Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Παραμυθάκια

Γρά­φει ο Cogito ergo sum //

Και να, λοι­πόν, που αρχί­σα­με να βλέ­που­με στην πρά­ξη τι σημαί­νει «δεύ­τε­ρη φορά αρι­στε­ρά». Κοντά σε όλα όσα ξέρα­με από τους δεξιούς και τους σοσια­λι­στές, τώρα βλέ­που­με να εφαρ­μό­ζο­νται «νέα κόλ­πα» και από τους αρι­στε­ρούς. Δεν είναι μόνο ο ΕνΦΙΑ που μένει ακλό­νη­τος στην θέση του (καθ’ όσον 2,65 δισ. είναι αυτά και τα χρειά­ζε­ται το κρά­τος) ούτε τα συμπλη­ρω­μα­τι­κά εκκα­θα­ρι­στι­κά με την επί πλέ­ον προ­κα­τα­βο­λή φόρου (μιας και αυτό το «επί πλέ­ον» το είχαν νομο­θε­τή­σει οι προη­γού­με­νοι και δεν μπο­ρού­με να μη το εφαρ­μό­σου­με). Το και­νούρ­γιο κόλ­πο είναι ότι όποιος δεν περά­σει το αυτο­κί­νη­τό του από ΚΤΕΟ, θα δει να βεβαιώ­νε­ται στο τεφτέ­ρι της εφο­ρί­ας το σχε­τι­κό τέλος με τα ανα­λο­γού­ντα πρό­στι­μα. Έτσι, λοι­πόν, απο­δει­κνύ­ε­ται περί­τρα­να ότι ο μόνος λόγος που το κρά­τος έχει επι­βά­λει τα ΚΤΕΟ είναι η είσπρα­ξη των παρα­βό­λων. Τα όσα λέγο­νται περί ασφά­λειας και περι­βάλ­λο­ντος είναι απλώς παραμυθάκια.

Από παρα­μυ­θά­κια, άλλο τίπο­τε σ’ αυτόν τον τόπο. Άλλω­στε, αυτή την επο­χή ζού­με με το παρα­μυ­θά­κι που λέει ότι οι αρι­στε­ροί δεν ήθε­λαν μνη­μό­νιο αλλά εκβιά­στη­καν και ανα­γκά­στη­καν να το υπο­γρά­ψουν, οπό­τε θα το εφαρ­μό­σουν αλλά θα κάνουν ότι μπο­ρούν για να επα­να­δια­πραγ­μα­τευ­τούν ορι­σμέ­νες πτυ­χές του και για να ανα­κου­φί­σουν τους ασθε­νέ­στε­ρους συμπο­λί­τες μας από τις επι­πτώ­σεις του. Ωραίο και πια­σά­ρι­κο παρα­μυ­θά­κι. Τόσο πια­σά­ρι­κο που μπο­ρεί να σου εξα­σφα­λί­σει μέχρι και νίκη σε εκλογές.

once2Ένα άλλο πια­σά­ρι­κο παρα­μυ­θά­κι είναι αυτό που αρέ­σκο­νται να πιπι­λί­ζουν τα διά­φο­ρα πρε­τε­ντε­ροει­δή τής τηλε­ό­ρα­σης και λέει ότι ο τόπος περ­νά­ει δυσκο­λί­ες και πρέ­πει όλοι να κάνου­με θυσί­ες αν θέλου­με να δού­με καλύ­τε­ρες μέρες. Η αλή­θεια είναι ότι ο τόπος δεν περ­νά­ει καμ­μία δυσκο­λία. Δυσκο­λί­ες περ­νά­νε ορι­σμέ­νοι απ’ αυτούς που ζουν σ’ αυτόν τον τόπο. Για την ακρί­βεια, δυσκο­λί­ες περ­νά­νε εκεί­νοι που είχαν μάθει να ξεζου­μί­ζουν αυτόν τον τόπο και ξαφ­νι­κά δια­πί­στω­σαν ότι η κάνου­λα που τους πότι­ζε τόσες δεκα­ε­τί­ες άρχι­σε να στε­ρεύ­ει. Το κακό είναι ότι όσοι επα­να­λαμ­βά­νουν αυτό το παρα­μυ­θά­κι είναι ταγ­μέ­νοι να στη­ρί­ζουν αυτούς που αντι­με­τω­πί­ζουν τέτοιες δυσκο­λί­ες. Και, φυσι­κά, δεν ακρι­βο­λο­γούν. Θά ‘πρε­πε να λένε: πρέ­πει όλοι εσείς να ΚΑΝΕΤΕ θυσί­ες, προ­κει­μέ­νου ΕΜΕΙΣ να δού­με καλύ­τε­ρες μέρες. Διά­βο­λε, κάτι σε χοντρο­πα­πα­ριά μού κάνει να περι­μέ­νου­με να δει καλύ­τε­ρες μέρες αυτή η χώρα με το να ξεπου­λά­με τα λιμά­νια, τα αερο­δρό­μια, τα νησιά και, γενι­κά, όλο της τον πλού­το μαζί με τους ανθρώ­πους της!

Κι αν αγα­να­κτή­σεις με όσα τρα­βάς και τολ­μή­σεις να δια­μαρ­τυ­ρη­θείς μαχη­τι­κά, έρχε­ται ένα άλλο παρα­μυ­θά­κι να σε βάλει στην θέση σου. Εκεί­νο το παλιό, που λέει ότι οι νόμοι πρέ­πει να ισχύ­ουν για όλους και να εφαρ­μό­ζο­νται από όλους. Αυτό θα ήταν σωστό αν οι νόμοι ψηφί­ζο­νταν από όλους. Διό­τι κατα­ντά­ει αισχρό να ψηφί­ζε­ται ένας νόμος από μια δρά­κα που­λη­μέ­νων, ανε­γκέ­φα­λων κλπ (οι οποί­οι πολύ συχνά, όπως παρα­δέ­χο­νται και ίδιοι, δεν τον έχουν καν δια­βά­σει πριν τον ψηφί­σουν) και μετά να ζητά­νε από όλους εμάς να τον εφαρ­μό­σου­με. Άσε δε που κάποιοι απ’ αυτούς τους παρα­μυ­θα­τζή­δες έχουν φρο­ντί­σει να φτιά­ξουν ειδι­κούς νόμους για πάρ­τη τους (π.χ. νόμος περί βου­λευ­τι­κής ασυ­λί­ας, νόμος περί ευθύ­νης υπουρ­γών κλπ). Αν αυτό δεν είναι παρα­μυ­θά­κι, για­τί πριν κάμπο­σα χρό­νια κάποιοι αμφι­σβή­τη­σαν π.χ. τον νόμο με τον οποίο ορί­στη­κε πρό­ε­δρος της ελλη­νι­κής δημο­κρα­τί­ας ο Γεώρ­γιος Παπαδόπουλος;

Παρεμ­φε­ρές είναι και το παρα­μυ­θά­κι ότι τάχα οι απο­φά­σεις της δικαιο­σύ­νης είναι ιερές και πρέ­πει όλοι να τις σέβο­νται. Κατ’ αρχάς, η ίδια η δικαιο­σύ­νη παρα­δέ­χε­ται ότι οι απο­φά­σεις της δεν είναι και τόσο ιερές, εφ’ όσον μπο­ρεί κάποιος να τις εφε­σι­βά­λει. Αφού το πρω­το­δι­κείο με κατα­δι­κά­ζει και το εφε­τείο με αθω­ώ­νει, ποιά από τις δυο απο­φά­σεις είναι ιερή; Έπει­τα, αυτό το παρα­μυ­θά­κι έχει μια τερά­στια «τρύ­πα» απ’ όπου χάνει: αν δεχτού­με την ορθό­τη­τά του, θα πρέ­πει να δεχτού­με ότι είναι ιερές και οι απο­φά­σεις των έκτα­κτων στρα­το­δι­κεί­ων επί κατο­χής, οι απο­φά­σεις που οδή­γη­σαν στο από­σπα­σμα τον Μπε­λο­γιάν­νη και την παρέα του, οι απο­φά­σεις που έστει­λαν στα ξερο­νή­σια χιλιά­δες αρι­στε­ρών κλπ. Εκτός αν ισχύ­ει μια παραλ­λα­γή τής οργου­ε­λι­κής απο­στρο­φής: όλες οι δικα­στι­κές απο­φά­σεις είναι ιερές αλλά κάποιες είναι πιο ιερές από τις άλλες.

Μιας και μίλη­σα για δικαιο­σύ­νη, δεν γίνε­ται να μη θυμη­θώ το χιλιοει­πω­μέ­νο παρα­μυ­θά­κι πως τάχα πρέ­πει να κατα­δι­κά­ζου­με την βία απ’ όπου κι αν προ­έρ­χε­ται. Πρώ­τα-πρώ­τα, η Ιστο­ρία μάς διδά­σκει ότι την βία την απε­χθά­νο­νται εκεί­νοι οι οποί­οι έχουν το προ­νό­μιο να την χρη­σι­μο­ποιούν νόμι­μα. Δηλα­δή, η εκά­στο­τε και απα­ντα­χού καθε­στη­κυία εξου­σία. Και την απε­χθά­νε­ται επει­δή ξέρει ότι μόνο με την βία μπο­ρεί να ανα­τρα­πεί. Το σωστό είναι ότι η δημο­κρα­τία δεν φοβά­ται την βία, την βία την φοβού­νται οι τύραν­νοι. Το να κατα­δι­κά­ζεις την βία είναι σαν να κατα­δι­κά­ζεις κάθε επα­νά­στα­ση. Δίχως βία δεν θα υπήρ­χε ούτε 1775–1783 στην Αμε­ρι­κή, ούτε 1789 στην Γαλ­λία, ούτε 1821 στην Ελλά­δα, ούτε 1917 στην Ρωσ­σία. Και μη μου πεί­τε ότι ανα­φέ­ρο­μαι σε μη δημο­κρα­τι­κά πολι­τεύ­μα­τα, διό­τι και o Γεώρ­γιος Γ΄ της Αγγλί­ας και ο Λου­δο­βί­κος ΙΣΤ΄ της Γαλ­λί­ας και ο σουλ­τά­νος Μαχ­μούντ Β΄ της Τουρ­κί­ας και ο τσά­ρος Νικό­λα­ος Β΄ της Ρωσί­ας το ίδιο παρα­μύ­θι υπο­στή­ρι­ζαν. Κι όταν λέμε «απ’ όπου κι αν προ­έρ­χε­ται» να το εννο­ού­με, έτσι;

Μιλώ­ντας για βία, θυμή­θη­κα ένα άλλο σιχα­με­ρό παρα­μυ­θά­κι, ίσως το πιο εξορ­γι­στι­κό από όλα. Σύμ­φω­να μ’ αυτό, τα διά­φο­ρα προ­βλή­μα­τα πρέ­πει να επι­λύ­ο­νται μέσω δια­λό­γου. Μιλά­με για ΤΟ παρα­μύ­θι. Πρώ­τα-πρώ­τα, την απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα του δια­λό­γου την βλέ­που­με καθη­με­ρι­νά στα παρά­θυ­ρα των δελ­τί­ων ειδή­σε­ων, όπου εφαρ­μό­ζο­νται απο­λύ­τως οι κοι­νές ρήσεις «παράλ­λη­λοι μονό­λο­γοι» και «διά­λο­γος κου­φών», καθώς και το αρχαιο­ελ­λη­νι­κό «ου με πεί­σεις κάν με πεί­σης (= δεν θα με πεί­σεις ακό­μη κι αν με πεί­σεις)». Έπει­τα, πρέ­πει να δού­με ποιος βάζει τους όρους υπό τους οποί­ους γίνε­ται ο διά­λο­γος. Διό­τι, αν είναι να κου­βε­ντιά­ζου­με με τις ώρες και στο τέλος να μου ρίχνεις μια Πρά­ξη Νομο­θε­τι­κού Περιε­χο­μέ­νου στο κεφά­λι, χέστη­κα. Μπο­ρεί να κάνου­με διά­λο­γο για το αν ο Μητρο­πά­νος είναι καλύ­τε­ρος λαϊ­κός τρα­γου­δι­στής από τον Καζαν­τζί­δη ή για το αν ο Μαρα­ντό­να είναι πράγ­μα­τι ο καλύ­τε­ρος ποδο­σφαι­ρι­στής που βγή­κε ποτέ, αλλά αν περι­μέ­νου­με μέσω δια­λό­γου να αλλά­ξει η κατά­στα­ση των λαϊ­κών στρω­μά­των… ε, είμα­στε ηλί­θιοι. Άλλω­στε, όταν ο ποι­η­τής έλε­γε «ομπρός να σηκώ­σου­με τον ήλιο πάνω από την Ελλά­δα», σίγου­ρα δεν εννο­ού­σε να κάτσου­με γύρω από ένα τρα­πέ­ζι και να πιά­σου­με την ψιλο­κου­βέ­ντα ώσπου να τα βρούμε.

 

Συμπέ­ρα­σμα: Ο λαός δεν έχει καμ­μιά υπο­χρέ­ω­ση να πλη­ρώ­σει προ­κει­μέ­νου να βγει από τα αδιέ­ξο­δά της μια κλά­κα κεφα­λαιο­κρα­τών. Κι αν η αστι­κή εξου­σία φρο­ντί­ζει να νομο­θε­τεί με τρό­πο που να τον κρα­τά­ει δεμέ­νο χερο­πό­δα­ρα, αυτός ο λαός έχει καθή­κον και υπο­χρέ­ω­ση να αμφι­σβη­τή­σει έμπρα­κτα αυτή την νομο­θε­σία, έστω κι αν βρει απέ­να­ντί του μια δικαιο­σύ­νη που φρο­ντί­ζει να εξα­σφα­λί­ζει στην εξου­σία τα απα­ραί­τη­τα στη­ρίγ­μα­τα για τις αντι­λαϊ­κές της επι­λο­γές (παρε­μπι­πτό­ντως, μαρά­ζι τό ‘χω να δω μια δικα­στι­κή από­φα­ση που να ΜΗ βγά­ζει μια απερ­γία παρά­νο­μη και κατα­χρη­στι­κή). Κι αυτή η αμφι­σβή­τη­ση είναι σίγου­ρο πως δεν περ­νά­ει μέσα από καλο­προ­αί­ρε­τους δια­λό­γους αλλά μέσα από έντο­νη και βίαιη πάλη. Όλα τα άλλα είναι φούμαρα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο