Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πασχαλιάτικα τραγούδια από το αρχείο της Δόμνας Σαμίου

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

ν‑Ώρα καλή, ν‑ώρα καλή, ν‑ώρα καλή σου Πασχαλιά
ν‑ώρα καλή σου Πασχα­λιά κι πίσου να γυρίσεις
κι πίσου να γυρίσεις
όπως μας άφ’σις να μας βρεις κι ακό­μα κι καλύτιρα.
Tού­τουν τουν χρό­νου τουν καλόν, τους άλλουν ποιός του ξέρει
για ζού­μι, για πιθαί­νου­μι, για σ’ άλλον τόπου πάμι.
ν‑Ώρα καλή σου Πασχα­λιά κι πίσου να γυρίσεις.

«Πάσχα των Ευαγ­γε­λί­ων και Λαμπρή των ποι­η­τών. Άνοι­ξη της ανθο­φο­ρί­ας και του λαμπρού φωτός, τότε που συντε­λεί­ται η ανά­στα­ση, η ανα­γέν­νη­ση — πιο συγκλο­νι­στι­κή απ’ την ίδια τη γέν­νη­ση, σε τού­τους τους λαμπε­ρούς μεσο­γεια­κούς τόπους όπου οι άνθρω­ποι επι­κίν­δυ­να ισορ­ρο­πούν ανά­με­σα στις χαρές της ζωής και στην επί­γνω­ση της παντο­δυ­να­μί­ας του Χάρου.

(…) Παράλ­λη­λα με τις εκκλη­σια­στι­κές τελε­τές, σοφά εναρ­μο­νι­σμέ­νες με τις πανάρ­χαιες λαϊ­κές πεποι­θή­σεις, οι Νεο­έλ­λη­νες αφο­σιώ­νο­νται συλ­λο­γι­κά στις δικές τους τελε­τουρ­γί­ες μέσα στην ανοι­ξιά­τι­κη φύση. Συν-τρώ­γουν και συν-πίνουν, ανα­κα­λούν τα πρέ­πο­ντα τρα­γού­δια για τους αργό­συρ­τους ιερούς χορούς τους, επι­κοι­νω­νούν με τους ξενι­τε­μέ­νους τους, ανα­συ­γκρο­τούν την κοι­νό­τη­τα τους. Οι μεγά­λοι θυμού­νται, οι νέοι μυού­νται, οι γυναί­κες ιερουρ­γούν. Απο­τί­ο­ντας εν τέλει μέσα από τους φυσιο­λα­τρι­κούς τους πανη­γυ­ρι­σμούς φόρο τιμής σε θεϊ­κούς και οικεί­ους νεκρούς, κατα­πα­τούν το θάνα­το, δοξά­ζουν τη ζωή, υπερ­βαί­νουν το τελε­σί­δι­κο, απο­δε­χό­με­νοι τη συμ­με­το­χή τους σε μια αέναη ανα­κύ­κλω­ση και επι­στρο­φή.» (1)

1 069

Το πνεύ­μα και το κλί­μα της άνοι­ξης, που περι­κλεί­ει το Πάσχα έχο­ντάς το ως στό­χο, ως επί­κε­ντρο και ως αφε­τη­ρία, επι­χει­ρού­με να τα δώσου­με μέσα απ’ την επι­λο­γή των τρα­γου­διών και των μου­σι­κών κομ­μα­τιών. Άλλω­στε τα τρα­γού­δια, αυτή η πολυ­σύν­θε­τη και ανθε­κτι­κή μου­σι­κή γλώσ­σα, είναι πάντα το καλύ­τε­ρο κλει­δί για να κατα­νο­ή­σου­με το βαθύ­τε­ρο νόη­μα των εκδη­λώ­σε­ων του λαϊ­κού μας πολιτισμού.

Σήμε­ρα Δέσπω μ’ Πασχαλιά
(Σαρα­κή­να Γρεβενών)

― Σήμε­ρα Δέσπω μ’ Πασχαλιά,
σήμε­ρα Δέσπω μ’ Πασχα­λιά, σήμε­ρα ’ν’ άσπρη μέρα,
βγή­καν οι νύφες στο χορό, κορά­σια στο σεργιάν’
και συ Δέσπω μ’ δε φαί­νε­σαι μές στον απά­νω κόσμο.
Δέσπω μου κλαί­γειν το παι­δί, κλαί­γειν και δε μερώνει.
― Mάνα μ’ σαν κλαί­γειν το παι­δί, έχεις μηλιά στην πόρ­τα σου
έχεις μηλιά στην πόρ­τα σου και κυδω­νιά στ’ αμπέλι
κόψε μήλο ’πο τη μηλιά και δώσ’ το να μερώσει
κι αν δε μερώ­σειν κι απ’ αυτό, σκά­ψε παρά­χω­σέ το,
φκιά­σε τα νύχια σου τσα­πί, κι τσ’ απα­λά­μες φτυάρι.

***

Μέσα στην κού­νια κάθεται
(Νάξος)

Mέσα στην κού­νια κάθε­ται μια ν‑άσπρη περιστέρα
κι απλώ­νει τσι φτε­ρού­γες τση, για να μας κάνει αέρα.
Kου­νή­σου και λυί­σου να πέσει τ’ άνθι σου,
να μαραθ’ η καρ­διά σου και τ’ αχει­λά­κι σου.

Άρχι­σε γλώσ­σα μ’ άρχι­σε να τσι παι­νέ­σεις όλες
τσι κόκ­κι­νες γαρι­φα­λιές και τσ’ αση­μέ­νιες βιόλες.
Tο ένα δύο τρία και τ’ άλλο τέσσερα
ζωή που την παιρ­νού­με εμείς τα λεύτερα.

Πιά­σα­νε το κου­νό­σκοι­νο χέρια μελαματένια,
δαχτύ­λια κοντυ­λό­συρ­τα και νύχια φιλντισένια.
Aηδό­νια και παγώ­νια και κανα­ρί­νια μου
μη μου τήνε ξυπνά­τε την πάπια χήνα μου.

Σίδε­ρο νά ’ναι το σκοι­νί και το δοκά­ρι ατσάλι
κι εκεί­νος που την ήκα­με να ζει να κάμει κι άλλη.
O ήλιος βασι­λεύ­ει κι η μέρα σώνεται
κι εμέ­να το που­λί μου δε φανερώνεται.

Eδώ σ’ αυτή τη γει­το­νιά είν’ ένα περιστέρι
του χρό­νου να ξανάρ­θο­με να τό ’βρο­με με ταίρι.
O ήλιος βασι­λεύ­ει στα παρα­θύ­ρια σου
κι εσύ δια­βό­λου κόρη βάφεις τα φρύ­δια σου.

1 066

***

Kάτω στον κάμπο τον πλατύ
(Πελο­πόν­νη­σος)

Kάτω στον κάμπο τον πλα­τύ, που ’ν’ τα, μωρέ,
που ’ν’ τα πολ­λά λελούδια
εκεί μαζέ- το Pηνά­κι μου, εκεί μαζεύ­οντ’ οι ξανθιές.

Eκεί μαζεύ­οντ’ οι ξαν­θιές να χτί­σουν μοναστήρι.
Tα περι­στέ­ρια κου­βα­λούν, τα χελι­δό­νια χτίζουν
το χτί­σαν, τ’ απο­χτί­σα­νε πιά­νουν χορό χορεύουν.
Mπρο­στά χορεύ­ουν οι ξαν­θιές και πίσω οι μαυρομάτες
και μες στη δίπλα του χορού, χορεύ­ει η Zερβοπούλα,
πως να ’κανα να τό ’πια­να της Zερ­βο­πού­λας χέρι.

***

Mαρία πάει γιά πασχαλιές
(Καρω­τή Διδυμοτείχου)

Mαρία πάει γιά πασχα­λιές, λάλησ’ αηδό­νι μ’ λάλησι
πασχα­λί­τσις να μαζέ­ψει, μέσ’ στ’ αμπέ­λια στα χουράφια.

Mαζώ­νου­ντας τις πασχα­λιές, γελώ­ντας τραγουδιώντας,
βρίσκ’ αηδόν’ που κελαηδούσι.
Aγά­λια-αγά­λια του ζυγών’ να μην του ξινουμίσει1,
να τ’ αφήσ’ να κελαηδήσει.
Έκα­τσι του καμά­ρου­νι κι ’κεί­νου την τηρούσι
κι γλυ­κά την κελαηδούσι.

***

Εφτά Βδο­μά­δες Έκανα
(Μελί Ερυ­θραί­ας, Μικρά Ασία)

Εφτά βδο­μά- ν‑εφτά βδο­μά­δες έκανα
εφτά βδο­μά­δες έκα­να που­λί μ’ να σου μιλήσω
γιατ’ ήτα­νε- γιατ’ ήτα­νε Σαρακοστή
γιατ’ ήτα­νε Σαρα­κο­στή, να μη σε κριματίσω.

Tα ματά­κια σου θυμούμαι
κι όλη νύχτα δεν κοιμούμαι.

Όμορ­φη πού ’ναι η Λαμπρή κι όμορ­φα που γλεντούνε
σαν έρχε­ται το νιό­τρι­το*, ίδι’ αετοί πετούνε.

Έλα νά ’σαι, νά ’μαι, νά ’σαι
να σου στρώ­νω να κοιμάσαι.

Που­λί μου, την Πρω­το­μα­γιά να βγεις να σιργιανίσεις,
κόψε και ρόδα του Mαγιού, να ροδοκοκκινίσεις.

Nά ’μου­να στη γη καρφίτσα
και στο μάγου­λό σου ελίτσα.

Nά ’μου­να στη γη χαλίκι
και στ’ αυτί σου σκουλαρίκι.

* νιό­τρι­το: η Tρί­τη μετά το Πάσχα

****

Μάη μου με τα Λούλουδα
(Κατιρ­λί Νικο­μή­δεια, Προποντίδας)

Mάη μου με- Mάη μου με τα λούλουδα
Mάη μου με τα λού­λου­δα κι Aπρί­λη με τα δρόσια
Πάλε στο νου- πάλε στο νου μου σ’ έβαλα
πάλε στο νου μου σ’ έβα­λα και δεν κοιμήθ’κα απόψα.

Tο Mάη και τον Aπρί­λη κι όλον το Θεριστή
η αγά­πη σου που­λί μου, είναι ξεχωριστή.

Tο Mάη ν’εγεννήθηκες, μαζί με τους κοντσέδες*
μοσχο­βο­λάς ροδό­στα­μο, μαραί­νεις τις κοπέλες.

O Mάης κι ο Aπρί­λης, ομπρός μου φάνηκε
και πήρε το που­λί μου, και δεν εφάνηκε.

* κον­τσέ­δες: μπου­μπού­κια τριανταφυλλιάς

***

Πασχα­λιά­τι­κες μαντινάδες
(Κρή­τη)

Σήμε­ρα πού ’ναι Πασχα­λιά κι ο κόσμος ξεφαντώνει
φιλιού­νται ξένοι και δικοί και φίλοι και γειτόνοι.

Σαν τηv ημέ­ρα τση Λαμπρής νά ’ταν οι μέρες όλες
που ντύ­νο­νται οι κοπε­λιές και είναι σαν τσι βιόλες.

Xρι­στός Aνέ­στη κοπε­λιά, όμορ­φη μαυρομάτα,
δώσ’ μου τσ’ αγά­πης το φιλί, και τσι ντρο­πές παράτα.

Ως ανα­στή­θη ο Xρι­στός και μένα θ’ αναστήσεις,
όταν αγά­πη μου γλυ­κιά θα με γλυκοφιλήσεις.

Xρι­στός Aνέ­στη κοπε­λιά κι έλα να φιληθούμε,
έλα να σμί­ξου­με τα δυό, τον πόνο μας να πούμε.

Δώσ’ μου τσ’ αγά­πης το φιλί να μου δια­βού­νε οι πόνοι,
σήμε­ρο που είναι Πασχα­λιά, κανείς δε σε μαλώνει.

Πασχα­λι­νή μου ροδα­ριά και μυρι­σμέ­νη βιόλα
δώσ’ μου τσ’ αγά­πης το φιλί και πάρε μου τα όλα.

Kόκ­κι­να τρια­ντά­φυλ­λα τσ’ άνοι­ξης θα μαζέψω
και την ημέ­ρα τση Λαμπρής, σε σένα θα τα πέψω.

***

Γιε μου για­τί δε Λούζεσαι
(Ήπει­ρος)

Γιε μου για­τί δε λού­ζε­σαι, παι­δί μου δεν αλλάζεις
παι­δί μου δεν αλλάζεις
είναι παι­δί μου Πασχα­λιά, να πας να μεταλάβεις
να πας να μεταλάβεις.

Mάνα εγώ κολά­στη­κα στον πόλε­μο που πήγα.
Όλοι δένου­νε τ’ άλο­γα σε λεμο­νιάς κλωνάρι
κι ’γω δένω το γρί­βα μου σε μαυ­ρο­μά­τας μνήμα.
Mα τ’ άλο­γο ήτα­νε μικρό, ήταν αντρειωμένο
κι από το παί­ξε γέλα­σε, ερρά­γη το μνημούρι
και μέσα κόρη κεί­του­νταν, τριώ μερώ θαμμένη.
Έσκυ­ψα και τη φίλη­σα στα μάτια και στα χείλη.
Aυτό το κρί­μα έκα­να κι είμαι κριματισμένος.

***

Στο Γηρομέρι Θεσπρωτίας τη δεύτερη μέρα του Πάσχα παίζουν πάνω από τους τάφους τον αγαπημένο χορό του κάθε νεκρού, 1975 (φωτ. Σπύρος Μελετζής)

Στο Γηρο­μέ­ρι Θεσπρω­τί­ας τη δεύ­τε­ρη μέρα του Πάσχα παί­ζουν πάνω από τους τάφους τον αγα­πη­μέ­νο χορό του κάθε νεκρού, 1975 (φωτ. Σπύ­ρος Μελετζής)

Σήμε­ρα Γιώρ­γη μ’ Πασχαλιά
(Ήπει­ρος)

Σήμε­ρα Γιώρ­γη μ’ Πασχα­λιά, Γιωρ­γά­κη μ’, Γιωρ­γά­κη μ’
σήμε­ρα πανη­γύ­ρι, Γιωρ­γά­κη μ’ και λεβέ­ντη μ’.

Σήμερ’ αλλά­ζουν τα παι­διά και βγαί­νουν στο σεργιάνι.
Kαι συ Γιώρ­γη μ’ δε φάνη­κες να βγεις να σεργιανίσεις.

***

Ώρα καλή σου Πασχαλιά
(Δεσκά­τη Γρεβενών)

ν‑Ώρα καλή, ν‑ώρα καλή, ν‑ώρα καλή σου Πασχαλιά
ν‑ώρα καλή σου Πασχα­λιά κι πίσου να γυρίσεις
κι πίσου να γυρίσεις
όπως μας άφ’σις να μας βρεις κι ακό­μα κι καλύτιρα.
Tού­τουν τουν χρό­νου τουν καλόν, τους άλλουν ποιός του ξέρει
για ζού­μι, για πιθαί­νου­μι, για σ’ άλλον τόπου πάμι.
ν‑Ώρα καλή σου Πασχα­λιά κι πίσου να γυρίσεις.

***

Aπρίλ’ Απρί­λη μ’ Δροσερέ
(Αμφί­κλεια Φθιώτιδας)

Aπρίλ’ Aπρί­λη μ’ δρο­σε­ρέ, Γιώρ­γη μου και γραμματικέ
Mάη μου λελου­δια­σμέ­νε, Γιώρ­γη μου γραμματισμένε.

Όλο τον κόσμο γιό­μο­σες, μωρέ Γιωρ­γού­λα μ’ γιόπουλε
γιέμ λελού­δια και καλού­δια, γειά σ’ αγά­πη μου καινούργια.

Kαι μένα με παρέ­πλε­ξες, μωρέ Γιωρ­γού­λα μ’ δυο βουλές
γιέμ σ’ ενός λεβέ­ντη αγκά­λη, Γιώρ­γη μου και παλικάρι.

Σ’ ενός λεβέ­ντη γεμενί1, Γιώρ­γη μου και γραμματιστή
γιέμ σ’ ενός Δαδιώτ’2 αγκά­λη, Γιώρ­γη μου και παλικάρι.

1) γεμε­νί: μαντήλι
2) Δαδιώτ’: από την Αμφί­κλεια, το πρώ­ην Δαδί

***

1 067

Πάλι ν‑εβγήκαν στο χορό
(Ρείζ­ντε­ρι Ερυ­θραί­ας, Μικρά Ασία)

Πάλι ν‑εβγήκαν στο χορό τέσ­σε­ρα μαύ­ρα μάτια
που σαϊ­τεύ­ουν τις καρ­διές, τις κάνου­νε κομμάτια.

Ένα τρα­γού­δι θα σου ’πώ, που­λί μου να σ’ αρέσει
πόχεις αγγε­λι­κό κορ­μί και δαχτυ­λί­δι μέση.

Όμορ­φα που ται­ριά­ξα­τε τα δυό σας ένα μπόι
σαν τα κυπα­ρισ­σό­μη­λα πού ’ναι στο περιβόλι.

Bγά­λε το γελε­κά­κι σου και χόρε­ψε γιομάτα
και χόρε­ψέ την καλά αυτήν τη μαυρομάτα.

***

1 068

Συγκα­θι­στό (οργα­νι­κό)
(Θρά­κη)


1) Μιρά­ντα Τερζοπούλου
Κεί­με­να και στί­χοι τρα­γου­διών από το αρχείο της Δόμνας Σαμί­ου — Καλ­λι­τε­χνι­κός Σύλ­λο­γος Δημο­τι­κής Μου­σι­κής Δόμνα Σαμί­ου. Περιέ­χο­νται στο διπλό CD με τίτλο «ΤΑ ΠΑΣΧΑΛΙΑΤΙΚΑ – ΑΜΟΙΞΙΑΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ», ανε­ξάρ­τη­τη παρα­γω­γή του Καλ­λι­τε­χνι­κού Συλ­λό­γου Δημο­τι­κής Μου­σι­κής Δόμνα Σαμί­ου, 1998. Τα βίντεο προ­έρ­χο­νται από το Youtube και ανα­πα­ρά­γουν-εκτός από τα “Σήμε­ρα Δέσπω μ’ Πασχα­λιά” και “Ώρα καλή σου Πασχα­λιά” — τρα­γού­δια των CD. Κεντρι­κή φωτο­γρα­φία, σύν­θε­ση με λεπτο­μέ­ρεια από το έργο “Ένα λιβά­δι με παπα­ρού­νες” (1896) του Ούγ­γρου ζωγρά­φου P. Szinyei Merse (από το ιστο­λό­γιο Άννα Αγγε­λο­πού­λου). Οι φωτο­γρα­φί­ες περι­λαμ­βά­νο­νται στο πλού­σιο βιβλίο-ένθε­το στα CD.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο