Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σαν σήμερα 7 Οκτωβρίου 1849 πεθαίνει ο Εντγκαρ Αλαν Πόε

Σαν σήμε­ρα 7 Οκτω­βρί­ου 1849, δυο χρό­νια μετά τον θάνα­το της γυναί­κας του από φθί­ση, βρέ­θη­κε νεκρός περι­πλα­νώ­με­νος στους δρό­μους της Βαλ­τι­μό­ρης απέ­ντα­ρος και αλκο­ο­λι­κός ο Εντ­γκαρ Αλαν Πόε. Ηταν μόλις 40 χρόνων.

Ενας από τους μεγα­λύ­τε­ρους Αμε­ρι­κα­νούς συγ­γρα­φείς, που με το έργο του άνοι­ξε νέους δρό­μους στην παγκό­σμια λογοτεχνία.

Εχο­ντας ζήσει ο ίδιος μια μαρ­τυ­ρι­κή ζωή (φτώ­χεια, αλκο­ο­λι­σμός, ερω­τι­κή δυστυ­χία) απο­τυ­πώ­νει στο λογο­τε­χνι­κό του έργο το ζόφο αυτής της ζωής, καθο­ρι­σμέ­νης από τις πολύ σκλη­ρές συν­θή­κες της οικο­δό­μη­σης του καπι­τα­λι­σμού στη χώρα του.

Με το έργο του ανοί­γει νέους δρό­μους στην παγκό­σμια λογο­τε­χνία. Η μονα­ξιά απο­τε­λεί σημα­ντι­κό μοτί­βο των διη­γη­μά­των του, που η ζωή του, όπως είπε ο Γκόρ­κι, ήταν τρα­γι­κή, με τη βαθύ­τε­ρη έννοια της λέξης.

Ο Πόε ήταν ο ιδρυ­τής της αστυ­νο­μι­κής λογο­τε­χνί­ας (π.χ., τα διη­γή­μα­τα «Οι δολο­φό­νοι της Οδού Νεκρο­το­μεί­ου» και «Ο χρυ­σός σκα­ρα­βαί­ος»). Το 1848 έγρα­ψε ένα φιλο­σο­φι­κό πεζο­τρά­γου­δο με τίτλο «Εύρη­κα» και προ­α­νήγ­γει­λε το είδος της φαντα­στι­κής επι­στη­μο­νι­κής πεζογραφίας.

Αρχι­σε τη φιλο­λο­γι­κή του στα­διο­δρο­μία ως κρι­τι­κός βιβλί­ων. Ενα μεγά­λο μέρος αυτών των κρι­τι­κών τις συγκέ­ντρω­σε σε δοκί­μια τα οποία χαρα­κτη­ρι­ζό­ταν για το σαρ­κα­στι­κό πνεύ­μα τους αλλά και τη μαχη­τι­κή υπε­ρά­σπι­ση μιας σύγ­χρο­νης λογο­τε­χνί­ας υψη­λών απαι­τή­σε­ων. Οι αξιο­λο­γή­σεις του έχουν αντι­στα­θεί στη δοκι­μή του χρό­νου και έχουν κερ­δί­σει μια υψη­λή θέση μετα­ξύ των αμε­ρι­κα­νι­κών λογο­τε­χνι­κών κρι­τι­κών. Οι θεω­ρί­ες του για τη φύση της μυθι­στο­ριο­γρα­φί­ας και, ιδιαί­τε­ρα, οι από­ψεις τους για το διή­γη­μα έχουν μια μόνι­μη επιρ­ροή στους Αμε­ρι­κα­νούς και Ευρω­παί­ους συγγραφείς.

Ο Εντ­γκαρ Αλαν Πόε γεν­νή­θη­κε το 1809.

(Το θέμα στη­ρί­χτη­κε σε σχε­τι­κά κεί­με­να του Ριζοσπάστη)

 

ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ

Δώδε­κα έδει­χνεν η ώρα, μεσο­νύ­χτι, όπως και τώρα

Κι ήμουν βυθι­σμέ­νος ώρα σε βιβλία αλλοτινά,

όταν μέσα από ένα θάμπος ύπνου να μου εφά­νη, σάμπως

Κάποιος έξω από την πόρ­τα να χτυ­πού­σε σιγανά.

Επι­σκέ­πτης, είπα, θά’ ναι και χτυ­πά­ει σιγανά

Τού­το θά ‘ναι μοναχά.

 

Α, θυμά­μαι, έπε­φτε χιό­νι και του κρύ­ου Δεκέμ­βρη οι τόνοι

Σκού­ζαν μες στο παρα­γώ­νι και στοι­χειώ­ναν στη φωτιά.

Η νυχτιά με στε­νο­χώ­ρα κι άδι­κα έψα­χνα τόση ώρα

Νά’ βρω τη γλυ­κειά Λεω­νό­ρα μες τ’ αρχαία μου χαρτιά.

Τη Λεω­νό­ρα που οι αγγέ­λοι της κρα­τά­νε συντροφιά

Και δική μας ποτέ πια.

 

Κάθε θρόι­σμα στο μετά­ξι της κουρ­τί­νας είχε αλλάξει

Κι έρχο­νταν να με ταρά­ξει ο άγριος φόβος που τρυπά .

Κι έλε­γα , για να πάρω θάρ­ρος και να διώ­ξω αυτό το βάρος :

- Επι­σκέ­πτης , δίχως άλλο , θάναι τού­τος που χτυπά ,

Κάποιος νυχτο­πα­ρω­ρί­της , που για νάμπει μου χτυπά

Τού­το θάναι μοναχά.

 

Ξάφ­νου ως νάντριω­σε η ψυχή μου και παρά την ταρα­χή μου

- Κύριε , φώνα­ξα , ή κυρία , συγ­χω­ρέ­στε με , έστω αργά

Στα χαρ­τιά μου ήμουν σκυ­μέ­νος κι ίσως μισοκοιμισμένος

Δε σας άκου­σα ωρι­σμέ­νως να χτυ­πά­τε έτσι σιγά .

Με τα λόγια τού­τα ανοί­γω τα πορ­τό­φυλ­λα γοργά .

΄Εξω η νύχτα μοναχά.

 

Το σκο­τά­δι αυτό τρυ­πώ­ντας έμει­να εκει­δά απορώντας

Κάθε τόσο ανα­σκιρ­τώ­ντας μέσα σ’ όνει­ρα αλγεινά .

Κρά­τη­σε ησυ­χία για ώρα κι άξαφ­να απ’ τα βάθη τώρα,

Μια φωνή να λέει Λεω­νό­ρα σα ν’ ακού­στη­κε βραχνά .

Εγώ φώνα­ξα «Λεω­νό­ρα» και τη φέρ­νει η ηχώ ξανά,

΄Ετσι θάναι μοναχά.

 

Μπή­κα στο δωμά­τιο πάλι , μ’ άνω κάτω το κεφάλι ,

Μα μέσα απ’ αυτή τη ζάλη , δυνα­τήν ακούω χτυπιά .

- Α , στο παρα­θύ­ρι θάναι, λέω ευθύς, και με ζητάνε ,

Ας ιδώ τώρα ποιος νάναι, φτά­νει το μυστή­ριο πια,

Η καρ­δια μου δεν αντέ­χει, φτά­νει το μυστή­ριο πια

Θάναι ο αγέ­ρας μοναχά.

 

Τότε τα παν­τζού­ρια ανοί­γω , όμως μια κραυ­γή μου πνίγω

Καθώς βλέ­πω ένα κορά­κι μες στο δώμα να περνά .

Η ευγέ­νεια δεν το νοιά­ζει κι ούτε που με λογαριάζει ,

Μα γαν­τζώ­νει στο περ­βά­ζι της εσώ­πορ­τας στερνά .

Μα γαν­τζώ­νει και κουρ­νιά­ζει στη μαρ­μά­ρι­νη Αθηνά

Και κυτ­τά­ζει μοναχά.

 

Πως ανά­πνευ­σα στ’ αλή­θεια και γελώ­ντας απ’ τα στήθεια ,

Λέω , από παλιά συνή­θεια , στ’ όρνιο με τη κρύα ματιά :

- Κι αν σου κόψαν το λοφίο κι αν σ’ αφή­καν έτσι αστείο

Μαυ­ρο­πού­λι άλλο­τε θείο , που πλα­νιέ­σαι στη νυχτιά,

ποιό είναι τάχα τ’ όνο­μά σου μες την άρα­χνη νυχτιά;

Και μου λέει : – Ποτέ πια !

 

Θάμα­σα πολύ μου ακό­μα τόρ­νιο , που είχε ανθρώ­που στόμα ,

Μα τα λόγια του όλο σκώ­μα δε μου μάθα­νε πολλά .

Για­τί αλή­θεια , είναι σπου­δαίο και περί­ερ­γο και μοιραίο ,

Αν μια νύχτα , σας το λέω , δεί­τε κάπου εκεί ψηλά

Κουρ­νια­σμέ­νο ένα κορά­κι στην Παλ­λά­δα, να μιλά

Και να λέει : Ποτέ πιά !

 

Τ ‘ όνο­μά του θα μου κρά­ζει , σκέ­φτη­κα , μα τι με νοιάζει ,

΄Ισως πάλι να νυστά­ζει και τα λόγια του ξεχνά .

΄Ομως τού­το ούτε σαλεύ­ει κι είναι ως κάτι να γυρεύει

Και του κρί­νου­μαι : – Περ­σεύ­ει κι άλλος τόπος εδωνά ,

Την αυγή θα φύγεις πάλι σαν ελπί­δα που περνά .

Και μου λέει : Ποτέ πια !

 

Τρό­μα­ξα στ’ αλή­θεια μου , όντας , μου δευ­τέ­ρω­σε μιλώντας ,

- Δίχως άλλο , είπα σκιρ­τώ­ντας , τού­το ξέρει μοναχά .

Κάποιος πρώ­ην κύριός του , θάκλα­ψε πολύ , ο καϋ­μός του

΄Ισως νάγι­νε δικός του και για τού­το αγκομαχά

Και του από­μει­νε στη σκέ­ψη κι είναι σα να ξεψυχά

Λέγο­ντάς μου : – Ποτέ πια !

 

Και τη θλί­ψη μου ξεχνώ­ντας έστρε­ψα σ’ αυτό γελώντας

Την καρέ­κλα μου τρα­βώ­ντας στο κορά­κι αντικρυνά .

Μα στο κάθι­σμά μου απά­νω , χίλιες τόσες σκέ­ψεις κάνω

Και στο νου μου τώρα βάνω για ποιό λόγο αληθινά

Σα μιαν επω­δή μακά­βρια να μου λέει όλο ξανά

Το κορά­κι : Ποτέ πια !

 

Γρί­φος θάναι ή αίνιγ­μά του κι ίσως μήνυ­μα θανάτου

Και κυτ­τώ­ντας τη ματιά του που μου τρύ­παε την καρδιά ,

Γέρ­νω ωραία μου το κεφά­λι , στο δικό της προσκεφάλι ,

Όπου αντι­φεγ­γού­σε πάλι , σαν και τότε μια βραδυά ,

Με το βιο­λε­τί βελού­δο, σαν και τότε μια βραδυά

Και που δε θ’ αγγί­ξει πια !

 

 

Ξάφ­νου ως νάνοιω­σα μου εφά­νη γύρω μου άκρα­το λιβάνι

Και πλημ­μύ­ρα να μου φτά­νει σύν­νε­φο η θεία του καπνιά .

- ΄Αθλιε , φώνα­ξα , στο­χά­σου , που ο Θεός στέλ­νει κοντά σου .

Αγγέ­λους να σου στα­λά­σουν νηπεν­θές για λησμονιά ,

Πιέ­στο , ω , πιέ­στο , τη Λεω­νό­ρα να ξεχά­σεις μ’ απονιά ,

Και μου λέει : – Ποτέ πια !

 

Α , προ­φή­τη , κρά­ζω ‚ωιμέ­να , κι αν του δαί­μο­να είσαι γέννα

Κι αν ο Πει­ρα­σμός σε μένα , σ’ έστει­λε απ ‘ τη γης βαθειά ,

Κι αν σε τόπο ρημαγ­μέ­νο σ’ έχει ρίξει απελπισμένο

Σ ‘ ένα σπί­τι στοι­χειω­μέ­νο με σκιές και με ξωθιά ,

Θάβρω στη Γαλα­άδ , ω πες μου , θάβρω εκεί παρηγοριά ;

Και μου λέει : – Ποτέ πια !

 

- Α , προ­φή­τη , ανή­λια­γο όρνιο κι αν που­λί σαι κι αν δαιμόνιο

Απ’ το σκό­τος σου το αιώ­νιο κι απ ‘ την κρύα σου συννεφιά.

Πες μου , στης Εδέμ τα δάση , θάβρει ο νους μου ν’ αγκαλιάσει

Μια παρ­θέ­να πού­χει αγιά­σει κι έχει αγγέ­λους συντροφιά ,

Μιαν ολό­λα­μπρη παρ­θέ­να , πού­χει αγγέ­λους συντροφιά ;

Και μου λέει : Ποτέ πιά !

 

Φύγε στ’ άγριά τα σου μέρη , όρνιο ή φάντα­σμα , ποιος ξέρει

Αν αυτό που σ’ έχει φέρει δεν σε κατα­πιεί ξανά .

Κι ούτε ένα μικρό φτε­ρό σου να μη μεί­νει εδώ δικό σου ,

Φώνα­ξα , και το φευ­γιό σου να χαθεί στα σκοτεινά .

Πάρε και το κρώ­ξι­μό σου πέρα από την Αθηνά .

Και μου λέει : – Ποτέ πια !

 

Κι από τότε εκεί δεμέ­νο , το κορά­κι , καθισμένο

Μένει πάντα κουρ­νια­σμέ­νο στη μαρ­μά­ρι­νη θεά .

Κι η ματιά του όπως κυτ­τά­ζει , με ματιά δαι­μό­νιου μοιάζει

Κι η νυχτιά που το σκε­πά­ζει του στοι­χειώ­νει τη σκιά .

Α , η ψυχή μου , δε θα φύγει μια στιγ­μή απ’ αυτή τη σκιά .

Δε θα φύγει ποτέ πια !

 

(μετά­φρα­ση Γ.Β.Ιωαννίδη)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο