Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ρεπυμπλίκ – Βαστίλλη

Γρά­φει η ofisofi //

«Εγώ είμαι εκεί­νο το πουλί
που στη φωτιά σιμώνω
καί­γου­μαι, στά­χτη γίνουμαι
και πάλι ξανανιώνω»

Μια γυναί­κα, η Λίζα, η βασι­κή ηρω­ί­δα, κατα­φεύ­γει στο Παρί­σι κυνη­γη­μέ­νη από το ελλη­νι­κό κρά­τος της επο­χής του εμφυ­λί­ου. Μαζί της κου­βα­λά­ει μνή­μες, εικό­νες, έναν ολό­κλη­ρο κόσμο, την πατρί­δα, πρό­σω­πα αγαπημένα.

Η Λίζα με δυο βαλί­τσες στο χέρι στέ­κε­ται μπρο­στά στη στά­ση του λεω­φο­ρεί­ου Ζαν – Πιερ Τεμπώ. Στο πεζο­δρό­μιο. Μπρο­στά της απλώ­νε­ται μια άγνω­στη χώρα, η Γαλ­λία, μια άγνω­στη πόλη, το Παρί­σι. Εδώ τώρα πια πρέ­πει να ξαναρ­χί­σει τη ζωή της. Η μνή­μη της πολιορ­κεί την καρ­διά της.

Λιμά­νι του Πει­ραιά. Μάρ­της του 1947, όρθια στο παρα­πέ­το του καρα­βιού που την οδη­γεί στην εξο­ρία. Τα ερεί­πια του λιμα­νιού είναι η εικό­να που κου­βα­λά μαζί της. Ο πόλε­μος τα γκρέ­μι­σε όλα, τα ρήμα­ξε. Μαζί και τη θάλασ­σα, «Ό,τι πιο θλι­βε­ρό στον κόσμο μια ρημαγ­μέ­νη θάλασ­σα».

Από μέσα της ανα­σύ­ρε­ται η ιστο­ρία ενός γέρου ψαρά, του μπάρ­μπα – Λου­ρέ­τζου που άκου­σε κάπο­τε. Μια αλη­θι­νή ιστο­ρία, σαν παρα­μύ­θι, που δένει με την εικό­να της ρημαγ­μέ­νης θάλασ­σας, η οποία επαναλαμβάνεται.

Τίπο­τε δεν υπάρ­χει εκεί στον τόπο της, τίπο­τε δεν υπάρ­χει γύρω της. Μόνο το καρά­βι που μετα­φέ­ρει τη Λίζα ασά­λευ­τη με την οδύ­νη του απο­χω­ρι­σμού και ενός απο­χαι­ρε­τι­σμού που δεν έγι­νε. Κυρί­αρ­χο συναί­σθη­μα ο φόβος.

Ο πόνος του ξερι­ζω­μού, της εξο­ρί­ας, του εκτο­πι­σμού δυσκο­λεύ­ει την ανά­σα της. Πόνος μπρο­στά στο άγνω­στο, στη νέα αρχή. «Ένα δόντι το ξερι­ζώ­νεις γρή­γο­ρα. Παίρ­νει αντί­θε­τα και­ρό να ξερι­ζώ­σεις ένα σώμα από τον τόπο του».

Το ταξί­δι διαρ­κεί τέσ­σε­ρα μερό­νυ­χτα. Μόνη ανά­με­σα σε ξένους με τον τρό­μο και την ανα­σφά­λεια να συνε­χί­ζουν να την κυνη­γούν. Το βλέμ­μα της κατα­γρά­φει ανθρώ­πους και αιχ­μα­λω­τί­ζει στιγμές.

«Eins, zwei, drei!» νιώ­θει πανι­κό στο άκου­σμά τους, φρι­κτή ανά­μνη­ση της γερ­μα­νι­κής κατο­χής. Ένα καρά­βι – φάντα­σμα που παρα­πλέ­ει και ένας παγω­μέ­νος αέρας που σαρώ­νει τα πάντα.

Η Λίζα με δυο βαλί­τσες στο χέρι, στο πεζο­δρό­μιο, αμή­χα­νη απο­θαρ­ρυ­μέ­νη, έκπλη­κτη κοι­τά τα μεγά­λα σπί­τια του νέου τόπου και η σκέ­ψη της πετά­ει στον τόπο της. Ωραία αντί­θε­ση ανά­με­σα στην ακι­νη­σία του σώμα­τος και στην κίνη­ση του νου που φέρ­νει μπρο­στά μας εικό­νες από την καθη­με­ρι­νό­τη­τα των απλών ανθρώ­πων με τις φωνές των μανά­δων της φτω­χο­γει­το­νιάς να ακού­γο­νται ζωντα­νά και την προ­ο­πτι­κή του κόσμου να απλώ­νε­ται από τα μπαλ­κό­νια των ψηλό­τε­ρων σπι­τιών και να πάλι πίσω στο Παρί­σι με τα πανύ­ψη­λα σπί­τια, τα χωρίς μπαλ­κό­νια, κάνει συγκρί­σεις «έχει κιό­λας μέσα της ένα παρελ­θόν που αργά – αργά ξεμα­κραί­νει και ένα νιο­γέν­νη­το παρόν».

Η Λίζα με δυο βαλί­τσες στο χέρι μάς ταξι­δεύ­ει στη ζωή της σαν μέσα σε όνει­ρο με έκφρα­ση ποι­η­τι­κή. Τίπο­τε δεν είχαν κρυμ­μέ­νο οι βαλί­τσες, για­τί στη ζωή της κυριαρ­χού­σαν οι ανα­μνή­σεις και μέσα σε αυτές κου­βα­λού­σε τα συναι­σθή­μα­τά της. Λίζα δεν γνώ­ρι­ζε κανέναν.

«Ο ήλιος δεν είχε αχτί­δα στο μαρ­τιά­τι­κο αυτό Παρί­σι και μόνον η ομί­χλη ακο­λου­θού­σε τη Λίζα στο δρό­μο που είχε πάρει κου­ρα­σμέ­να. Εκεί­νη βάδι­ζε εμπρός κι η ομί­χλη ήταν ολό­γυ­ρα. Καθό­λου δε βια­ζό­τα­νε. Για­τί; για ποιον; Μια κάμα­ρα μόνο την περί­με­νε υπο­μο­νε­τι­κά, έχουν μεγά­λη υπο­μο­νή οι κάμα­ρες, και δεν θα το κου­νού­σε, θα την έβρι­σκε η Λίζα σα θα έφτα­νε. Ανά­με­σα στη Ρεπυ­μπλίκ – Βαστίλλη».

Χρο­νιά 1947, λοι­πόν, έρι­ξε άγκυ­ρα η Λίζα στο Παρί­σι. Μέσα στο άδειο δωμά­τιο ξεχύ­νο­νται όλα τα σπα­ρα­χτι­κά της συναι­σθή­μα­τα που συνα­ντιού­νται με την ησυ­χία, τη μυρω­διά των πραγ­μά­των και εκφρά­ζο­νται με έναν εσω­τε­ρι­κό μονό­λο­γο συγκλο­νι­στι­κό. «Ήταν φευ­γά­τη πια». Οι φίλοι της την προ­έ­τρε­ψαν να φύγει από τον τόπο της, την Ελλά­δα, για να γλυ­τώ­σει τη σύλ­λη­ψη, την εκτέ­λε­ση. Οι φωνές των συντρό­φων της ζωντα­νών και νεκρών συνο­μι­λούν μαζί της σε ευθύ λόγο.

Η ζωή της ξετυ­λί­γε­ται μπρο­στά μας μέσα από τους έρω­τές της, ο δάσκα­λος, ο εργο­στα­σιάρ­χης, κάποιος τρί­τος, ο Γιάν­νης. Ανα­θυ­μά­ται με λεπτο­μέ­ρειες αυτούς τους έρω­τες και την πορεία της δια­μόρ­φω­σής της μέσα από αυτούς. Η γρα­φή τολ­μη­ρή, λυρι­κή και ευαί­σθη­τη. Χαρα­κτη­ρι­στι­κή η σκη­νή της κηδεί­ας του δεύ­τε­ρου έρω­τά της.

«Το σώμα της Λίζας είναι εδώ, μα το μυα­λό της ταξι­δεύ­ει». Μέσα στο δωμά­τιο ένα «απέ­ρα­ντο κενό», μια εκκω­φα­ντι­κή μονα­ξιά. Το μόνο θυμη­τι­κό που κου­βά­λη­σε από τον τόπο της ήταν ο βήχας της, τίπο­τε άλλο «ούτε ένα κατσα­ρο­λά­κι και μια κου­τά­λα δεν είχε φέρει».

Το Παρί­σι το γνώ­ρι­ζε από ακού­σμα­τα και ιστο­ρί­ες που της έλε­γαν όταν ήταν μικρή, αλλά και από τη μου­σι­κή και τις συναυ­λί­ες των καλ­λι­τε­χνών στην Αθή­να. Τώρα βρί­σκε­ται σ’ αυτή τη μεγά­λη πόλη και περι­πλα­νιέ­ται μόνη στους δρό­μους της, περι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νη από αδιά­φο­ρους ανθρώπους.

Όλα και όλοι την εντυ­πω­σιά­ζουν. Η προ­ε­τοι­μα­σία της πρω­το­μα­γιά­τι­κης συγκέ­ντρω­σης, το φιλί του ζευ­γα­ριού στο δρό­μο, το μαύ­ρο χρώ­μα του άντρα, ο μεγά­λος δρό­μος, η κίνη­ση, η γιγά­ντια πολι­τεία, τα εκα­τομ­μύ­ρια άνθρω­ποι. Η μεγά­λη έκπλη­ξη της προ­έρ­χε­ται από την άγνοιά της και αυτό την οδη­γεί πάλι πίσω στη χώρα της και στην ανα­πό­φευ­κτη σύγκρι­ση με το Παρί­σι, τη Γαλ­λία. Και τότε σκέ­φτε­ται το Γιάν­νη. Ένιω­θε το ρυθ­μό του, την παρου­σία του και αυτό της προ­κα­λού­σε πόνο στην καρ­διά. «Η Λίζα υπό­φε­ρε απ’ τον πόνο, όπως υπο­φέ­ρει ένα πολυ­φο­ρε­μέ­νο μάλ­λι­νο ρού­χο: λιώ­νει, φτε­ναί­νει, αλλά δεν τρυ­πά­ει, κι όταν τρυ­πή­σει είναι κου­ρέ­λι πια».

Η πρω­το­μα­γιά­τι­κη συγκέ­ντρω­ση, η σημαία, ο Σηκουά­νας και η Ακρό­πο­λη. Συνειρ­μοί και σκέ­ψεις για τον θάνα­το από έρω­τα αλλά και απο­κά­λυ­ψη των κοι­νω­νι­κών αδι­κιών, της ανι­σό­τη­τας, και της αθλιό­τη­τας πίσω από τη βιτρί­να του βρά­χου της Ακρό­πο­λης. Φτώ­χεια και μόνο φτώ­χεια. Πολ­λοί έμε­ναν δίπλα αλλά δεν την ήξε­ραν, άλλοι ούτε την έβλε­παν μέσα από τις καλύ­βες που ζούσαν.

Περι­δια­βαί­νο­ντας το Παρί­σι, δια­βά­ζο­ντας τα ονό­μα­τα των δρό­μων, κοι­τώ­ντας τους ανθρώ­πους, ακού­γο­ντας τους ήχους της πόλης, το μυα­λό της πηγαι­νο­έρ­χε­ται στην Αθή­να, στα τρέ­χο­ντα ιστο­ρι­κά γεγο­νό­τα, στον αγα­πη­μέ­νο της, σχο­λιά­ζει μονο­λο­γώ­ντας, ειρω­νεύ­ε­ται. Συντα­ρα­κτι­κές οι ανα­λο­γί­ες με αφορ­μή κάτι συνη­θι­σμέ­νο και καθη­με­ρι­νό όπως τα πόδια των Παρι­ζιά­νων και τα πόδια των παι­διών στην Ελλά­δα. Ό,τι βλέ­πει τα συν­δυά­ζει με την γερ­μα­νι­κή κατο­χή, για να κατα­λή­ξει στη γερ­μα­νι­κή κατο­χή στην Αθή­να και στις τρα­γι­κές συνέ­πειες της.

Το Παρί­σι όμως; Οι προ­βλη­μα­τι­σμοί της ανα­πτύσ­σο­νται με αφορ­μή ένα αντι­κεί­με­νο , για παρά­δειγ­μα ένα ζευ­γά­ρι γυα­λιά. Η πεί­να στην Κατο­χή και τα φυλαγ­μέ­να ματω­μέ­να ρού­χα των εκτε­λε­σμέ­νων παι­διών. Η φίλη της η Μάρω, η νεκρή που μπαί­νει από το παρά­θυ­ρο μέσα στον ύπνο της και το όνει­ρο ξετυ­λί­γε­ται σαν πραγματικότητα.

Και οι Γάλ­λοι; «Όλο και κάτι μαθαί­νεις σε μια ξένη χώρα ακό­μα και στον τρό­πο με τον οποίο μιλάς κι εκφράζεσαι…».

Γνω­ρί­ζει τον καθη­γη­τή Οκτάβ Ντυ­σμέν και την ελλη­νί­δα γυναί­κα του Μαρί. Αλλά και τον Ζώρζ. Η αγά­πη που ξανα­έρ­χε­ται, η χαρά που της προ­κα­λεί «ήταν τόσο χαρού­με­νη σαν το που­λά­κι που σπά­ει το τσό­φλι να βγει απ’ τ’ αυγό», η ευτυ­χία που νιώ­θει «ήταν τόσο ευτυ­χι­σμέ­νη σαν το που­λά­κι που σπά­ει το τσό­φλι και τα λοι­πά» η νέα σελί­δα που ανοί­γει στη ζωή της. Ο έρω­τας υφέρ­πει και ανα­σύ­ρε­ται μέσα από μια εσω­τε­ρι­κή ανά­γκη να εξι­σορ­ρο­πή­σει τις δύσκο­λες συν­θή­κες και να γεφυ­ρώ­σει τα περα­σμέ­να με τα παρό­ντα. Όμως την συνά­ντη­ση με τον Ζωρζ σημα­δεύ­ει ένα γράμ­μα από την πατρί­δα, μια είδη­ση που σπα­ρά­ζει, που πονά­ει, που ραγί­ζει μια σχέ­ση που δεν πρό­λα­βε να αρχί­σει. Τρο­με­ρό το παι­γνί­δι των αντι­θέ­σε­ων μέσα σε μια βαριά σαν μολύ­βι ατμό­σφαι­ρα που αντα­να­κλά­ται στην ψυχο­λο­γία των ηρώ­ων. Ασή­κω­το το βάρος των ανα­μνή­σε­ων, όμως «το πιο θαυ­μα­στό στη ζωή είναι ότι δε στα­μα­τά­ει να προ­χω­ρά­ει: αναγεννιέται» .

Δυο χρό­νια στο Παρί­σι η Λίζα έμα­θε πολ­λά πράγ­μα­τα. «Στο νου και στην καρ­διά της Λίζας είχαν γίνει ένα τώρα πια η χώρα όπου είχε ζήσει κι ο γενέ­θλιος τόπος της. Για­τί στο τέλος τι είναι μια χώρα; Εκεί όπου ανα­κα­λύ­πτεις τη ζωή· κι η ζωή είναι παντού. Εκεί όπου βρί­σκεις χέρια να σου βγά­λουν τα παπού­τσια όταν γυρί­ζεις κου­ρα­σμέ­νος το βρά­δυ· και τέτοια χέρια έχει σ’ όλες τις χώρες. Και μετά, όλες οι χώρες έχουν ανθρώ­πους. Κι η Γαλ­λία είχε κατα­πώς φαί­νε­ται μπό­λι­κους ανθρώ­πους. Για μια νύχτα, στο όνει­ρό της, όταν είχε μόλις φτά­σει, η Λίζα είχε υπο­σχε­θεί στην πεθα­μέ­νη φίλη της να ανα­κα­λύ­ψει Γάλ­λους στη Γαλ­λία. Κι αυτή την υπό­σχε­ση την είχε κρατήσει.»

Άλλω­στε «Το Παρί­σι ήταν το άσυ­λο των ξένων. Δεχό­ταν ανθρώ­πους από παντού, άλλους τους κρά­τα­γαν για πάντα, τους κάναν Παρι­ζιά­νους με μιαν ελα­φριά νοσταλ­γία μονα­χά στα φυλ­λο­κάρ­δια τους, άλλους τους έδιω­χναν ως ανεπιθύμητους».

Δυο χρό­νια στο Παρί­σι η Λίζα και έρχε­ται η ώρα της ανα­χώ­ρη­σής της. Φεύ­γει; Τη διώ­χνουν; Πού πάει; Υπαι­νι­κτι­κή η γρα­φή. Πόνος και δυσκο­λία να απο­χω­ρι­στεί μια χώρα και τους ανθρώ­πους που αγά­πη­σε. Παίρ­νει για μια φορά ακό­μη τις βαλί­τσες της, αφή­νει την οδό Ζαν – Πιερ Τεμπώ κάπου ανά­με­σα Ρεπυ­μπλίκ – Βαστίλ­λη και με ένα αερο­πλά­νο αυτή τη φορά αφή­νει τη Γαλ­λία σκου­πί­ζο­ντας λίγα δάκρυα από τα μάτια της…

MA1

Στις 22 Μαρ­τί­ου 1947, μέσα στον εμφύ­λιο, η Μέλ­πω Αξιώ­τη αυτο­ε­ξο­ρί­ζε­ται στη Γαλ­λία για να απο­φύ­γει τη σύλ­λη­ψη. Μέλος του ΚΚΕ από το 1936 με ενερ­γή συμ­με­το­χή στην Αντί­στα­ση και δρα­στη­ριο­ποί­η­ση στον παρά­νο­μο τύπο. Στη Γαλ­λία ζει μέχρι το Σεπτέμ­βρη του 1950. Απε­λαύ­νε­ται μετά από διά­βη­μα της ελλη­νι­κής κυβέρ­νη­σης στην Ανα­το­λι­κή Γερ­μα­νία και στη συνέ­χεια ακο­λου­θεί τους δρό­μους της πολι­τι­κής προ­σφυ­γιάς στις Λαϊ­κές Δημο­κρα­τί­ες. Επα­να­πα­τρί­στη­κε το 1964.

Το μυθι­στό­ρη­μα Ρεπυ­μπλίκ – Βαστίλ­λη, γραμ­μέ­νο στα γαλ­λι­κά από το Νοέμ­βριο του 1948 έως το Μάιο του 1949, ήταν ανέκ­δο­το μέχρι πριν από μερι­κούς μήνες, οπό­τε και κυκλο­φό­ρη­σε για πρώ­τη φορά τον Απρί­λιο του 2014 από τις εκδό­σεις Άγρα με την επι­μέ­λεια της Μαί­ρης Μικέ και σε μετά­φρα­ση της Τιτί­κας Δημη­τρού­λια. Ρεπυ­μπλίκ – Βαστίλ­λη είναι η γει­το­νιά στην οποία εγκα­θί­στα­ται και από εκεί και ο τίτλος του βιβλίου.

Ένα μυθι­στό­ρη­μα για την εξο­ρία, τον έρω­τα, το θάνα­το, τους φίλους και τους συντρό­φους με πολ­λά αυτο­βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία καθώς πίσω από το πρό­σω­πο της Λίζας δια­κρί­νει κανείς τη Μέλ­πω Αξιώ­τη και τη δική της ζωή. Γραμ­μέ­νο σε νεω­τε­ρι­κή γρα­φή και με μια τεχνι­κή που συν­δυά­ζει την τρι­το­πρό­σω­πη αφή­γη­ση και την παρα­στα­τι­κή από­δο­ση του προ­φο­ρι­κού λόγου στις δια­φο­ρε­τι­κές αφη­γη­μα­τι­κές φωνές, υπερ­ρε­α­λι­στι­κές εικό­νες, περι­γρα­φές, σχή­μα­τα λόγου, υπαι­νι­κτι­κό λόγο, συνειρ­μι­κή σκέ­ψη και μια λεπτή ειρω­νεία που αγγί­ζει σε αρκε­τά σημεία τον σαρκασμό.

Συνε­χείς υπο­ση­μειώ­σεις μας πλη­ρο­φο­ρούν για μοτί­βα και σκη­νές ολό­κλη­ρες που επα­να­λαμ­βά­νο­νται αυτού­σια ή με δια­φο­ρε­τι­κή μορ­φή στα άλλα έργα της Αξιώ­τη. Η Μαί­ρη Μικέ στην πολύ κατα­το­πι­στι­κή εισα­γω­γή της υπο­στη­ρί­ζει ότι το Ρεπυ­μπλίκ – Βαστίλ­λη απο­τε­λεί πολύ­τι­μο κρί­κο στην πορεία του έργου καθώς υπο­δέ­χε­ται, απη­χεί, αλλά και προ­ε­τοι­μά­ζει θέμα­τα, πρό­σω­πα, μοτί­βα, τεχνι­κές γρα­φής που παρου­σιά­ζο­νται στο υπό­λοι­πο (προ­γε­νέ­στε­ρο και μετα­γε­νέ­στε­ρο) πεζο­γρα­φι­κό και ποι­η­τι­κό έργο.

Προ­α­να­φέρ­θη­κε ότι το έργο αυτό είναι γραμ­μέ­νο στα γαλ­λι­κά. Την μετά­φρα­ση ανέ­λα­βε η Τιτί­κα Δημη­τρού­λια. Στις τελευ­ταί­ες σελί­δες του βιβλί­ου υπάρ­χουν τα επι­λε­γό­με­να της μετα­φρά­στριας. Εδώ ο ανα­γνώ­στης θα δια­βά­σει ένα πολύ ενδια­φέ­ρον κεί­με­νο σχε­τι­κό με τη μετά­φρα­ση του Republique – Bastille. Αξί­ζει να μετα­φέ­ρου­με ορι­σμέ­νες από­ψεις της μετα­φρά­στριας η οποία σημειώ­νει ότι το μονα­δι­κό αυτό μυθι­στό­ρη­μα είναι μια ορια­κή εμπει­ρία διγλωσ­σί­ας και ότι κάτω από το γαλ­λι­κό κεί­με­νο, ο προ­σε­κτι­κός Έλλη­νας ανα­γνώ­στης που γνω­ρί­ζει την Αξιώ­τη, δεν ακού­ει μόνο τα ελλη­νι­κά, αλλά και την προ­σω­πι­κή της ιδιό­λε­κτο, όπως έχει δια­μορ­φω­θεί από την εμπει­ρία της Κατο­χής και της Αντί­στα­σης και απο­τυ­πώ­νε­ται στα κεί­με­να που συγκε­ντρώ­νο­νται στα Χρο­νι­κά, αλλά και στα διη­γή­μα­τα που εκεί­νη την περί­ο­δο δημο­σιεύ­ο­νται στα περιο­δι­κά και, φυσι­κά, στον Εικο­στό αιώ­να. Η Μέλ­πω Αξιώ­τη, γρά­φει η Τιτί­κα Δημη­τρού­λια, «αυτο-μετα­φρά­ζε­ται» στα γαλ­λι­κά, με την έννοια ότι σκέ­φτε­ται στα ελλη­νι­κά και γρά­φει στα γαλ­λι­κά, στα οποία εκφρά­ζε­ται λογο­τε­χνι­κά κατά κάποιο τρό­πο ψηλαφητά.

Όσο για τη μετά­φρα­ση του έργου από τα γαλ­λι­κά η Τιτί­κα Δημη­τρού­λια ανα­φέ­ρει ότι επέ­λε­ξε να δημιουρ­γή­σει ένα κεί­με­νο που επι­τρέ­πει να δια­φα­νεί η δια­με­σο­λά­βη­ση του γαλ­λι­κού ενώ συγ­χρό­νως θα κυριαρ­χεί η ελλη­νι­κά εκφρα­σμέ­νη ιδιο­προ­σω­πία της Αξιώ­τη. Μια δου­λειά δύσκο­λη για την οποία μελέ­τη­σε συστη­μα­τι­κά τα πρω­τό­τυ­πα έργα της Αξιώ­τη, τη γλώσ­σα και το ύφος σε μια προ­σπά­θεια να εντο­πί­σει τα ιδιαί­τε­ρα γλωσ­σι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά της που θα μπο­ρού­σαν να αναπαραχθούν.

Τόσο η Μαί­ρη Μικέ όσο και η Τιτί­κα Δημη­τρού­λια ανα­φέ­ρουν ότι το μυθι­στό­ρη­μα αυτό έμει­νε ανέκ­δο­το εξ αιτί­ας της απέ­λα­σης της Μέλ­πως Αξιώ­τη από τη Γαλ­λία στις 7 Σεπτεμ­βρί­ου 1950. Η συγ­γρα­φέ­ας εξό­ρι­στη στις Λαϊ­κές Δημο­κρα­τί­ες υπο­βάλ­λει τα έργα της στον έλεγ­χο της Επι­τρο­πής Δια­φώ­τι­σης του ΚΚΕ και με βάση τα λογο­τε­χνι­κά κρι­τή­ρια που θέτει η Επι­τρο­πή, η έκδο­ση αυτού του μυθι­στο­ρή­μα­τος πιθα­νόν δεν θα μπο­ρού­σε να γίνει. Η Μαί­ρη Μικέ στη­ρι­ζό­με­νη στο γεγο­νός ότι μέχρις στιγ­μής δεν υπάρ­χουν στοι­χεία που να απο­δει­κνύ­ουν αν το κεί­με­νο «συνο­μί­λη­σε» με τους κομ­μα­τι­κούς μηχα­νι­σμούς και αν υπο­βλή­θη­κε σε διορ­θώ­σεις ή απόρ­ρι­ψη υπο­στη­ρί­ζει ότι πιθα­νόν η Μέλ­πω Αξιώ­τη να αυτο­λο­γο­κρί­θη­κε. (Ο ανα­γνώ­στης θα μπο­ρού­σε να βρει πολύ χρή­σι­μα στοι­χεία για τη δρα­στη­ριό­τη­τα των κομ­μα­τι­κών ελεγ­κτι­κών μηχα­νι­σμών και τη θέση της Μέλ­πως Αξιώ­τη σε σχέ­ση με αυτούς σε δύο εξαι­ρε­τι­κά βιβλία των Άννας Ματ­θαί­ου και Πόπης Πολέ­μη, τα α) Δια­δρο­μές της Μέλ­πως Αξιώ­τη 1947- 1955 και β) Η εκδο­τι­κή περι­πέ­τεια των Ελλή­νων κομ­μου­νι­στών. Από το βου­νό στην υπε­ρο­ρία 1947 – 1968).

Το Ρεπυ­μπλίκ – Βαστίλ­λη βοη­θά­ει να προ­σθέ­σου­με ένα ακό­μη κομ­μά­τι στο έργο της Μέλ­πως Αξιώ­τη αλλά και να το κατα­νο­ή­σου­με καλύ­τε­ρα καθώς κομ­μά­τια του βρί­σκο­νται ενσω­μα­τω­μέ­να σε ποι­ή­μα­τα, διη­γή­μα­τα και τα άλλα μυθιστορήματα.

«Τα μυρ­μή­γκια δεν τρων ποτέ την καρ­διά των σπουρ­γι­τιών που πεθαί­νουν στο δάσος μετά την καται­γί­δα. Ροκα­νί­ζουν όλο το σώμα, αλλά δεν αγγί­ζουν την καρ­διά, κι αυτή θα βρει ένα νέο κορ­μί και θα μπει μέσα του κι έτσι τα σπουρ­γί­τια συνε­χί­ζουν να ζουν για πάντα· ποτέ δεν μπο­ρείς να τα εξαφανίσεις».

Μέλ­πω Αξιώ­τη, Ρεπυ­μπλίκ – Βαστίλ­λη [Republique – Bastille]. Εισα­γω­γή – Επι­μέ­λεια: Μαί­ρη Μικέ. Μετά­φρα­ση – Επί­με­τρο: Τιτί­κα Δημη­τρού­λια. Άγρα 2014

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο