Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Στην ουρά

Γρά­φει ο Σφυ­ρο­δρέ­πα­νος //

Από μια άπο­ψη πάντως καλύ­τε­ρα, από το να γινό­σουν ουρά του κινή­μα­τος ή ακό­μα χει­ρό­τε­ρα του Σύρι­ζα στο δημο­ψή­φι­σμα, που του ρίχνουν κλω­τσιές στα πισι­νά, κάτω από την ουρί­τσα και αυτός δια­πραγ­μα­τεύ­ε­ται περή­φα­να μαζί τους, ενώ μπο­ρεί να έχουν βάλει κι οι Αμε­ρι­κά­νοι την ουρά τους, ενά­ντια στο (άλλο) μαύ­ρο μέτω­πο της ΕΕ με ΝΔ και Ποτά­μι (το ΠΑΣΟΚ έχει πεθά­νει κι απλώ­σει την τέφρα του σε άλλους πολι­τι­κούς χώρους) και με τη γελοία προ­πα­γάν­δα πως ήμα­σταν ένα βήμα πριν να βγού­με από το τού­νελ κι αρχί­σει η ανά­πτυ­ξη, αλλά πάνω που είχα­με φάει το γάι­δα­ρο κι είχε μεί­νει η ουρά, στρά­βω­σε το κλί­μα, το ‘φαγε κι ο (φαγω­μέ­νος) γάι­δα­ρος και τώρα μπο­ρεί να χάσου­με τις κατα­θέ­σεις που δεν έχου­με –σιγά μη στά­ξει η ουρά του γαϊ­δά­ρου, δηλ. Κι όταν μιλά­ει το μαύ­ρο μέτω­πο για τις οικο­νο­μί­ες και τον ιδρώ­τα του λαού, που μπαί­νουν σε κίν­δυ­νο (αντί να μπουν σε ένα πρό­γραμ­μα και να σωθούν για πολ­λο­στή φορά μειού­με­να), είναι να γελά­ει κανείς, σα να λέει δηλ ο γάι­δα­ρος τον πετει­νό κεφά­λα, άλλο αν κι οι δυο τους είναι γάι­δα­ροι, που μάλω­ναν σε ξένο αχυ­ρώ­να, ποιος θα γίνει ο σωτή­ρας του λαού.

Και με αυτές τις μπερ­δε­μέ­νες σκέ­ψεις, βρέ­θη­κα στην ουρά του ΑΤΜ, πριν γίνουν ΑΤΜός τα λεφτά και μπει όριο στις ανα­λή­ψεις. Που σε κάνει να ανα­ρω­τιέ­σαι αφε­νός πότε θα μπει επι­τέ­λους ανώ­τα­το όριο και σε αυτά που έχεις να πλη­ρώ­νεις κι αφε­τέ­ρου για ποιο λόγο τα λέμε έι-τι-εμ, αφού είναι και ελλη­νι­κό αρκτι­κό­λε­ξο, αυτό­μα­τα ταμεια­κά μηχα­νή­μα­τα, ή κάτι παρό­μοιο. Και πώς να τα λέμε δηλ, ΆΤι­Μη κενω­νία; Ας τα λέγα­με απλώς αυτό­μα­τα μηχα­νή­μα­τα, όπως γινό­μα­στε κι εμείς καμιά φορά, όταν περι­μέ­νου­με στην ουρά για να ανα­λά­βου­με (δυνά­μεις; μήπως ευθύ­νες; μπα όχι) χρή­μα­τα και να συνε­χί­σου­με τις ίδιες επα­να­λαμ­βα­νό­με­νες κινή­σεις στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα, σαν αυτό­μα­τα που νιώ­θουν ανα­σφά­λεια αν τους βγά­λει κάτι από τη μίζε­ρη ρου­τί­να τους και δεν αισθά­νο­νται ποτέ αλλη­λεγ­γύη ή ανά­γκη για συλ­λο­γι­κό­τη­τα κι άλλες τέτοιες ανθρώ­πι­νες αδυ­να­μί­ες. Κι η ζωή συνε­χί­ζε­ται, δε στα­μα­τά, το θέμα όμως είναι (πώς) να αλλά­ξει. Και σα να μην έφτα­νε το από­στη­μα της αιώ­νιας ανά­θε­σης, που πρέ­πει να σπά­σει, τώρα είμα­στε αντι­μέ­τω­ποι και με το βρα­χνά της ανάληψης.

Και γενι­κά απέ­φευ­γες, όπως ο διά­ο­λος το λιβά­νι, να συμ­με­τέ­χεις σε ουρές, «νομι­μο­ποιώ­ντας» αυτήν την καλ­λιερ­γού­με­νη υστε­ρία, αλλά, διά­ο­λε (πάλι αυτός), κάπως πρέ­πει να βγά­λεις τη βδο­μά­δα κι εσύ. Και δε φταί­νε σε τίπο­τα απο­λύ­τως οι άνθρω­ποι που αγω­νιούν για τους κόπους μιας ζωής, αλλά αυτοί που σπέρ­νουν εξ επαγ­γέλ­μα­τος κι εξ άμβω­νος τηλε­ο­πτι­κού το πανι­κό. Δε θα ‘ρθει και από εδώ όμως κάνα τηλε­ο­πτι­κό συνερ­γείο να τρα­βή­ξει πλά­να; Θα αρπά­ξεις το μικρό­φω­νο σαν αγα­να­κτι­σμέ­νος πολί­της να τα πεις έξω από τα δόντια. Θα γίνει το ELA να δεις…

Αλλά και να ερχό­ταν, τι να πεις που να χωρά­ει μέσα σε ένα «ναι» ή ένα «όχι», που θέλουν αυτοί να ακού­σουν. Πώς να χωρέ­σεις έναν ποτα­μό σκέ­ψεις και μια ανά­λυ­ση σε μια ατά­κα το πολύ, που θα κρα­τή­σουν  αυτοί στο μοντάζ; Κάπο­τε ένας νυν κυβερ­νη­τι­κός βου­λευ­τής έλε­γε πως είχε φτά­σει στο σημείο να κωδι­κο­ποι­ή­σει τις θέσεις του για το περι­βάλ­λον, που δεν που­λού­σε ως θέμα, σε τριά­ντα δεύ­τε­ρα, πριν προ­λά­βουν να τον κόψουν και περά­σουν στον επό­με­νο. Σήμε­ρα έχει εκπαι­δευ­τεί και μπο­ρεί να χωρέ­σει τρο­λιές ολά­κε­ρες στους 140 (παλιο)χαρακτήρες του τουίτερ.

Ή μπο­ρεί να γίνει το άλλο, όπως σε μια ται­νία με το βέγ­γο, που έκα­νε δηλώ­σεις ως απλός πολί­της σε μια κάμε­ρα κατά της κυβέρ­νη­σης, αλλά το βρά­δυ έπαι­ξε μόνο η εικό­να του ενώ το σπι­κάζ σκέ­πα­ζε τον ήχο κι έλε­γε τελεί­ως δια­φο­ρε­τι­κά πράγ­μα­τα, απ’ ό,τι είχε πει αυτός. Κάτι σαν το δημο­ψή­φι­σμα της Κυρια­κής δηλ, που μπο­ρεί κάποιος να ψηφί­σει «όχι» και να του βγει αρι­στε­ρό μνημόνιο.

Ο κόσμος στην ουρά ανοί­γει αμέ­σως κου­βέ­ντα, ψάχνει να βρει τι παί­ζε­ται. Κρα­τά­ει γενι­κά την ψυχραι­μία του και ψυχα­νε­μί­ζε­ται σε γενι­κές γραμ­μές πως το δίλημ­μα τύπου «κορώ­να ή γράμ­μα­τα» στο δημο­ψή­φι­σμα, δεν είναι παρά οι δύο όψεις του ίδιου νομί­σμα­τος –κι ας τον τρο­μο­κρα­τούν με το ενδε­χό­με­νο να αλλά­ξει και να γυρί­σου­με στη δραχ­μή, που κι αυτός το τρέ­μει για­τί έχει ξεχά­σει την ισο­τι­μία: πόσο μας κάνουν 0 ευρώ σε δραχ­μές; Λες να χάσουν την αξία τους αν υποτιμηθούν;

Κι αυτό σου δεί­χνει πού ακρι­βώς υστε­ρούν τα δικά μας επι­χει­ρή­μα­τα. Όχι στο ότι δεν έχουν βάση ή δεν έχουν εξει­δι­κευ­τεί και δεν πεί­θουν τον άλλο. Αλλά ότι δε θα γίνουν ποτέ απλοϊ­κές, συν­θη­μα­τι­κές φρά­σεις, που θα τις επα­να­λαμ­βά­νουν από το πρωί ως το βρά­δυ τα ΜΜΕ, καθι­στώ­ντας τες εύλη­πτες σαν κοι­νή λογι­κή, για να γίνουν κτή­μα του καθε­νός και θα τις νομί­ζει στο τέλος για δικές του απόψεις.

Φτά­νει η σει­ρά του μπρο­στι­νού, που γωνιά μη στε­γνώ­σει μπρο­στά του το άτι­μο το έι-τι-εμ, και τρέ­χει και δε βρί­σκει, όπως με τον πανι­κό για τη βεν­ζί­νη (!), λες κι έρχε­ται πόλε­μος –που μπο­ρεί και να έρχε­ται δηλ, αλλά όχι λόγω του δημο­ψη­φί­σμα­τος. Μετά από ένα σύντο­μο ντους στον κρύο του ιδρώ­τα, το μηχά­νη­μα του βγά­ζει το ποσό που πλη­κτρο­λό­γη­σε, αλλά αυτός βιά­ζε­ται να πάρει και να κρα­τή­σει τα χαρ­το­νο­μί­σμα­τα, πριν του τα πάρουν, κι αυτά μαγκώ­νουν προς στιγ­μήν στην εισ­δο­χή, λες και τα τρα­βά­ει από μέσα η αόρα­τη χεί­ρα της αγο­ράς του Άνταμ Σμιθ και του υπεν­θυ­μί­ζει τα δει­νά που θα έρθουν, αν δεν κλεί­σου­με συμφωνία.

Κι η ζωή συνε­χί­ζε­ται, αλλά το θέμα είναι να αλλάξει…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο