Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Προαγγελία Θυελλωδών ανέμων…

Γρά­φει η ofisofi //

Πριν λίγα χρό­νια ψάχνο­ντας να βρω το δυσεύ­ρε­το πια βιβλίο «Από την ήττα στην εξέ­γερ­ση» του Γιώρ­γου Μαρ­γα­ρί­τη, που εκδό­θη­κε το 1993 από το περιο­δι­κό Ο Πολί­της, ανα­κά­λυ­ψα το  βιβλίο του «Προ­αγ­γε­λία θυελ­λω­δών ανέ­μων. Ο πόλε­μος στην Αλβα­νία και η πρώ­τη περί­ο­δος της Κατο­χής».  Η σχέ­ση ανά­με­σα στα δύο βιβλία είναι ότι ο Γιώρ­γος Μαρ­γα­ρί­της δού­λε­ψε σχε­δόν από την αρχή το παλιό βιβλίο και δημιούρ­γη­σε ένα νέο, με πολ­λές αλλαγές.

«Σε αυτή, τη νέα του μορ­φή, ίσως ετού­το το πόνη­μα μπο­ρεί να εκλη­φθεί ως εισα­γω­γή σε μια ιστο­ρία της Αντί­στα­σης, ή μάλ­λον σε μια ιστο­ρία της Ελλά­δας στα δρα­μα­τι­κά χρό­νια της κατο­χής και του πολέ­μου. Οι ιδέ­ες που ανα­πτύσ­σο­νται σε αυτό, μπο­ρεί να συμ­βά­λουν στη δια­τύ­πω­ση ερμη­νευ­τι­κών σχη­μά­των για τις εξε­λί­ξεις και τα γεγο­νό­τα της περιό­δου. Για το λόγο αυτό, άλλα­ξε και ο τίτλος στο εξώ­φυλ­λο» ανα­φέ­ρει ο συγ­γρα­φέ­ας στο σημεί­ω­μα που προ­τάσ­σει και έχει τον τίτλο «Για τον Άγγε­λο». Πρό­κει­ται για τον Άγγε­λο Ελε­φά­ντη, εκδό­τη του περιο­δι­κού Ο Πολί­της, με παραί­νε­ση του οποί­ου δημιουρ­γή­θη­κε το πρώ­το βιβλίο. Το νέο αυτό βιβλίο είναι αφιε­ρω­μέ­νο στη μνή­μη του.

Ο Γιώρ­γος Μαρ­γα­ρί­της μελε­τά την ιστο­ρι­κή περί­ο­δο 1940 – 1943 μέσα από τα γεγο­νό­τα  εκεί­να που έμελ­λε να γίνουν σταθ­μοί στη δια­δι­κα­σία μετα­μόρ­φω­σης της ελλη­νι­κής κοι­νω­νί­ας. Η αρχή τοπο­θε­τεί­ται στις 28 Οκτω­βρί­ου 1940 και φτά­νει στα 1943  όταν  τα Τάγ­μα­τα Ασφα­λεί­ας στρά­φη­καν ενα­ντί­ον των ανα­πή­ρων πολέ­μου και των νοσο­κο­μεί­ων. Τότε ήταν που το ΕΑΜ μέσα από τους αγώ­νες διεκ­δί­κη­σης των ανα­πή­ρων ήρθε στην πρώ­τη γραμ­μή, ανα­δεί­χθη­κε και απογειώθηκε.

«Η Ελλά­δα έζη­σε, στα χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν, τη δική της εκδο­χή του μεγά­λου «αιώ­να των κομμουνιστών».

Με το χαμό­γε­λο στα χεί­λη μπή­καν οι Έλλη­νες στον πόλε­μο και ο ιστο­ρι­κός μας εισά­γει στο κλί­μα της ημέ­ρας εκεί­νης, της 28ης Οκτω­βρί­ου 1940 προ­σπα­θώ­ντας να ερμη­νεύ­σει αυτό το χαμόγελο.

«Εκεί­νη τη μέρα οι δρό­μοι ήταν γεμά­τοι από εφέ­δρους. Αυτοί, οι κλά­σεις του 1929 και πέρα ξεχύ­θη­καν στις πόλεις ψάχνο­ντας να βρουν τις ανα­κοι­νώ­σεις της επι­στρά­τευ­σης στα αστυ­νο­μι­κά τμή­μα­τα. Μετά, αφού μάθαι­ναν τον προ­ο­ρι­σμό τους και το χρο­νι­κό περι­θώ­ριο που είχαν για να παρου­σια­στούν, έτρε­χαν προς τους σταθ­μούς των τραί­νων, πολιορ­κού­σαν τους συρ­μούς που έφευ­γαν αδιά­κο­πα, ασφυ­κτι­κά γεμά­τοι από το ανθρώ­πι­νο φορ­τίο τους, προς τη Λάρι­σα ή προς την Πάτρα. Ήταν παρά­ξε­νο πράγ­μα οι έφε­δροι. Πολί­τες ακό­μα, εργά­τες, μαστό­ροι, τεχνί­τες, λογι­στές, δάσκα­λοι, σερ­βι­τό­ροι, βαστά­ζοι, δημό­σιοι υπάλ­λη­λοι, καλ­λι­τέ­χνες, ό,τι, τέλος πάντων, μια κοι­νω­νία του εικο­στού αιώ­να, απο­δί­δει στους ανθρώ­πους ως παρα­γω­γι­κή και κοι­νω­νι­κή ιδιό­τη­τα. Ήταν όμως ταυ­τό­χρο­να και πολε­μι­στές. Κινού­νταν στο μεταίχ­μιο του πολέ­μου και της ειρή­νης, ζού­σαν ανά­με­σα στις μέρες της ειρή­νης, που γρή­γο­ρα ξεθώ­ρια­ζαν, και σ’ εκεί­νες του πολέ­μου, που έρχο­νταν να τις δια­δε­χθούν. Ήταν κανο­νι­κοί άνθρω­ποι και εν δυνά­μει σκλη­ροί πολε­μι­στές. Δεν είχαν σκο­τώ­σει ποτέ στη ζωή τους, στη συντρι­πτι­κή τους πλειο­ψη­φία δεν τους είχε περά­σει ποτέ από τον νου ο θάνα­τος του άλλου από το δικό τους χέρι. Έφευ­γαν όμως βια­στι­κά από τον κόσμο που ως τότε γνώ­ρι­ζαν, για να προ­λά­βουν έναν άλλον, στον οποίο η κύρια φρο­ντί­δα τους θα ήταν να σκο­τώ­σουν – αντά­μα και η πιθα­νό­τη­τα να σκοτωθούν.

Αυτούς συνή­θως, τους αυρια­νούς πολε­μι­στές που, ως πολί­τες ακό­μη, έδι­ναν το γορ­γό ρυθ­μό του πολέ­μου στους δρό­μους της Αθή­νας, αιφ­νι­δί­α­ζαν οι φωτο­γρά­φοι. Σε αυτούς ανα­κά­λυ­πταν απο­τυ­πω­μέ­νο το χαμό­γε­λο. Στο κάτω κάτω, επρό­κει­το για τους αλη­θι­νούς ήρω­ες της ημέ­ρας (…) Τη μέρα αυτή, οι τύχες της χώρας ενα­πο­τέ­θη­καν ολο­κλη­ρω­τι­κά στα χέρια των πολι­τών της. Ήταν η πιο από­λυ­τη εκδο­χή της δημοκρατίας. (…)

Είναι επί­φο­βοι για τους εχθρούς τους οι άνθρω­ποι που, ανα­τρέ­πο­ντας τα ανθρώ­πι­να μέτρα, φεύ­γουν για το μέτω­πο και για το θάνα­το με το χαμό­γε­λο στα χείλη.»

Αρχί­ζει με τη φασι­στι­κή Ιτα­λία, τις φιλο­δο­ξί­ες της πριν και κατά την διάρ­κεια του Β΄ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου και τις συν­θή­κες κάτω από τις οποί­ες επι­τέ­θη­κε στην Ελλά­δα. Η είσο­δος της Ελλά­δας στον πόλε­μο, η ιτα­λι­κή εισβο­λή, η ελλη­νι­κή αντε­πί­θε­ση, το μέτω­πο της Αλβα­νί­ας  περι­γρά­φο­νται ανα­λυ­τι­κά με τις νίκες και τα προ­βλή­μα­τα του πολέμου.

«Τα στρα­τη­γι­κά και τακτι­κά προ­βλή­μα­τα του πολέ­μου, η αδυ­να­μία του ελλη­νι­κού στρα­τού να «τελειώ­σει» τον πόλε­μο στην πιο ευνοϊ­κή γι’ αυτόν συγκυ­ρία, ελά­χι­στα απα­σχό­λη­σαν  τότε την κοι­νω­νία των μετό­πι­σθεν. Για τον πολύ κόσμο, ο στρα­τός νικού­σε όπου κι αν συνα­ντού­σε τον εχθρό, η προ­έ­λα­ση, αφού απε­λευ­θέ­ρω­σε τα ελλη­νι­κά εδά­φη, οδη­γού­σε πλέ­ον βαθιά στο αλβα­νι­κό έδα­φος. Οι απώ­λειες ήσαν ακό­μα περιο­ρι­σμέ­νες, οι κακου­χί­ες μικρές σε σχέ­ση με όσα θα έφερ­νε ο χει­μώ­νας, και η ομο­θυ­μία αδια­τά­ρα­κτη. Στα μετό­πι­σθεν, ιδιαί­τε­ρα στην Αθή­να που δεν γνώ­ρι­σε μάλι­στα σε αυτή τη φάση τις αερο­πο­ρι­κές επι­δρο­μές του εχθρού, που είχαν ήδη «ενο­χλή­σει» την Θεσ­σα­λο­νί­κη, την Λάρι­σα, την Πάτρα ή τα Γιάν­νε­να, επι­κρα­τού­σε ενθου­σια­σμός, μια γιορ­τα­στι­κή σχε­δόν ατμό­σφαι­ρα , που προ­ξε­νού­σε ισχυ­ρή εντύ­πω­ση στους ξένους αντα­πο­κρι­τές, συνη­θι­σμέ­νους στις μου­ντές εικό­νες ετού­του του πολέ­μου. Η ειρω­νεία προς τον ιτα­λι­κό φασι­σμό, τον Μου­σο­λί­νι και τους στρα­τη­γούς του, έδι­νε κι έπαιρ­νε, προ­κα­λώ­ντας καθε­στω­τι­κές ανη­συ­χί­ες στους κύκλους της 4ης Αυγού­στου. Ήταν δύσκο­λο εκεί­νες τις ημέ­ρες  να προσ­διο­ρι­στούν τα όρια της λαϊ­κής μέθης και ο τρό­πος με τον οποίο η τελευ­ταία θα μετα­γρα­φό­ταν στην κοι­νω­νία και την πολιτική.»

Καθυ­στε­ρή­σεις και απο­τυ­χί­ες οδη­γούν τις πολε­μι­κές επι­χει­ρή­σεις σε τέλ­μα και μαζί με την είδη­ση του θανά­του του Ιωάν­νη Μετα­ξά αλλά­ζουν την πορεία του πολέ­μου. Η τελευ­ταία φάση του πολέ­μου στην Αλβα­νία έρχε­ται με την εαρι­νή επί­θε­ση του ιτα­λι­κού στρα­τού. Μπρο­στά στην ιτα­λι­κή αδυ­να­μία οι Γερ­μα­νοί ήδη έχουν απο­φα­σί­σει την επέμ­βα­ση τους στην Ελλά­δα και η εισβο­λή δεν αργεί να γίνει πραγ­μα­τι­κό­τη­τα οδη­γώ­ντας σε ολο­κλη­ρω­τι­κή αλλα­γή των συν­θη­κών. Και ενώ οι Γερ­μα­νοί προ­ε­λαύ­νουν ο ελλη­νι­κός στρα­τός της Αλβα­νί­ας παρα­μέ­νει ακό­μα στις θέσεις του μέχρι τον Απρίλιο.

Ο πόλε­μος αλλά­ζει μορ­φή και η τελευ­ταία πρά­ξη παί­ζε­ται στην Κρήτη.

«Η τελευ­ταία  “επί­ση­μη συμ­με­το­χή” της Ελλά­δας στον πόλε­μο έκρυ­βε τις δικές της εκπλή­ξεις και ιδιαι­τε­ρό­τη­τες. Για την ακρί­βεια, στη μάχη της Κρή­της συνα­ντού­με κατα­στά­σεις και­νούρ­γιες για την ως τότε εξέ­λι­ξη του Β’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου, και κατά κάποιο τρό­πο προ­φη­τι­κές για τις μορ­φές που ο πόλε­μος αυτός θα έπαιρ­νε στο μέλ­λον: για τη μαζι­κή συμ­με­το­χή «αμά­χων» στις μάχες μιλού­με και για τα γερ­μα­νι­κά μέτρα «αντι­ποί­νων», με τα οποία αντι­με­τω­πί­στη­κε η και­νο­φα­νής αυτή λαϊ­κή αντίσταση.»

Από την  εξι­στό­ρη­ση των γεγο­νό­των, τον πόλε­μο, επι­στρέ­φει στην «προϊ­στο­ρία» και ανα­φέ­ρε­ται στην επο­χή του μεσο­πο­λέ­μου στην Ελλά­δα , στη μετα­ξι­κή περί­ο­δο και στη δημιουρ­γία ενός άτυ­που  διπο­λι­κού συστή­μα­τος όπου στον έναν πόλο ήταν η δικτα­το­ρία και στον άλλο οι κομ­μου­νι­στές και στις προ­σπά­θειες του καθε­στώ­τος να επι­βλη­θεί  ιδε­ο­λο­γι­κά και πολι­τι­κά με κάθε μέσο και κάθε τρό­πο . Εκτός από τις διώ­ξεις, τις φυλα­κί­σεις, τις εξο­ρί­ες , τις δηλώ­σεις και το χαφιε­δι­σμό και την γενι­κευ­μέ­νη αντι­κομ­μου­νι­στι­κή υστε­ρία και σταυ­ρο­φο­ρία, μια κεντρι­κά διαρ­θρω­μέ­νη οικο­νο­μία  με ισχυ­ρό κρα­τι­κό παρεμ­βα­τι­σμό ήρθε να ολο­κλη­ρώ­σει έναν παντο­δύ­να­μο και πολυ­πλό­κα­μο κρα­τι­κό μηχα­νι­σμό. Το καθε­στώς επέν­δυ­σε στη συλ­λο­γι­κό­τη­τα, στην ομα­δι­κή εργα­σία, στην αλλη­λο­ϋ­πο­στή­ρι­ξη και στην υπο­τα­γή σε ένα ενιαίο σχέ­διο χωρίς να υπο­λο­γί­ζει τις μελ­λο­ντι­κές πολι­τι­κές συνέ­πειες της εφαρ­μο­γής του.

Και η αφή­γη­ση ξανα­πιά­νει το νήμα από τον πόλε­μο της Αλβα­νί­ας και τις ανα­τρο­πές που έφερε.

«Ο πόλε­μος της Αλβα­νί­ας ήταν ο πρώ­τος σταθ­μός της θύελ­λας και το πρώ­το εργα­στή­ριο της μετάλ­λα­ξης του έθνους και της κοι­νω­νί­ας. Ήταν ένα πόλε­μος του εικο­στού αιώ­να, από εκεί­νους που δεν αφή­νουν αλώ­βη­τη καμία πλευ­ρά της κοι­νω­νί­ας. Σήμα­νε γενι­κή επι­στρά­τευ­ση ανθρώ­πων, οικο­νο­μί­ας, θεσμών και μηχα­νι­σμών. Οδη­γού­σε σε μια διά­χυ­τη και έντο­νη συλ­λο­γι­κή εμπει­ρία. Ήταν ένα σχο­λείο και­νο­το­μιών, που από μόνο του ανέ­τρε­πε τις προ­πο­λε­μι­κές παγιω­μέ­νες κατα­στά­σεις και συνή­θεις – όλα όσα μπο­ρεί να σημαί­νει μια ανα­τρε­πτι­κή δια­δι­κα­σία. Από αυτή την ουσια­στι­κή ανα­τρο­πή ξεκι­νά η ιστο­ρία μας»

Ακο­λου­θεί μια διε­ξο­δι­κή ανά­λυ­ση των αλλα­γών που προ­κά­λε­σε ο πόλε­μος  στην κορυ­φή της πολι­τι­κής και στρα­τιω­τι­κής ηγε­σί­ας, στο μέτω­πο του πολέ­μου, στην πολε­μι­κή εμπει­ρία και στην πολι­τι­κή ωρί­μαν­ση που αυτή οδή­γη­σε, στις συνέ­πειες των νικών, στις αντι­θέ­σεις που δημιουρ­γή­θη­καν ανά­με­σα στις στρα­τιω­τι­κές επι­τυ­χί­ες και στο γενι­κό αδιέ­ξο­δο του πολέ­μου. Αυτές με τη σει­ρά τους οδη­γού­σαν σε βαθιές πολι­τι­κές και ιδε­ο­λο­γι­κές διερ­γα­σί­ες στον ελλη­νι­κό στρα­τό της Αλβα­νί­ας που τον έκα­ναν να βλέ­πει δια­φο­ρε­τι­κά τα γεγο­νό­τα και να προ­ε­τοι­μά­ζει το έδα­φος για ό,τι θα ακο­λου­θού­σε στα επό­με­να δύσκο­λα χρόνια.

«Από τα ερεί­πια του “παλαιού καθε­στώ­τος” μια νέα πολι­τι­κή δύνα­μη θα ερχό­ταν στους επό­με­νους μήνες να καλύ­ψει το πολι­τι­κό κενό. Παρου­σιά­ζει ενδια­φέ­ρον ο τρό­πος, το επι­χεί­ρη­μα με το οποίο το ίδιο το ΕΑΜ, το Εθνι­κό Απε­λευ­θε­ρω­τι­κό Μέτω­πο, περιέ­γρα­ψε στα κεί­με­να του την πρώ­ι­μη ιστο­ρία του, το ξεκί­νη­μά του. Μια αρχή που προσ­διο­ρί­στη­κε ακρι­βώς στο τέλος του πολέ­μου και στην κατά­λη­ψη της χώρας από τον Άξο­να.  “Υπο­δου­λω­θή­κα­με στον ξένο κατα­κτη­τή” γρά­φτη­κε στο πρώ­το διάγ­γελ­μα του ΕΑΜ, “όχι για­τί μας έλει­ψε το θάρ­ρος και ο ηρω­ι­σμός μα για­τί προ­δό­θη­κε ο αγώ­νας μας…Γιατί ο λαός μας κατα­λη­στεύ­θη­κε αντί να προ­ε­τοι­μα­στεί για την εθνι­κή άμυ­να, για­τί γαλου­χή­θη­καν στις γραμ­μές μιας κατα­στά­σε­ως η δια­φθο­ρά και η προ­δο­σία, για­τί οι Τσο­λά­κο­γλοι και Σία, αυτοί που απο­σύν­θε­σαν το μέτω­πο και κτύ­πη­σαν πισώ­πλα­τα τον φαντά­ρο, τον τσο­λιά, τον Κύπριο και Δωδε­κα­νή­σιο εθε­λο­ντή, τον ήρωα της Κρή­της, παί­ζαν ηγε­τι­κό ρόλο τότε…”.»

Ο ιστο­ρι­κός εξε­τά­ζει την Ελλη­νι­κή Πολι­τεία μετά την ανα­χώ­ρη­ση του βασι­λιά για το εξω­τε­ρι­κό μαζί με τα κυβερ­νη­τι­κά στε­λέ­χη και τους κρα­τι­κούς αξιω­μα­τού­χους και τη συμπλή­ρω­ση του κυβερ­νη­τι­κού κενού που δημιουρ­γή­θη­κε στην κατα­κτη­μέ­νη χώρα. Παρου­σιά­ζει τις συν­θή­κες μέσα στις οποί­ες ο Τσο­λά­κο­γλου επι­λέ­χθη­κε ως  ο πρώ­τος κατο­χι­κός  πρω­θυ­πουρ­γός και στη δια­μόρ­φω­ση ενός νέου πολι­τι­κού σκη­νι­κού και της δια­κυ­βέρ­νη­σης της χώρας ουσια­στι­κά από τις δυνά­μεις του Άξονα.

Συνε­χί­ζει με τα προ­βλή­μα­τα της δια­κυ­βέρ­νη­σης και τα στε­νά όρια μέσα στα οποία κινιό­ταν, στις οικο­νο­μι­κές και πολι­τι­κές δια­μά­χες στην εσω­τε­ρι­κή λει­τουρ­γία της πρώ­της κατο­χι­κής κυβέρ­νη­σης και στην ανά­λη­ψη της πρω­θυ­πουρ­γί­ας από τον Ιωάν­νη Ράλλη.

Πολύ ενδια­φέ­ρο­ντα είναι τα στοι­χεία που δίνει για την ποι­κι­λό­μορ­φη λεη­λα­σία της χώρας από τα  στρα­τευ­μά­τα κατο­χής στην πρώ­τη φάση της κατο­χι­κής περιό­δου με τα ειδι­κά χαρ­το­νο­μί­σμα­τα, τις απαλ­λο­τριώ­σεις της βιο­μη­χα­νι­κής και γεωρ­γι­κής παρα­γω­γής, τις επι­τά­ξεις, τις δαπά­νες κατο­χής, την ανα­γκα­στι­κή προ­σαρ­μο­γή του δημο­σιο­νο­μι­κού συστή­μα­τος της χώρας και την οργά­νω­ση του εξω­τε­ρι­κού εμπο­ρί­ου προς όφε­λος των κατακτητών.

«Η Ελλη­νι­κή Πολι­τεία καλού­νταν λοι­πόν να πορευ­θεί μέσα σ’ ένα άκρως ολι­σθη­ρό τοπίο. Το σεντό­νι ήταν μικρό και αυτοί που το διεκ­δι­κού­σαν το τρα­βού­σαν επί­μο­να, ο καθέ­νας προς τη δική του πλευ­ρά. Για τα επτά εκα­τομ­μύ­ρια των ανθρώ­πων, επί των κεφα­λών των οποί­ων θα λει­τουρ­γού­σαν όλα αυτά, ξεκι­νού­σε η περί­ο­δος των παθών.»

Η ιστο­ρία του ελλη­νι­κού λαού και οι τρό­ποι που αντα­πε­ξήλ­θε στις νέες συν­θή­κες απα­σχο­λούν τον συγ­γρα­φέα. Η κατά­στα­ση της Ελλά­δας μετά το τέλος των πολε­μι­κών επι­χει­ρή­σε­ων ανα­λύ­ε­ται με συγκε­κρι­μέ­να στοι­χεία τα οποία οδή­γη­σαν  στο ορι­στι­κό τέλος οποιασ­δή­πο­τε προ­πο­λε­μι­κής λει­τουρ­γί­ας. Μέσα σε αυτό το πλαί­σιο εξε­τά­ζε­ται η αγρο­τι­κή παρα­γω­γή του 1941, αν μπο­ρού­σε να καλύ­ψει τις επι­σι­τι­στι­κές ανά­γκες της κατα­κτη­μέ­νης χώρας, πώς δημιουρ­γή­θη­κε η κρί­ση του επι­σι­τι­σμού και πώς η πολι­τι­κή εξου­σία αντι­με­τώ­πι­σε τις ελλεί­ψεις τρο­φί­μων και την πείνα.

«Οι λύσεις που χρειά­ζο­νταν σε τέτοιες συν­θή­κες ήταν λύσεις ριζο­σπα­στι­κές: λύσεις που θα ανέ­τρε­παν το σκη­νι­κό που είχε δια­μορ­φω­θεί στην πολι­τι­κή, την κοι­νω­νία, τον τρό­πο σκέ­ψης και τις συμπε­ρι­φο­ρές των ανθρώ­πων. Μαζί με τα κανά­λια δια­κί­νη­σης των αγα­θών και τους κανό­νες των συναλ­λα­γών, άλλα­ζαν ανε­παί­σθη­τα ίσως στην αρχή αλλά ουσια­στι­κά και αμε­τά­κλη­τα, οι κλί­μα­κες αξιών, οι ιεραρ­χή­σεις και οι ισορ­ρο­πί­ες του κοι­νω­νι­κού ιστού. Για την κατο­χι­κή κυβέρ­νη­ση, η προ­σή­λω­ση στις «επί­ση­μες» πολι­τι­κές δεν ήταν απλά και μόνο έλλει­ψη ευφυ­ΐ­ας και διο­ρα­τι­κό­τη­τας. Ήταν μια απελ­πι­σμέ­νη προ­σπά­θεια να κρα­τη­θούν οι παρα­δο­σια­κές ισορ­ρο­πί­ες, σε έναν κόσμο που έσπρω­χνε προς της ανα­τρο­πή. Τυχόν υπο­τα­γή της στο νέο που γεν­νιό­ταν θα σήμαι­νε ένα είδος παραί­τη­σης, μια μορ­φή πολι­τι­κής αυτο­κτο­νί­ας. Θα ισο­δυ­να­μού­σε με δια­κη­ρυγ­μέ­νη άρνη­ση του δικαιώ­μα­τός της να νέμε­ται την εξου­σία, να βρί­σκε­ται στο κέντρο όλων των δρα­στη­ριο­τή­των της χώρας, να τη δια­χει­ρί­ζε­ται συγκε­ντρω­τι­κά, να συντο­νί­ζει τις προ­σπά­θειες όλων, να προ­σα­να­το­λί­ζει, να οδη­γεί, να κυβερνά…Πρόκειται για ένα είδος παραί­τη­σης, που ένα διο­ρι­σμέ­νο καθε­στώς, έκτα­κτης ανά­γκης, απλά δεν μπο­ρεί να επιλέξει.»

Σημα­ντι­κό κεφά­λαιο αυτής της εξέ­λι­ξης είναι οι σχέ­σεις ανά­με­σα στις πόλεις και στην επαρ­χία, οι οποί­ες στην πρώ­τη φάση της κατο­χής προσ­διο­ρί­στη­καν από μετα­κι­νή­σεις και ανταλ­λα­γές ανθρώπων.

Υπο­γραμ­μί­ζε­ται ιδιαί­τε­ρα ο ρόλος της Αθή­νας που «όσο προ­χω­ρού­σε ο πόλε­μος, μετα­βαλ­λό­ταν σε κέντρο υπο­δο­χής των ποι­κι­λό­μορ­φων πολε­μι­κών προ­σφύ­γων», αλλά και στην αντι­στρο­φή των μετα­κι­νή­σε­ων προς αυτήν όταν άρχι­σαν να παρου­σιά­ζο­νται ελλεί­ψεις σε πολ­λά κατα­να­λω­τι­κά είδη πρώ­της ανά­γκης και η πεί­να έκα­νε την τρα­γι­κή εμφά­νι­σή της. Ο ιστο­ρι­κός δεν μένει μόνο στην ανα­φο­ρά των θανά­των από πεί­να αλλά προ­σπα­θεί να κάνει και μία ποιο­τι­κή προ­σέγ­γι­ση τους. Επι­πλέ­ον αφιε­ρώ­νει ένα σημα­ντι­κό μέρος στην ανά­πτυ­ξη των μηχα­νι­σμών επι­βί­ω­σης που δημιουρ­γή­θη­καν στην κατε­χό­με­νη πρω­τεύ­ου­σα για να αντι­με­τω­πί­σουν το τερά­στιο αυτό πρό­βλη­μα, των θανά­των από πείνα.

«Η Αθή­να είχε οπωσ­δή­πο­τε αλλά­ξει, όχι μόνο στην όψη της καθη­με­ρι­νής της ζωής, λει­τουρ­γί­ας και δρα­στη­ριό­τη­τας, αλλά και στη συμπε­ρι­φο­ρά  των ανθρώ­πων της: ειδι­κά στην αντί­λη­ψή τους για την «ευνο­μία» και την «τάξη». Η λογι­κή της «νομι­μό­τη­τας» δεν έπαυε να δέχε­ται αλλε­πάλ­λη­λα πλήγ­μα­τα από τις εξε­λί­ξεις και οπωσ­δή­πο­τε  ελά­χι­στα πράγ­μα­τα αντι­προ­σώ­πευε μπρο­στά στους νέους μηχα­νι­σμούς που οι κατα­στά­σεις ανα­δεί­κνυαν και επέ­βαλ­λαν. Η παρα­βα­τι­κή συμπε­ρι­φο­ρά ήταν προ­ϋ­πό­θε­ση επι­βί­ω­σης, μπρο­στά στο ολο­κλη­ρω­τι­κό ναυά­γιο των κρα­τι­κών μηχα­νι­σμών και των κυβερ­νη­τι­κών πολι­τι­κών. Μέσα σε λίγους μόνο μήνες, μετά την εγκα­τά­στα­ση της κατο­χι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, η πρω­τεύ­ου­σα, όπως και ολό­κλη­ρη η ελλη­νι­κή κοι­νω­νία, ήταν ένα μόρ­φω­μα ρευ­στό, όπου τα πάντα προ­σαρ­μό­ζο­νταν σε όσα επέ­βαλ­λε η ανά­γκη. Η επι­βί­ω­ση ήταν ο βασι­κός νόμος, ο οποί­ος σε πολ­λά σημεία κάθε άλλο παρά αντί­στοι­χος  ήταν με το επί­ση­μο θεσμι­κό πλαί­σιο και την άοκνη στο νομο­θε­τι­κό  έργο της κατο­χι­κή κυβέρνηση.»

Εκτός από τις διά­φο­ρες νέες μορ­φές εμπο­ρί­ου που ανα­πτύ­χθη­καν και οργα­νώ­θη­καν ο ιστο­ρι­κός παρου­σιά­ζει την ίδρυ­ση και λει­τουρ­γία  των κατα­να­λω­τι­κών συνε­ται­ρι­σμών και τις συνέ­πειες της εξά­πλω­σής τους και με τη μορ­φή μαχη­τι­κών διεκ­δι­κή­σε­ων ανα­δει­κνύ­ο­ντας την πολι­τι­κή τους σημα­σία στις μελ­λο­ντι­κές εξελίξεις.

Και ενώ αυτά συνέ­βαι­ναν στην πρω­τεύ­ου­σα, οι οικο­νο­μι­κές σχέ­σεις που ανα­πτύ­χθη­καν στην επαρ­χία με τη μορ­φή κυρί­ως οικο­νο­μι­κών ανταλ­λα­γών έπαι­ξαν το δικό τους πολύ σημα­ντι­κό ρόλο στα γεγο­νό­τα που ακολούθησαν.

Μια σημα­ντι­κή παρά­με­τρος των νέων συν­θη­κών στην οικο­νο­μία υπήρ­ξε και η δημιουρ­γία μιας «υπό­γειας» αγο­ράς, στη δρά­ση της οποί­ας προ­στέ­θη­καν διά­φο­ρα εγκλη­μα­τι­κά στοι­χεία που δυσκό­λε­ψαν και έθε­σαν σε επι­πλέ­ον κιν­δύ­νους τις ζωές των ανθρώ­πων (ζωο­κλέ­φτες, ληστές , απα­γω­γείς, μαυ­ρα­γο­ρί­τες κ.α).

Οι συν­θή­κες αρχί­ζουν να μετα­βάλ­λο­νται από την άνοι­ξη του 1942 καθώς εμφα­νί­στη­καν νέα δεδο­μέ­να και οι ισορ­ρο­πί­ες άρχι­σαν να ανα­τρέ­πο­νται.  Εκτός από την κρί­ση της μαύ­ρης αγο­ράς, την ανα­βάθ­μι­ση της ξένης βοή­θειας, τις νέες δυνα­τό­τη­τες και τάσεις επι­βο­λής του κρα­τι­κού μηχα­νι­σμού, ερευ­νά­ται και το επί­πε­δο της αγρο­τι­κής παρα­γω­γής στα 1942 και πώς μέσω αυτής δρο­μο­λο­γή­θη­καν οι εξε­λί­ξεις για να γεν­νη­θεί η οργα­νω­μέ­νη αντί­στα­ση και το αντάρτικο.

«Η ένο­πλη Αντί­στα­ση και η εκπο­ρευό­με­νη από την ισχύ της επι­κρά­τεια της Ελεύ­θε­ρης Ελλά­δας προ­έ­κυ­ψαν ακρι­βώς τη στιγ­μή όπου οι πιέ­σεις στην αγρο­τι­κή οικο­νο­μία έτει­ναν να γίνουν αφό­ρη­τες. Τη μεγά­λη εξέ­γερ­ση περί­που κανείς δεν την περί­με­νε όταν συνέ­βη. Τους μήνες του χει­μώ­να 1942 ‑1943, οι αντάρ­τι­κοι σχη­μα­τι­σμοί, ακό­μα λίγες εκα­το­ντά­δες ένο­πλοι – όχι περισ­σό­τε­ροι από χίλιοι στο σύνο­λο -, πει­ρα­μα­τί­ζο­νταν ακό­μα και ανα­ζη­τού­σαν βασα­νι­στι­κά και δια­μόρ­φω­ναν στρα­τη­γι­κές, τακτι­κές και δομές οργα­νω­τι­κές που να αντι­στοι­χούν στις νέες κατα­στά­σεις. Τον Φεβρουά­ριο του 1943, στην πλέ­ον αραιά κατε­χό­με­νη από τις στρα­τιω­τι­κές δυνά­μεις των κατα­κτη­τών ζώνη, από τα βόρεια ορει­νά της Θεσ­σα­λί­ας και σε ολό­κλη­ρη τη δυτι­κή Μακε­δο­νία, κατά μήκος του Αλιάκ­μο­να, μία εξέ­γερ­ση με απρό­βλε­πτη ισχύ θύελ­λας συνε­πή­ρε τα πάντα.»

Ο επί­λο­γος του βιβλί­ου  γρά­φε­ται με (και για)  το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα Ελλά­δας. Ο Γιώρ­γος Μαρ­γα­ρί­της δικαιο­λο­γεί την επι­λο­γή του να μιλή­σει για το ΚΚΕ στο τέλος της αφή­γη­σης και όχι στην αρχή διό­τι  όλα όσα εξέ­τα­σε στις προη­γού­με­νες σελί­δες σχε­τί­ζο­νται, οδη­γού­νε σε αυτό.

Το ΚΚΕ στα 1940, η στρα­τη­γι­κή του απε­λευ­θε­ρω­τι­κού μετώ­που, η ίδρυ­ση του ΕΑΜ είναι τα θέμα­τα που εξε­τά­ζει και ανα­πτύσ­σει δια­φο­ρο­ποιού­με­νος από άλλες ανά­λο­γες μελέ­τες. Η δια­φο­ρο­ποί­η­σή του βρί­σκε­ται στο γεγο­νός ότι η θεώ­ρη­ση των άλλων ξεχνά όλα όσα το κόμ­μα αυτό μετέ­φε­ρε πίσω του και  αντι­με­τω­πί­ζουν «οργα­νι­κά» τη σχέ­ση του ΚΚΕ με τις εξε­λί­ξεις της περιό­δου εκείνης.

«…Η θεώ­ρη­ση που ξεκι­νά και επι­μέ­νει στην « υπο­κει­με­νι­κή» κομ­μου­νι­στι­κή εμπλο­κή στα γεγο­νό­τα, ξεχνά όλα όσα το κόμ­μα αυτό μετέ­φε­ρε πίσω του. Την ειδι­κή του σχέ­ση με την ιστο­ρία, την κοι­νω­νία και την πολι­τι­κή της περιό­δου. Ξεχνά τη μεγά­λη ιστο­ρι­κή συγκυ­ρία: τον αιώ­να των κομουνιστών.

Εάν αυτό το μεγά­λο ξεχα­στεί, τότε το διά­βη­μα της ερμη­νευ­τι­κής προ­σέγ­γι­σης των γεγο­νό­των, της πρώ­της ειδι­κά περιό­δου της κατο­χής, γίνε­ται εμφα­νώς ακα­τα­νό­η­το. Πώς θα ήταν δυνα­τό ο εξαρ­θρω­μέ­νος, ισχνός στο ξεκί­νη­μα, οργα­νω­τι­κός μηχα­νι­σμός του ΚΚΕ να συναρ­θρώ­σει σε ένα πλα­τύ κίνη­μα όλη την ελλη­νι­κή κοι­νω­νία; Πώς θα ήταν δυνα­τό μερι­κές δεκά­δες στε­λε­χών να προ­σπε­ρά­σουν ισχυ­ρά δομη­μέ­νους μηχα­νι­σμούς (για παρά­δειγ­μα εκεί­νου του σώμα­τος των αξιω­μα­τι­κών στρα­τού) και να βάλουν τη δική τους σφρα­γί­δα στις δομές της Αντί­στα­σης; Η απά­ντη­ση βρί­σκε­ται ακρι­βώς στο μεγά­λο πλαί­σιο. Οι κομ­μου­νι­στές στα 1940 δεν ήταν απλά και μόνο οι οργα­νω­τι­κές τους δυνα­τό­τη­τες. Ακό­μα και όταν οι τελευ­ταί­ες υπέ­φε­ραν – και αυτό ήταν κάτι περισ­σό­τε­ρο από αλη­θι­νό στα τέλη της μετα­ξι­κής περιό­δου – οι κοι­νω­νι­κές και πολι­τι­κές λει­τουρ­γί­ες παρέ­με­ναν ενερ­γές. Βρί­σκο­νταν στο προ­σκή­νιο της επι­και­ρό­τη­τας, απ’ όποια πλευ­ρά και αν την αντι­με­τώ­πι­ζε κανείς. Στον αιώ­να των κομ­μου­νι­στών, αυτοί παρου­σιά­ζο­νταν ισχυ­ροί, ακό­μα και εκεί όπου οι μηχα­νι­σμοί τους άγγι­ζαν την από­λυ­τη έκλειψη.»

Ένα πολύ­τι­μο βιβλίο για τη γνώ­ση που μετα­δί­δει, τις σκέ­ψεις, τα συναι­σθή­μα­τα και τους προ­βλη­μα­τι­σμούς που προ­κα­λεί, σε μια επο­χή που τεί­νει να απο­χα­ρα­κτη­ρί­σει, να απο­χρω­μα­τί­σει, να λησμο­νή­σει το κίνη­μα της Αντί­στα­σης και το Εθνι­κό Απε­λευ­θε­ρω­τι­κό Μέτωπο.

«Για αυτό το τελευ­ταίο, πολύ λίγα πράγ­μα­τα θα βρεί­τε στα σημε­ρι­νά σχο­λι­κά βιβλία της ιστο­ρί­ας. Για πολ­λούς και διά­φο­ρους λόγους, αυτό το πρω­το­φα­νές και τερά­στιο κίνη­μα δεν έγι­νε  καθε­στώς, δεν νίκη­σε στην ανα­μέ­τρη­ση με τους εχθρούς του. Δια πυρός και σιδή­ρου, με πόλε­μο ως τα 1949, με τον ποι­κι­λό­τρο­πο διωγ­μό ως τα 1974, εξο­βε­λί­στη­κε από την κοι­νω­νι­κή και πολι­τι­κή ζωή της χώρας. Σήμε­ρα κοντεύ­ει να ξεχα­στεί και από τους πολι­τι­κούς‘ οι μόνοι που επι­μέ­νουν στην κατα­λυ­τι­κή σημα­σία του, ανή­κουν στον ίδιο πολι­τι­κό χώρο που μπό­ρε­σε στα δύσκο­λα χρό­νια να «δια­βά­σει» τη συγκυ­ρία και να συμπο­ρευ­θεί με τη λαϊ­κή έξαρ­ση, ενσω­μα­τώ­νο­ντας τη δική του οργα­νω­τι­κή “τεχνο­γνω­σία” σε αυτό: για τους κομ­μου­νι­στές γίνε­ται λόγος. Για τους ακα­δη­μαϊ­κούς δασκά­λους ας μην πού­με τίπο­τα‘ όπως συνή­θως συμ­βαί­νει, οι περισ­σό­τε­ροι δεί­χνουν πρό­θυ­μοι να “προ­σαρ­μο­στούν”, με τον τρό­πο που οι εκά­στο­τε ισχυ­ροί επι­θυ­μούν και υπαγορεύουν.

Και όμως το ΕΑΜ υπήρ­ξε και οι κομ­μου­νι­στές απο­τέ­λε­σαν βασι­κή παρά­με­τρο της ιστο­ρί­ας του εικο­στού αιώ­να σε ολό­κλη­ρο τον κόσμο – και στην Ελλά­δα φυσι­κά. Το να μιλή­σει δε κανείς γι’ αυτό, απο­τε­λεί προ­ϋ­πό­θε­ση για να μελε­τή­σει την ιστορία…»

 
Γιώρ­γος Μαρ­γα­ρί­της, Προ­αγ­γε­λία Θυελ­λω­δών ανέ­μων… Ο πόλε­μος στην Αλβα­νία και η πρώ­τη περί­ο­δος της Κατο­χής, Βιβλιό­ρα­μα, Αθή­να 2009

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο