Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πετσέτα, ομπρέλα, βιβλίο και βουτιά

Γρά­φει ο 2310net //

Στη ζωή ενός ανθρώ­που κάθε καλο­καί­ρι είναι σημα­ντι­κό. Κάθε καλο­καί­ρι είναι διαφορετικό.

Όταν ήμα­σταν μικρά παι­διά δεν χορ­ταί­να­με τη θάλασ­σα. Από νωρίς εκεί, με ρακε­τού­λες πλα­στι­κές, κου­βα­δά­κια, μπρα­τσά­κια σωσί­βια και όλη την ώρα στο νερό μέχρι τα δάχτυ­λα των ποδιών να γίνουν μπλε. Μεγα­λώ­νο­ντας μάθα­με να παί­ζου­με με ξύλι­νες ρακέ­τες και να ενο­χλού­με τους λουό­με­νους της πρώ­της γραμ­μής. Λίγο αργό­τε­ρα, κάπου στα φοι­τη­τι­κά μας χρό­νια, μπή­καν στη ζωή μας τα μπιτς μπαρ και ο φρα­πές. Μεγα­λώ­νο­ντας τη θέση του φρα­πέ πήρε το φρέ­ντο, σαν μια υπό­σχε­ση στον σημι­τι­κό εκσυγ­χρο­νι­σμό που έπρε­πε να τηρήσουμε.

Και πάμε όλοι μαζι­κά, όπως τα κάνου­με όλα, να κάνου­με τα μπα­νια του λαού. Στρι­μώ­χνου­με την ανά­γκη μας για από­λαυ­ση των στοι­χεί­ων της φύσης στα λίγα τετρα­γω­νι­κά που αντι­στοι­χούν σε μια ομπρέλ­λα και δύο ξαπλώ­στρες, ευγε­νι­κή προ­σφο­ρά της επι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τας και της του­ρι­στι­κής ανά­πτυ­ξης, υπό τους αγε­νείς ήχους μιας ντα­βα­ντού­ρι­κης μου­σι­κής που επέ­λε­ξε για εμάς χωρίς εμάς κάποιος μερο­κα­μα­τιά­ρης δισκοθέτης.

Πίνου­με τον φρέ­ντο γρή­γο­ρα πριν λιώ­σουν τα παγά­κια και βου­τά­με με βάρ­διες στη θάλασ­σα για να μένει πάντα κάποιος πίσω μη μας κλέ­ψουν το σημα­ντι­κό­τε­ρο πράγ­μα, το κινη­τό μας για­τί μετά δεν θα μπο­ρού­με να πιά­σου­με το πόκε­μον που θα εμφα­νι­στεί στην διπλα­νή ξαπλώστρα.

Το διά­βα­σμα συνή­θως φτά­νει μέχρι την αθλη­τι­κή εφη­με­ρί­δα που αγο­ρά­ζει ένας και δια­βά­ζουν σαρά­ντα, και δεν την απο­χω­ρι­ζό­μα­στε αν δε μάθου­με και την τελευ­ταία μετα­γρα­φή της Δόξας Κρα­νού­λας. Αγω­νιού­με και φέτος αν θα περά­σει ο ΠΑΟΚ στους ομί­λους του Τσά­μπιονς Λίγκ, αλλά αυτή τη φορά ο παι­χτα­ράς που έφε­ρε ο πρό­ε­δρας θα ρίξει τα τσιμέντα.

Όσο μεγα­λώ­νου­με ο χρό­νος που περ­νά­με στο νερό μικραί­νει, όπως μικραί­νει η αφέ­λεια, η παι­δι­κό­τη­τα, η χαρά και η ανε­με­λιά αφού πια είμα­στε εργα­ζό­με­νοι, σοβα­ροί άνθρω­ποι σε ηλι­κία πρώ­του δια­ζυ­γί­ου ή δεύ­τε­ρης βάφτι­σης κι ας βλέ­που­με αυτά τα μυστή­ρια μόνο ως καλεσμένοι.

Το άγχος που απο­κο­μί­σα­με μαζί με την πρό­σλη­ψη στην τελευ­ταία δου­λειά έχει γίνει σκιά που δεν απο­χω­ρι­ζό­μα­στε ούτε στις δια­κο­πές. Γρή­γο­ρα να πάμε να πιά­σου­με ξαπλώ­στρα, να παραγ­γεί­λου­με αγε­νώς στη σκλη­ρά εργα­ζό­με­νη σερ­βι­τό­ρα να αλεί­ψου­με στο σώμα μας κρέ­μες και λάδια για­τί ο ήλιος δεν αστειεύ­ε­ται και να κάνου­με σχέ­δια για τα καλα­μα­ρά­κια που θα ακρι­βο­πλη­ρώ­σου­με για­τί τον ήλιο μας και τη θάλασ­σά μας τη ζηλεύ­ουν όλοι.

Αλλο­τριώ­νου­με τις δια­κο­πές μας και χαρί­ζου­με χώρο, χρό­νο και χρή­μα απο αυτές σε όσους μας βλέ­πουν σαν ευρώ. Οπό­τε φέτος πάρ­τε την ομπρέ­λα, την ψάθα σας και ένα καλό αστυ­νο­μι­κό μυθι­στό­ρη­μα, αράξ­τε σε μια όμορ­φη παρα­λία που δεν την εχει αλώ­σει ακό­μα η καπι­τα­λι­στι­κή λαί­λα­πα και βου­τήξ­τε σαν να μην υπάρ­χει αύριο, για­τί το αύριο δεν αργεί και θα είναι δύσκο­λο! Κάντε μια βου­τιά και για εμάς που θα μεί­νου­με πίσω στις μεγα­λου­πό­λεις, κάντε και μια βου­τιά με φρέ­σκο ψωμί στο θείο γαστρο­νο­μι­κό δώρο που λέγε­ται χωριά­τι­κη σαλά­τα και πάρ­τε ανά­σες για τα δύσκο­λα που έρχονται!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο