Γράφει ο Ηρακλής Κακαβάνης //
Το 1945 στις 23 Αυγούστου πέθανε ο Γιάννης Βλαχογιάννης, λογοτέχνης, ιστορικός και ιστοριοδίφης. Φιλολογικό ψευδώνυμο Γιάννης Επαχτίτης (Επαχτος ήταν η λαϊκή ονομασία της Ναυπάκτου, όπου και γεννήθηκε το 1867). Με ρίζες από τη μεριά της μάνας του από το Σούλι, και από τη Σουλιώτισσα βάβω του που έζησε την Επανάσταση άκουσε τις πρώτες ιστορίες. Τότε πρωτόπιασε και τα πρώτα χαρτιά, τα πρώτα έγγραφα που η βάβω του θα τα χρησιμοποιούσε για προσάναμμα. Ετσι από πολύ νωρίς άρχισε να αναζητά τα τεκμήρια τις νεότερης ιστορίας μας.
Ήταν ο πρώτος που εξέδωσε τα Απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη, αλλά κι ο πιο σημαντικός εκδότης των ντοκουμέντων της Επανάστασης του 1821: Τα Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη, Σπυρομήλη, τα Ενθυμήματα Κασομούλη και μια σειρά άλλα αρχεία.
Χάρη στη δική του προσπάθεια διασώθηκαν αρκετά από τα δημόσια έγραφα της Επανάστασης και το 1914 με δική του εισήγηση στον Ελ. Βενιζέλο, ιδρύθηκαν τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, υπηρεσία που θα συγκέντρωνε τα δημόσια έγγραφα. Διορίζεται διευθυντής της νεοσύστατης υπηρεσίας και παρέμεινε μέχρι και το 1937. Μέχρι και το 1900 μεγάλες ποσότητες χαρτιών ιστορικών – δημόσια έγγραφα της Επανάστασης – βγαίναν στις δημοπρασίες για άχρηστα. Ο Γ. Βλαχογιάννης έτρεχε σε διάφορες μάντρες που μάθαινε ότι βρίσκονται και τα αγόραζε. Κατόρθωσε, με την οικονομική συνδρομή ομογενών, να συγκεντρώσει ένα τεράστιο αρχείο της Επαναστατικής περιόδου.
Ένας από τους δημοτικότερους συγγραφείς του δημοτικισμού. Τα κείμενά του ήταν στη δημοτική, αλλά δε συντάσσεται με τους υπόλοιπους δημοτικιστές και δε συμμετείχε στις οργανώσεις και στις γλωσσικές διαμάχες της εποχής του. Δεν είχε πολλές σχέσεις με τους άλλους δημοτικιστές.
Όπως επίσης δεν έγραψε ποτέ του για τη γλώσσα. «Τη γλώσσα, μια κι είπα να τη γράφω, δε θέλω πια να τη συλλογίζομαι. Αφού η καρδιά μου πρώτα μου ‘δειξε το δρόμο της, αφού κι ο νους μου τόνε φώτισε, αποφάσισα να μη γλωσσολογώ». Η μεγαλύτερη προσφορά του είναι όσα έγραψε στη δημοτική γλώσσα, από την εποχή ακόμη που ο Ψυχάρης δεν είχε εμφανιστεί.
Μέχρι και τη δεκαετία του ’20 στάθηκε απέναντι στο λογιοτατισμό και στην επίσημη πνευματική ηγεσία. Δημοτικιστής, κοντά στο λαό.
Όμως, τα μεγάλα γεγονότα των αρχών του προηγούμενου αιώνα, τον «φόβισαν» όπως και πολλούς άλλους διανοούμενους της εποχής με αποτέλεσμα την υιοθέτηση συντηρητικών θέσεων.
Η Οχτωβριανή Επανάσταση, ο Παγκόσμιος Πόλεμος, η Μικρασιατική Καταστροφή, η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, αντί να τον φέρουν πιο κοντά στο λαό τον απομάκρυναν, υιοθέτησε άκρως αντιλαϊκές ιδέες – θεωρούσε το λαό όχλο και κακορίζικο – και έγινε θαυμαστής των διδακτορικών και φασιστικών καθεστώτων.
Ενδεικτικό είναι το περιστατικό που μαρτυρά ο Γιάνης Κορδάτος:
«Θυμάμαι πως την επαύριο της εισβολής των χιτλερικών ορρδών στη Σοβιετική Ενωση, ήρθε χαρούμενος στο βιβλιοπωλείο του Ζαχαρόπουλου και πάνω στη συζήτηση ενώ κατέκρινε τη συμπεριφορά των Γερμανών στην Ελλάδα, τους δικαιολοογούσε έμμεσα γιατί, έλεγε, έχουν να παλέψουν ‘’με το θεριό την Αγγλία’’ και με του ‘’οβριούς και τους μπολσεβίκους. Ήρθε όμως η ώρα να γλιτώσει ο κόσμος από τις δύο αυτές μεγάλες μάστιγες».