Γράφει η Ιωάννα Ασημάκη //
Μολονότι ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, αργότερα, επισταμένως μίλησαν για τη συλλογική ψυχή, αντιδιαστέλλοντάς την αλλά και συστοιχίζοντάς την με την ατομική, η παρούσα καταγραφή έχει περισσότερο να κάνει με ψυχές “συγκεκριμένες”, ήτοι με συγκεκριμένα πρόσωπα, υπαρκτά, καθημερινά και κοντινά. Ίσως γιατί από παλιά αναρωτιόμουν μήπως η πλατωνική “συλλογική ψυχή” απαξιώνει και, κάποτε, ισοπεδώνει βάναυσα και εγωιστικά την ατομική, εφόσον “καταχρήται”, εκμεταλλεύεται, δηλαδή, στο μέγιστο δυνατό βαθμό ό,τι καλύτερο διαθέτει ο καθένας μέσα του. Ποδοπατά όνειρα, λαχτάρες και καημούς εξαργυρώνοντάς τα με το νόμισμα του “δέοντος” και μιας ήρεμης, νωχελικής και νεκρικά αθόρυβης συνείδησης. Πάνω στα θέματα αυτά και στη διαχρονική προβληματική των συνειδησιακών συμπλεγμάτων, ο σοφιστής Πρωταγόρας κάνει τη δική του κατάθεση. Μιλά για την “αιδώ”, για να διακρίνει τους “πολιτισμούς ντροπής” από τους “πολιτισμούς ενοχής”. Επισημαίνει το μετασχηματισμό της-ομηρικής ήδη-“αιδούς” σε αισθήματα ενοχής, φόβου, τιμωρίας, αγωνίας για τις ευθύνες, τύψεις της συνείδησης. Τύψεις συνείδησης για την “αποκλίνουσα” συμπεριφορά. Μεγέθη ισοδύναμα κι ανάλογα. Όσο περισσότερο δυναμώνει το αποκλίνον, τόσο βαραίνουν οι τύψεις. Αποκλίνω απ’ αυτό που μου ζητάει ο κόσμος. Μου το ζητά πολιτισμένα στην αρχή, με το στανιό μετά. Μου πετά στα μούτρα αρχές και ιδεώδη. Μετρημένα, δειλά, σεμνά, στεγνά, άγευστα. Μου ζητά να στριμώξω και να πνίξω την επιθυμία, την αγωνία, τον πόνο, την ανάγκη, την ψυχή μου. Μου το ζητά ρητά, κοφτά, κυνικά. Να γελώ αλλά να μην ξεκαρδίζομαι. Να κάνω φίλους, φίλους πολλούς, μα να μην δίνομαι. Να ζω ελεύθερα αλλά όχι “παραβατικά”. Να μαθαίνω αλλά να μην ασκώ κριτική. Να σατιρίζω με “σεβασμό”. Να ερωτεύομαι αλλά με ρέγουλα. Να φιλάω, μα όσο μπορώ με λιγότερα σάλια. Να αγαπώ την τέχνη αλλά όχι τις ακρότητες. Να αντιδρώ λελογισμένα, να επαναστατώ ειρηνικά. Να γλεντώ αλλά να μην μεθάω. And so it goes, σκέφτομαι πάλι. Προχωρά η ζωή μες το διαδίκτυο, ασφυκτιά και λιγοστεύει έξω απ’ αυτό. Ύπνος συμπιεσμένος, μέρες βαριές, λίγος ο χώρος. Δε χωρά πια ούτε μια στιγμή. ΄Πάω να φτιάξω τον καφέ μου. “Πολλά” βαρύ. Απείρως βαρύ.