Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Παράξενες ιστορίες

Γρά­φει η Φαί­δρα Ζαμπα­θά — Παγου­λά­του //

ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ IΣΤΟΡΙΕΣ
ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

Σήμε­ρα δεν θα παρου­σιά­σου­με έναν δημιουρ­γό Ποι­η­τή ή Πεζο­γρά­φο, αλλά έχου­με μια Συλ­λο­γι­κή δου­λειά Οκτώ Λογο­τε­χνών που είδε το φως της δημο­σιό­τη­τας πριν λίγο και­ρό με τίτλο «ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ».

Cover (Final-Corel 13).cdrΠρό­κει­ται για κεί­με­να Λογο­τε­χνών , που άλλοι ανή­κουν στον Ποι­η­τι­κό χώρο, άλλοι στον Πεζό και μόνο μία συνάδελφος

είναι ήδη δόκι­μος πεζο­γρά­φος με εύση­μα στην Πεζο­γρα­φία και άξιο έργο στην Ελλη­νι­κή Γραμ­μα­τεία, και ανα­φέ­ρο­μαι στην Ντί­να Δού­κα . Θα μου επι­τρέ­ψε­τε να σας τους συστή­σω έστω κι αν τους γνω­ρί­ζε­τε. Είναι η Κων/να Δού­κα, η Λιλιά­να Δρί­τσα, ο Αντώ­νης Κομί­νης, η Βασι­λι­κή Κου­βε­λά, η Νέλ­λη Λαγά­κου, ο Χάρης Μελι­τάς, ο Αλέ­κος Πού­λος και η Ελέ­νη Κοντόζογλου-Συκά.

Προ­σω­πι­κά χαι­ρε­τί­ζω αυτή την ομα­δι­κή προ­σπά­θεια, η οποία μπο­ρεί να φαί­νε­ται απλή ωστό­σο το γεγο­νός και μόνο ότι Συνά­δελ­φοι συμ­φώ­νη­σαν να ακο­λου­θή­σουν και να περ­πα­τή­σουν μαζί στον ίδιο δρό­μο κατά την προ­σω­πι­κή μου γνώ­μη το θεω­ρώ πολύ σημαντικό.

Οι Ποι­η­τές που μας έδω­σαν δείγ­μα­τα πεζού λόγου δικαί­ω­σαν αυτούς που λένε ότι, όταν οι Ποι­η­τές απο­φα­σί­ζουν να γρά­ψουν πεζό λόγο συχνά ξεπερ­νούν τους ήδη κατα­ξιω­μέ­νους στο είδος της πεζογραφίας.

Για­τί τάχα ανα­ρω­τή­θη­κα; όπως φαντά­ζο­μαι θ ανα­ρω­τη­θεί­τε κι εσείς. Πιστεύω ότι ίσως είναι η λυρι­κή τους πένα, ίσως η αφαί­ρε­ση που επω­ά­ζει η Ποί­η­ση ή ακό­μη η ιδιαί­τε­ρη ευαι­σθη­σία τους που τους πνί­γει σαν χείμαρρος.

Εκεί­νο που δεν συνα­ντά­με συχνά είναι το αντί­θε­το. Οι πεζο­γρά­φοι να γρά­ψουν Ποί­η­ση. Και όσοι το έκα­ναν πανη­γύ­ρι­ζαν από χαρά.

Έχου­με λοι­πόν ένα Βιβλίο σε στυλ Ανθο­λό­γιου με «Παρά­ξε­νες Ιστο­ρί­ες» όπως οι 8 συγ­γρα­φείς μας το τιτλοφόρησαν .

Απει­κο­νί­ζουν το χαρα­κτή­ρα του Δημιουρ­γού καθώς και την ιδε­ο­λο­γι­κή και φιλο­σο­φι­κή του τοπο­θέ­τη­ση μέσα στο κοι­νω­νι­κό «γίγνε­σθαι». Η συγ­γρα­φή Διη­γή­μα­τος έχει κάποιους κανό­νες. Εκτός από τις περι­γρα­φές, έχει πλο­κή, έχει διά­λο­γο κι ανά­λυ­ση χαρα­κτή­ρων. Μέσα στη συλ­λο­γή αυτή για την οποία μιλά­με βρί­σκου­με αλλού λίγα κι αλλού περισ­σό­τε­ρα από τα παρα­πά­νω στοι­χεία που ανα­φέ­ρα­με. Δια­κρί­να­με αρκε­τό συναί­σθη­μα κατά­θε­ση ψυχής των ηρώ­ων που επω­μί­ζο­νται σχε­δόν πάντα το βάρος της επι­βί­ω­σης μέσα σ έναν κόσμο συχνά σκλη­ρό, αδιά­φο­ρο κι απάν­θρω­πο. Τίπο­τα το παρά­ξε­νο, Όλοι γνω­ρί­ζουν πολύ καλά την ατμό­σφαι­ρα, το κλί­μα και το χωρο­χρό­νο των πρω­τα­γω­νι­στών κι εκεί­νων που αιω­ρού­νται στους δεύ­τε­ρους ρόλους. Κι εκεί πλέ­κε­ται ο καμ­βάς πότε μ εκπλή­ξεις, πότε με μονα­ξιά και στα­τι­κή σημειολογία.

Σας πλη­ρο­φο­ρώ ότι δεν διά­βα­σα ιδιαί­τε­ρες Ιστο­ρί­ες και μάλι­στα Παράξενες.

Είναι αφη­γή­μα­τα ανθρώ­πι­να, κοντι­νά μας που κινού­νται είτε μέσα σε μια καθη­με­ρι­νό­τη­τα, είτε στο παρελ­θόν, σε μέρες θλι­βε­ρές αγώ­νων, φόβου, εκτε­λέ­σε­ων, Κατο­χής με τον εχθρό μέσα στη χώρα μας , και σ ένα εμφύ­λιο όπου χάθη­κε το αίμα νέων ανθρώ­πων που δεν θα πάψει ποτέ να μας πονά­ει. Όλα γραμ­μέ­να με ρεα­λι­σμό και πόνο να σου αφή­νουν μια πικρή γεύ­ση στα χεί­λη και δύο δάκρυα να κυλά­νε χωρίς να το καταλαβαίνεις.

Η θεμα­τι­κή τους ποικίλει.
Συνα­ντά­με Ιστο­ρί­ες που προ­έρ­χο­νται από τα διά­φο­ρα επαγ­γέλ­μα­τα των συγ­γρα­φέ­ων κι έχουν επη­ρε­ά­σει την πένα τους όπως είναι φυσι­κό. Υπάρ­χει νοσταλ­γία από τη σχο­λι­κή ζωή και τις μαθη­τι­κές αίθου­σες από τους εκπαι­δευ­τι­κούς, δια­κρί­νου­με σελί­δες τρα­γι­κό­τη­τας, ηλι­κια­κές δια­φο­ρές μετα­ξύ μάνας και γιου, άνι­σες νοο­τρο­πί­ες ως προς την αντι­με­τώ­πι­ση της ζωής και του θανά­του, καθώς και σελί­δες ταξι­διω­τι­κής λογο­τε­χνί­ας με θαυ­μά­σιες περι­γρα­φές, λαγα­ρό λόγο και κάποια μετα­φυ­σι­κά ευρή­μα­τα σε σκη­νές συζη­τή­σε­ων μετα­ξύ ζώων και ανθρώ­πων που κατα­λή­γουν να κερ­δί­σουν τον ανα­γνώ­στη μέσα από σημεία τρυ­φε­ρό­τη­τας. Δεν λεί­πουν οι Ναυ­τι­κές Ιστο­ρί­ες και στιγ­μιό­τυ­πα από τη ζωή στη Θάλασ­σα. Επί­σης κεί­με­να με νεύ­ρο, δωρι­κό λόγο με μικρές κοφτές φρά­σεις που και περιε­κτι­κές είναι και σπιν­θη­ρο­βό­λες με χιού­μορ διαν­θι­σμέ­νες ώστε ο ανα­γνώ­στης να χαί­ρε­ται την ανά­γνω­ση τους ‚και η πρω­τό­τυ­πη τεχνι­κή του συγ­γρα­φέα φωνά­ζει ότι προ­έρ­χε­ται από καθα­ρό­αι­μη ποι­η­τι­κή φλέ­βα. Και τέλος θα συνα­ντή­σου­με τα όμορ­φα χρό­νια της παι­δι­κής αθω­ό­τη­τας και της ανεμελιάς…

Είναι αλή­θεια ότι είμα­στε ένας λαός Παρα­μυ­θά­δων και για­τί όχι. Ας γυρί­σου­με πίσω να θυμη­θού­με πως μας μεγά­λω­σαν τα όμορ­φα Παρα­μύ­θια των Παπ­πού­δων και των Για­γιά­δων που με τη φαντα­σία τους τα έχτι­ζαν όταν μας τα έλεγαν.

Επι­τρέψ­τε μου πριν κλεί­σω να ανα­φερ­θώ στη μόνη κατα­ξιω­μέ­νη πεζο­γρά­φο της λογο­τε­χνι­κής συντρο­φιάς , που μας έχει δώσει θαυ­μά­σια δείγ­μα­τα της δου­λειάς της στον πεζό λόγο. Ωσάν μεγά­λος τεχνί­της που χαρά­ζει το μάρ­μα­ρο ή το ξύλο έτσι σμι­λεύ­ει κι εκεί­νη το λόγο της και ζωντα­νεύ­ει την αφή­γη­σή καθώς και τους ήρω­ες της. Σέβε­ται τους κανό­νες και κινεί­ται μετα­ξύ φαντα­σί­ας και πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Κι ενώ στο συγ­γρα­φι­κό της πλά­νο το συναί­σθη­μα ελέγ­χε­ται, ξαφ­νι­κά κάπου ξεσπά­ει κι εντυ­πω­σιά­ζει τον ανα­γνώ­στη της.

Το κοι­νό ζητού­με­νο ωστό­σο σε όλους είναι η δικαί­ω­ση και η δια­μαρ­τυ­ρία, ακό­μη και η ρου­τί­να μιας άχα­ρης και ουδέ­τε­ρης ζωής,που όσο κι αν θέλου­με να την αλλά­ξου­με τα βήμα­τα της παρα­μέ­νουν ασταθή.

Όλοι όμως και οι οκτώ θα έλε­γα ότι μας ανοί­γουν την ψυχή τους και την καρ­διά τους. Μας πιά­νουν από το χέρι και μας περι­φέ­ρουν με αγά­πη στον περί­γυ­ρό τους ο καθέ­νας με την προ­σω­πι­κό­τη­τα του και τη δική του ταυτότητα.

Τους εύχο­μαι να συνε­χί­σουν απ όποιο μετε­ρί­ζι της Λογο­τε­χνί­ας κι αν επι­λέ­ξουν. Εγώ προ­σω­πι­κά τους ευχα­ρι­στώ για τις ενδια­φέ­ρου­σες κι ευχά­ρι­στες στιγ­μές που έζη­σα δια­βά­ζο­ντάς τους.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο