Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Στίχοι γραμμένοι στο φρενοκομείο»

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Σαν σήμε­ρα πέθα­νε ο Γεώρ­γιος Βιζυ­η­νός, λογο­τε­χνι­κό ψευ­δώ­νυ­μο του Γεώρ­γιου Μιχαη­λί­δη, Ελλη­να ποι­η­τή και πεζο­γρά­φου. Γεν­νή­θη­κε στα 1848 στη Βιζύη της Θρά­κης («της Θρά­κης τα χωριά πολλά/ σαν τη Βυζώ κανένα,/ με γει­το­νιά στα χαμηλά/ που Πλά­τσα τηνε λένα…» ). Φτω­χός και ορφα­νός από πατέ­ρα γι’ αυτό από την πιδι­κή του ηλι­κία ζού­σε με τις φιλαν­θρω­πί­ες πλού­σιων προ­στα­τών. Σπού­δα­σε φιλο­λο­γία και φιλο­σο­φία. Το 1892 παρου­σί­α­σε έκδη­λα συμ­πτώ­μα­τα νευ­ρα­σθέ­νειας, μπή­κε στο Δρο­μο­κα­ΐ­τειο των Αθη­νών όπου και πέθα­νε στις 16 του Απρί­λη του 1896.

Bizuinos1 Με την ευκαι­ρία αυτή ανα­σύ­ρα­με ένα «λησμο­νη­μέ­νο αρι­στούρ­γη­μά του», όπως το χαρα­κτή­ρι­σε ο Κώστας Βάρ­να­λης, το ποί­η­μά του «Στί­χοι γραμ­μέ­νοι στο φρενοκομείο».

Μέσα στα χαρ­τιά, που άφη­σε πεθαί­νο­ντας στο φρενοκο­μείο, βρέ­θη­κε και ένα ελε­γείο σε μια μικρού­λα ξαν­θή, που πέθα­νε ξαφ­νι­κά και που ο ποι­η­τής την αγα­πού­σε πολύ. Ο φίλος του και βιο­γρά­φος του Ν. Βασι­λειά­δης, που το δημο­σί­ευ­σε μέσα στο έργο του: «Εικό­νες Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως και Αθη­νών», του έδω­σε το γενι­κό­τα­το τίτλο «Στί­χοι γραμ­μέ­νοι στο φρενοκομείο» :

 

Μες στα στή­θια ή συμφορά
σαν το κύμα πλημμυρά,
σέρ­νω το βαρύ μου βήμα
σ’ ένα μνήμα!

Σαν μ’ αρπά­χθη­κε η χαρά,
που εχαι­ρό­μουν μια φορά,
έτσι σε μιαν ώρα…
μες σ’ αυτήν την χώρα
όλ’ άλλα­ξαν τώρα!

Και από τότε, που θρηνώ
το ξαν­θό και γαλανό
και ουρά­νιο φως μου,
μετε­βλή­θη εντός μου
και ο ρυθ­μός του κόσμου.

Μες στα στή­θια ή συμφορά
σαν το κύμα πλημμυρά,
σέρ­νω το βαρύ μου βήμα
σ’ ένα μνήμα…

Τον σταυ­ρό τον αψηλό
αγκα­λιά γλυκοφιλώ
το μυριά­κρι­βο όνο­μα της,
κι απ’ τα χώμα­τα της,

η φωνή της η χρυσή
με καλεί: «Έλα και συ
δίπλα στο ξαν­θό παι­δί σου
και κοι­μή­σου!

«Στί­χοι αδροί κι αρμο­νι­κοί, στρο­φή μεστή και καλο­δε­μέ­νη, ρίμες φρο­ντι­σμέ­νες, σχε­δόν πλού­σιες· και γλώσ­σα πλέ­ρια δημο­τική, αν έλει­πε εκεί­νο το ‘’μετε­βλή­θη’’. Η δημο­τι­κή γλώσ­σα στην ποί­η­ση της αθη­ναϊ­κής σχο­λής για πρώ­τη φορά έφτα­νε σε τόσο ύψος. Κ’ επί πλέ­ον το ποί­η­μα του Βιζυ­η­νού ξεπερ­νά όλην την κρύα και ψευ­το­κλα­σι­κή περισ­σο­τε­χνία των Ραγκα­βή­δων και των Σού­τσων, καθώς κι όλη την ρητο­ρι­κή συναισθηματικό­τητα των Βαλα­ω­ρί­τη­δων, για­τί έχει μέσα του αλη­θι­νή συγκί­νηση, τη ζέστα μιας ψυχής, που εξο­μο­λο­γιέ­ται χωρίς να ποζάρει.

Γενι­κά η συμ­βο­λή του Βιζυ­η­νού στη νεο­ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση είναι, πως την έστρε­ψε από τα έξω προς τα μέσα του ανθρώ­που, από το αντι­κει­με­νι­κό και το απρό­σω­πο στο υπο­κει­με­νι­κό και το ατο­μι­κό. Έδω­σε δηλ. στην ποί­η­σή μας για πηγή έμπνευ­σης το συγκι­νη­μέ­νο Εγώ. Βέβαια τα περισ­σό­τε­ρα ποι­ή­μα­τα του Βιζυ­η­νού είναι πολύ κατώ­τερ’ απ’ αυτό…» (Κώστας Βάρναλης).

Το ποι­η­τι­κό ταλέ­ντο του Γ. Βιζυ­η­νού παρό­τι μικρό, και­νο­τό­μη­σε στην ποί­η­ση υιο­θε­τώ­ντας τη δημο­τι­κή (έγρα­ψε ποι­ή­μα­τα και στη δημο­τι­κή και στην καθα­ρεύ­ου­σα — δίγλωσ­σος στον και­ρό του) και φιλο­ξε­νώ­ντας στα ποι­ή­μα­τά του την καθη­με­ρι­νό­τη­τα και τα αισθή­μα­τα της τρέ­χου­σας ζωής.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο