Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ποιήματα που μας διάβασε ένα βράδυ ο Λοχίας Otto V…

germanoi athina

Στις 27 Απρί­λη του 1941 τα γερ­μα­νι­κά μηχα­νο­κί­νη­τα τμή­μα­τα μπαί­νουν στην Αθή­να. «Τα φώτα της πόλης έσβη­σαν, οι πόρ­τες κλεί­νουν νωρίς, τα παρά­θυ­ρα είναι συσκο­τι­σμέ­να. Ο χτύ­πος από τις μαύ­ρες μπό­τες των Γερ­μα­νών είναι παντα­χού παρών μες στο σκο­τά­δι. Παντα­χού παρών είναι ο θάνα­τος». Ο βασι­λιάς και η κυβέρ­νη­ση εγκα­τα­λεί­πουν τη χώρα στον κατα­χτη­τή παρα­δί­νο­ντάς του δέσμιους και όλους τους φυλα­κι­σμέ­νους και εξό­ρι­στους αγω­νι­στές. Το τέρας του φασι­σμού σπέρ­νει στο πέρα­σμά του τον πόνο και τον όλε­θρο, χωρίς να κάνει διακρίσεις…

Ποι­ή­μα­τα που μας διά­βα­σε ένα βρά­δυ ο Λοχί­ας Otto V…

I

Σε δύο λεφτά θ’ ακου­στεί το παράγ­γελ­μα «Εμπρός»
Δεν πρέ­πει να σκε­φτεί κανέ­νας τίποτ’ άλλο
Εμπρός η σημαία μας κι εμείς εφ’ όπλου λόγ­χη από πίσω
Από­ψε θα χτυ­πή­σεις ανε­λέ­η­τα και θα χτυπηθείς
Θα τρα­βή­ξεις μπρο­στά τρα­γου­δώ­ντας ρυθ­μι­κά εμβατήρια
Θα τρα­βή­ξεις μπρο­στά που μαντεύ­ο­νται χιλιά­δες ανή­συ­χα μάτια
Εκεί που χιλιά­δες χέρια σφίγ­γο­νται γύρω από μι’ άλλη σημαία
Έτοι­μα να χτυ­πή­σου­νε και να χτυπηθούν.

Σ’ ένα λεφτό πρέ­πει πια να μας δώσουν το σύνθημα
Μια λεξού­λα μικρή μες στη νύχτα, που σε λίγο εξαί­σια θα λάμψει.

(Κι εγώ που ’χω μια ψυχή παι­δι­κή και δειλή
Που δε θέλει τίποτ’ άλλο να ξέρει απ’ την αγάπη
Κι εγώ πολε­μώ τόσα χρό­νια χωρίς, Θε μου, να μάθω γιατί
Και δε βλέ­πω μπρο­στά τόσα χρό­νια παρά μόνο τον δίδυ­μο αδερ­φό μου).

II

Σε τού­τη τη φωτο­γρα­φία ήμου­να νέος κοντά 22 χρο­νώ· εδώ είναι η γυναί­κα π’ αγα­πού­σα: η γυναί­κα μου
Τη λέγα­νε Μάρ­θα· έσφιγ­γε το γιο μου με λαχτά­ρα στην αγκα­λιά της
Δε μου ’πε: «χαί­ρο­μαι που πας να πολεμήσεις».
Έκλαι­γε σαν ένα μικρό κοριτσάκι.
Κι εδώ κάποιο σπί­τι παλιό μ’ έναν κήπο στη μέση και μ’ άνθη…
…Θυμά­σαι όταν ήμα­σταν παι­διά είχα­με ένα ξύλι­νο άλο­γο και μια γυα­λι­στε­ρή τρομπέτα
Τα βρά­δια ξαγρυ­πνού­σα­με στα βιβλία με τις αρχαί­ες ηρω­ι­κές ιστορίες
Τον αθώο μας ύπνο τυράν­νη­σαν οι αντί­λα­λοι των φημι­σμέ­νων πολεμιστών
Ύστε­ρα τα ξεχά­σα­με όλα αυτά σε μια γωνιά γελώ­ντας για τα παι­διά­στι­κα καμώματα.
Ίσως αύριο μια τόση τρυ­πί­τσα μού χαρά­ξει το μέτωπο
Ω μια τρυ­πί­τσα που χωρά όλο τον πόνο των ανθρώπων
Ποιός είμαι; Πού βρί­σκο­μαι; Σκί­στε τα ρού­χα μου εδώ μπρο­στά στο στήθος
Ίσως θα βρεί­τε ακό­μα τ’ όνο­μά μου σκα­λι­σμέ­νο. Ποιός το θυμάται;
Ψάξ­τε τα ρού­χα μου ακό­μα… Εδώ ήμου­να νέος 22 μόλις χρονώ
Κι εδώ μια γυναί­κα που σφίγ­γει με λαχτά­ρα ένα παι­δί στην αγκα­λιά της.

(Έκλαι­γε αλή­θεια όταν έφευ­γα σαν ένα μικρό κοριτσάκι).

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο