Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σκέψεις με αφορμή την ποιητική συλλογή του Κ. Βάρναλη «39+1 ποιήματα άγνωστα ποιήματα»

Γρά­φει ο Γιάν­νης Δ. Μπάρ­τζης //
Δρ Πανε­πι­στη­μί­ου Αθηνών
Πρό­ε­δρος της Εται­ρεί­ας Κοριν­θί­ων Συγγραφέων

Συμ­με­τέ­χο­ντας στην ωραία αυτή εκδή­λω­ση παρου­σί­α­σης του βιβλί­ου με τα «39+1» άγνω­στα έως τώρα ποι­ή­μα­τα του Κώστα Βάρ­να­λη για παι­διά, θα ήθε­λα να προ­σθέ­σω δυο λόγια συμ­βάλ­λο­ντας στο γενι­κό­τε­ρο προ­βλη­μα­τι­σμό που θα ανα­πτυ­χθεί στη συνέ­χεια από τους εξαί­ρε­τους ομιλητές.

Δε θα επι­χει­ρή­σω να επι­κα­λύ­ψω σε τίπο­τα τις ειση­γή­σεις τους, που θα μας ανα­πτύ­ξουν άγνω­στες πτυ­χές του Βαρ­να­λι­κού έργου αλλά και της προ­σω­πι­κό­τη­τας του μεγά­λου αυτού ποι­η­τή και δια­νοη­τή της Αριστεράς.

Επι­τρέψ­τε μου όμως να εμπλα­κώ λίγο στο θέμα, λόγω και της δικής μου διπλής ερευ­νη­τι­κής ενα­σχό­λη­σης, τόσο με τον εν πολ­λοίς άγνω­στο έως τώρα συγ­γρα­φέα και δημο­σιο­γρά­φο της ίδιας με τον Κώστα Βάρ­να­λη επο­χής και πολι­τι­κής ταύ­τι­σης, τον Πέτρο Πικρό, όσο και με τα Ανα­γνω­στι­κά του Δημο­τι­κού Σχο­λεί­ου, όπου εμπλέ­κε­ται η υπό­θε­ση των ανυ­πό­γρα­φων ή «που­λη­μέ­νων» ή αθη­σαύ­ρι­στων ποι­η­μά­των του Κώστα Βάρ­να­λη, προς τον εργώ­δη δημιουρ­γό πολ­λών ανα­γνω­στι­κών βιβλί­ων, Νώντα Έλα­το (λογο­τε­χνι­κό ψευ­δώ­νυ­μο του Επα­μει­νών­δα Παπαμιχαήλ).

Όσο κι αν μας ξενί­ζει σήμε­ρα, το φαι­νό­με­νο να πωλεί­ται η πατρό­τη­τα λογο­τε­χνι­κών έργων ένα­ντι πινα­κί­ου φακής ή να δημο­σιεύ­ο­νται με άγνω­στα ψευ­δώ­νυ­μα και να παύ­ει η σύν­δε­σή τους με τον δημιουρ­γό τους, ήταν όχι ασυ­νή­θι­στο κατά το μεσο­πό­λε­μο και κατά το πρώ­το μετα­πο­λε­μι­κό διά­στη­μα, και μάλι­στα ανά­με­σα στους αρι­στε­ρούς διανοούμενους.

Ως ιδιαι­τέ­ρως εντυ­πω­σια­κή περί­πτω­ση ανα­φέ­ρω το μυθι­στο­ρη­μα­τι­κό χρο­νι­κό: Από την αιχ­μα­λω­σία, του Μάρ­κου Αυγέ­ρη, δημο­σιευ­μέ­νο με άγνω­στο ψευ­δώ­νυ­μο το 1923, που ευτυ­χώς το ανα­κά­λυ­ψε το 2006 (83 χρό­νια μετά) ο δει­νός μελε­τη­τής της μεσο­πο­λε­μι­κής λογο­τε­χνί­ας, Γιώρ­γος Ζεβε­λά­κης, και το επα­νε­ξέ­δω­σε στον Καστα­νιώ­τη με το σωστό πλέ­ον όνο­μα του συγ­γρα­φέα του.

Ο δικός μας, ο Κορίν­θιος δηλα­δή, ποι­η­τής Βασί­λης Ρώτας, έχει δημο­σιεύ­σει δεκά­δες κεί­με­νά του για παι­διά, στη σει­ρά του περί­φη­μου περιο­δι­κού της δεκα­ε­τί­ας του 1950, ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ, χωρίς την υπο­γρα­φή του σε πολ­λά από αυτά. Σε έρευ­νά μου εντό­πι­σα και ταυ­το­ποί­η­σα πάνω από 10 τεύ­χη που ανή­κουν στη πένα του Βασί­λη Ρώτα, ενώ έχουν κυκλο­φο­ρή­σει, χωρίς να ανα­γρά­φε­ται πάνω τους το όνο­μα του συγγραφέα.

Πρω­τα­θλη­τής όμως στη δια­σπο­ρά του έργου του «εν ανω­νυ­μία» είναι ο Πέτρος Πικρός, οποί­ος έφτα­σε να δημο­σιεύ­ει σε ίδια περιο­δι­κά (Εβδο­μάς, Ήλιος, Παι­δι­κή Χαρά κ.ά.) ταυ­το­χρό­νως δύο και τρία κάπο­τε κεί­με­νά του, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας μη δια­δε­δο­μέ­να και μη ταυ­το­ποι­η­μέ­να με τον ίδιο ψευ­δώ­νυ­μα. Όταν μάλι­στα ‑πολύ αργό­τε­ρα- δημο­σιεύ­τη­κε ένας πίνα­κας ορι­σμέ­νων μόνο μεγά­λων δημο­σιευ­μέ­νων έργων του, υπήρ­ξε δυσκο­λία να ευρε­θούν αρκε­τά από αυτά και να ταυ­το­ποι­η­θούν. Προ­σω­πι­κώς έχω ανα­κα­λύ­ψει τρία μυθι­στο­ρή­μα­τά του, εκ των οποί­ων για δύο έχω κάνει ήδη την επι­μέ­λεια της επα­νέκ­δο­σής τους, με το αλη­θι­νό του όνο­μα πλέ­ον, 80 χρό­νια μετά την πρώ­τη τους δημο­σί­ευ­ση σε περιο­δι­κά, όπου είχαν δημο­σιευ­θεί σε συνέ­χειες ως έργα άγνω­στου συγ­γρα­φέα (Θεο­φα­νώ, η Μεσ­σα­λί­να του Βυζα­ντί­ου και Λου­κρη­τία Βορ­γία, αιμο­στα­γείς έρω­τες του μεσαί­ω­νος, από τις εκδό­σεις Αντ. Στα­μού­λη, Θεσ­σα­λο­νί­κη 2010). Ενώ ένα άλλο μυθι­στό­ρη­μά του, αρκε­τά αινιγ­μα­τι­κό, που το ανα­ζη­τού­σα χρό­νια (Ουρά­νιον, το στοι­χείο που θα κατα­στρέ­ψει τη γη), δια­πί­στω­σα ότι το είχα ήδη συνα­ντή­σει και προ­σπε­ρά­σει ως έργο ξένου (Γάλ­λου μάλι­στα όπως νόμι­ζα) συγγραφέα.

Για τον Κώστα Βάρ­να­λη δεν είχα­με ακού­σει ως τώρα κάποια φήμη ή υπο­ψία για μη υπο­γε­γραμ­μέ­να έργα του. Προ­σω­πι­κώς, ενώ είχα πλη­σιά­σει πολύ κοντά του, όσο ήταν εν ζωή, δεν έτυ­χε να τον γνω­ρί­σω. Είχα­με μιλή­σει με τη συγ­γρα­φέα και φίλη του, την Έλλη Αλε­ξί­ου καθώς και με τη Ρόζα Ιμβριώ­τη για τον Βάρ­να­λη. Έτυ­χε να έχω και μαθη­τή μου σε ιδιω­τι­κό σχο­λείο της Αθή­νας ένα εγγο­νά­κι του, και μέσω αυτού έλα­βα ως δώρο τον Οκτώ­βρη του 1973 (ένα μήνα πριν από το Πολυ­τε­χνείο) «Το φως που καί­ει», με ιδιό­χει­ρη υπο­γρα­φή του ποι­η­τή: «Προς τον καλό φίλο και δάσκα­λο του Γιαν­νά­κη, τον κ. Γιάν­νη Μπάρ­τζη, Ο παπ­πούς, Κώστας Βάρναλης».

Δεν τον γνώ­ρι­σα από κοντά, αλλά υπήρ­ξε καλός φίλος του «δικού μου ανθρώ­που», του Πέτρου Πικρού, του πρω­τα­θλη­τή όπως προ­εί­πα στα αδή­λω­τα, χαμέ­να, ανώ­νυ­μα ή ψευ­δω­νύ­μως δημο­σιευ­μέ­να έργα.

Ο Κώστας Βάρ­να­λης, στο βιβλίο του Φιλο­λο­γι­κά απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα, περι­γρά­φει απλές ανθρώ­πι­νες στιγ­μές από τις δια­κο­πές των δυο τους στην Αίγι­να το 1922: «Ο Πικρός ήρθε ένα χρό­νο μετά από μένα [στην Αίγι­να]. Με τα μανί­κια του που­κα­μι­σιού του ανα­σκου­μπω­μέ­να, με κάτι άσπρα πάνι­να παπού­τσια δίχως τακού­νι και δίχως… σόλες, ροβο­λού­σε πηδη­χτός στα νύχια κάθε πρωί στο “Κόρ­τε”, έπια­νε ένα τρα­πε­ζά­κι κι έγρα­φε τον “Πιτσι­ρί­κο” του. Εγώ σ’ ένα διπλα­νό τρα­πέ­ζι έγρα­φα το “Λαό των Μου­νού­χων”. Και δος του κάπνι­ζε ο Πικρός κι άμα έβλε­πε να περ­νά καμιά όμορ­φη γυναί­κα σού­φρω­νε τα φρύ­δια του, τρέ­μα­νε τα γυα­λιά του στη μύτη και του πέφτα­νε, όσο να έρθει η ώρα να σηκω­θού­με να πάμε για μπά­νιο: Η μεγά­λη ώρα της βου­τιάς από τα βρά­χια στα κρου­σταλ­λέ­νια νερά και του τσι­τσι­δα­ριού στον ήλιο και στον αέρα! Κι ύστε­ρα ίσα στο φούρ­νο να πάρου­με το γκιου­βέ­τσι καυ­τό ακό­μα και να τρα­βή­ξου­με στην ταβέρ­να, όπου δε λεί­παν ποτές οι σελέ­μη­δες να μας κάνου­νε συντρο­φιά».[1]

Κατα­λα­βαί­νου­με ότι τέτοιοι παρορ­μη­τι­κοί νεα­ροί λογο­τέ­χνες θα μπο­ρού­σαν κάλ­λι­στα να που­λή­σουν στι­χουρ­γή­μα­τά τους ή και μυθι­στο­ρή­μα­τα ακό­μα, προ­κει­μέ­νου να βγά­λουν κάποια έξο­δα δια­βί­ω­σης ή να καλύ­ψουν την ανά­γκη για τις σύντο­μες δια­κο­πές τους. Έτσι σκορ­πού­σαν αδή­λω­τα λογο­τε­χνή­μα­τά τους, είτε τα που­λού­σαν είτε τα πρό­σφε­ραν για κάποια υπο­χρέ­ω­ση και συχνά απο­ξε­νώ­νο­νταν για πάντα από αυτά, χωρίς να διεκ­δι­κή­σουν ποτέ την πατρό­τη­τά τους.

Οι λόγοι που ερμη­νεύ­ουν αυτό το φαι­νό­με­νο είναι διά­φο­ροι. Ένας είναι ότι τα έγρα­φαν στο πόδι, μόνο και μόνο για να τα δώσουν ανυ­πό­γρα­φα, πιστεύ­ο­ντας ότι ήταν ανά­ξια λόγου ή ανά­ξια να συν­δε­θούν με το όνο­μά τους. Τους αρκού­σε που απο­κό­μι­ζαν κάποιο χαρ­τζι­λί­κι και… τέλος μ’ αυτά.

Ο Ρώτας, ας πού­με, θεω­ρού­σε την τόσο σημα­ντι­κή ‑για εμάς- δου­λειά του στα «Κλασ­σι­κά Εικο­νο­γρα­φη­μέ­να», ως «πάρερ­γο βιο­πο­ρι­σμού», όπως μου δήλω­σε, όταν τη ρώτη­σα  κάπο­τε, η σύντρο­φός του, Βού­λα Δαμια­νά­κου. Είναι ενδει­κτι­κό ότι από τα 34 υπο­γε­γραμ­μέ­να τεύ­χη, κανέ­να ποτέ δεν συμπε­ριε­λή­φθη σε εργο­γρα­φί­ες του, που συντά­χθη­καν με την επί­βλε­ψή του ή με τη φρο­ντί­δα της Δαμιανάκου.

H αρι­στε­ρή στρά­τευ­ση του δημιουρ­γού απο­τε­λού­σε ένα λόγο αιτιο­λό­γη­σης της πώλη­σης σε άλλους ή της δημο­σί­ευ­σης έργων με αταύ­τι­στα ψευ­δώ­νυ­μα, διό­τι τα κεί­με­να που τους ζητού­σαν διά­φο­ροι για τα βιβλία ή για τα περιο­δι­κά ή για τις εφη­με­ρί­δες τους, τύχαι­νε κάπο­τε να μη συνά­δουν με την εν γένει φιλο­σο­φία ενός αρι­στε­ρού δια­νο­ού­με­νου και μάλι­στα προ­βε­βλη­μέ­νου. Ή να μη συγ­χρω­τί­ζο­νται ιδε­ο­λο­γι­κώς με τους ανα­γνώ­στες των συγκε­κρι­μέ­νων εντύπων.

Ένας ακό­μη λόγος που σχε­τί­ζε­ται με την αρι­στε­ρή τοπο­θέ­τη­ση του ποι­η­τή ή συγ­γρα­φέα, είναι ότι η συμ­με­το­χή του στους δημιουρ­γούς ενός εντύ­που ή ενός βιβλί­ου, κατά το μεσο­πό­λε­μο κυρί­ως, έθε­τε σε κίν­δυ­νο την κυκλο­φο­ρία του, εάν φιγου­ρά­ρι­ζε μάλι­στα η υπο­γρα­φή του στο εξώ­φυλ­λο. Πολύ δε περισ­σό­τε­ρο αν επρό­κει­το για βιβλίο που ζητού­σε έγκρι­ση από κρα­τι­κούς φορείς να μπει στα σχο­λεία. Χαρα­κτη­ρι­στι­κή είναι η περί­πτω­ση Αλφα­βη­τα­ρί­ου για την πρώ­τη δημο­τι­κού με τίτλο: Τα παι­δά­κια, που το 1932 φέρει τις υπο­γρα­φές των «Δ. Δού­κα, Δ. Δελη­πέ­τρου, Ρόζας Ιμβριώ­τη», ενώ το ίδιο ακρι­βώς βιβλίο, έξι χρό­νια αργό­τε­ρα, το 1939, (μέσα δηλα­δή στη δικτα­το­ρία Μετα­ξά), φέρει τις υπο­γρα­φές: «Δ. Δού­κα, Δ. Δελη­πέ­τρου κ.ά.» Δηλα­δή έχει αφαι­ρε­θεί το όνο­μα της (γνω­στής αγω­νί­στριας της Αρι­στε­ράς, Ρόζας Ιμβριώ­τη, προς χάριν της κρα­τι­κής εγκρίσεως…).

Αλλά και ο Νώντας Έλα­τος, δημιουρ­γός πλειά­δας εγκε­κρι­μέ­νων ανα­γνω­στι­κών, που εμπλέ­κε­ται ‑όπως θα ακού­σου­με στη συνέ­χεια- με τα έως τώρα άγνω­στα ποι­ή­μα­τα του Βάρ­να­λη, έχει κι άλλο ένα ακό­μα δείγ­μα ‑θα έλε­γα- μη δόκι­μης χρή­σης κει­μέ­νων άλλων δημιουρ­γών, αφού το 1932 έχει κυκλο­φο­ρή­σει από τις εκδό­σεις «Ιωάν­νη Κολ­λά­ρου και Σια-Βιβλιο­πω­λεί­ον της Εστί­ας», ένα υπέ­ρο­χο ανα­γνω­στι­κό της Δ΄ Τάξης, με τίτλο Το ραζα­κί στα­φύ­λι, με τις υπο­γρα­φές: «Ανδρέα Καρ­κα­βί­τσα, Νώντα Έλα­του». Μα ο Ανδρέ­ας Καρ­κα­βί­τσας είχε πεθά­νει από το 1922, δηλα­δή δέκα χρό­νια νωρί­τε­ρα, ενώ τα κεί­με­να που φέρουν την υπο­γρα­φή του νεκρού συγ­γρα­φέα, ήταν διη­γή­μα­τά του για μεγά­λους, που τα δια­σκεύ­α­σε για παι­διά ο Νώντας Έλα­τος, για να τα συμπε­ρι­λά­βει στο Ανα­γνω­στι­κό του, αλλά και για να κοσμεί­ται το εξώ­φυλ­λο με το όνο­μα ενός έγκρι­του Έλλη­να λογοτέχνη.

Πόσες εκπλή­ξεις επι­φυ­λάσ­σει η έρευ­να! Και πόση μαγεία κρύ­βει αυτή η ενα­σχό­λη­ση με παλιές κιτρι­νι­σμέ­νες σελί­δες βιβλί­ων, εφη­με­ρί­δων και περιοδικών…

[1]  Κ. Βάρ­να­λης, Φιλο­λο­γι­κά απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα, εκδ. Κέδρος, Αθή­να 1980, σ. 252.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο