Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σκέψεις για το μέλλον της Αριστεράς και των κοινωνικών αγώνων (Γ’ Μέρος)

Γρά­φει ο Περι­κλής Παυ­λί­δης* //

Για την ανα­συ­γκρό­τη­ση της επα­να­στα­τι­κής Αριστεράς

Μια τέτοια αντί­λη­ψη της κοι­νω­νι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης απαι­τεί ριζι­κό επα­να­προσ­διο­ρι­σμό της κλί­μα­κας των θεω­ρη­τι­κών επε­ξερ­γα­σιών και της στρα­τη­γι­κής των επα­να­στα­τι­κών αρι­στε­ρών δυνά­με­ων και σπεύ­δω εδώ να διευ­κρι­νί­σω ότι   ως επα­να­στα­τι­κές αρι­στε­ρές δυνά­μεις εννοώ αυτές που θέτουν το  στό­χο της ανα­τρο­πής της κεφα­λαιο­κρα­τί­ας και της οικο­δό­μη­σης μιας σοσια­λι­στι­κής – κομ­μου­νι­στι­κής κοι­νω­νί­ας (με δεδο­μέ­νες τις ποι­κί­λες –δια­φο­ρε­τι­κές  αντι­λή­ψεις για το χαρα­κτή­ρα αυτής της κοινωνίας).

Κρί­νω ανα­γκαίο να τονί­σω ότι μια εφι­κτή σοσια­λι­στι­κή – κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία του μέλ­λο­ντος θα πρέ­πει να γίνει αντι­λη­πτή όχι ως εθνι­κή προ­ο­πτι­κή (αν και αφε­τη­ρια­κά δεν μπο­ρεί να μην έχει εθνι­κή διά­στα­ση και να μην επη­ρε­α­στεί σημα­ντι­κά από εθνι­κές ιδιαι­τε­ρό­τη­τες), αλλά ως προ­ο­πτι­κή της παγκό­σμιας ανθρω­πό­τη­τας, θεμε­λιω­μέ­νη σε τάσεις και δυνα­τό­τη­τες του παγκό­σμιου πολι­τι­σμού (οι οποί­ες πολύ συχνά είναι αδύ­να­το να γίνουν αντι­λη­πτές υπό το πρί­σμα μιας εθνο­κε­ντρι­κής  ανά­λυ­σης των κοι­νω­νι­κών φαινομένων).

Και αυτές οι τάσεις και δυνα­τό­τη­τες, όσον αφο­ρά την επι­στη­μο­νι­κή και τεχνο­λο­γι­κή πρό­ο­δο, την ανά­πτυ­ξη κατε­ξο­χήν κοι­νω­νι­κού χαρα­κτή­ρα παρα­γω­γι­κών δυνά­με­ων, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του εξό­χως κοι­νω­νι­κού χαρα­κτή­ρα   των  μέσων σχε­δί­α­σης και διεύ­θυν­σής τους,  τους τρό­πους αλλη­λε­πί­δρα­σης μετα­ξύ ανθρώ­πων και φύσης και ικα­νο­ποί­η­σης των ανθρώ­πι­νων ανα­γκών, είναι σήμε­ρα συγκλο­νι­στι­κές και επι­τρέ­πουν μιαν ασύ­γκρι­τα πιο συγκρο­τη­μέ­νη και ισχυ­ρή, εν σχέ­σει με το παρελ­θόν,  θεμε­λί­ω­ση της σοσια­λι­στι­κής –κομ­μου­νι­στι­κής στρατηγικής.

Με άλλα λόγια, η   συζή­τη­ση σήμε­ρα για τον κομ­μου­νι­σμό (πέραν κάποιων παρα­τη­ρού­με­νων ενί­ο­τε ασκή­σε­ων ακα­δη­μαϊ­κού σχο­λα­στι­κι­σμού και φλυα­ρί­ας) μπο­ρεί να έχει νόη­μα για την Αρι­στε­ρά και τον κόσμο της εργα­σί­ας, όταν συνά­πτε­ται με την εξέ­τα­ση των νέων δυνα­το­τή­των που εμφα­νί­ζο­νται εντός του συστή­μα­τος της υλι­κής παρα­γω­γής για τη μετα­τρο­πή  των εργα­ζο­μέ­νων από υπη­ρέ­τες επι­μέ­ρους μέσων παρα­γω­γής και έρμαια των δικών τους απο­ξε­νω­μέ­νων και ανε­ξέ­λεγ­κτων κοι­νω­νι­κών δυνά­με­ων  σε συλ­λο­γι­κούς  δια­χει­ρι­στές παρα­γω­γι­κών δια­δι­κα­σιών, σε αυθε­ντι­κά υπο­κεί­με­να της κοι­νω­νι­κής εξέ­λι­ξης. Ανα­φέ­ρο­μαι σε δυνα­τό­τη­τες που προ­κύ­πτουν από τη δυνα­μι­κή τάση  αυτο­μα­το­ποί­η­σης των μέσων παρα­γω­γής, την τάση  παρεμ­βο­λής  μετα­ξύ των εργα­ζό­με­νων και του φυσι­κού περι­βάλ­λο­ντος αυτο­μα­το­ποι­η­μέ­νων – αυτο­ρυθ­μι­ζό­με­νων, σε ορι­σμέ­νο βαθ­μό,  παρα­γω­γι­κών  δια­δι­κα­σιών, οι οποί­ες μπο­ρούν να ελέγ­χο­νται συνει­δη­τά και συλ­λο­γι­κά από την κοι­νω­νία. Η τάση αυτή περι­λαμ­βά­νει την εμφά­νι­ση εξαι­ρε­τι­κά ευέ­λι­κτων ρομπο­τι­κών συστη­μά­των και την αυτο­μα­το­ποί­η­ση της παρα­γω­γής στην κλί­μα­κα ολό­κλη­ρων εργο­στα­σί­ων,  τη δημιουρ­γία νέων πολυ­λει­τουρ­γι­κών υλι­κών με προ­σχε­δια­σμέ­νες ιδιό­τη­τες, την χρή­ση νέων πηγών ενέρ­γειας (εκ των οποί­ων εξαι­ρε­τι­κές φαί­νε­ται να είναι οι προ­ο­πτι­κές της ηλια­κής), την εμφά­νι­ση νέου τύπου γεωρ­γί­ας με υψη­λό επί­πε­δο ελέγ­χου των φυσι­κο-παρα­γω­γι­κών δια­δι­κα­σιών ανά­πτυ­ξης των οργα­νι­σμών (υδρο­πο­νία, αερο­πο­νία), την εξά­πλω­ση τεχνο­λο­γιών επι­κοι­νω­νί­ας και τεχνη­τής νοη­μο­σύ­νης που επι­τρέ­πουν την επε­ξερ­γα­σία τερά­στιου όγκου δεδο­μέ­νων, την εξαι­ρε­τι­κά ακρι­βή (με ισχυ­ρές προ­γνω­στι­κές δυνα­τό­τη­τες) μοντε­λο­ποί­η­ση και σχε­δί­α­ση παρα­γω­γι­κών δρα­στη­ριο­τή­των και την άμε­ση επι­κοι­νω­νία – συνερ­γα­σία μετα­ξύ απο­μα­κρυ­σμέ­νων παρα­γω­γών αλλά και  μετα­ξύ παρα­γω­γών και τελι­κών καταναλωτών.

Επι­ση­μαί­νω τη σημα­σία των παρα­πά­νω φαι­νο­μέ­νων  όχι για­τί θεω­ρώ ότι η τεχνο­λο­γι­κή πρό­ο­δος εντός της κεφα­λαιο­κρα­τί­ας θα οδη­γή­σει αυτο­μά­τως σε κάποια άλλη κοι­νω­νία, αλλά για­τί χωρίς τη δια­κρί­βω­ση σε συνάρ­τη­ση με αυτά υπαρ­κτών δυνα­το­τή­των υπέρ­βα­σης της εργα­σί­ας ως κατα­πιε­στι­κής υπο­χρέ­ω­σης, ως μόχθου και άχθους, αλλά και ικα­νο­ποί­η­σης κατά βέλ­τι­στο ποσο­τι­κά και ποιο­τι­κά τρό­πο  των βιο­τι­κών ανα­γκών όλων των ανθρώ­πων είναι αδύ­να­το να θεμε­λιω­θεί το εφι­κτό μιας κομ­μου­νι­στι­κής κοι­νω­νί­ας  καθο­λι­κά συντρο­φι­κών σχέσεων.

Δυστυ­χώς το επί­πε­δο των σύγ­χρο­νων θεω­ρη­τι­κών επε­ξερ­γα­σιών των δια­φό­ρων δυνά­με­ων της Αρι­στε­ράς, της στρα­τη­γι­κής τους και της ιδε­ο­λο­γι­κής επιρ­ρο­ής που ασκούν στις σύγ­χρο­νες κοι­νω­νί­ες είναι θλι­βε­ρά χαμηλό.

Οι αρι­στε­ρές δυνά­μεις παγκο­σμί­ως και βεβαί­ως και στην Ελλά­δα αδυ­να­τούν να διεκ­δι­κή­σουν την ιδε­ο­λο­γι­κή ηγε­μο­νία διό­τι, πλην λίγων εξαι­ρέ­σε­ων, αντι­λαμ­βά­νο­νται επι­δερ­μι­κά τις αλλα­γές που συντε­λού­νται στη σύγ­χρο­νη κεφα­λαιο­κρα­τία και, πολύ περισ­σό­τε­ρο, κατα­νο­ούν ελά­χι­στα το πώς αυτές οι αλλα­γές μπο­ρούν να κατα­στή­σουν εφι­κτή μια σοσια­λι­στι­κή – κομ­μου­νι­στι­κή κοι­νω­νία του μέλλοντος.

Ο θεω­ρη­τι­κός και ιδε­ο­λο­γι­κός λόγος της  Αρι­στε­ράς είναι πολύ συχνά ιδιαί­τε­ρα φτω­χός, αβά­στα­χτα αγκυ­λω­μέ­νος  σε αφη­ρη­μέ­νες συν­θη­μα­το­λο­γί­ες, ιδε­ο­λη­πτι­κούς βερ­μπα­λι­σμούς και ανού­σιες θεω­ρη­τι­κο­λο­γί­ες, που  δε σημαί­νουν τίπο­τε περισ­σό­τε­ρο από την οριο­θέ­τη­ση των ιδιαί­τε­ρων ιδε­ο­λο­γι­κών ταυ­το­τή­των  των ποι­κί­λων πολι­τι­κών ρευ­μά­των και οργα­νώ­σε­ών της.

Η αδια­φο­ρία για τα ζητή­μα­τα της σοσια­λι­στι­κής θεω­ρί­ας  η ανά­λω­ση σε ένα ατέρ­μο­νο τακτι­κι­σμό, περιο­ρι­σμέ­νο σε σπα­σμω­δι­κές αντι­δρά­σεις στις πρω­το­βου­λί­ες και ενέρ­γειες του ταξι­κού αντι­πά­λου είναι δηλω­τι­κή του  άρρη­του συμ­βι­βα­σμού της Αρι­στε­ράς με την κυριαρ­χία της κεφα­λαιο­κρα­τι­κής κοινωνίας.

Βεβαί­ως υπάρ­χουν και κάποιες δυνά­μεις της Αρι­στε­ράς που ανα­φέ­ρο­νται σε ζητή­μα­τα στρα­τη­γι­κής,  που κατα­πιά­νο­νται με τη μελέ­τη των σοσια­λι­στι­κών εμπει­ριών του παρελ­θό­ντος και προ­σπα­θούν βάσει αυτών να δια­τυ­πώ­σουν ιδέ­ες για τη σοσια­λι­στι­κή κοι­νω­νι­κή αλλα­γή του μέλ­λο­ντος. Οι προ­σπά­θειές τους όμως σε αυτή την κατεύ­θυν­ση είναι περιο­ρι­σμέ­νες, απο­σπα­σμα­τι­κές και χωρίς σημα­ντι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα, ενώ ενί­ο­τε δεν υπερ­βαί­νουν τη  μετα­φο­ρά, εν είδει συντα­γών,  σε σύγ­χρο­να προ­γραμ­μα­τι­κά κεί­με­να απλου­στευ­τι­κά ερμη­νευ­μέ­νων και εξι­δα­νι­κευ­μέ­νων σοσια­λι­στι­κών πρα­κτι­κών του παρελθόντος.

Ανα­φο­ρι­κά με την εμπει­ρία των πρώ­των σοσια­λι­στι­κών κοι­νω­νιών φρο­νώ ότι απαι­τεί­ται ακό­μη σημα­ντι­κή θεω­ρη­τι­κή έρευ­να, προ­κεί­με­νου να γίνουν κατα­νοη­τοί οι βασι­κοί παρά­γο­ντες — οι νομο­τε­λείς αντι­φά­σεις που προ­σέ­δω­σαν σε αυτές τα ιδιό­τυ­πα χαρα­κτη­ρι­στι­κά τους και καθό­ρι­σαν την ιστο­ρι­κή τους πορεία. Το ζήτη­μα αυτό έχει τερά­στια σημα­σία για την ανά­πτυ­ξη της σοσια­λι­στι­κής θεω­ρί­ας  και στρα­τη­γι­κής και η ενα­σχό­λη­ση μαζί του περι­λαμ­βά­νει  όχι μόνο την εξέ­τα­ση των εν λόγω κοι­νω­νιών υπό το πρί­σμα της κλα­σι­κής θεω­ρί­ας του μαρ­ξι­σμού, αλλά και την εξέ­τα­ση του μαρ­ξι­σμού (και τη δια­κρί­βω­ση της εμβέ­λειάς του, όσον αφο­ρά την κατα­νό­η­ση της κομ­μου­νι­στι­κής προ­ο­πτι­κής) υπό το πρί­σμα της ιστο­ρι­κής εμπει­ρί­ας των πρώ­των σοσια­λι­στι­κών κοι­νω­νιών. Όπως έδει­ξε με το έργο του ο σοβιε­τι­κός στο­χα­στής Β.Α.Βαζιούλιν, οι πρώ­τες σοσια­λι­στι­κές κοι­νω­νί­ες (τις οποί­ες ο ίδιος απο­κα­λεί κοι­νω­νί­ες του πρώ­ι­μου σοσια­λι­σμού) καθι­στούν εφι­κτή και ανα­γκαία την επα­νε­ξέ­τα­ση και δια­λε­κτι­κή άρση του θεω­ρη­τι­κού κεκτη­μέ­νου  του μαρ­ξι­σμού,  σε συνάρ­τη­ση με τη θεμε­λιώ­δη ανά­πτυ­ξη της θεω­ρί­ας για τους νόμους της κοι­νω­νι­κής εξέ­λι­ξης και την κομ­μου­νι­στι­κή προοπτική.

Η  συστη­μα­τι­κή επε­ξερ­γα­σία και ριζι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση της σοσια­λι­στι­κής θεω­ρί­ας είναι εκ των ων ουκ άνευ προ­ϋ­πό­θε­ση της διεκ­δί­κη­σης από την Αρι­στε­ρά πρω­τα­γω­νι­στι­κού ρόλου στις κοι­νω­νι­κές εξε­λί­ξεις.  Οι σύγ­χρο­νοι ταξι­κοί αγώ­νες στην Ελλά­δα και διε­θνώς δεν μπο­ρούν να είναι επι­θε­τι­κοί και νικη­φό­ροι, αν δεν έχουν σαφή τελι­κό σκο­πό, θεμε­λιω­μέ­νο στη θεω­ρη­τι­κή συνει­δη­το­ποί­η­ση του εφι­κτού οργά­νω­σης και εξέ­λι­ξης της εργα­σί­ας χωρίς την κηδε­μο­νία του κεφα­λαί­ου, της δυνα­τό­τη­τας δηλα­δή ανά­κτη­σης από τους εργα­ζό­με­νους όλων εκεί­νων των λει­τουρ­γιών που το κεφά­λαιο, ως απο­ξε­νω­μέ­νη και ανε­ξέ­λεγ­κτη κοι­νω­νι­κή δύνα­μη, επι­τε­λεί στο σύστη­μα της παραγωγής.

Σαφώς η σύζευ­ξη των άμε­σων ζητη­μά­των της ταξι­κής πάλης με την θεω­ρη­τι­κή τεκ­μη­ρί­ω­ση του εφι­κτού  χει­ρα­φέ­τη­σης της εργα­σί­ας δεν είναι καθό­λου απλή και εύκο­λη υπό­θε­ση. Είναι όμως απα­ραί­τη­τη για την επί­τευ­ξη ιδε­ο­λο­γι­κής ηγε­μο­νί­ας των δυνά­με­ων της Αρι­στε­ράς, χωρίς την οποία δεν μπο­ρεί να συγκρο­τη­θεί μέτω­πο κοι­νω­νι­κών – ταξι­κών  δυνά­με­ων ικα­νών να ανα­τρέ­ψουν την κεφαλαιοκρατία.

Η συζή­τη­ση για τη δημιουρ­γία ενός τέτοιου μετώ­που οφεί­λει να λαμ­βά­νει υπό­ψη και την ανα­γκαιό­τη­τα συγκρό­τη­σης, ιδιαί­τε­ρα στις ανε­πτυγ­μέ­νες κεφα­λαιο­κρα­τι­κές κοι­νω­νί­ες του 21ου αιώ­να, μιας κρί­σι­μης συμ­μα­χί­ας μετα­ξύ των παρα­δο­σια­κών στρω­μά­των της εργα­τι­κής τάξης που σχε­τί­ζο­νται κυρί­ως με τη φυσι­κή – χει­ρω­να­κτι­κή εργα­σία (βιο­μη­χα­νι­κή και μη) και των μαζι­κών πλέ­ον  και ραγδαία προ­λε­τα­ριο­ποιού­με­νων στρω­μά­των  της δια­νοη­τι­κής εργα­σί­ας (επι­στη­μο­νι­κο­τε­χνι­κή δια­νό­η­ση της παρα­γω­γής, μισθω­τή δια­νό­η­ση στον τομέα των υπη­ρε­σιών, εκπαι­δευ­τι­κοί κλπ). Αν στους ταξι­κούς αγώ­νες και στα σοσια­λι­στι­κά εγχει­ρή­μα­τα του 20ου  αιώ­να απο­φα­σι­στι­κής σημα­σί­ας ήταν η συμ­μα­χία των βιο­μη­χα­νι­κών εργα­τών με τα φτω­χά στρώ­μα­τα των αγρο­τών, τώρα στις ανα­πτυγ­μέ­νες κεφα­λαιο­κρα­τι­κές κοι­νω­νί­ες κρί­σι­μη καθί­στα­ται η πολι­τι­κή ενό­τη­τα των φορέ­ων της φυσι­κής (βιο­μη­χα­νι­κής και μη)  και της δια­νοη­τι­κής μισθω­τής εργα­σί­ας. Η αύξη­ση του αριθ­μού των τελευ­ταί­ων, ο εν πολ­λοίς διε­θνο­ποι­η­μέ­νος χαρα­κτή­ρας της εργα­σί­ας τους, οι μεγα­λύ­τε­ρες ικα­νό­τη­τές τους για γνώ­ση – κατα­νό­η­ση του κόσμου, σχε­δί­α­ση δρα­στη­ριο­τή­των, αυτο-οργά­νω­ση και αυτό­βου­λη δρά­ση σε συν­δυα­σμό με τη ριζο­σπα­στι­κο­ποί­η­σή τους λόγω της ισχυ­ρής υπο­βάθ­μι­σης της παρα­δο­σια­κά καλύ­τε­ρης κοι­νω­νι­κής θέσης τους, δια­μορ­φώ­νουν πιο ευνοϊ­κές συν­θή­κες για την απο­φα­σι­στι­κή ενί­σχυ­ση του στρα­το­πέ­δου της εργα­σί­ας στον μεγά­λο ταξι­κό αγώ­να ενά­ντια στην εξου­σία του κεφαλαίου.

Ειρή­σθω εν παρό­δω  ότι, δυστυ­χώς, το ζήτη­μα της ταξι­κής – πολι­τι­κής ενό­τη­τας των στρω­μά­των της φυσι­κής μισθω­τής εργα­σί­ας με τα στρώ­μα­τα της μισθω­τής δια­νοη­τι­κής εργα­σί­ας (στρώ­μα­τα που αμφό­τε­ρα συγκρο­τούν σήμε­ρα το συλ­λο­γι­κό εργα­ζό­με­νο, δεδο­μέ­νου ότι μόνο στην ενό­τη­τα των εργα­σια­κών τους δρα­στη­ριο­τή­των είναι σήμε­ρα εφι­κτή η λει­τουρ­γία του συστή­μα­τος της υλι­κής παρα­γω­γής σε παγκό­σμια κλί­μα­κα), καθώς και το θεω­ρη­τι­κό – ιδε­ο­λο­γι­κό πλαί­σιο που απαι­τεί­ται για την επί­τευ­ξή της έχει ελά­χι­στα έως καθό­λου απα­σχο­λή­σει τις οργα­νω­μέ­νες δυνά­μεις της σύγ­χρο­νης Αριστεράς.

Αντί­στοι­χα προς την ανα­πό­δρα­στα διε­θνή  διά­στα­ση που θα πρέ­πει να έχει μια εφι­κτή κοι­νω­νι­κή επα­νά­στα­ση στις σύγ­χρο­νες συν­θή­κες και την ανα­γκαία παγκό­σμια διά­στα­ση – οπτι­κή  της επα­να­στα­τι­κής στρα­τη­γι­κής,  καθί­στα­ται ανα­γκαία η συγκρό­τη­ση πολι­τι­κών δυνά­με­ων της Αρι­στε­ράς σε διε­θνι­κό – διε­θνές επί­πε­δο, ως δυνά­με­ων που θα εκκι­νούν από μια κοι­νή συγκε­κρι­μέ­νη αντί­λη­ψη για την κατεύ­θυν­ση, τους στό­χους και το περιε­χό­με­νο της κοι­νω­νι­κής επα­νά­στα­σης σε μιαν ολό­κλη­ρη περιο­χή (σε ολό­κλη­ρες περιο­χές) του πλανήτη.

Μόνο τέτοιες δυνά­μεις θα μπο­ρέ­σουν να αμφι­σβη­τή­σουν την εξου­σία του κεφα­λαί­ου σε εθνι­κό και συνά­μα διε­θνές επί­πε­δο, να απο­τε­λέ­σουν  πολι­τι­κά υπο­κεί­με­να ιστο­ρι­κών γεγο­νό­των και ανατροπών.

Η παρα­πά­νω ανα­γκαιό­τη­τα συχνά  όχι μόνο δε γίνε­ται κατα­νοη­τή (ή γίνε­ται μερι­κώς κατα­νοη­τή) από τις δυνά­μεις της Αρι­στε­ράς, αλλά υπάρ­χουν και πολι­τι­κά μορ­φώ­μα­τα που κινού­νται στην αντί­θε­τη κατεύ­θυν­ση. Επι­διώ­κουν, δηλα­δή, τη συγκρό­τη­ση εθνι­κο-πατριω­τι­κών συσπει­ρώ­σε­ων ερμη­νεύ­ο­ντας το σύγ­χρο­νο κοι­νω­νι­κό ζήτη­μα υπό το πρί­σμα κατε­ξο­χήν πατριω­τι­κών αντι­λή­ψε­ων, δηλα­δή ως ζήτη­μα κατα­πί­ε­σης και  εκμε­τάλ­λευ­σης των εθνών  από τις νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρες ελίτ, τους διε­θνείς τρα­πε­ζί­τες και χρη­μα­τι­στές – κερ­δο­σκό­πους.   Αυτές οι (αρι­στε­ρές;) δυνά­μεις υπο­βαθ­μί­ζουν συστη­μα­τι­κά τον ταξι­κό χαρα­κτή­ρα των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων και των κοι­νω­νι­κών προ­βλη­μά­των και συνα­κό­λου­θα τον ταξι­κό χαρα­κτή­ρα της επί­λυ­σής τους, προ­τάσ­σο­ντας το εθνι­κό συμ­φέ­ρον, την εθνι­κή κυριαρ­χία και  τους εθνι­κο-πατριω­τι­κούς  αγώ­νες. Η  «αρι­στε­ρή» διά­στα­ση αυτής της  στά­σης δεν υπερ­βαί­νει προ­τάσ­σεις υλο­ποί­η­σης πολι­τι­κών σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κής προ­στα­σί­ας της εργα­σί­ας εντός μιας κρα­τι­κά ρυθ­μι­ζό­με­νης κεφα­λαιο­κρα­τι­κής οικονομίας.

Εν προ­κει­μέ­νω πρό­κει­ται για μια «Αρι­στε­ρά» τύπου  πατριω­τι­κής σοσιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας, η οποία με τον εθνι­κο-πατριω­τι­κό της λόγο  (λόγο που προ­τάσ­σει τη μικρο­α­στι­κή ουτο­πία της επι­στρο­φής σε έναν προ της περι­βό­η­της  «νέας τάξης πραγ­μά­των»  εθνι­κο-κρα­τι­κά ρυθ­μι­ζό­με­νο καπι­τα­λι­σμό) όχι μόνο δεν αντι­με­τω­πί­ζει  (όπως ενί­ο­τε δίνε­ται η εντύ­πω­ση)  την ευρέ­ως παρα­τη­ρού­με­νη άνο­δο του εθνι­κι­σμού, αλλά αντι­θέ­τως μπο­ρεί να τη διευ­κο­λύ­νει. Όταν η Αρι­στε­ρά προ­τάσ­σει το «εθνι­κό συμ­φέ­ρον» και αγω­νί­ζε­ται για αυτό, τότε στα μάτια του λαού δικαιώ­νει τον κατε­ξο­χήν εκφρα­στή της ιδε­ο­λο­γί­ας του «εθνι­κού συμ­φέ­ρο­ντος», την ακροδεξιά.

Μια τέτοια στά­ση, όντας παντε­λώς αδιέ­ξο­δη (η κλί­μα­κα των παρα­γω­γι­κών δια­δι­κα­σιών στη σύγ­χρο­νη κεφα­λαιο­κρα­τία έχει κατά πολύ υπερ­βεί τα όρια των εθνι­κών κρα­τών), εγκλω­βί­ζει εκφυ­λι­στι­κά την Αρι­στε­ρά σε αντι­δρα­στι­κές ουτο­πί­ες, δρο­μο­λο­γεί την παρα­μόρ­φω­ση και  παρακ­μή της, ακρι­βώς ως Αρι­στε­ράς, δηλα­δή ως δύνα­μης που αγω­νί­ζε­ται για τη χει­ρα­φέ­τη­ση της εργα­σί­ας και της κοινωνίας.

Η Αρι­στε­ρά, ως τέτοια ακρι­βώς δύνα­μη, ως κομ­μου­νι­στι­κή Αρι­στε­ρά, δεν μπο­ρεί παρά να είναι διε­θνι­στι­κή, υπαρ­ξια­κά διε­θνι­στι­κή. Διε­θνι­σμός για την Αρι­στε­ρά σημαί­νει αφο­σί­ω­ση στον τελι­κό σκο­πό της χει­ρα­φέ­τη­σης της εργα­σί­ας – σκο­πό ταξι­κό και συνά­μα παναν­θρώ­πι­νο, ο οποί­ος μπο­ρεί πλή­ρως να υλο­ποι­η­θεί μόνο στην κλί­μα­κα της παγκό­σμιας ανθρω­πό­τη­τας. Ο διε­θνι­σμός της Αρι­στε­ράς ταυ­τί­ζε­ται με τον παναν­θρώ­πι­νο χαρα­κτή­ρα  των χει­ρα­φε­τι­κών στρα­τη­γι­κών συμ­φε­ρό­ντων της εργα­τι­κής τάξης, από τον οποίο (χαρα­κτή­ρα) πηγά­ζει το πρό­ταγ­μα της αγω­νι­στι­κής αλλη­λεγ­γύ­ης μετα­ξύ των εργα­ζο­μέ­νων όλου του κόσμου, ως ανα­γκαί­ου όρου νίκης στον αγώ­να για την κομ­μου­νι­στι­κή ενο­ποί­η­ση της ανθρωπότητας.

Ως εκ τού­του, διε­θνι­σμός για την Αρι­στε­ρά σημαί­νει ακλό­νη­τη αφο­σί­ω­ση στη διε­ξα­γω­γή ανε­ξάρ­τη­της ταξι­κής πολι­τι­κής, υπε­ρά­σπι­ση εντός των συγκε­κρι­μέ­νων εθνι­κο-κρα­τι­κών συν­θη­κών όχι των συμ­φε­ρό­ντων της πατρί­δας και του έθνους, τα οποία είναι εξ ορι­σμού απα­τη­λά, αντι­στοι­χούν στα κυρί­αρ­χα συμ­φέ­ρο­ντα του μεγά­λου  κεφα­λαί­ου, καθώς και σε συμ­φέ­ρο­ντα,  αυτα­πά­τες και φιλο­δο­ξί­ες των  στρω­μά­των της μικρο­με­σαί­ας ιδιω­τι­κής ιδιο­κτη­σί­ας και της εθνι­κο-κρα­τι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας, αλλά των στρα­τη­γι­κών συμ­φε­ρό­ντων του κόσμου της μισθω­τής εργα­σί­ας, ως συμ­φε­ρό­ντων από τη φύση τους κοι­νών για όλους τους εργα­ζο­μέ­νους του πλα­νή­τη. Η Αρι­στε­ρά απέ­να­ντι στην πλα­σμα­τι­κή ενό­τη­τα των ανθρώ­πων εντός της πατρί­δας και του έθνους (σε  κοι­νω­νί­ες γενι­κευ­μέ­νης αλλο­τρί­ω­σης και αντα­γω­νι­σμού, όπως είναι οι κεφα­λαιο­κρα­τι­κές, η πατριω­τι­κή ενό­τη­τα δεν μπο­ρεί παρά να είναι πλα­σμα­τι­κή) προ­τάσ­σει την επα­να­στα­τι­κή προ­ο­πτι­κή της αυθε­ντι­κής σοσια­λι­στι­κής ενο­ποί­η­σής τους.

Βεβαί­ως η Αρι­στε­ρά, δρα­στη­ριο­ποιού­με­νη ανα­πό­φευ­κτα εντός δια­φο­ρε­τι­κών εθνι­κών κρα­τών, δεν μπο­ρεί να αδια­φο­ρεί για τις ιστο­ρι­κές εμπει­ρί­ες και  τις   πολι­τι­σμι­κές παρα­δό­σεις του κάθε ξεχω­ρι­στού λαού. Πρέ­πει όμως να αντι­με­τω­πί­ζει, να αξιο­λο­γεί και να υπε­ρα­σπί­ζε­ται αυτές τις εμπει­ρί­ες και παρα­δό­σεις  υπό το πρί­σμα των δικών της χει­ρα­φε­τι­κών ιδα­νι­κών. Έτσι, όταν  τίθε­ται το ζήτη­μα της εθνι­κής ιστο­ρί­ας και του εθνι­κού πολι­τι­σμού, η Αρι­στε­ρά δεν μπο­ρεί  παρά να υπε­ρα­σπί­ζε­ται εκεί­να τα στοι­χεία τους που σημα­το­δο­τούν την έκφρα­ση στην ιστο­ρι­κή πορεία ενός λαού, στους αγώ­νες και στα επι­τεύγ­μα­τά του, ανα­γκών, ιδε­ών, στά­σε­ων με παναν­θρώ­πι­νη αξία, οι οποί­ες απο­τε­λούν συμ­βο­λή στον παγκό­σμιο πολι­τι­σμό της ανθρω­πό­τη­τας, στην παγκό­σμια προ­σπά­θεια των εργα­ζο­μέ­νων για κοι­νω­νι­κή χει­ρα­φέ­τη­ση και  πρό­ο­δο.  Συνά­μα η Αρι­στε­ρά θα πρέ­πει να διε­ξά­γει ανει­ρή­νευ­το αγώ­να ενά­ντια στις ανα­πό­δρα­στα ανα­φυό­με­νες, εντός των εμπο­τι­σμέ­νων από αντα­γω­νι­στι­κές – αλλο­τριω­τι­κές σχέ­σεις εθνι­κών πολι­τι­σμών, παρα­δό­σεις και ιδε­ο­λο­γί­ες που εκφρά­ζουν τα συμ­φέ­ρο­ντα και τις κοσμο­α­ντι­λή­ψεις των αφε­ντι­κών (της άρχου­σας τάξης αλλά και των κάθε λογής μικρο­με­σαί­ων αφε­ντι­κών), ενά­ντια σε πατριαρ­χι­κές νοο­τρο­πί­ες και πρα­κτι­κές, σε   ποι­κί­λες μορ­φές θρη­σκευ­τι­κού ανορ­θο­λο­γι­σμού,  εθνι­κο-πατριω­τι­κού ναρ­κισ­σι­σμού,   εθνι­κι­στι­κού μισαν­θρω­πι­σμού και  ρατσισμού.

Η Αρι­στε­ρά δεν μπο­ρεί να αντι­με­τω­πί­σει την εξά­πλω­ση του εθνι­κι­σμού – φασι­σμού δια­μέ­σου της παραί­τη­σης από τα δικά της ιδα­νι­κά και της στρο­φής προς εθνι­κο-πατριω­τι­κές κοι­νω­νι­κές ουτο­πί­ες και ιδε­ο­λο­γί­ες, παρά δύνα­ται να το κάνει αυτό καλ­λιερ­γώ­ντας μέσω της πολι­τι­κής πρά­ξης και του λόγου της την εμπι­στο­σύ­νη των εργα­ζο­μέ­νων στο εφι­κτό της υπέρ­βα­σης της εκμε­τάλ­λευ­σης και του αντα­γω­νι­σμού μετα­ξύ των ανθρώ­πων (άρα και μετα­ξύ των δια­φο­ρε­τι­κών εθνών, λαών κλπ), της ανά­πτυ­ξης καθο­λι­κών σχέ­σε­ων συντρο­φι­κό­τη­τας και αλλη­λεγ­γύ­ης. Αν η έννοια  «Αρι­στε­ρά» εξα­κο­λου­θεί να έχει πραγ­μα­τι­κή κοι­νω­νι­κή σημα­σία,  δεν μπο­ρεί παρά να είναι συν­δε­δε­μέ­νη με την ανα­γκαιό­τη­τα και προ­ο­πτι­κή επα­να­στα­τι­κής υπέρ­βα­σης της κεφα­λαιο­κρα­τί­ας και χει­ρα­φέ­τη­σης της εργα­σί­ας, του­τέ­στιν με τη σοσια­λι­στι­κή – κομ­μου­νι­στι­κή προοπτική.

Δυστυ­χώς το ξέσπα­σμα της τελευ­ταί­ας οικο­νο­μι­κής κρί­σης βρή­κε στην Ελλά­δα και διε­θνώς τις δυνά­μεις που επι­μέ­νουν ακό­μη  στον αγώ­να για μια τέτοια προ­ο­πτι­κή σε εξαι­ρε­τι­κά δύσκο­λη θέση, κατ’ ουσί­αν ανί­κα­νες να επη­ρε­ά­σουν τις πολι­τι­κές εξελίξεις.

Το κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα, ο  μεγά­λος πρω­τα­γω­νι­στής των ταξι­κών αγώ­νων και καθο­ρι­στι­κός παρά­γων κοι­νω­νι­κής προ­ό­δου στον 20ο  αιώ­να, υφί­στα­ται ακό­μη τις συνέ­πειες της συντρι­πτι­κής ήττας που υπέ­στη και της κονιορ­το­ποί­η­σης των δυνά­με­ών του μετά την κατάρ­ρευ­ση – ανα­τρο­πή των πρώ­των σοσια­λι­στι­κών καθε­στώ­των. Οδυ­νη­ρή πτυ­χή αυτής της ήττας είναι το γεγο­νός ότι στη συνεί­δη­ση εκα­τομ­μυ­ρί­ων ανθρώ­πων της εργα­σί­ας σε όλο τον κόσμο είναι αδύ­να­μη έως ανύ­παρ­κτη η πεποί­θη­ση ότι μια άλλη κοι­νω­νία, πέραν του καπι­τα­λι­σμού, είναι εφι­κτή. Ο σοσια­λι­σμός – κομ­μου­νι­σμός εκλαμ­βά­νε­ται σήμε­ρα από πάρα πολ­λούς ως ουτοπία.

Με ιδιαί­τε­ρα συρ­ρι­κνω­μέ­νη για δύο και πλέ­ον δεκα­ε­τί­ες την κοι­νω­νι­κή τους επιρ­ροή (σε αρκε­τές χώρες της Ευρώ­πης με εξαι­ρε­τι­κά ισχνή παρου­σία) οι δυνά­μεις της κομ­μου­νι­στι­κής Αρι­στε­ράς βρέ­θη­καν αντι­μέ­τω­πες με την κρί­ση και συμ­με­τεί­χαν σε σημα­ντι­κούς κοι­νω­νι­κούς αγώ­νες, χωρίς όμως να μπο­ρούν για αντι­κει­με­νι­κούς λόγους να πρω­τα­γω­νι­στή­σουν πολι­τι­κά, να ηγη­θούν κινη­μά­των ικα­νών να ανα­τρέ­ψουν το σύστη­μα που προ­κα­λεί την κρίση.

Χρειά­ζε­ται να επι­ση­μαν­θεί ότι, δεδο­μέ­νων των παρα­πά­νω συν­θη­κών, καμία πολι­τι­κή έκφρα­ση της Αρι­στε­ράς δε θα μπο­ρού­σε να επι­τύ­χει κάτι καλύ­τε­ρο. Θα πρέ­πει με ψυχραι­μία και ειλι­κρί­νεια να ανα­γνω­ρι­στεί ότι πρό­κει­ται για ιστο­ρι­κά καθο­ρι­σμέ­νη αδυ­να­μία της Αρι­στε­ράς, η οποία φέρει το στίγ­μα ολό­κλη­ρης εποχής.

Στις μέρες μας η Αρι­στε­ρά που επι­μέ­νει στην αγώ­να για τη σοσια­λι­στι­κή αλλα­γή της κοι­νω­νί­ας  θα λει­τουρ­γεί ανα­πό­φευ­κτα ως δύνα­μη αντί­στα­σης, όχι όμως ανα­τρο­πής. Αυτό καθί­στα­ται αντι­κεί­με­νο εκμε­τάλ­λευ­σης από ποι­κί­λους εκπρο­σώ­πους του αρι­στε­ρού ρεφορ­μι­σμού, οι οποί­οι  επι­χει­ρούν  να παρου­σιά­σουν την κομ­μου­νι­στι­κή Αρι­στε­ρά ως ιστο­ρι­κά ξεπε­ρα­σμέ­νη, πιέ­ζο­ντάς τη να ενσω­μα­τω­θεί  στα δικά τους πολι­τι­κά μορ­φώ­μα­τα και σχέ­δια. Θα πρέ­πει να υπο­γραμ­μι­στεί ότι σε συν­θή­κες παγκό­σμιας ήττας του κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος και ύπαρ­ξής του σε εχθρι­κό κοι­νω­νι­κό περι­βάλ­λον (με αρνη­τι­κά δια­κεί­με­νο προς αυτό και τον καθη­με­ρι­νό  κοι­νό νου μεγά­λων τμη­μά­των των ίδιων των εργα­ζο­μέ­νων, τα οποία ενδια­φέ­ρο­νται  για άμε­σες βελ­τιώ­σεις εντός της υπάρ­χου­σας κοι­νω­νί­ας) η συμ­με­το­χή των δυνά­με­ων του  σε ιδε­ο­λο­γι­κά και πολι­τι­κά αμφί­βο­λες  συσπει­ρώ­σεις, οι οποί­ες στον ένα ή τον άλλο βαθ­μό επι­διώ­κουν τη δια­χεί­ρι­ση της κεφα­λαιο­κρα­τί­ας, θα έχει ως ανα­πό­δρα­στη συνέ­πεια τη γρή­γο­ρη παρα­μόρ­φω­ση και διά­λυ­σή τους.

Η ανα­συ­γκρό­τη­ση των δυνά­με­ων της επα­να­στα­τι­κής Αρι­στε­ράς με όρους που να την καθι­στούν ικα­νή να πρω­τα­γω­νι­στή­σει καθο­ρι­στι­κά στις πολι­τι­κές εξε­λί­ξεις θα απαι­τή­σει χρό­νο και, συν τοις άλλοις, σημα­ντι­κή αλλα­γή – ανα­βάθ­μι­ση του επι­πέ­δου κατα­νό­η­σης της κοι­νω­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και συγκρό­τη­σης των στρα­τη­γι­κών της στό­χων. Μια τέτοια ανα­συ­γκρό­τη­ση θα πρέ­πει να γίνει αντι­λη­πτή με όρους επο­χής: νέα πολι­τι­κά υπο­κεί­με­να μεγά­λων κοι­νω­νι­κών ανα­τρο­πών  (πραγ­μα­τι­κά επα­να­στα­τι­κά κόμ­μα­τα) μπο­ρούν να δια­μορ­φω­θούν σε κλί­μα­κα επο­χής, ως γέν­νη­μα, εν τέλει, των ίδιων  των κοι­νω­νιών που βρί­σκο­νται σε κατά­στα­ση επα­να­στα­τι­κής ανα­ζή­τη­σης εναλ­λα­κτι­κών προ­ο­πτι­κών (και όχι απλώς ορι­σμέ­νων βου­λη­σιαρ­χι­κά ενερ­γού­ντων προ­σώ­πων), ως απο­τέ­λε­σμα βαθιών αλλα­γών στην κοι­νω­νι­κή συνεί­δη­ση βάσει συσ­σω­ρευ­μέ­νης εμπει­ρί­ας των αδιε­ξό­δων του κυρί­αρ­χου συστή­μα­τος,  ως συνέ­πεια νέων ανα­βαθ­μι­σμέ­νων ικα­νο­τή­των των εργα­ζο­μέ­νων με ισχυ­ρό­τε­ρα στοι­χεία αυτε­νέρ­γειας σε συνάρ­τη­ση με μια ανα­γκαία σημα­ντι­κή επι­στη­μο­νι­κο-τεχνο­λο­γι­κή και ευρύ­τε­ρα πολι­τι­σμι­κή πρό­ο­δο, βάσει αντι­κει­με­νι­κά υπαρ­κτών κι αξιο­ποι­η­μέ­νων νέων δυνα­το­τή­των πρό­βλε­ψης του κοι­νω­νι­κού μέλλοντος.

Δέον να σημειω­θεί ότι πολύ συχνά στις μέρες μας αυτή η ανα­συ­γκρό­τη­ση μετα­φρά­ζε­ται σε αίτη­μα και προ­σπά­θεια δημιουρ­γί­ας μετώ­πων, συσπει­ρώ­σε­ων, ενώ­σε­ων κλπ εντός της πλη­θώ­ρας των υπαρ­χου­σών αρι­στε­ρών οργα­νώ­σε­ων, που είτε εκφρά­ζουν ιστο­ρι­κές  δια­σπά­σεις και ρεύ­μα­τα του κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος, είτε αφο­ρούν σε νεο­φα­νή πολι­τι­κά μορ­φώ­μα­τα. Αυτός ο  μετω­πο­κα­τα­σκευα­στι­κός ζήλος ανα­λώ­νε­ται κατά κανό­να σε συγκυ­ρια­κές (συνή­θως με στό­χο την εκλο­γι­κή κατα­γρα­φή)  συγκολ­λή­σεις δια­φο­ρε­τι­κών αρι­στε­ρών δυνά­με­ων, αρκε­τές από τις οποί­ες έχουν μικρή παρου­σία στους κοι­νω­νι­κούς αγώ­νες, πενι­χρό θεω­ρη­τι­κό λόγο  και ασή­μα­ντη ιδε­ο­λο­γι­κή επιρ­ροή στην κοι­νω­νία, με απο­τέ­λε­σμα τη σύμπη­ξη εξαι­ρε­τι­κά πλα­δα­ρών σχη­μά­των, τα οποία ως τέτοια στε­ρού­νται κοι­νω­νι­κής δυνα­μι­κής και προοπτικής.

Όσον αφο­ρά τις ποι­κί­λες συζη­τή­σεις για την ανά­γκη ενό­τη­τας της Αρι­στε­ράς και με δεδο­μέ­νη την ανα­γνώ­ρι­ση της σημα­σί­ας της συνερ­γα­σί­ας  σε ευρύ φάσμα κινη­μα­τι­κών δρα­στη­ριο­τή­των,  φρο­νώ ότι το μέλ­λον της Αρι­στε­ράς (ως επα­να­στα­τι­κής Αρι­στε­ράς) και των κοι­νω­νι­κών αγώ­νων δε θα κρι­θεί απλώς από τη συγκόλ­λη­ση των υπαρ­χό­ντων μορ­φω­μά­των της, η οποία αντί να συνε­πά­γε­ται τη δια­λε­κτι­κή δημιουρ­γία ισχυ­ρό­τε­ρων πολι­τι­κών δυνά­με­ων, ικα­νών να πρω­τα­γω­νι­στή­σουν στις κοι­νω­νι­κές εξε­λί­ξεις, συνι­στά απλώς αθροι­στι­κή συσ­σώ­ρευ­ση των ιστο­ρι­κών ορί­ων, των πολι­τι­κών – ιδε­ο­λο­γι­κών αδυ­να­μιών κι  αδιε­ξό­δων αυτών  των  μορ­φω­μά­των (πολύ συχνά μάλι­στα συνι­στά συσ­σώ­ρευ­ση των και­ρο­σκο­πι­κών μικρο­πο­λι­τι­κών τους επιδιώξεων).

Στο ορα­τό μέλ­λον η πορεία της επα­να­στα­τι­κής Αρι­στε­ράς στην Ελλά­δα και στην Ευρώ­πη θα κινη­θεί στην κατεύ­θυν­ση αγώ­νων αντί­στα­σης, οι οποί­οι έχουν αναμ­φι­σβή­τη­τα μεγά­λη σημα­σία. Όσο πιο μαζι­κοί, τολ­μη­ροί  και απο­φα­σι­στι­κοί θα είναι αυτοί οι αγώ­νες  τόσο πιο δύσκο­λο θα είναι για το κεφά­λαιο να υλο­ποι­ή­σει τη στρα­τη­γι­κή του και σαφώς τόσο μεγα­λύ­τε­ρη θα είναι η ανά­πτυ­ξη μαχη­τι­κών δεσμών μετα­ξύ της Αρι­στε­ράς και των εργαζομένων.

Σε βάθος χρό­νου η ανα­συ­γκρό­τη­ση της Αρι­στε­ράς θα εξαρ­τη­θεί  από την εμφά­νι­ση πολι­τι­κών δυνά­με­ων,  οι οποί­ες θα μπο­ρέ­σουν να υπερ­βούν δια­λε­κτι­κά το ιστο­ρι­κό παρελ­θόν της,  να κατα­νο­ή­σουν  και να ανα­δεί­ξουν  τις σύγ­χρο­νες δυνα­τό­τη­τες σοσια­λι­στι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης της εργα­σί­ας, να συγκρο­τή­σουν επα­να­στα­τι­κή στρα­τη­γι­κή που να  ανοί­γει προ­ο­πτι­κές και να καθι­στά εφι­κτή τη δημιουρ­γία ενός κρί­σι­μου κοι­νω­νι­κού μετώ­που των εργα­ζο­μέ­νων (όχι μόνο σε εθνι­κό αλλά και σε διε­θνές επί­πε­δο), ικα­νού να διε­ξά­γει σκλη­ρούς και νικη­φό­ρους ταξι­κούς αγώνες.

Τέτοιες δυνά­μεις, ικα­νές να δια­μορ­φώ­σουν  ισχυ­ρή ριζο­σπα­στι­κή ιδε­ο­λο­γι­κή – πολι­τι­κή δυνα­μι­κή μέσα στην κοι­νω­νία,   θα μπο­ρέ­σουν να δρο­μο­λο­γή­σουν και να καθο­ρί­σουν πιθα­νές γόνι­μες πολι­τι­κές συσπει­ρώ­σεις και στο χώρο της Αριστεράς.

ΤΕΛΟΣ

*Επί­κου­ρος καθη­γη­τής ΠΤΔΕ ΑΠΘ

Το Α” ΜΕΡΟΣ

Το Β’ ΜΕΡΟΣ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο