Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Παναγιώτης Παπαπαναγιώτου: «Το δέντρο της ελευθερίας»

Ο Πανα­γιώ­της Παπα­πα­να­γιώ­του (1978) απο­τε­λεί μια από τις πιο ενδια­φέ­ρου­σες ποι­η­τι­κές φωνές της νέας γενιάς. Η πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή “Σαπράν­θρω­ποι” (2012) που κυκλο­φό­ρη­σε από τις εκδό­σεις Ρέω, εμφα­νί­στη­κε σαν ατο­μι­κή αυτο­έκ­δο­ση και αυτο­έκ­φρα­ση της προ­σω­πι­κής οργής και αηδί­ας, που ένιω­σε και νιώ­θει ο ποι­η­τής, αλλά και της χαμέ­νης αγά­πης και απώ­λειας, που νιώ­θει σαν άνθρω­πος και δημιουρ­γός μέσα σε μια κοι­νω­νία που όπως θα έλε­γε ένας παλιός φιλό­σο­φος: «Πίνει από κρα­νία σφαγ­μέ­νων ανθρώπων».

Τα ποι­ή­μα­τα αυτής της συλ­λο­γής αλλά και γενι­κό­τε­ρα η ποί­η­ση του Πανα­γιώ­τη Παπα­πα­να­γιώ­του, κινού­νται γύρω από ένα κοι­νω­νι­κό, πολι­τι­κό πλαί­σιο αλλά είναι και βαθύ­τα­τα ερω­τι­κά. Δεν καταγ­γέ­λουν απλά, αγω­νί­ζο­νται για μια άλλη κοι­νω­νία. Υψώ­νουν φωνή μέχρι τον ουρα­νό. Ερω­τεύ­ο­νται και αγα­πούν. Αγα­πούν το σώμα κι έρχο­νται σε γόνι­μη αντι­πα­ρά­θε­ση με την επί­ση­μη ιδε­ο­λο­γία, με την κατα­πί­ε­ση και τον ιμπε­ρια­λι­σμό. Κι η γλώσ­σα του ποι­η­τή που είναι κοφτή, λυρι­κή, περι­γρα­φι­κή, σατυ­ρι­κή, ειρω­νι­κή, χωρίς περιτ­τά στο­λί­δια κι αγνή στις προ­θέ­σεις της, απο­δί­δει με τον καλύ­τε­ρο τρό­πο αυτά που θέλει να μοι­ρα­στεί μαζί μας ο δημιουρ­γός. Πλού­σια σε εικό­νες, περι­γρα­φι­κή και βαθειά συναι­σθη­μα­τι­κή. Το βασι­κό­τε­ρο όλων είναι ότι ο ποι­η­τής δεν παρα­μέ­νει ένας απλός θεα­τής των εξε­λί­ξε­ων αλλά συμ­με­τέ­χει ενερ­γά στην ταξι­κή πάλη και συγκε­κρι­μέ­να μέσα από τον χώρο της αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής αριστεράς.

Όπως υπο­στη­ρί­ζει ο ίδιος, είναι ένας «ποι­η­τής της παρακ­μής», κι αυτό για­τί περι­γρά­φει μια παρηκ­μα­σμέ­νη κοι­νω­νία, σχε­δόν νεκρή. Γρά­φει χαρα­κτη­ρι­στι­κά ότι «Μια μπα­λά­ντα της παρακ­μής θα σας πω εγώ / ο ποι­η­τής της παρακ­μα­σμέ­νης επο­χής» κι αυτό μπο­ρού­με να πού­με ότι απο­τε­λεί μια από τις κεντρι­κές ιδέ­ες της ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής Σαπράν­θρω­ποι”. Από την πλευ­ρά μου θα έλε­γα πως είναι ένας ποι­η­τής, ικα­νός να αφή­σει ισχυ­ρό το στίγ­μα του στην λογο­τε­χνία μας.

Αλλά δεν είναι μόνο ο συγκε­κρι­μέ­νος ποι­η­τής. Είναι μια ολό­κλη­ρη γενιά, είναι μια ολό­κλη­ρη τάξη που αγω­νί­ζε­ται για να αλλά­ξει τη ζωή της. Σε αυτή την πορεία οι κοι­νω­νι­κοί αγώ­νες και η καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουρ­γία είναι αχώ­ρι­στοι σύμ­μα­χοι. Αυτή η κίνη­ση της εργα­τι­κής τάξης απει­κο­νί­ζε­ται με αδρές γραμ­μές στην ποί­η­ση του Πανα­γιώ­τη Παπα­πα­να­γιώ­του που αξί­ζει να ανακαλύψουμε.

Ειρη­ναί­ος Μαράκης

 

Μαύ­ρα μικρά μάτια

Περ­πα­τάω στους Καλογήρους,
με μαύ­ρα γυα­λιά να καλύ­πτουν τις απο­φά­σεις μου.
Με προ­κη­ρύ­ξεις στην τσά­ντα μου,
κάτω από το βλέμ­μα των μπάτσων,

να δια­δί­δω σκέ­ψεις, συν­θή­μα­τα, πράξεις,
ιδέ­ες, ιστο­ρία, σύμβολα.

Περ­πα­τάω στους Καλογήρους
και περ­πα­τάς και εσύ μαζί μου,
τρέ­χω, τρέ­χεις και εσύ μαζί μου,
και μου λες με εκεί­να τα μαύ­ρα μικρά μάτια:
«Πότε φτά­νου­με στην πορεία;
Πότε μπαί­νου­με στο μετρό;
Πότε θα γίνει εκδήλωση;»

Περ­πα­τάω στους Καλογήρους,
με μαύ­ρα γυα­λιά να κοι­τά­ζουν τα μαύ­ρα μάτια σου,
με προ­κη­ρύ­ξεις στην τσάντα,
δια­δί­δω σκέ­ψεις, συν­θή­μα­τα, πράξεις,
ιδέ­ες, ιστο­ρία, σύμβολα.

Να μου λες «σ’ αγαπώ»
και να σου λέω:
«Θα τη βγά­λου­με και σήμε­ρα καθαρή».

Γρη­γο­ρό­που­λος όπως Καλτεζάς

Σκι­σμέ­νες αφί­σες στην πλατεία,
λάστι­χα σκα­σμέ­να στο δρόμο,
κάδοι σκου­πι­διών καμένοι.

Ζεστό αίμα κυλά­ει στο δρόμο,
ένα παι­δί νεκρό.
Το κρά­τος θριαμ­βεύ­ει στα πτώματα,
στους νεκρούς μετα­νά­στες, στη γριά,
στο μαγα­ζά­το­ρα που φοβάται.

Το κρά­τος θριαμ­βεύ­ει στα πτώματα,
ο Αλέ­ξης νεκρός.
Ένα οδό­φραγ­μα στην Πανεπιστημίου,
ΜΑΤ τρέ­χουν στην Κουμουνδούρου,
η δια­δή­λω­ση φουντώνει.

Ο Αλέ­ξης έπε­σε νεκρός αλλά είναι ζωντανός.
Ζεστό αίμα κυλά­ει στο δρόμο,
όπως στην Πέτρου Ράλλη.
Το κρά­τος θριαμ­βεύ­ει στα πτώματα
αλλά όχι στους νεκρούς.

Ήταν 1985, είναι 2008.
Λεγό­ταν Μιχά­λης Καλτεζάς,
λέγε­ται Αλέ­ξης Γρηγορόπουλος.
Τάξη επι­κρα­τεί στο Βερο­λί­νο της Αθήνας!
Τάξη επι­κρα­τεί πάνω στα πτώ­μα­τα δύο παιδιών.
Εμείς δεν ξεχά­σα­με ποτέ!

Σύντρο­φε πιά­σε το χέρι μου να κάνου­με αλυσίδα!

Το κορ­μί σου είναι αγάπη

Το κορ­μί σου είναι αγά­πη, αγά­πη μου
το στή­θος σου είναι λου­λού­δια, λου­λού­δι μου
ο ήλιος σου κάτω από την Ακρό­πο­λη φωτί­ζει μάρμαρα
και αντα­να­κλά χρώ­μα­τα στο μελα­χρι­νό σου κορμί,
που λικνί­ζε­ται στην αγκα­λιά μου
και βγά­ζει ακτί­νες φολ­κλόρ μουσικής.

Το κορ­μί σου είναι αγά­πη, αγά­πη μου
τα μαλ­λιά σου είναι μαύ­ρο στεφάνι
σε βυζα­ντι­νή αγιογραφία
κι εγώ από τα χεί­λη σου πίνω άγιο νερό ηδονής.
Το κορ­μί σου είναι αγάπη
που βγά­ζει ήχους μεταλ­λι­κής συμφωνίας
και σπέρ­μα­τα δια­λε­κτι­κών συνθέσεων
με το άπει­ρο των πραγμάτων.

Το κορ­μί σου είναι αγά­πη, αγά­πη μου,
όπου ο χυμός των χυμών σου
από το γυμνό σου κορμί,
φυτρώ­νει αιω­νό­βιους πλάτανους
σε αγρο­τι­κές κολε­κτί­βες ερω­τι­κής αναρχίας
και κάνει βομ­βι­στι­κές επιθέσεις
στην γερο­ντι­κή άνοια του καπιταλισμού.

Το στή­θος και το κορ­μί σου στον γυμνό ήλιο,
είναι ελε­γεία σε διο­νυ­σια­κή μυσταγωγία.
Όπου τρε­λαί­νει Μαι­νά­δες σε ερω­τι­κή έκσταση,
για να κρε­μα­στούν βλα­στοί ελευ­θε­ρί­ας στον έρωτα,
και να υψω­θούν ναοί ερω­τι­κής αφθονίας,
σε θαλασ­σο­δαρ­μέ­νους βράχους.

Το κορ­μί σου είναι αγά­πη, αγά­πη μου,
που κυο­φο­ρεί εξερ­γέ­σεις και επαναστάσεις
και διο­νυ­σια­κές λατρεί­ες του έρωτα.
Το κορ­μί σου αγάπη.

Το δέντρο της ελευθερίας

Εύχο­μαι κάπο­τε, το δέντρο της ελευθερίας,
να γίνει τόσο δυνα­τό και τόσο μεγάλο,
που κανέ­να κελί να μην μπο­ρεί να το κλείσει
και καμιά φυλα­κή να το περιορίσει.
Εύχο­μαι το δέντρο της ελευθερίας,
να το ποτί­σεις εσύ ο ίδιος,
με το νερό της αξιο­πρέ­πειας και της υπερηφάνειας.
Εύχο­μαι το δέντρο της ελευ­θε­ρί­ας να είσαι εσύ!

Για τον Καββαδία*

Σ’ αυτή τη βάρδια
κάνει πού­σι μεγάλο,
όπως το καρά­βι περ­νά­ει τα στενά
για τη Μαύ­ρη Θάλασσα
και την Οδησσό.

Ο δια­βή­της χαρά­ζει την πορεία στον χάρτη
και η πυξί­δα δεί­χνει στα­θε­ρή πορεία.
Οι μηχα­νές είναι στο φουλ
και οι μού­τσοι στις θέσεις τους
να ετοι­μά­ζουν το τρα­πέ­ζι για βραδινό
και να σφουγ­γα­ρί­ζουν το πλοίο.

Σ’ αυτή τη βάρ­δια που κάνει πολύ πούσι
και οι γλά­ροι κοι­μού­νται στις ακτές,
το καρά­βι περ­νά­ει τα στενά
για τη Μαύ­ρη Θάλασσα.
Ξενυ­χτι­σμέ­νοι να φορ­τώ­σου­με στάρι.
Ξενυ­χτι­σμέ­νοι να θεω­ρή­σου­με το δια­βα­τή­ριο στο λιμάνι.
Ξενυ­χτι­σμέ­νοι να νιώ­σου­με το άρωμα
από το κορ­μί μιας γυναίκας.

Το δια­βα­τή­ριο θεω­ρή­ται στο λιμάνι:
Όνο­μα: Νίκος Καββαδίας.
Επάγ­γελ­μα-ειδι­κό­τη­τα: Ασυρματιστής-ποιητής.
Το εν λόγω δια­βα­τή­ριο θεω­ρή­θη­κε μαζί
με σίδε­ρα και παλιά όνειρα,
που πάνε για σκραπ στα διυληστήρια.

*δεν συμπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στη συλ­λο­γή “Σαπράν­θρω­ποι”

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο