νος. Ο παπά-Φώτης τότε είπε:

  • Την ξέρω αυτή την οικο­γέ­νεια Αλκι­βιά­δη παι­δί μου. Ήρθαν από το που­θε­νά από ένα ξένο τόπο, ενο­χλούν τα τίμια σπί­τια και ζητια­νεύ­ουν. Δεν μπο­ρού­με όμως να τους διώ­ξου­με, ελπί­ζω να φύγουν μόνοι τους κάποια στιγμή.

Τότε ο Άλκης , ρώτησε :

  • Μα πάτερ είπα­τε ότι είμα­στε αδέρ­φια, ότι πρέ­πει να έχου­με αγά­πη και αλληλεγγύη.
  • Ναι παι­δί μου είπε ο παπάς αλλά αυτοί ούτε χρι­στια­νοί δε θα είναι. Όποιος δε είναι άνθρω­πος του Θεού δεν έχει θέση ανά­με­σα μας.

Ο Άλκης πλέ­ον ύστε­ρα από όλα αυτά ήταν φανε­ρά λυπη­μέ­νος. Άφη­σε το βρα­δι­νό του στη μέση και πήγε νωρίς για ύπνο. Όταν έμει­νε μόνος στο δωμά­τιο του άρχι­σε να κλαί­ει για όλα αυτά και την νύχτα είδε το Στέ­φα­νο στον ύπνο του.

Το επό­με­νο πρωί ξύπνη­σε με την σκέ­ψη ότι μόνο ο δάσκα­λός του είχε απο­μεί­νει για να βοη­θή­σει. Αυτή ήταν και η τελευ­ταία ελπί­δα του Άλκη. Αφού έγι­νε λοι­πόν η πρώ­τη ώρα στο διάλ­λει­μα ο Άλκης πήγε και μίλη­σε στο δάσκα­λο του. Εκεί­νος τότε χαμο­γέ­λα­σε και του είπε:

  • Τα ξέρω όλα αυτά Άλκη μου….. Ο κόσμος ήταν πάντο­τε καλός στα λόγια αλλά όταν ερχό­ταν η ώρα να βοη­θή­σει το σκε­φτό­ταν καλύ­τε­ρα. Βλέ­πεις ο ξένος για μια μικρή πόλη είναι απει­λή. Κι όταν πει­νά­ει ακό­μα περισ­σό­τε­ρο. Εγώ τους μίλη­σα γι’ αυτή την οικο­γέ­νεια αλλά δε με άκου­σαν. Άλλω­στε είμαι γέρος, δε μπο­ρώ να κάνω και πολ­λά. Εσύ που είσαι μικρός, που είσαι ο σπό­ρος για τη νέα κοι­νω­νία, μπο­ρείς να κάνεις κάτι.
  • Μα τι να κάνω εγώ ρώτη­σε ο Άλκης με απορία;
  • Θα κατα­λά­βεις σε λίγο του είπε ο δάσκα­λος του

Μόλις τα παι­διά μαζεύ­τη­καν πάλι ο δάσκα­λος τους είπε να γρά­ψουν ένα γράμ­μα στο δήμαρ­χο για το τι θέλουν για την πόλη τους τα Χρι­στού­γεν­να. Τότε πλη­σί­α­σε τον Άλκη και του είπε:

  • Ξέρεις τι πρέ­πει να κάνεις…..

Ο Άλκης τότε έγρα­ψε το γράμ­μα μέσα από την καρ­διά του και έβα­λε κάθε του σκέψη.

Δύο μέρες μετά τα γράμ­μα­τα πήγαν στο δήμαρ­χο. Ο δήμαρ­χος διά­βα­ζε χαμο­γε­λώ­ντας τις ευχές των παι­διών. Στο γράμ­μα του Άλκη στα­μά­τη­σε. Το γράμ­μα έλεγε:

‘’ Κύριε Δήμαρχε,

Η ευχή μου για τα Χρι­στού­γεν­να είναι να μην πει­νά­ει κανείς μέσα στη πόλη μας. Όλοι λένε ότι είμα­στε αδέρ­φια και πρέ­πει να το δεί­χνου­με. Η αλλη­λεγ­γύη και η αγά­πη πρέ­πει να σκε­πά­σει και αυτή την οικο­γέ­νεια που είναι στη πόλη μας και πει­νά­ει. Αν όπως είπε ο δάσκα­λος μου ‚τα παι­διά είναι σπό­ρος  της νέας κοι­νω­νί­ας τότε τα φυτά που θα βγουν θέλω να δίνουν καρ­πούς αγά­πης και αλλη­λεγ­γύ­ης σε όλο τον κόσμο.

 

Καλά Χρι­στού­γεν­να, Άλκης Νικολάου’’

 

Ο δήμαρ­χος βρή­κε το γράμ­μα τόσο πολύ χαρι­τω­μέ­νο που το δημο­σί­ευ­σε στην εφη­με­ρί­δα μαζί με μερι­κά άλλα. Μέρες μετά το συζη­τού­σε όλη η πόλη. Άλλοι είχαν συγκι­νη­θεί και απο­φά­σι­σαν να βοη­θή­σουν. Άλλοι το θεώ­ρη­σαν απα­ρά­δε­κτο. Οι γονείς του Άλκη ένιω­σαν περη­φά­νια αλλά όχι για τους σωστούς λόγους, και οι καρ­διές τις οικο­γέ­νειας του Στέ­φα­νου ένιω­σαν την πρώ­τη ζεστασιά.

Μέτα από και­ρό η οικο­γέ­νεια του Στέ­φα­νου με τα λίγα λεφτά που μάζε­ψαν έφυ­γαν για μία άλλη πόλη που τα πράγ­μα­τα θα ήταν καλύ­τε­ρα. Ο Στέ­φα­νος είχε πάντα το αρκου­δά­κι του Άλκη για να τον θυμά­ται. Η πόλη δεν άλλα­ξε βέβαια αυτό­μα­τα με το γράμ­μα του μικρού Άλκη. Όμως απέ­κτη­σε μία ελπί­δα. Ένα παι­δί είχε μέσα του το σπό­ρο. Αυτό τον σπό­ρο που έλε­γε ο δάσκα­λος. Τα παι­διά είναι η ελπί­δα της κοι­νω­νί­ας. Έτσι αν ο Άλκης μπο­ρού­σε να φυτέ­ψει το σπό­ρο του στη πόλη θα γινό­ταν ένα πολύ μεγά­λο δέντρο με καρ­πούς αγά­πης και αλλη­λεγ­γύ­ης, αλη­θι­νούς αυτή τη φορά.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο