Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σαν σήμερα 30 Οκτωβρίου του 1896 γεννήθηκε ο Κώστας Καρυωτάκης

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Σαν σήμε­ρα 30 Οκτω­βρί­ου του 1896 γεν­νή­θη­κε στην Τρί­πο­λη ο Κώστας Καρυω­τά­κης. Εξαι­τί­ας του επαγ­γέλ­μα­τος του πατέ­ρα του  έζη­σε σε διά­φο­ρες επαρ­χια­κές πόλεις, όπου εκεί­νος μετε­τί­θε­το ως νομο­μη­χα­νι­κός. Ετσι έζη­σε κατά και­ρούς στη Λευ­κά­δα, Κεφαλ­λη­νία, Καλα­μά­τα, Πάτρα, Αθή­να, Χανιά. Στην κρη­τι­κή πρω­τεύ­ου­σα — τα Χανιά — έζη­σε τον περισ­σό­τε­ρο και­ρό, εκεί τελεί­ω­σε το Γυμνά­σιο κι εκεί περ­νού­σε τα καλο­καί­ρια του ως φοιτητής.

Το 1913 γρά­φτη­κε στη Νομι­κή Σχο­λή και το 1917 πήρε το πτυ­χίο του. Συγ­χρό­νως γρά­φτη­κε και στη φιλο­σο­φι­κή Σχο­λή του Πανε­πι­στη­μί­ου, δίχως να την τελειώ­σει. Το 1920 διο­ρί­στη­κε υπάλ­λη­λους στη νομαρ­χία της Θεσ­σα­λο­νί­κης, ύστε­ρα μετα­τέ­θη­κε στη νομαρ­χία της Σύρας, της Άρτας, και τέλος στην Αθή­να, με νομάρ­χη τον ποι­η­τή Ν. Πετμε­ζά-Λαύ­ρα και συνα­δέλ­φους τους ποι­η­τές Πάνο Ταγκό­που­λο και Μαρία Πολυ­δού­ρη. Για ν᾿ απο­φύ­γει τις μετα­θέ­σεις μετα­τά­χτη­κε στο Υπουρ­γείο Προνοίας.

Στα 1928 η συν­δι­κα­λι­στι­κή του δρα­στη­ριό­τη­τα και η σύγκρου­ση με τον υπουρ­γό για τη δια­σπά­θι­ση δημό­σιου χρή­μα­τος οδη­γούν στην εκδι­κη­τι­κή μετά­θε­σή του στην Πρέ­βε­ζα όπου και αυτο­κτο­νεί τον Ιού­λιο του 1928, σε ηλι­κία 32 χρονών

Από το 1912 δημο­σιεύ­ει ποι­ή­μα­τα σε διά­φο­ρα παι­δι­κά περιο­δι­κά. Το Φλε­βά­ρη του 1919 εκδί­δει την πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Ο πόνος των ανθρώ­πων και των πραγ­μά­των». Τον ίδιο χρό­νο εξέ­δω­σε το σατι­ρι­κό περιο­δι­κό «Η Γάμπα», η κυκλο­φο­ρία του οποί­ου όμως απα­γο­ρεύ­τη­κε έπει­τα από έξι τεύ­χη κυκλο­φο­ρί­ας. Η δεύ­τε­ρη συλ­λο­γή του, υπό τον τίτλο «Νηπεν­θή», εκδό­θη­κε το 1921. Το Δεκέμ­βριο του 1927 εκδό­θη­κε η τελευ­ταία ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του, με τίτλο «Ελε­γεία και Σάτιρες».

Η ποί­η­σή του βαθύ­τα­τα οργι­σμέ­νη, ριζο­σπα­στι­κή, επα­να­στα­τη­μέ­νη ενά­ντια στη σάπια, απάν­θρω­πα εκμε­ταλ­λευ­τι­κή, πατρι­δο­κα­πη­λι­κή, υπο­κρι­τι­κή, αδιέ­ξο­δη αστι­κή κοι­νω­νία, αλλά και στη συνε­νο­χή, την άνοια, τη μιζέ­ρια της μικρο­α­στι­κής τάξης. Σαρ­κα­στι­κή και με τον αφε­λή, παρα­συρ­μέ­νο λαϊ­κό άνθρω­πο. Μια ποί­η­ση δια­χρο­νι­κής, επί­και­ρης, αφυ­πνι­στι­κής κοι­νω­νι­κής κρι­τι­κής. Ποί­η­ση που δεν κατα­ξιώ­θη­κε όσο της άξι­ζε στον και­ρό της.

Όλα αυτά δεν επέ­τρε­ψαν να υπο­βαθ­μι­στεί και να ξεχα­στεί ο δημιουρ­γός του «Μαχα­λιού», της «Πρέ­βε­ζας» και τόσων άλλων αθά­να­των ποι­η­μά­των που δικαί­ω­σε την άπο­ψη του Ξενό­που­λου ότι ο Καρυω­τά­κης «είναι ένας ποι­η­τής που με τον και­ρό θα γίνε­ται μεγα­λύ­τε­ρος και θα τιμά­ται περισσότερο».

Επη­ρέ­α­σε πολ­λούς από τους κατο­πι­νούς ποι­η­τές (Σεφέ­ρης, Ρίτσος, Βρετ­τά­κος) και με την αυτο­κτο­νία του δημιούρ­γη­σε φιλο­λο­γι­κή μόδα, τον Καρυω­τα­κι­σμό, που πλημ­μύ­ρι­σε τη νεο­ελ­λη­νι­κή ποίηση.

Στις σελί­δες του περιο­δι­κού υπάρ­χει αφιέ­ρω­μα στον πολι­τι­κό Καρυω­τά­κη, μια προ­σπά­θεια απά­ντη­σης στο ερώ­τη­μα Για­τί αυτο­κτό­νη­σε ο Καρυω­τά­κης που αμφι­σβη­τεί την κυρί­αρ­χη εκδο­χή και το ποί­η­μα προ­φη­τεία «Το Αγαλ­μα της Ελευ­θε­ρί­ας γεμά­το σάπιο αίμα…» για το ρόλο των Αμερικάνων.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο