Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Περί ορέξεως

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

Περί ορέ­ξε­ως κολο­κυ­θό­πι­τα, που λένε και στο χωριό μου. Αν και έχω ακού­σει να συνο­δεύ­ουν τη φρά­ση και με άλλα φαγώ­σι­μα, οπό­τε ο καθέ­νας δια­λέ­γει αυτό της προ­τί­μη­σής του. Δηλα­δή, περί ορέ­ξε­ως, που λένε.

Η σχέ­ση της κου­ζί­νας με τα βιβλία δεν εξα­ντλεί­ται στον κλα­σι­κό τσε­λε­με­ντέ, καθώς μοι­ρά­ζε­ται αρκε­τά κοι­νά με τη συγ­γρα­φή τους. Μπο­ρεί να σου πάρει πχ πολ­λή ώρα να ετοι­μά­σεις το τρα­πέ­ζι και να ‘ρθει πει­να­σμέ­νη η οικο­γέ­νεια να το αδειά­σει εν ριπή οφθαλ­μού με μερι­κές ριπές πιρου­νιών, λες και δε σέβο­νται τον κόπο σου. Όπως κατα­βρο­χθί­ζει δηλα­δή κι ένας λαί­μαρ­γος ανα­γνώ­στης σε λίγες ώρες-μέρες, κάτι που πήρε μερι­κούς μήνες ή χρό­νια σε κάποιον άλλο, για να το βάλει πάνω στο χαρ­τί και να το εκφρά­σει. Γενι­κώς, η πνευ­μα­τι­κή τρο­φή, όπως και η κανο­νι­κή, κατα­να­λώ­νε­ται πολύ πιο γρή­γο­ρα απ’ όσο παίρ­νει για να παρασκευαστεί.

Υπάρ­χει βέβαια κι η γοη­τεία του ταχυ­φα­γεί­ου, με φαστ-φουντ κεί­με­να, χαμη­λής θρε­πτι­κής αξί­ας, που πατά­νε στην έλλει­ψη χρό­νου (και βασι­κά διά­θε­σης) για να ετοι­μά­σου­με να φάμε κάτι πιο μπε­λα­λί­δι­κο. Μικρά δια­δι­κτυα­κά σνακ, που τα συνη­θί­ζει ο κόσμος και ύστε­ρα βαρυ­στο­μα­χιά­ζει και μόνο στην ιδέα πως πρέ­πει να δια­βά­σει κάτι μεγα­λύ­τε­ρο σε έκτα­ση. Κι εδέ­σμα­τα με μπό­λι­κα μπα­χά­ρια, για να καλύ­ψουν τις πολ­λές βρω­μιές και την παντε­λή απου­σία γεύσης.
Εξ ου λοι­πόν μπο­ρείς να κατα­λή­ξεις πνευ­μα­τι­κά παχύ­σαρ­κος, που είναι απλώς η άλλη όψη της νοη­τι­κής ατρο­φί­ας (στα όρια της νευ­ρι­κής ανο­ρε­ξί­ας, για όσους έχουν ξεχά­σει σχε­δόν να δια­βά­ζουν) στο νόμι­σμα της κακής, πνευ­μα­τι­κής διατροφής.

Υπάρ­χουν επί­σης ανά­λα­φρα κεί­με­να, χωρίς λιπα­ρά, που δε φτά­νουν όμως να σε χορ­τά­σουν. Κι άλλα βαριά, δυσκο­λο­χώ­νευ­τα, όπου δεν πιά­νεις γρι, δε παίρ­νεις καμία γεύ­ση από το γενι­κό νόη­μα και ψάχνεις να κατα­λά­βεις τι ακρι­βώς έφα­γες και για­τί σου κάθι­σε στο λαι­μό. Κάποιοι προ­τι­μούν τις γκουρ­με­διές, με περί­τε­χνες, επι­τη­δευ­μέ­νες φρά­σεις, που σκο­πεύ­ουν να εντυ­πω­σιά­σουν κυρί­ως το μάτι του ανα­γνώ­στη και όχι την κοι­λιά και τη γευ­στι­κή του αντί­λη­ψη. Άλλοι γρα­φιά­δες μας γεμί­ζουν με σάλ­τσες και μας αφή­νουν χωρίς ψητό, ή –στην καλύ­τε­ρη- με ωμό κρέ­ας, που δεν κατε­βαί­νει με τίπο­τα. Πολ­λοί ξεκι­νούν με μια καλή ιδέα, αλλά τη χάνουν στην εκτέ­λε­ση και τους καί­γε­ται, σαν φαγη­τό που το ξέχα­σαν στο φούρ­νο. Ενώ υπάρ­χουν κι αυτοί που δεν αρκού­νται απλώς σε έτοι­μες συντα­γές (για την κοι­νω­νία του μέλ­λο­ντος), αλλά αντι­γρά­φουν μηχα­νι­κά τις ιδέ­ες των άλλων και τα γρα­πτά τους θυμί­ζουν ξανα­ζε­στα­μέ­νο φαγη­τό, που ωστό­σο μας το σερ­βί­ρουν για φρέ­σκο. Όπως υπάρ­χουν επί­σης κανό­νες αντί­στοι­χοι του savoir vivre για το φαγη­τό –πχ να μην τσα­κί­ζεις την άκρη μιας σελί­δας, για να τη θυμά­σαι και να μην την χάσεις ή να μη γεμί­ζεις με χρω­μα­τι­στές υπο­γραμ­μί­σεις ένα κεί­με­νο, παρά μόνο όταν είναι απο­λύ­τως απαραίτητο.

Μπο­ρού­με ακό­μα να συνα­ντή­σου­με διά­φο­ρα είδη ανα­γνω­στών. Όπως για παρά­δειγ­μα, αυτούς που είναι αχόρ­τα­γοι με το μάτι, αλλά κρα­τάν τις παραγ­γε­λί­ες τους για τα ράφια της βιβλιο­θή­κης τους, ως μπι­μπε­λό. Τους παμ­φά­γους, ακό­ρε­στους, βιβλιο­φά­γους. Τους απαι­τη­τι­κούς, εκλε­κτι­κούς καλο­φα­γά­δες. Θεο­νή­στι­κους πει­να­σμέ­νους, που κατα­πί­νουν λαί­μαρ­γα οτι­δή­πο­τε τους δώσεις να δια­βά­σουν. Ανα­γνώ­στες που τσι­μπά­νε πάντα κάτι, πριν κοι­μη­θούν ή άλλους που θεω­ρού­νε το πρω­ι­νό διά­βα­σμα το πιο σημα­ντι­κό γεύ­μα της μέρας. Όσους τρώ­νε βιβλία παντού, ακό­μα και στα μετα­φο­ρι­κά μέσα ή στη στά­ση, περι­μέ­νο­ντας το λεω­φο­ρείο. Τους ζηλιά­ρη­δες λαθρα­να­γνώ­στες, που κοι­τά­νε το πιά­το του διπλα­νού τους και τους τρέ­χουν τα σάλια ή παίρ­νουν τα απο­φά­για-εφη­με­ρί­δες που θα αφή­σει κάποιος τρίτος.

Αντι­στοί­χως ορί­ζο­νται και διά­φο­ρα είδη συγ­γρα­φέ­ων, που δια­μορ­φώ­νουν το κοι­νό τους. Και θυμί­ζουν εκεί­νο το κεί­με­νο από το εγχει­ρί­διο λατι­νι­κών του λυκεί­ου, με το νέο συγ­γρα­φέα που είχε στυ­φή, ανε­πε­ξέρ­γα­στη πρό­ζα, η οποία θα ωρί­μα­ζε με το πέρα­σμα του χρό­νου· ενώ αν ξεκι­νού­σε εξ αρχής γλυ­κιά, με τον και­ρό θα έχα­νε τους χυμούς της και θα απο­δει­κνυό­ταν τζού­φια. Άλλη ιστο­ρία τώρα πώς πήραν κάποιοι αυτή την ιδέα και την προ­σάρ­μο­σαν χυδαία στην πολι­τι­κή για τους νέους, που πρέ­πει θεω­ρη­τι­κά να είναι αρι­στε­ροί, όταν βρά­ζει το αίμα τους, για να προ­σαρ­μο­στούν και να γίνουν δεξιοί-συστη­μι­κοί, όταν βάλουν μυα­λό και «ωρι­μά­σουν».

Σε κάθε περί­πτω­ση, το γρά­ψι­μο, τα βιβλία και η μαγει­ρι­κή έχουν ένα βασι­κό, ειδο­ποιό χαρα­κτη­ρι­στι­κό: απαι­τούν μερά­κι και το προ­σω­πι­κό στιλ-σφρα­γί­δα του καθε­νός μας, αλλά είναι κοι­νω­νι­κή υπό­θε­ση. Ξεκι­νούν δηλα­δή πάντα από τη δική μας εσω­τε­ρι­κή ανά­γκη, αλλά δεν έχει αρκε­τά ισχυ­ρό κίνη­τρο να μαγει­ρέ­ψει μόνο για τον εαυ­τό του –αν ζει πχ μόνος του- χωρίς την ευχα­ρί­στη­ση και την ανα­γνώ­ρι­ση του κοινού.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο