Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ποιος ο Βιδάλης — Αυτοβιογραφικό Σημείωμα

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Αύγου­στος του 1946, ο Κ Βιδά­λης παρά τις αντιρ­ρή­σεις φεύ­γει για τη Θεσ­σα­λία όπου οι ληστο­συμ­μο­ρί­ες (με «εξέ­χου­σα» αυτή του Σούρ­λα) σκορ­πού­σαν τρό­μο και αίμα στους χωρι­κούς, έκαι­γαν, βία­ζαν, εκτε­λού­σαν με την ανο­χή της κυβέρ­νη­σης, που δήλω­νε… άγνοια. Απο­φα­σι­σμέ­νος να απο­κα­λύ­ψει τα εγκλή­μα­τα, δεν ήταν «τίμιο», όπως φώνα­ζε, να μη βρε­θεί εκεί.

Στις 11 Αυγού­στου έφυ­γε. Στις 13 ταξί­δευε από Λάρι­σα για Βόλο και εκεί­νη την ημέ­ρα ο «Ριζο­σπά­στης» λάμ­βα­νε το τελευ­ταίο μήνυ­μά του: «Λογα­ριά­ζω να ‘μαι αυτού Παρα­σκευή βρά­δυ, 16 του μηνός. Μάζε­ψα φοβε­ρό υλι­κό. Θα τα πού­με». Στον Πλα­τύ­κα­μπο, στα­μα­τούν το τρέ­νο συμ­μο­ρί­τες του Σούρ­λα. Πάνο­πλοι εισβάλ­λουν στο τρέ­νο και, μπρο­στά σε αξιω­μα­τι­κούς του κυβερ­νη­τι­κού στρα­τού, απά­γουν τον Βιδά­λη. Ακό­μα και στο μικρό καφε­νείο του χωριού Μελία, όπου τον οδη­γούν, εκεί­νος κάνει ρεπορ­τάζ, μιλώ­ντας με χωρι­κούς για τη ζωή τους, για τη σοδειά.

Το παίρ­νουν από εκεί και τον οδη­γούν στον τόπου όπου οι Σουρ­λι­κοί έκα­ναν τις εκτε­λέ­σεις,  όπου, όπως περι­γρά­φει αυτό­πτης μάρ­τυ­ρας με επι­στο­λή στο «Ριζο­σπά­στη», τον βασά­νι­ζαν μέχρι τις 4 τα χαρά­μα­τα τη 14ης Αυγούστου:

«Τι τον ρωτού­σαν ‘όμως δεν μπο­ρού­σα να ακού­σω. Τον βασά­νι­σαν έτσι ως τις 4 το πρωί κι αφού έπε­σε νεκρός τον άφη­σαν κι απο­τρα­βή­χτη­καν για λίγα λεπτά. Κάτι είπαν μετα­ξύ τους και μετά ξανα­πή­γαν. Του έρι­ξαν 4–5 σφαί­ρες και μετά πήραν το πτώ­μα του σε αυτο­κί­νη­το. Πού το πήγαν δεν ξέρω».

Με αφορ­μή τα 69 χρό­νια από τη βάρ­βα­ρη δολο­φο­νία του κομ­μου­νι­στή δημο­σιο­γρά­φου Κώστα Βιδά­λη δημο­σιεύ­ου­με σήμε­ρα ένα αυτο­βιο­γρα­φι­κό σημεί­ω­μα που έδω­σε στην Κομ­μα­τι­κή Οργά­νω­ση του «Ριζο­σπά­στη» τον Οκτώ­βρη του 1945 και βιο­γρα­φι­κό του που δημο­σιεύ­τη­κε στην «Ελεύ­θε­ρη Ελλά­δα» (21.8.1946). Πηγή μας η έκδο­ση στα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του 1980 της ΚΟΒ «Ριζο­σπά­στη» και των ΚΟ «Τυπο­εκ­δο­τι­κής» «ΚΩΣΤΑΣ ΒΙΔΑΛΗΣ Ηρω­ας μάρ­τυ­ρας κομ­μου­νι­στής δημοσιογράφος:

 Ποιος ο Βιδάλης

ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

O Κώστας Βιδά­λης ήταν μέλος του Γρα­φεί­ου της Κομ­μα­τι­κής Οργά­νωσης του «Ριζο­σπά­στη» από τον Οκτώ­βρη 1945.

Σκίτσο του κ. Βιδάλη που έφτιαξε ο Δημ. Χατζής

Σκί­τσο του κ. Βιδά­λη που έφτια­ξε ο Δημ. Χατζής

Επα­νε­ξε­λέ­γη από τη συνέ­λευ­ση της Οργά­νω­σης, λίγες μέρες πριν ξεκι­νή­σει για τη δημο­σιο­γρα­φι­κή απο­στο­λή στη Θεσσαλία.

Ο Κώστας Βιδά­λης, απα­ντώ­ντας σε βιο­γρα­φι­κό ερω­τη­μα­το­λό­γιο που του ζήτη­σε το Γρα­φείο της Κομ­μα­τι­κής Οργά­νω­σης του «Ριζο­σπά­στη», έγρα­ψε τον Οκτώ­βρη του 1945:

Γεν­νή­θη­κα στην Αθή­να, στα 1904 και έζη­σα στην Αθή­να. Αρχι­κό καθό­μου­να μέχρι 4 χρο­νών στο Βατρα­χο­νή­σι και κατό­πιν τριά­ντα χρό­νια στη Νεάπολη.

Τώρα κάθο­μαι στον Αγιο Παντελεήμονα.

Ο πατέ­ρας μου ήταν μαρ­μα­ράς και κατό­πιν μικρο­ερ­γο­λά­βος. Η μητέ­ρα μου δού­λευε ράφτρα. Ο πατέ­ρας μου πέθα­νε πριν 35 χρό­νια. Η μάνα μου πέθα­νε και αυτή στα 42. Μα ήταν πάντα δημοκρατική.

Είμαι παντρε­μέ­νος, χωρίς παι­διά. Η γυναί­κα μου παρα­δί­δει μαθή­μα­τα στα σπί­τια, αγγλι­κά και γαλλικά.

Από 24 χρό­νια κάνω το δημο­σιο­γρά­φο. Πριν έκα­να τον υπάλ­λη­λο και από 20 χρό­νια είμαι μέλος της «Ενω­σης Συντακτών».

Μέλος του Κόμ­μα­τος έγι­να στα 1941 και με στρα­το­λό­γη­σε ο σ. Καρα­γιώρ­γης. Μα από τα 1924 που άρχι­σα να δου­λεύω στο «Ριζο­σπά­στης ήμου­να οπα­δός του Κόμ­μα­τος. Ο λόγος της εγγρα­φής μου στο Κόμ­μα είναι η λογι­κή συνέ­χεια της στά­σης μου και των αγώ­νων μου μέσα στο επάγ­γελ­μα και στο σωμα­τείο καθώς και το ιδε­ο­λο­γι­κό μου καταστάλαγμα.

Συγκε­κρι­μέ­νη δου­λειά σε ΚΟΒ δεν κάνω καμιά, για­τί είμαι εξαι­ρε­τι­κά επι­βα­ρυ­μέ­νος στη σύντα­ξη του «Ριζο­σπά­στη». Οργα­νω­τι­κά δεν ανή­κα σε καμιά άλλη πολι­τι­κή οργά­νω­ση ή  κόμ­μα, αλλά πάντα όπως λέω και παρα­πά­νω ήμου­να οπα­δός του ΚΚΕ. 

Από τον Ιού­λιο του 1941 μέχρι τον Απρί­λη (’42) δού­λευα μαζί με τον σ. Καρα­γιώρ­γη στο κομ­μα­τι­κό δελ­τίο, στα  «Βδο­μα­διά­τι­κα νέα»  και στο «Ριζο­σπά­στη». Κατό­πιν στο ΕΑΜ στην Κεντρι­κή Δια­φώ­τι­ση γραμ­μα­τέ­ας της

Επι­τρο­πής. Ταυ­τό­χρο­να δού­λευα στον παρά­νο­μο μηχα­νι­σμό της «Ελεύ­θε­ρης Ελλά­δας» και του «Απε­λευ­θε­ρω­τή» καθώς και στην «Επι­με­λη­τεία του Αντάρ­τη», στην Κεντρι­κή Οικο­νο­μι­κή Επι­τρο­πή του ΕΑΜ και στις προ­μή­θειες των τυπο­γρα­φι­κών υλι­κών και πιε­στη­ρί­ων και για το μηχα­νι­σμό του Κόμ­μα­τος στις απο­στο­λές υλι­κού στις επαρ­χί­ες και στο βουνό.

Τέλειω­σα το Γυμνά­σιο. Κατά κύριο λόγο έχω ασχο­λη­θεί με την οικονο­μία και αυτή είναι και η ειδι­κό­τη­τα μου στη δημοσιογραφία.

Στην περί­ο­δο της δικτα­το­ρί­ας — όταν κηρύ­χθη­κε, ήμου­να στην Ισπα­νία απε­σταλ­μέ­νος του «Ριζο­σπά­στη. Επει­τα ήρθα εδώ — πιά­στη­κα στα 1937 και με έστει­λαν εξο­ρία στα Κύθη­ρα (Ποτα­μό) όπου έμει­να 8 μήνες. Κεί­νη την περί­ο­δο από την εφη­με­ρί­δα «Πρω­ία» που δού­λευα απο­κά­λυ­ψα το τραστ του Μπο­δο­σά­κη και γι’ αυτό, μαζί με την απο­κά­λυ­ψη του σκαν­δά­λου της αύξη­σης του τόκου των δανεί­ων στο Λον­δί­νο, εξο­ρί­στη­κα έva χρό­νο. Αν έκα­να 8 μήνες μόνο αυτό οφεί­λε­ται στο χαρι­σμό της υπό­λοι­πης ποι­νής που έγι­νε επί τη ευκαι­ρία της «γέν­νη­σης του διαδόχου».

Στην περί­ο­δο της κατο­χής έμε­να στην Αθή­να και δού­λευα στα όργα­να που ανα­φέ­ρω παραπάνω.

Μετά την ίδρυ­ση της ΠΕΕΑ και τη μετα­φο­ρά της έδρας της ΚΕ του ΕΑΜ στα βου­νά, μετα­κι­νή­θη­κα και εγώ με όλο το μηχα­νι­σμό στο Στέ­νω­μα. Στρα­τιώ­της υπη­ρέ­τη­σα στα 1924, χωρίς κανέ­να βαθμό.

 Ενα μήνα πριν λήξει ο πόλε­μος και αρχί­σει η κατο­χή πιά­στη­κα από τον Παξι­νό, με δια­τα­γή τον Μανια­δά­κη, για­τί απο­κά­λυ­ψα την υπό­θε­ση Στο­για­ντίν­βιτς, του τότε Σέρ­βου πρωθυπουργού.

Κλεί­στη­κα σε απο­μό­νω­ση στη Γενι­κή Ασφά­λεια επί 25 μέρες και την 26η, επει­δή έπρε­πε να παρου­σια­στώ στο στρα­τό - είχε κλη­θεί η κλά­ση μου – αφέθηκα.

Δεν τιμω­ρή­θη­κα ούτε παρα­τη­ρή­θη­κα ποτέ από το Κόμ­μα.

2

 

Από  την «Ελεύ­θε­ρη Ελλά­δα» (21.8.1946) έξαλ­λου, δόθη­καν τα ακό­λου­θα βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία του Κ. Βιδάλη:

Ο Κώστας Βιδά­λης, γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να στα 1904, από γονείς μάλ­λον φτω­χούς. Ορφα­νε­μέ­νος από μικρός, τελεί­ω­σε με μεγά­λες δυσκο­λί­ες το γυμνά­σιο στα 1923. Από τα 1922, μαθη­τής ακό­μα, μπή­κε  στο δημο­σιο­γρα­φι­κό επάγ­γελ­μα. Προ­σε­λή­φθη στα «Χρο­νι­κά». Στα 1923, προ­σε­λή­φθη στην «Καθη­με­ρι­νή», όπου και εδού­λε­ψε μέχρι το 1935, συνερ­γα­ζό­με­νος ταυ­τό­χρο­να σε άλλες εφη­με­ρί­δες, περιο­δι­κά («Νέος Κόσμος», «Ναυ­τι­κά Χρο­νι­κά» κλπ.).

 Από το 1935, εργά­στη­κε στην «Πρω­ία». Στα 1935. πήγε σαν απε­σταλ­μέ­νος της «Πρω­ί­ας» στη Ρόδο, από όπου έγρα­ψε σει­ρά αντα­πο­κρί­σε­ων, σχε­τι­κά με τους αρχη­γούς του κινή­μα­τος του 1935 που είχαν κατα­φύ­γει εκεί. Εξαι­τί­ας αυτών των αντα­πο­κρί­σε­ων η τότε κυβέρ­νη­ση του Π. Τσαλ­δά­ρη, τον απέ­λυ­σε από τη θέση του στο Γρα­φείο Τύπου του υπουρ­γεί­ου Εξωτερικών.

Τον Ιού­λιο του 1938, η δικτα­το­ρία του Μετα­ξά τον εξό­ρι­σε στα Κύθη­ρα για τις απο­κα­λύ­ψεις των οικο­νο­μι­κών σκαν­δά­λων, που έκα­νε με την ειδη­σε­ο­γρα­φία του. Ειδι­κευ­μέ­νος στα οικο­νο­μι­κά ζητή­μα­τα, είχε επι­βλη­θεί στους ελλη­νι­κούς δημο­σιο­γρα­φι­κούς και πολι­τι­κούς κύκλους με την εντι­μό­τη­τα του χαρα­κτή­ρα του, την επαγ­γελ­μα­τι­κή ευσυνειδη­σία, την αστεί­ρευ­τη δρα­στη­ριό­τη­τά του και τη δημο­σιο­γρα­φι­κή ικανό­τητα. Η έντα­ξή του στις γραμ­μές του Εθνι­κού Απε­λευ­θε­ρω­τι­κού Αγώ­να είναι η φυσι­κή συνέ­πεια της όλης του ψυχο­λο­γί­ας και στα­διο­δρο­μία: Από τους πρώ­τους συντά­κτες και οργα­νω­τές του παρά­νο­μου τύπου, ο Κ. Βιδά­λης ανα­πτύσ­σει κατό­πιν μια έξο­χη δρά­ση στη Συντα­κτι­κή Επι­τροπή της «Ελεύ­θε­ρης Ελλά­δας» και στο γρα­φείο του τεχνι­κού παρά­νο­μου μηχα­νι­σμού του ΕΑΜ. Συμ­με­τέ­χει στην οργά­νω­ση μυστι­κών τυπο­γρα­φεί­ων, εφο­διά­ζει τις επαρ­χί­ες με πιε­στή­ρια, δια­κιν­δυ­νεύ­ει συνε­χώς μέχρι το 1944, οπό­τε η έδρα της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής του ΕΑΜ μετα­φέ­ρε­ται στα ελεύ­θε­ρα βου­νά. Ο Βιδά­λης παρα­κο­λου­θεί από κοντά τις μάχες του θερι­σμού, ακα­τα­πό­νη­τος περιο­δεύ­ει όλη σχε­δόν την ελεύ­θερη περιο­χή, οργα­νώ­νο­ντας και εμψυ­χώ­νο­ντας με την απέ­ρα­ντη πίστη του τον αγώ­να του έθνους

Με την απε­λευ­θέ­ρω­ση είναι ο αρχι­συ­ντά­κτης της «Ελεύ­θε­ρης Eλλά­δας». Το Δεκέμ­βριο καθ’ όλη τη διάρ­κεια της συγκρού­σε­ως, συμμε­τέχει στην ανελ­λι­πή καθη­με­ρι­νή έκδο­σή της. Λίγο πριν από την υπογρα­φή της Βάρ­κι­ζας, δια­κιν­δυ­νεύ­ει ακό­μη μια φορά μπαί­νο­ντας στην στρα­το­κρα­τού­με­νη Αθή­να, για να προ­ε­τοι­μά­σει την έκδο­ση της «Ελεύ­θε­ρης Ελλά­δας», η οποία και πραγ­μα­τι­κά κυκλο­φο­ρεί την ίδια μέρα της υπο­γρα­φής. Κατό­πιν ανα­λαμ­βά­νει την πολι­τι­κή ειδη­σε­ο­γρα­φία του «Ριζο­σπά­στη».

Η ζωή του όλη και η δρά­ση του είναι ένα παρά­δειγ­μα αρε­τής, τόλ­μης και ανδρι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας χωρίς καμιά σκιά».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο