Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Σκυλάδες» και ψευτοκουλτουριάρηδες αιχμάλωτοι των “like”

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

Όποιος γρά­φει δημό­σια εκτί­θε­ται, με την έννοια του ότι δεν μπο­ρεί να κρυ­φτεί απ’ όσους τον δια­βά­ζουν, δεν μπο­ρεί να τους κοροϊ­δέ­ψει, να τους πλα­σά­ρει ένα πρό­σω­πο το οποίο δεν έχει. Αυτό συμ­βαί­νει ειδι­κό­τε­ρα με αυτούς που η έκθε­σή τους έχει κάποια διάρ­κεια. Αυτό δεν σημαί­νει ότι οι από­ψεις κάποιου δεν μπο­ρεί να δια­φο­ρο­ποι­η­θούν ή και ν’ αλλά­ξουν ή ακό­μα και να «μετα­κι­νη­θεί» η οπτι­κή με την οποία προ­σεγ­γί­ζε­ται ένα θέμα. Ανα­λό­γως με τις δια­μορ­φού­με­νες συν­θή­κες αλλά­ζουν συχνά και οι άνθρω­ποι. Είναι σημα­ντι­κό να εστιά­ζου­με πώς και για­τί μετα­βάλ­λο­νται οι συν­θή­κες και ποιοι ωφε­λού­νται ή χάνουν κάθε φορά. Είναι εξί­σου σημα­ντι­κό, ανά­με­σα σ’ αυτές τις αλλα­γές, να μη χάνου­με το στό­χο, για­τί, αν χαθεί ο στό­χος, μπο­ρεί να συμ­βεί να στε­κό­μα­στε στην αντί­θε­τη πλευ­ρά από αυτή που φωνά­ζου­με ότι υπη­ρε­τού­με. Σε κάθε περί­πτω­ση η στά­ση μας δεν μπο­ρεί να είναι εχθρι­κή απέ­να­ντι στην μεγά­λη πλειο­ψη­φία που –σήμε­ρα- στέ­κε­ται στη λάθος (όχι στην απέ­να­ντι) πλευρά.

Με προη­γού­με­νο σημεί­ω­μά μας που γρά­φτη­κε με αφορ­μή τον τρα­γι­κό θάνα­το του τρα­γου­δι­στή Παντε­λή Παντε­λί­δη, «συμ­με­τεί­χα­με» σε έναν γενι­κό­τε­ρο διά­λο­γο που ανα­πτύ­χθη­κε στα μέσα κοι­νω­νι­κής δικτύ­ω­σης και εκτυ­λί­χτη­κε σε ιστο­σε­λί­δες, μπλογκς, «τοί­χους» και αλλού. Όπως συνη­θί­ζε­ται άλλω­στε, γρά­φτη­καν από­ψεις με επι­χει­ρή­μα­τα, εκτο­ξεύ­τη­καν αφο­ρι­σμοί και υπερ­βο­λές, εκδη­λώ­θη­καν και τάσεις ανθρωποφαγίας.

Κάποιοι είπαν ότι ξεπλέ­νου­με τον Παντε­λί­δη και αυτό που υπη­ρέ­τη­σε. Ο Παντε­λί­δης «έφυ­γε» και αν θέλουν (οι κάποιοι) να τον κατα­σπα­ρά­ζουν και νεκρό, εμείς δεν θα τους κάνου­με τη χάρη να συμ­με­τέ­χου­με. Με αφορ­μή όμως τον γενι­κό­τε­ρο διά­λο­γο (ή «διά­λο­γο») που ανα­πτύ­χθη­κε τις τελευ­ταί­ες μέρες στα μέσα κοι­νω­νι­κής δικτύ­ω­σης, θα στα­θού­με σε μερι­κά ζητή­μα­τα που τα θεω­ρού­με σημαντικά.

Η δια­δι­κα­σία εδραί­ω­σης της εξου­σί­ας του συστή­μα­τος μέσα από την απο­νεύ­ρω­ση και απο­δό­μη­ση κάθε τι αντί­θε­του προς αυτό (κάτι που ισχύ­ει από τις πρώ­τες μέρες της ύπαρ­ξής του), παρα­μέ­νει παρα­δο­σια­κή μόνο ως προς τον σκο­πό της. Στις μέρες μας χρη­σι­μο­ποιεί­ται η τελευ­ταία λέξη της τεχνο­λο­γί­ας, με το δια­δί­κτυο στην αιχ­μή του δόρα­τος της επί­θε­σης. Μπο­ρεί το δια­δί­κτυο να είναι μια κατά­κτη­ση της επι­στή­μης και της τεχνο­λο­γί­ας, αλλά, όπως συμ­βαί­νει και με τις άλλες ανα­κα­λύ­ψεις και επι­τεύγ­μα­τα, σημα­σία έχει στην υπη­ρε­σία τίνος μπαί­νουν και ποιους κυρί­ως ωφε­λούν. Με λίγα λόγια τα μέσα κοι­νω­νι­κής δικτύ­ω­σης δεν είναι παρά ένα πολύ­τι­μο πολυ­ερ­γα­λείο που με αυτό στα χέρια του το σύστη­μα «μαστο­ρεύ­ει» συστη­μα­τι­κά και μεθο­δι­κά την αλλοί­ω­ση και (δια)φθορά των συνει­δή­σε­ων· ακό­μα και αυτών που θεω­ρούν ότι τα έχουν λυμέ­να αυτά… και δεν κινδυνεύουν.

Τα μέσα κοι­νω­νι­κής δικτύ­ω­σης φτιά­χνουν είδω­λα και πιστούς, ανε­βά­ζουν και κατε­βά­ζουν πρό­σω­πα και συλ­λο­γι­κό­τη­τες, χτί­ζουν και γκρε­μί­ζουν καριέ­ρες, κατα­σκευά­ζουν «επώ­νυ­μους» και «αστέ­ρια» και μπο­ρούν να ρίξουν στον καιά­δα αυτόν που θα στο­χο­ποι­ή­σουν. Λει­τουρ­γώ­ντας με μια επί­φα­ση δημο­κρα­τι­κό­τη­τας όπου ο καθέ­νας φαι­νο­με­νι­κά μπο­ρεί να λέει ελεύ­θε­ρα τη γνώ­μη του, να ασκεί κρι­τι­κή και να ενα­ντιώ­νε­ται ακό­μα και στο σύστη­μα, το τελευ­ταίο, όσο δεν κιν­δυ­νεύ­ει… αφή­νει όλα τα λου­λού­δια ν’ ανθί­σουν. Έτσι, τα μέσα κοι­νω­νι­κής δικτύ­ω­σης λει­τουρ­γούν παράλ­λη­λα και ως βαλ­βί­δα απο­συ­μπί­ε­σης της οργής και της αγα­νά­χτη­σης των κατα­πιε­σμέ­νων και ως «φέρων οργα­νι­σμός» μιας ψευ­το­ε­πα­να­στα­τι­κό­τη­τας, που συνή­θως γεμί­ζει τους εκφρα­στές της με την ψευ­δαί­σθη­ση της εκπλή­ρω­σης κάποιου ‑προ­ο­δευ­τι­κού (;), αρι­στε­ρού (;), επα­να­στα­τι­κού (;), ταξι­κού (;)- καθή­κο­ντος. Αν πάρου­με ως δεδο­μέ­νο ότι το ταξι­κό καθή­κον δεν εξα­ντλεί­ται στην πλη­κτρο­λό­γη­ση τσι­τά­των ή ‑στην καλύ­τε­ρη περί­πτω­ση- μερι­κών παρα­γρά­φων δομη­μέ­νου λόγου, μπο­ρού­με να συνεχίσουμε.

Παρα­κάμ­πτο­ντας τις κακό­βου­λες ενέρ­γειες (πχ «τρό­λινγκ»), δεν μπο­ρού­με να μην ανα­φερ­θού­με στην επι­φα­νεια­κή προ­σέγ­γι­ση που κατά κανό­να ισχύ­ει στα μέσα κοι­νω­νι­κής δικτύ­ω­σης. Πολ­λές φορές δεν έχει σημα­σία τι γρά­φει κανείς, αλλά τι είναι δια­τε­θει­μέ­νος να δια­βά­σει ο κάθε απο­δέ­κτης. Αυτό ξεδι­πλώ­νε­ται ιδιαί­τε­ρα στους δια­λό­γους κάτω από τις αναρ­τή­σεις. Τα ουσιώ­δη σχό­λια και η αντι­πα­ρά­θε­ση με επι­χει­ρή­μα­τα χάνο­νται συνή­θως ανά­με­σα σε παράλ­λη­λους μονο­λό­γους, εκθέ­σεις «ιδε­ών» ή σχό­λια τύπου «ό,τι του φανεί του λολο­στε­φα­νή». Ο καθέ­νας μπο­ρεί να γρά­ψει και ό,τι ανοη­σία του κατέ­βει στο κεφά­λι, να εκφρά­σει και την ψυχο­λο­γι­κή του κατά­στα­ση, να εκδη­λώ­σει και την εμπά­θειά του, ‑και- να δια­στρε­βλώ­σει, ‑και- να που­λή­σει μού­ρη («δημο­κρα­τία» δεν έχου­με άλλωστε;).

Τον τόνο σε αυτή τη δια­δι­κα­σία τον δίνει η απο­δο­χή (από τους άλλους) όπως μετριέ­ται πχ από το… πόσοι αντί­χει­ρες δεί­χνουν τον ουρα­νό (εικο­νί­διο «Μου αρέ­σει» στο facebook). Έτσι, η απο­δο­χή και η «επι­τυ­χία» κάποιου (συντά­κτη ή σχο­λια­στή) εξαρ­τά­ται από τα πόσα «like» έχει συλ­λέ­ξει σε σχέ­ση με κάποιον άλλο. Το απο­τέ­λε­σμα είναι να παρα­κο­λου­θού­με συχνά έναν αγώ­να δρό­μου, όπου τη θέση του δια­λό­γου παίρ­νει η ανταλ­λα­γή πυρών ή η επί­δει­ξη κάποιων ικα­νο­τή­των (σαν τα παγώ­νια που περι­φέ­ρουν τον εντυ­πω­σια­κό χρω­μα­τι­σμό των φτε­ρών τους και όταν ανοί­ξουν το στό­μα τους…) που υπο­δαυ­λί­ζε­ται ανα­λό­γως και από την –μετρή­σι­μη με like- «απο­δο­χή». Δια­μορ­φώ­νε­ται έτσι και ένα ιδιό­τυ­πο «σταρ-σίστεμ» που όσοι το απο­δέ­χο­νται και συμ­με­τέ­χουν σ’ αυτό γίνο­νται αιχ­μά­λω­τοι της εικό­νας που έχουν οι άλλοι γι’ αυτούς. Έτσι βλέ­που­με συχνά να εμφα­νί­ζο­νται ως στρα­τη­γοί κάποιοι τύποι που χωρίς «like» η θέση τους θα ήταν… να καθα­ρί­ζουν κρεμ­μύ­δια στα μαγει­ρεία. Όμως, όπως είπα­με και στην αρχή, όσο και να προ­σπα­θή­σει κάποιος να κρυ­φτεί δεν θα το κατα­φέ­ρει για πολύ. Είναι ζήτη­μα χρό­νου ν’ απο­κα­λυ­φτεί, διό­τι αυτό που κου­βα­λά­ει μέσα του ο καθέ­νας στο τέλος υπε­ρι­σχύ­ει όλων των άλλων και βγαί­νει στην επιφάνεια.

Δεν κιν­δυ­νεύ­ει η εργα­τι­κή τάξη και η ιστο­ρι­κή απο­στο­λή της από τους ακρο­α­τές του Παντε­λί­δη. Θα λέγα­με ότι περισ­σό­τε­ρο κιν­δυ­νεύ­ει από κάποιους που παρου­σιά­ζο­νται ως υπε­ρα­σπι­στές της, αυτο­προ­βάλ­λο­νται ως θεμα­το­φύ­λα­κες της αισθη­τι­κής και στ’ όνο­μά της δια­χω­ρί­ζουν ή τσου­βα­λιά­ζουν (με την ίδια ευκο­λία, κατά το δοκούν) αντι­πά­λους και εχθρούς, που ανα­κα­λύ­πτουν ή κατα­σκευά­ζουν οι ίδιοι. Οι ψευ­το­κουλ­του­ριά­ρη­δες δεν τολ­μούν να δια­νοη­θούν ότι ένας λαϊ­κός άνθρω­πος μπο­ρεί να εκφρά­σει τα συναι­σθή­μα­τά του με τρό­πους δια­φο­ρε­τι­κούς από αυτούς που καθο­ρί­ζει η αισθη­τι­κή φόρ­μα τους. Δεν χωρά­ει στην τόσο καλ­λιερ­γη­μέ­νη, μα χέρ­σα από συμπά­θεια για κάθε τι λαϊ­κό οντό­τη­τά τους, ούτε ως ενδε­χό­με­νο μια ψυχή που δονεί­ται από το Αγριο­λού­λου­δο του Καζαν­τζί­δη να συγκι­νεί­ται και από τη Σονά­τα του σελη­νό­φω­τος του Μπε­τό­βεν. Ο Παντε­λί­δης και το είδος που υπη­ρέ­τη­σε ήταν ‑γι’ αυτούς- η αφορ­μή. Χρη­σι­μο­ποιούν στην ουσία τα ευτε­λή προ­ϊ­ό­ντα της υπο­κουλ­τού­ρας ως προ­κά­λυμ­μα για να εκδη­λώ­σουν την απέ­χθειά τους στους λαϊ­κούς ανθρώ­πους-κατα­να­λω­τές αυτών των προ­ϊ­ό­ντων. Δεν πρωτοτυπούν.

Τηρου­μέ­νων των ανα­λο­γιών και των μεγε­θών αυτό συνέ­βαι­νε και στο παρελ­θόν. Παλαιό­τε­ρα απα­ξί­ω­ναν τους ρεμπέ­τες, υπο­τι­μού­σαν τον Μάρ­κο και λοι­δο­ρού­σαν τον Καζαν­τζί­δη. Και θεω­ρού­νταν «προ­ο­δευ­τι­κοί» στην επο­χή τους, κατά φαντα­σί­αν κουλ­του­ριά­ρη­δες ψευ­το­δια­νο­ού­με­νοι του σαλο­νιού, που δεν είχαν πρό­βλη­μα να τρα­γου­δή­σουν αντάρ­τι­κα (τότε οι περισ­σό­τε­ροι τρα­γου­δού­σαν αντάρ­τι­κα) αλλά τους έπια­νε αλλερ­γία όταν διά­βα­ζαν ή άκου­γαν τους αντάρ­τες. Ήταν οι ίδιοι τύποι που χρό­νια αργό­τε­ρα, όταν η κοι­νω­νία τους είχε ήδη προ­σπε­ρά­σει, «ανα­κά­λυ­πταν» ότι οι ρεμπέ­τες δεν πάτα­γαν μόνο λου­λά και γέμι­ζαν τα πρώ­τα τρα­πέ­ζια στα ρεμπετάδικα.

Πόσο κοντά είσαι στο λαό όταν κλεί­νεις τα μάτια ή απα­ξιώ­νεις την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που τον/σε περι­βάλ­λει; Ο ψευ­το­κουλ­του­ριά­ρης νομί­ζει ότι είναι. Κοντά σ’ έναν άλλο λαό όμως, ιδε­α­τό, δημιούρ­γη­μα της ανορ­γα­σμι­κής σκέ­ψης του και του ελλειμ­μα­τι­κού εγώ του. Γι’ αυτό την πέφτει με μανία στους ακρο­α­τές του Παντε­λί­δη· γι’ αυτό εκφρά­ζε­ται υπο­τι­μη­τι­κά για όσους ανα­φερ­θούν με ανθρω­πιά σ’ έναν «επώ­νυ­μο» νεκρό. Και σπεύ­δει να απι­θώ­σει δίπλα του τις σορούς χιλιά­δων αδι­κο­χα­μέ­νων σε τρο­χαία και εργα­τι­κά δυστυ­χή­μα­τα (όργα­νο το μπου­ζού­κι, όργα­νο κι ο αστυ­φύ­λα­κας) – για να συγκρί­νει, άρα­γε, τι;

Η ανθρω­πιά δεν τεμα­χί­ζε­ται και δεν ζυγί­ζε­ται. Δίνει όμως τη θέση της στην ανθρω­πο­φα­γία, όταν ατο­νούν οι αισθη­τή­ρες της ως απο­τέ­λε­σμα της απο­ξέ­νω­σης απ’ το λαϊ­κό στοι­χείο και της περι­χα­ρά­κω­σης σε απο­στει­ρω­μέ­νους ‑δια­δι­κτυα­κούς και μη- μικρό­κο­σμους. Όταν στέ­κε­σαι μακριά από την κοι­νω­νία και από τις αρρώ­στιες που τη μαστί­ζουν, τότε απο­μα­κρύ­νε­σαι και από τις ελπί­δες της να θερα­πευ­τεί. Αυτοί που με ευκο­λία κολ­λά­νε την ταμπέ­λα του «σκυ­λά» στους λαϊ­κούς ανθρώ­πους που ακού­νε Παντε­λί­δη, είναι κατά κανό­να οι ίδιοι που προ­τι­μούν τον εργά­τη αμόρ­φω­το και άξε­στο. Στην ουσία απε­χθά­νο­νται κάθε τι λαϊ­κό, την ώρα που επι­κα­λού­νται τον λαό.

Δεν θα χαρί­σου­με τα νέα παι­διά που λατρεύ­ουν τον Παντε­λί­δη στο σύστη­μα που παρά­γει την υπο­κουλ­τού­ρα, όπως δεν θα θυσιά­σου­με ως σύγ­χρο­νη Ιφι­γέ­νεια, για χάρη των δήθεν «προ­ο­δευ­τι­κών» και ψευ­το­ε­πα­να­στα­τών φαφλα­τά­δων, τον εργά­τη που πέρα­σε την πόρ­τα του μπου­ζου­κο­μά­γα­ζου. Αυτό που βιώ­νου­με σήμε­ρα ως «κανο­νι­κό­τη­τα» είναι ανά­γκη και έχου­με χρέ­ος να το αλλά­ξου­με. Δεν θα χαρί­σου­με σε κανέ­ναν ψευ­το­κουλ­του­ριά­ρη, ούτε ένα παι­δί της τάξης μας.

«…Για­τί εμείς δεν τρα­γου­δά­με για να ξεχω­ρί­σου­με, αδελ­φέ μου, απ’ τον κόσμο. Εμείς τρα­γου­δά­με για να σμί­ξου­με τον κόσμο»…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο