Επιμέλεια: Παναγιώτης Μανιάτης //
Η επανάσταση μετατόπισε το θέατρο των κριτικών μας επιχειρήσεων.
Πρέπει να αναθεωρήσουμε τις τακτικές μας.
«Πετάξτε τους Pushkin, Dostoevsky και Tolstoy από το πλοίο της σύγχρονης εποχής» ήταν το σύνθημά μας το 1912. (Πρόλογος στο «Μπάτσος στο Κοινό Γούστο»).
Οι κλασσικοί είχαν εθνικοποιηθεί.
Οι κλασσικοί είχαν τιμηθεί ως το μόνο ανάγνωσμα.
Οι κλασσικοί είχαν θεωρηθεί ως η ακλόνητη, απόλυτη τέχνη.
Οι κλασσικοί, με το χαλκό των μνημείων τους και την παράδοση των σχολών τους, συνέθλιβαν καθετί το καινούργιο.
Τώρα για 150.000.000 ανθρώπους, οι κλασσικοί είναι ένα συνηθισμένο εκπαιδευτικό βιβλίο.
Τώρα μπορούμε ακόμα να χαιρετίσουμε αυτά τα βιβλία ως βιβλία ούτε χειρότερα ούτε καλύτερα από άλλα, χρησιμοποιώντας τα για να βοηθήσουμε να διδαχτούν οι αναλφάβητοι. Μόνο που στην εκτίμησή μας γι’ αυτά έχουμε να καθορίσουμε τη σωστή ιστορική προοπτική.
Αλλά εμείς, με όλη τη δύναμή μας, θα παλέψουμε ενάντια στη μεταφορά των μεθόδων δουλειάς των νεκρών στη σημερινή τέχνη. Θα παλέψουμε ενάντια στη φανταστική σαφήνεια• και λόγω της εγγύτητας σ’ εμάς των σεβάσμιων παλαιών, ενάντια στην παρουσίαση των σκονισμένων κλασσικών αληθειών των βιβλίων, μεταμφιεσμένες σε καινούργιες και ξανανιωμένες.
Προηγουμένως, παλέψαμε ενάντια στον έπαινο, ενάντια στον έπαινο των εστέτ και των κριτικών της αστικής τάξης. «Με αγανάκτηση πετούσαμε από το μέτωπό μας το στεφάνι της φθηνής δόξας φτιαγμένης από σκουπόξυλα».
Τώρα, με χαρά δεχόμαστε την κάθε άλλο παρά φθηνή δόξα της μεταοκτωβριανής πραγματικότητας.
Αλλά θα χτυπήσουμε και στις δυο πλευρές:
εκείνους που με την κακή πρόθεση της ιδεολογικής παλινόρθωσης, αποδίδουν στα παλιά ακαδημαϊκά σκουπίδια έναν επιδραστικό ρόλο στο σημερινό κόσμο,
εκείνους που κηρύσσουν μια αταξική, πανανθρώπινη τέχνη,
εκείνους που αντικαθιστούν τη διαλεκτική ενός έργου τέχνης με τη μεταφυσική της προφητείας και της ιεροσύνης.
Θα χτυπήσουμε στη μια πλευρά, την αισθητική:
εκείνους που, λόγω της άγνοιας που προέρχεται από την ενασχόληση τους μόνο με την πολιτική, περνούν για θέληση του λαού παραδόσεις κληρονομημένες από τις προ-γιαγιάδες τους,
εκείνους που βλέπουν την εξαιρετικά δύσκολη δουλειά της τέχνης μόνο σαν διασκέδαση στις διακοπές τους,
εκείνους που αντικαθιστούν την αναπόφευκτη δικτατορία του γούστου με ένα καταστατικό σύνθημα γενικής, στοιχειώδους σαφήνειας,
εκείνους που αφήνουν ένα παράθυρο στην τέχνη για ιδεαλιστικές διαχύσεις περί αιωνιότητας και ψυχής.
Το προηγούμενό μας σύνθημα: «Να σταθούμε στο ύψωμα της λέξης «Εμείς» στο μέσο μιας θάλασσας σφυριγμάτων και προσβολής».
Τώρα περιμένουμε μόνο την αναγνώριση της ορθότητας της αισθητικής μας δουλειάς ώστε να μπορούμε να διαλύσουμε με χαρά το μικρό «εμείς» της τέχνης στο μεγάλο «εμείς» του κομμουνισμού.
Όμως θα ξεκαθαρίσουμε απ’το παλιό μας «εμείς»:
όλους εκείνους που προσπαθούν να μετατρέψουν την επανάσταση της τέχνης – ένα κομμάτι της οκτωβριανής θέλησης – σε Όσκαρ-Ουαϊλδική αυτοϊκανοποίηση με την αισθητική για την αισθητική, με την ανταρσία για την ανταρσία • από εκείνους που παίρνουν από την αισθητική επανάσταση μόνο την εξωτερική όψη τυχαίων μεθόδων πάλης,
εκείνους που ανάγουν ξεχωριστά στάδια της πάλης μας σε νέο κανόνα και μοντέλο,
εκείνους που, νερώνοντας τα χθεσινά μας συνθήματα, προσπαθούν να ζαχαρώσουν τους εαυτούς τους σαν υπερασπιστές μιας ήδη γερασμένης καινοτομίας, βρίσκοντας για τους εξημερωμένους Πηγάσους τους άνετους στάβλους σε καφέ,
εκείνους που, μένουν πίσω, είναι μόνιμα πέντε χρόνια πίσω, μαζεύοντας τους ξεραμένους καρπούς ενός ξανανιωμένου ακαδημαϊσμού από τα λουλούδια που πετάξαμε.
Παλέψαμε ενάντια στον παλιό τρόπο ζωής.
Θα παλέψουμε ενάντια στα απομεινάρια αυτού του τρόπου ζωής στη σημερινή κοινωνία.
Θα παλέψουμε ενάντια σε εκείνους που αντικατέστησαν την ποίηση των δικών τους σπιτιών με την ποίηση των δικών τους σπιτιών-επιτροπών.
Πριν, παλέψαμε τους ταύρους της μπουρζουαζίας. Τους σοκάραμε με τις κίτρινες μπλούζες και τα ζωγραφισμένα πρόσωπα.
Τώρα παλεύουμε τα θύματα αυτών των ταύρων στη Σοβιετική μας κοινωνία.
Όπλα μας – το παράδειγμα, η αγκιτάτσια, η προπαγάνδα.
LEF
*Βασισμένο σε λογοπαίγνιο. Στα ρώσικα η λέξη λιοντάρι γράφεται λεβ αλλά προφέρεται και αυτή λεφ. Πηγή: Αντώνης Βογιάζος, Σοσιαλισμός και Κουλτούρα 1917–1932, σελ. 91.