Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σαν σήμερα 18 Νοεμβρίου 1957 πεθαίνει ο υλιστής καθηγητής φιλοσοφίας Χαράλαμπος Θεοδωρίδης

Σαν σήμε­ρα 18 Νοεμ­βρί­ου 1957 πεθαί­νει ο καθη­γη­τής φιλο­σο­φί­ας Χαρά­λα­μπος Θεο­δω­ρί­δης, στα­θε­ρά στην πλευ­ρά του ιστο­ρι­κού υλι­σμού (γεν­νή­θη­κε στα 1883 στην Και­σά­ρεια της Καππαδοκίας).

theodoridis«Φοί­τη­σε στην Φιλο­σο­φι­κή Σχο­λή του Πανε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών ώρι­μος, ύστε­ρα από την θητεία του σε Σχο­λεία Ελλη­νι­κών Κοι­νο­τή­των της Μικρα­σί­ας. Η μετεκ­παί­δευ­σή του στα Πανε­πι­στή­μια του Μονά­χου και της Λει­ψί­ας (1915–1919) τον έφε­ρε κοντά στην μήτρα των σύγ­χρο­νων φιλο­σο­φι­κών κινημάτων.

Επι­στρέ­φει στην Ελλά­δα και συντάσ­σε­ται με τους πρω­τερ­γά­τες του Εκπαι­δευ­τι­κού Ομί­λου, εργά­ζε­ται για την ανα­νέ­ω­ση της παι­δεί­ας και την απε­λευ­θέ­ρω­σή της από την μικρό­νοια του Ελλα­δι­τι­σμού. (Η Μικρα­σια­τι­κή Κατα­στρο­φή τον βρί­σκει Καθη­γη­τή της Ιστο­ρί­ας του Νεώ­τε­ρου Πολι­τι­σμού στο Διδα­σκα­λείο Μέσης Εκπαιδεύσεως).

Από το 1926 ήταν Καθη­γη­τής της Φιλο­σο­φί­ας στο νεο­σύ­στα­το (τότε) Πανε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης» ( «Δια­βά­ζω», Άνοι­ξη 1977 — ανα­δη­μο­σί­ευ­ση στο δια­δί­κτυο Κώστας Π. Παντελόγλου)

Για να γνω­ρί­σου­με καλύ­τε­ρα τον Χαρά­λα­μπο Θεο­δω­ρί­δη επι­λέ­ξα­με να ανα­δη­μο­σιεύ­σου­με ένα κεί­με­νο του Αση­μά­κη Παν­σέ­λη­νου από την Αυγή, λίγες μέρες μετά το θάνα­το του Χ. Θεοδωρίδη.

* * *

Ενας δάσκαλος που αγαπούσε τα νιάτα

Όπως φυσού­σε ο νοτιάς και πέφταν ανά­ρια οι στά­λες της βρο­χής, στον περί­βο­λο του Α’ Νεκρο­τα­φεί­ου, πλη­σί­α­σα μια στιγ­μή τον Κώστα Βάρ­να­λη που περι­διά­βα­ζε σκε­φτι­κός μέσα στη μελαγ­χο­λι­κή γρα­φι­κό­τη­τα του τοπί­ου. Είχα­με πάλι συγκε­ντρω­θεί να κατευο­δώ­σου­με για τον κόσμο της μνή­μης, τον Χαρά­λα­μπο Θεοδωρίδη.

- «Ενας ένας οι καλοί», μουρ­μού­ρι­σε ο ποι­η­τής, καθώς του χτυ­πού­σα φιλι­κά τον ώμο και παρα­δό­θη­κε πάλι στους συλ­λο­γι­σμούς του. Κι εγώ άρχι­σα να σκέ­φτο­μαι την ιστο­ρία όλης αυτής της γενιάς του Χαρά­λα­μπου Θεο­δω­ρί­δη, που για πολ­λά χρό­νια θα μεί­νει ανε­πα­νά­λη­πτη. Για­τί και το είδος και η ποιό­τη­τα των αγω­νι­στών εξαρ­τιέ­ται πάντα πολύ από το στά­διο που βρί­σκε­ται ο αγώ­νας που κάνουν.

Δημιουρ­γή­μα­τα του επι­στη­μο­νι­κού σοσια­λι­σμού και του κοι­νω­νι­κού ανα­βρα­σμού που τον ακο­λού­θη­σε, στο τέλος του περα­σμέ­νου και στις αρχές του τωρι­νού μας αιώ­να, ο Χαρά­λα­μπος Θεο­δω­ρί­δης και η γενιά του, ασχέ­τως ιδε­ο­λο­γι­κών απο­χρώ­σε­ων, ήταν οι άνθρω­ποι που ξέραν πως έπρε­πε να πολε­μή­σουν, να θυσια­στούν και να δώσουν, χωρίς την ελπί­δα της απο­λα­βής, Δεν είχαν να περι­μέ­νουν  άλλη ικα­νο­ποί­η­ση οι ιδε­ο­λο­γι­κοί αυτοί ακρο­βο­λι­στές του σοσια­λι­σμού, έξω από το βρα­δύ – σημειω­τό κάπο­τε, βήμα, που έκα­νε ο αγώ­νας τους. Ξεκί­νη­σαν με την ελπί­δα της επι­κρά­τη­σης μακρι­νή – έξω απ΄ τα όρια της ζωής τους, άσχε­τα αν πολ­λοί α[‘ αυτούς είχαν την ευτυ­χία στα τελευ­ταία τους χρό­νια να δουν το ιδε­ώ­δες τους να επι­κρα­τεί έξω απ’ τα όρια της χώρας τους.

Η ουσία του πράγ­μα­τος δεν αλλά­ζει. Στην γενιά του Χαρά­λα­μπου Θεο­δω­ρί­δη, έμει­νε η αγνό­τη­τα του αγω­νι­στή, που δεν ζητά­ει την επι­δο­κι­μα­σία του παρά μέσα σ’ ένα αγώ­να, που η νίκη του είναι βέβαιη, αλλά μακρι­νή. Βρί­στη­κε κι αυτός με τη σει­ρά του, σαμπο­τα­ρί­στη­καν τα βιβλία του, παύ­τη­κε δύο φορές από το Πανε­πι­στή­μιο και έζη­σε σε μια απο­μό­νω­ση από τον καθε­στω­τι­κό πνευ­μα­τι­κό κόσμο της χώρας. Αυτό είναι το καθο­ρι­στι­κό στοι­χείο στην προ­σω­πι­κό­τη­τα του νεκρού που μας άφησε.

Ο Χαρά­λα­μπος Θεο­δω­ρί­δης μ’ όλη την ήρε­μη και τη μει­λί­χια εμφά­νι­σή του, ήταν στο βάθος ένας στο­χα­στής αδιάλ­λα­χτος. Υλι­στής χωρίς αμφι­τα­λα­ντεύ­σεις, είδε στην ιστο­ρία, μόνο τον αγώ­να του φτω­χού για απε­λευ­θέ­ρω­ση και την προ­σπά­θεια του δυνά­στη να τον κρα­τή­σει όσο μπο­ρεί πιο σφι­χτά στα δεσμά του κι αγνό­η­σε όλα τα άλλα δια­κο­σμη­τι­κά στοι­χεία, με τα οποία την στο­λί­ζουν οι συχνές αντι­φα­τι­κές πρά­ξεις του ανθρώ­που. Στην ιδε­α­λι­στι­κή φιλο­σο­φία, είδε μονά­χα το ιδε­ο­λο­γι­κό προ­πέ­τα­σμα του δυνά­στη και θυμού­μαι τον τρό­πο που έκο­βε το συνο­μι­λη­τή του, όταν στις μακριές συζη­τή­σεις του κύκλου, που πάντο­τε τον τρι­γύ­ρι­ζε, τολ­μού­σε κανείς να εξά­ρει μια κάπως προ­ο­δευ­τι­κή ιδέα ή άπο­ψη για την ιδε­α­λι­στι­κή φιλο­σο­φία. Κι όλα αυτά μες στο πλαί­σιο μιας απέ­ρα­ντης κατα­νό­η­σης γα τον άνθρω­πο, μιας πνευ­μα­τι­κό­τη­τας που έδι­νε στα δια­νο­ή­μα­τα του διαύ­γεια και γοη­τεία και μια αγά­πης προς την ελευ­θε­ρία που την συνό­δευε η ορι­στι­κή κατα­δί­κη του παλιού κόσμου. Τίπο­τα απ’ αυτόν δεν ανέ­χο­νταν. Κάπο­τε έγρα­ψε κάποιο δοκί­μιο για τις μοντέρ­νες τάσεις στην τέχνη και στη φιλο­σο­φία (υπαρ­ξι­σμός, σου­ρε­α­λι­σμός κλπ) που επι­κρα­τού­σαν στη δυτι­κή Ευρώ­πη και κατέ­λη­γε με τη φρά­ση: «Το ερώ­τη­μα σ’ όλους αυτούς τους κυρί­ους είναι τελι­κά, τι ψηφί­ζεις κου­μπά­ρε;». Και αν σας απα­ντή­σει πως ψηφί­ζει αρι­στε­ρά, τονε ρώτη­σα; Τότε κι εγώ θα του πω πως σύντο­μα θα πάψει να ‘ναι υπαρξιστής.

Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό του πρώ­του ξεκι­νή­μα­τος των ιδε­ο­λο­γι­κών αγώ­νων, η αδιαλ­λα­ξία του Χαρά­λα­μπου Θεο­δω­ρί­δη. Όταν οι αγώ­νες μπαί­νουν στο στά­διο της επι­τυ­χί­ας γίνε­ται ανά­γκη ζωτι­κή ο συμ­βι­βα­σμός και η αβα­ρία. Στη σκέ­ψη του ο Θεο­δω­ρί­δης έμει­νε άκαμ­πτος μ’ όλη τη μει­λι­χιό­τη­τα, που τον χαρα­κτή­ρι­ζε ως άνθρω­πο. Γι’ αυτό και το έργο του, που συχνό­τα­τα ήταν ο στό­χος των αντι­δρα­στι­κών, δεχό­τα­νε κάπο­τε επι­θέ­σεις και από κύκλους οικεί­ους, που κου­ρα­σμέ­νοι ζητού­σαν να βρουν κάποιο μεσοπάτωμα.

Δεν κρί­νω αυτή τη στιγ­μή το νεκρό δάσκα­λό μας ως ιστο­ρι­κό και ως φιλό­σο­φο μαρ­ξι­στή. Δεν είμαι ίσως αρμό­διος και δεν πιστεύω και πως δεν έκα­νε λάθη. Καμιά σκέ­ψη προ­σω­πι­κή δεν είναι αλά­θε­φτη και μόνο η σκέ­ψη μιας επο­χής που ‘ναι συνι­στα­μέ­νη των προ­σω­πι­κών σκέ­ψε­ων μπο­ρεί να βρει μερι­κές βασι­κές αλή­θειες. Αυτή η υφή όμως της σκέ­ψης του Θεο­δω­ρί­δη, είναι που τον έφε­ρε πάντα τόσο κοντά προς τους νέους . Δεν έχω δει άνθρω­πο με περισ­σό­τε­ρη κατα­νό­η­ση της νεό­τη­τας, δεν έχω δει άνθρω­πο που να αισθά­νε­ται τόσο συγ­γε­νι­κά με τα νιά­τα όσο αυτός ξεκι­νού­σε για να κάνει εμπό­ριο – αρκεί να ξεκι­νού­σε με κάποιο ζήλο. Πίστευε ότι ο ενθου­σια­σμός της νεό­τη­τας είναι ο καλύ­τε­ρος τρό­πος να βρει κανείς το σωστό­τε­ρο δρό­μο. Εφθα­νε όμως και στο σημείο να δικαιο­λο­γεί και τις πιο απί­θα­νες παλα­βά­δες. Σε τέτοιες περι­πτώ­σεις έπαιρ­νε ένα χαμό­γε­λο καλο­κά­γα­θο, που έκρυ­βε μια ενδό­μυ­χη νοσταλ­γία για τα νιά­τα του πόφυ­γαν κι έβρι­σκε κάποια απί­θα­νη, πολ­λές φορές σοφι­στι­κή, δικαιο­λο­γία ή ακό­μα ένα παρά­δειγ­μα ή ένα γνω­μι­κό από τις γνώ­σεις του για τον αρχαίο και το νεό­τε­ρο κόσμο, που ήταν ατέλειωτες.

Συχνά εξη­γού­σε μερι­κούς εξω­φρε­νι­σμούς ως εφαρ­μο­γή φιλο­σο­φι­κών θεω­ριών των αντι­πά­λων του στο πανε­πι­στή­μιο ή των κρι­τι­κών του και τότε κυριαρ­χού­σε στην παρέα του μια ατμό­σφαι­ρα εξαί­ρε­τη. Σε όλα αυτά υπήρ­χε ένα χιού­μορ, μια ανο­χή και μια καλο­σύ­νη. Υστε­ρα, σαν δάσκα­λος που ήτα­νε, άρχι­ζε να ανα­λύ­ει το ζήτη­μα και να βάζει  τα πράγ­μα­τα στη θέση τους, πάντα φυσι­κά με πνεύ­μα φιλο­νεϊ­κό. Το γεγο­νός ότι ήσου­να νέος ήταν αρκε­τό, θα ‘λεγε κανείς, για να δικαιω­θείς. Το γεγο­νός ότι ήσου­να γέρος σε ετέ­βαλ­λε πάντα σε κατη­γο­ρού­με­νο. Γέρα­σε, έλε­γε για κάποιον, που ήθε­λε να αντι­κρού­σει μια γνώ­μη του, κι ν αυτό ήτα­νε αρκε­τό επι­χεί­ρη­μα. Συχνά έλε­γε και ξανά­λε­γε μια γνώ­μη του Ανα­τόλ Φρανς. «Δεν υπάρ­χει γενεά ανθρώ­πων που να μην πρό­βλε­ψε την κατα­στρο­φή του κόσμου εξαι­τί­ας τις στρα­βές αντι­λή­ψεις που είχα­νε οι νεό­τε­ροί της και μολα­ταύ­τα ο κόσμος εξα­κο­λου­θεί να υπάρ­χει και να προοδεύει».

Όταν τον γνώ­ρι­σα ήμουν ακό­μη φοι­τη­τής. Θυμά­μαι πόσο θέλη­σε να με βοη­θή­σει και να μου δώσει κου­ρά­γιο για να πάρω το δίπλω­μά μου. Ακό­μα και γράμ­μα μου έγρα­ψε από τη Θεσ­σα­λο­νί­κη να μην τις φοβά­μαι τις εξε­τά­σεις. Εγώ έλε­γε, έχω δώσει 42 φορές εξε­τά­σεις και ποιος ξέρει όσες θα δώσω ακό­μα. Στα 1933 που κατέ­βη­κε στην Αθή­να να εκδώ­σει την Εισα­γω­γή στη Φιλο­σο­φία, πλη­σί­α­σε πολύ την παρέα μου και κάθε τόσο ρωτού­σε σ’ όλους μας κι έπαιρ­νε γνώ­μες πως θα ήταν καλύ­τε­ρα να γρά­ψει τού­τη ή εκεί­νη τη φρά­ση για να ‘ναι το κεί­με­νο σε γνή­σια δημο­τι­κή. Θυμού­μαι ακό­μα και τις συζη­τή­σεις που έκα­νε με τον εκδό­τη του, να ‘ναι φτη­νή η τιμή του βιβλί­ου για να μπο­ρούν και να τ’ αγο­ρά­ζουν οι φοι­τη­τές. Είχε τη μανία να μετα­δί­δει αυτό που ήξε­ρε και το θεω­ρού­σε αυτό σκο­πό της ζωής του.

Όταν τυπώ­θη­κε η Εισα­γω­γή στη Φιλο­σο­φία, θυμού­μαι, μου χάρι­σε ένα αντί­τυ­πό της και μού­γρα­φε πως μου το αφιε­ρώ­νει «με τις καλύ­τε­ρες ελπί­δες». Η αφιέ­ρω­ση αυτή από την πρώ­τη στιγ­μή δημιούρ­γη­σε μέσα μου ένα αίσθη­μα ευθύ­νης περί­ερ­γης. Κι αυό δεί­χνει πως ο Θεο­δω­ρί­δης μ’ όλες τις παρα­δο­ξο­λο­γί­ες του ήξε­ρε σαν καλός δάσκα­λος να καθο­δη­γεί τους μαθη­τές του. Πέρα­σαν από τότες 24 χρό­νια και στο μετα­ξύ οι σχέ­σεις μου με το Θεο­δω­ρί­δη και στέ­νε­ψαν κι έγι­ναν και πιο οικεί­ες. Κι όμως, κάθε φορά που τον έβλε­πα και λίγες μέρες ακό­μα πριν πεθά­νει που περ­πα­τού­σα­με στην οδό Στα­δί­ου και τον άκου­γα να μιλά­ει με ενθου­σια­σμό για τις εργα­σί­ες που ετοι­μά­ζει, είχα όπως πάντα το αίσθη­μα πως δεν αντα­πο­κρί­θη­κα στις προσ­δο­κί­ες του.

Αυγή 26/11/1957

 

Για την αντι­γρα­φή Ηρα­κλής Κακαβάνης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο