Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Στέλιος Καρδάρας. Σαλταδόρος, ΕΛΑΣίτης, αρχηγός ομάδας της ΟΠΛΑ στην Παλιά Κοκκινιά

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Ήταν 18 Αυγού­στου του 1944, μια μέρα μετά το μπλό­κο της Κοκ­κι­νιάς, που το αγα­πη­μέ­νο παλι­κά­ρι της Κοκ­κι­νιάς  και ήρω­ας της φτω­χο­λο­γιάς, ο Στέ­λιος ο Καρ­δά­ρας (Σπα­νός)  «πήγε να πιει νερό και να πλυ­θεί σε μια στέρ­να στα περ­βό­λια στον Άγιο Γιάν­νη Ρέντη. Εκεί του την είχα­νε στη­μέ­νη, τον πιά­σα­νε τον πήγα­νε στον Άγιο Διο­νύ­ση στη Δρα­πε­τσώ­να κοντά και τον εκτε­λέ­σα­νε. Τέτοιο μίσος του είχα­νε που του έκο­ψαν και τα γεν­νη­τι­κά όργα­να. Τον άδι­κο χαμό του 18χρονου λεβέ­ντη θρή­νη­σε όλος ο Πει­ραιάς, μαζί και ο Μιχά­λης Γενί­τσα­ρης που έκα­νε το θρή­νο του τραγούδι».

Αφη­γεί­ται ο Μ. Γενίτσαρης:

«…Το 1944 οι συνερ­γά­τες των Γερ­μα­νών, κι όλοι ξέρου­με ποιοι ήτα­νε, σκο­τώ­σα­νε ένα φίλο μου, τον Στέ­λιο τον Καρ­δά­ρα. Δυο μέτρα μπόι ήτα­νε και παλι­κά­ρι που δεν λέγε­ται για τη λεβε­ντιά του… παι­δί, λέμε, 18 χρο­νώ κι ήτα­νε απ’ τους μεγα­λύ­τε­ρους σαμπο­τέρ. Ητα­νε ο φόβος και τρό­μος των Γερ­μα­νών απ’ τις ζημιές που τους έκα­νε και τον είχα­νε στο μάτι…

Τους είχε σακα­τέ­ψει στα σαμπο­τάζ. Στη στε­ριά και στο πέλα­γος τον κυνη­γού­σα­νε, αλλ’ αυτός άπια­στος συνέ­χι­ζε τις ζημιές. Και τι δεν κάνα­νε για να τον πιά­σουν. Πλη­ρω­μέ­νους χαφιέ­δες βάλα­νε για να μάθου­νε πού κρύ­βε­ται. Ο Θεός της φτω­χο­λο­γιάς ήτα­νε… όλοι τόνε θυμού­νται και σήμε­ρα για όσα έκα­νε για τους φτωχούς.

Μια φορά, με τα πιστό­λια στο χέρι, στα­μά­τη­σε ένα γερ­μα­νι­κό αυτο­κί­νη­το με τυριά… κατέ­βα­σε τους Γερ­μα­νούς κι άρχι­σε να μοι­ρά­ζει τα τυριά στον κόσμο… έπρε­πε να ‘βλε­πες τη σκη­νή… Μπου­λού­κια κόσμος μαζεύ­τη­κε αμέ­σως κι έπαιρ­νε όσα μοί­ρα­ζε ο Στέ­λιος… πλά­κω­σαν τα γερ­μα­νι­κά φρου­ραρ­χεία… ο Καρ­δά­ρας άφα­ντος. Πολ­λά κατορ­θώ­μα­τα έκα­νε το παι­δί αυτό…

Ητα­νε κι απ’ τους καλύ­τε­ρους σαλ­τα­δό­ρους… Μια φορά πήδη­ξε σ’ ένα αυτο­κί­νη­το που ‘χε μου­σα­μά πίσω, που σκέ­πα­ζαν τα πράγ­μα­τα. Οι Γερ­μα­νοί είχα­νε πάρει χαμπά­ρι ότι σαλ­τά­ρα­νε, κι αρχί­ζα­νε και βάζα­νε πού και πού σκο­πούς πίσω, κρυμ­μέ­νους, για να μην τους βλέ­πουν οι σαλ­τα­δό­ροι. Ετσι γίνη­κε και όταν πήδη­ξε ο Καρ­δά­ρας στο αυτο­κί­νη­το και άρχι­σε να πετά­ει πρά­μα­τα. Από τη φού­ρια του, άρπα­ξε και τον Γερ­μα­νό που ήταν κρυμ­μέ­νος και σκε­πα­σμέ­νος με το μου­σα­μά και τόνε πέτα­ξε κι αυτόν στο δρόμο…

Τον κυνη­γά­γα­νε με μανία. Δεν άφη­νε αυτο­κί­νη­τα, τρέ­να, απο­θή­κες που να μην τα ανα­τι­νά­ξει… Γερ­μα­νό­φι­λοι, χαφιέ­δες τέτοιοι… ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες… του στή­σα­νε ενέ­δρα στα περι­βό­λια στο Ρέντη… Δεν θα τον πιά­να­νε ποτέ τον Στέ­λιο, αλλά ήτα­νε άτυ­χος, πολύ άτυ­χος ‑κι αυτό του πήρε τη ζωή…

Καλο­καί­ρι ήτα­νε και πήγε σε μια στέρ­να να πλυ­θεί. Εβγα­λε τα ρού­χα του, ακού­μπη­σε τα πιστό­λια δίπλα του και μόλις έσκυ­ψε να πλυ­θεί, πέσα­νε πάνω του και τόνε πιά­σα­νε. Τον δέσα­νε μ’ ένα σύρ­μα και τον πήγα­νε προς τον Αγιο-Διο­νύ­ση, στη Δρα­πε­τσώ­να. Πενή­ντα του­φέ­κια πέσα­νε πάνω του να βγά­λουν το άχτι τους ‑το μίσος που του ‘χανε. Του κόψα­νε και τα γεν­νη­τι­κά όργα­να. Τ’ όνο­μά του έγι­νε ύμνος στον Περαία κι όλοι κλά­ψα­νε το χαμό του…

Ηρθα­νε και με πήρα­νε ΕΑΜί­τες, αντάρ­τες, και με πήγα­νε στην Κοκ­κι­νιά. Πέντε χιλιά­δες κόσμος μαζεύ­τη­κε στην πλα­τεία, φέρα­νε κάτι παλιά μεγά­φω­να και ‘παι­ξα το τρα­γού­δι… κρα­τή­σα­με ένα λεπτό σιγή στη μνή­μη του παλι­κα­ριού… όσο τρα­γού­δα­γα, όλος ο κόσμος έκλαι­γε… Μεγά­λος πατριώ­της ο Καρ­δά­ρας και ψυχή που δε λέγε­ται, από προ­δο­τι­κές σφαί­ρες πήγε. Ελλη­νες είμαστε…».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο