Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Στρατής Τσίρκας, Αλλαξοκαιριά

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Στις  27 Ιανουα­ρί­ου 1980 έφυ­γε από τη ζωή ένας από τους πιο σημα­ντι­κούς και αξιό­λο­γους λογο­τέ­χνες μας, ο Στρα­τής Τσίρ­κας. Τον θυμό­μα­στε σήμε­ρα με το  διή­γη­μα  Αλλα­ξο­και­ριά με το οποίο συμ­με­τεί­χε στον τόμο Δεκα­ο­χτώ Κεί­με­να, που εκδό­θη­κε από τον Κέδρο το 1970 ως πρά­ξη δια­μαρ­τυ­ρί­ας στο δικτα­το­ρι­κό καθε­στώς και στη λογο­κρι­σία που είχε επιβάλει.

Στρα­τής Τσίρ­κας, Αλλαξοκαιριά

Δυο κορί­τσια κατη­φό­ρι­ζαν την οδό Ναυάρ­χου Πέρες. Μέσα στο χει­μω­νιά­τι­κο φως, οι μαύ­ρες μπό­τες τους κρο­τού­σαν στο πεζο­δρό­μι ζευ­γα­ρω­τά. Η πόλη δεν έδει­χνε πως εδώ και μήνες, ξαφ­νι­κά μέσα στη νύχτα, της είχαν στε­ρή­σει τη λευ­τε­ριά. Κόπη­κε το ραδιό­φω­νο, τα τηλέ­φω­να δε λει­τουρ­γού­σαν‘ ύστε­ρα οι κιθά­ρες κλει­δώ­θη­καν. Τρα­γού­δια τέλος, η πόλη βου­βά­θη­κε. Θανά­σι­μη σιω­πή απλώ­θη­κε παντού σα μαύ­ρο χιό­νι. Ώρες και ώρες ακού­ο­νταν τα μωσαϊ­κά πλα­κά­κια της πλα­τεί­ας Σιμόν Μπο­λι­βάρ να ραγί­ζουν αργά, δυό δυό, κάτω απ’ τις ερπύ­στριες των αρμά­των μάχης: ένα τρί­ξι­μο φρι­χτό, σα ραχο­κοκ­κα­λιά κρε­μα­σμέ­νου που ξεβιδώνεται.

Το πεζο­δρό­μι δε χωρού­σε τέσ­σε­ρεις στη σει­ρά. Οι δυό άντρες που ανη­φό­ρι­ζαν, με τα πακέ­τα παρα­μά­σχα­λα, διστά­σαν κάπως. Ο κοντός και παχου­λού­τσι­κος ήταν παπάς‘ ο άλλος, γερα­σμέ­νος, κοκ­κα­λιά­ρης και με τριμ­μέ­νη φορε­σιά, κοντο­στά­θη­κε κι ανα­στέ­να­ξε. Τα κορί­τσια χωρί­στη­καν, παρα­κάμ­ψα­νε τους δυό και ξανα­σμί­ξαν πίσω τους αμί­λη­τα. Ο ψηλός τσά­κω­σε τη μελα­χροι­νή να τον κόβει με τη ματιά της‘ τρί­χες απ’ τα ριχτά μαλ­λιά της ξαν­θής, που τ’ ανέ­μι­ζε το τσου­χτε­ρό αερά­κι, του χάδε­ψαν άθε­λα τ’ αξού­ρι­στο μάγουλο.

- Να με συμπα­θάς, Πεπί­το, για την αγγαρεία.

- Δεν είναι αυτό. Δεν μπο­ρώ να τις συνη­θί­σω, τις μίνι θέλω να πω. Τώρα πήγαν μιά­μι­ση πιθα­μή πάνω απ’ το γόνατο.

Ο παπάς γέλα­σε καλό­καρ­δα‘ τα μάγου­λά του κοκ­κί­νη­σαν. Ήταν πολύ νέος, μόνο το σκλη­ρό κολ­λά­ρο που φορού­σε τα πίσω μπρος κι η μαύ­ρη τρα­χη­λιά πάνω απ’ το που­κά­μι­σο φανε­ρώ­ναν την ιερω­σύ­νη του. Κανείς δεν ήξε­ρε να πει με ποια ιδιό­τη­τα ήταν απο­σπα­σμέ­νος στην πρε­σβεία της Ιρλαν­δι­κής Δημο­κρα­τί­ας. Φίλοι τον είχαν δει μαζί με την πρέ­σβει­ρα να μοι­ρά­ζουν δέμα­τα στις εργα­τι­κές συνοικίες.

Λεω­φο­ρεία, ταξί και κούρ­σες τους προ­σπερ­νού­σαν, σκορ­τσά­ρι­ζαν στον ανή­φο­ρο και τους γέμι­ζαν καυ­σα­έ­ρια. Η Ναυάρ­χου Πέρες είχε γίνει τώρα μονό­δρο­μος‘ αυτό, κι η βου­βα­μά­ρα της νεο­λαί­ας – τα κορί­τσια και τ’ αγό­ρια που άλλο­τε κατε­βαί­ναν αγκα­λια­σμέ­να, συζη­τώ­ντας έξαλ­λα – μόνο αυτά δεί­χναν την αλλα­γή. Κατά τα άλλα, τα ίδια μαγα­ζιά: ένα φωτο­γρα­φείο με μπαλ­λε­ρί­νες και στρα­τη­γούς στη βιτρί­να του, κίτρι­να λου­λού­δια σου­βλε­ρά σα λόγ­χες σ’ ενός ανθο­πώ­λη, μια μπο­τίκ μ’ ένα τόπι πανά­κρι­βο μετα­ξω­τό ξετυ­λιγ­μέ­νο και στην άκρη ένα γιγά­ντιο μπου­κά­λια παρι­ζιά­νι­κο άρω­μα. Κι άλλη μπου­τίκ: ανά­σκε­λα πάνω σε τελά­ρο, κόκ­κι­νη ζακέ­τα κόκ­κι­νη φού­στα, μπρά­τσα και σκέ­λια ολά­νοι­χτα, σαν κάποια κέρι­νη  κοπέ­λα σταυ­ρω­μέ­νη που κάη­κε αφί­νο­ντας πίσω τα φορέ­μα­τά της ατσα­λά­κω­τα. Μια Αμε­ρι­κά­νι­κη Αγο­ρά, ένας αντι­καίρ, μια καφε­τέ­ρια, ένα μανά­βι­κο με βιτρί­να – ψυγείο κι ατσά­λι­να ράφια. Στην πόρ­τα, με ποδιά ως κάτω ακη­λί­δω­τη, ο μανάβης.

- Ε, βιέ­χο! φώνα­ξε αυτός του Πεπί­το αλλά κοί­τα­ζε τον αβά. Με το μεσια­νό δάχτυ­λο έστρω­σε το ψαρό μου­στά­κι του με νόημα.

- Ποιος είναι, σε ξέρει; ρώτη­σε στε­νο­χω­ρη­μέ­νος ο αβάς.

- Κι αυτός από πέρα ήρθε, μαζί μας. Είναι ο Ακά­θαρ­τος, αν έτυ­χε ν’ ακού­σεις. Πάνε πόσα, τριά­ντα χρό­νια; Του το κολή­σα­με μετά που έπε­σε η Μαδρί­τη και βγή­γκα­με στην απο­δη­μία. Τον κου­κού­λω­σε η από­γνω­ση, το γύρι­σε στον κυνι­σμό, γέμι­σε ψεί­ρες. Κι αγα­πού­σε μια – μαυ­ρού­κα και στε­γνή σαν τσί­χλα. Να την έβλε­πες πώς πέτα­γε τις Μολό­τωφ, διά­να πάνω στους πυρ­γί­σκους των θωρα­κι­σμέ­νων! Και στον έρω­τα, μου έλε­γε αυτός, ένα πρά­μα καυ­τό, κι αργή, αργή πανά­θε­μά τη, τον ξεγό­φια­ζε. Μα όταν της ερχό­ταν τ’ αστρο­πέ­λέ­κι, ω Μαντρέ ντε Ντιός, άνοι­γε ένα στό­μα πηγά­δι και ούρ­λια­ζε, Υ νο πασα­ράν, Υ νο πασα­ρά, και χού­φτια­ζε τις πλε­ξού­δες της, και μπού­κω­νε με δαύ­τες μονά­χη το στό­μα της να μην ακού­γε­ται, και σπαρ­τα­ρού­σε σαν τη σαρ­δέλ­λα στην αμμουδιά…Υ νο πασα­ράν! Σα να φοβό­ταν, η άμοι­ρη, πως θα περ­νού­σαν. Κι αυτός εδώ πια, έπια­σε ένα καρο­τσά­κι και που­λού­σε λαχα­νι­κά, σιγά σιγά μεγα­λώ­σαν οι δου­λειές του, ανθρώ­πε­ψε. Μα τώρα, με το πρα­ξι­κό­πη­μα, πήρε πάλι την κάτω βόλ­τα: ξανά­γι­νε κυνικός.

Κοντο­στά­θη­καν στη διά­βα­ση περι­μέ­νο­ντας το πρά­σι­νο για να περά­σουν αντί­κρυ, εκεί άρχι­ζε η πρα­σιά της πλα­τεί­ας. Ο αβάς κάτι μουρ­μού­ρι­ζε βια­στι­κά μέσ’ απ’ τα δόντια του‘ μπο­ρεί και να προ­σευ­χό­ταν για το μανάβη.

- Πάντρε, τον έκο­ψε ο Πεπί­το, τώρα βρή­κες να πεις τα πατερ­μά σου; Έλα , να περά­σου­με. Από μέρες όλο ρωτιέ­μαι για λόγου σου: Τι με θέλει, πού με πάει αυτός ο …παπι­στής; Λίγο το’ χεις να βρι­σκό­ταν απ’ την άλλη μεριά όταν πετσο­κο­βό­μα­στε για τη Δημοκρατία;

- Καλά είσαι; Δεν έχεις αίσθη­ση του χρό­νου; Στα 1936 εγώ δεν είχα ακό­μα γεννηθεί.

- Δε λέω εσύ, απα­τός σου. Λέω κάποιος σαν και σένα, παπάς, καθο­λι­κός. Ποιος διά­βο­λος τα κατά­φε­ρε να βρε­θού­με, εσύ κι εγώ, μέσα στο ίδιο πηγά­δι και να κάνου­με τώρα σκά­λα ο ένας στον άλλο για να βγού­με στο φως;

- Θες να σου πω;

- Ξέρω, οι στρα­τη­γοί, τα μονο­πώ­λια, η C.I.A.

- Όχι‘ μας έσμι­ξε ο πάσχων Χριστός.

- Ε καλά‘ παλιό τρο­πά­ρι αυτό.

Είχαν φτά­σει μπρος στη Λέσχη της Καθο­λι­κής Νεο­λαί­ας. Πίσω απ’ τη διπλή τζα­μό­πορ­τα στε­κό­ταν ο θυρω­ρός, ένας επι­βλη­τι­κός τύπος απ’ εκεί­νους που σου κολ­λούν πλέγ­μα κατω­τε­ρό­τη­τας. Πιο πίσω του πηγαι­νο­ερ­χό­ταν ένας κακο­μού­τσου­νος, στα μαύ­ρα, μ’ ελα­στι­κό περ­πά­τη­μα. Μήτε σάλε­ψαν για να τους ανοί­ξουν, να βοη­θή­σουν τον αβά και το συνο­δό του. Αυτοί βόλε­ψαν τα δέμα­τα στο καμα­ρά­κι του θυρω­ρού, ο αβάς είπε πως ναι, αυτά να μεί­νουν εδώ, είναι τα μηχα­νή­μα­τα και οι ται­νί­ες για την κινη­μα­το­γρα­φι­κή παρά­στα­ση από­ψε και να μην τ’ αγγί­ξει κανείς, εγώ θα σας πω. Ο κακο­μού­τσου­νος όλο κοι­τού­σε το ταβά­νι, αδιάφορος.

- Αυτός δε μ’ άρε­σε, έκα­με ο αβάς όταν βγήκαν.

- Εμ, απο­κρί­θη­κε ο άλλος μοι­ρο­λα­τρι­κά. Ειδο­ποι­ή­θη­κε κιό­λας η Σεκου­ρι­τάδ για το βράδι.

- Σ’ αναγνώρισε;

- Ν’ ανα­γνω­ρί­σει τι;

- Ευτυ­χώς δε μίλη­σες καθόλου.

- Για­τί, αν μιλούσα;

- Τα καστι­λιά­νι­κά σου. Δεν έχει πολ­λούς εδώ…

- Το πολύ να πού­νε: Ο αβάς Σην Ο’ Φλά­χερ­τυ με τον Ισπα­νό βαστά­ζο του.

- Όχι‘ θα πού­νε: Ο Αντό­νιο Αλο­μάρ, άλλο­τε πολι­τι­κός κομ­μι­σά­ριος της 69ης Μεραρ­χί­ας με τον μικρό του αβά.

- Αυτό είναι σοβα­ρό. Δεν το’ ξερα πως ξέρατε…

- Εμ.

- Και ποιος σας είπε πως μπο­ρεί ν’ αλλαξοπίστησα;

- Δεν είσαι εσύ, Πεπί­το. Οι και­ροί αλλά­ξα­νε. Να καθί­σου­με κάπου για να πάρου­με τίποτα;

- Καλύ­τε­ρα να φεύ­γου­με απ’ εδώ.

Ήταν αυτός, ο Αντό­νιο, που ανη­συ­χού­σε τώρα. Μυστι­κοί, σκορ­πι­σμέ­νοι τρι­γύ­ρω, χάζευαν κάτι μωρά με τα παλ­του­δά­κια τους που μπου­σού­λι­ζαν πάνω στην πρα­σιά. Φίλοι παλιοί και νέοι τον ανα­γνώ­ρι­ζαν απο­ρη­μέ­νοι, και τι θα βάζα­νε στο νου τους. Πήραν οι δυό να κατε­βαί­νουν τη Ναυάρ­χου Πέρες. Ο μανά­βης, πάλι στην πόρ­τα του, έκα­με πως δε βλέπει.

- Τι εννο­εί­τε, πάντρε, πως αλλά­ξαν οι καιροί;

- Αντό­νιο Αλο­μάρ, για ποιον με πέρα­σες; Δεν κατα­λα­βαί­νω, θαρ­ρείς, τι γίνε­ται; τον έκο­ψε θυμω­μέ­νος ο αβάς.

Είχε μισο­τε­ντώ­σει τα χέρια μ’ ανοι­χτές παλά­μες και το στο­μα­χά­κι του φού­σκω­νε κάτω απ’ τη μαύ­ρη τρα­χη­λιά. Στ’ αντι­κρι­νό πεζο­δρό­μι, ένας συντα­ξιού­χος με κασκόλ έδι­νε το μπρά­τσο στη γριού­λα του. Κι οι δυό φορού­σαν μυω­πι­κά γυα­λιά. Στα­θή­καν και κοί­τα­ζαν. Μέσα στο νέο κλί­μα της απο­κα­τά­στα­σης των πάντων, ένας ιερω­μέ­νος τσα­κω­νό­ταν μ’ έναν αλή­τη. Μήπως θα χρεια­στεί να τηλε­φω­νή­σουν στο Περιπολικό;

Ο αβάς κοκ­κί­νι­σε πάλι‘ άγγι­ξε τον Πεπί­το στον αγκώ­να για να προ­χω­ρή­σουν και χαμή­λω­σε τη φωνή:

- Άλλο θέλω να πω. Εσείς κι εμείς, άσπροι, κίτρι­νοι, μαύ­ροι, σήμε­ρα, ΣΗΜΕΡΑ ΣΟΥ ΛΕΩ, έχου­με την ίδια μοί­ρα, μας απει­λεί ο ίδιος κίνδυνος.

- Και πώς τον πολε­μούν λοι­πόν; Με μαγνη­το­ται­νί­ες; Αλλά­ζο­ντας τη μου­σι­κή κάποιου ντο­κυ­μα­νταίρ μ’ ένα σπικάρισμα;

- Σπη­κά­ρι­σμα! Δεν τ’ ανα­γνώ­ρι­σες τα λόγια όταν δοκι­μά­ζα­με την ται­νία στο στού­ντιο; Ήταν ο Μιγκέλ ντε Ουνα­μού­νο στο πανε­πι­στή­μιο της Σαλα­μάν­κα. Μπρος στο φασί­στα, το σακά­τη και μισό­τρε­λο στρα­τη­γό, που είχε κρά­ξει το σύν­θη­μα της Μαρο­κι­νής Λεγε­ώ­νας: « Βίβα λα Μου­έρ­τε»! ο προ­φη­τι­κός γέρος, δυό βήμα­τα μόλις από τον τάφο, με φωνή ραγι­σμέ­νη από τη φρί­κη της τρα­γω­δί­ας που πλα­κώ­νει αμεί­λι­χτη , κηρύ­χνει την πίστη του στη ζωή και στις πνευ­μα­τι­κές αξί­ες του ανθρώ­που. Πεπί­το, σήμε­ρα, πρέ­πει να πιά­σει πάλι ν’ αντη­χεί ο Λόγος για να στυ­λω­θούν οι ψυχές.

- Με κου­βέ­ντες, με πλά­γιες ανα­φο­ρές; Σήμε­ρα, πάντρε, αν δεν πεις τα πράγ­μα­τα με τ’ όνο­μά τους, αν δεν τα δεί­ξεις με το δάχτυ­λο, ό,τι κι αν πεις, κι όσο πιο όμορ­φα το πεις, είναι νερό στο μύλο της τυραν­νί­ας. Για δέστε, θα λέει, ποιος παρα­πο­νιέ­ται πως δεν υπάρ­χει ελευθερία;

- Πολύ την υπο­τι­μάς τη νοη­μο­σύ­νη του κόσμου. Εσύ ο Αντό­νιο Αλομάρ;

- Ποιού  κόσμου; Εσείς τι ξέρε­τε απ’ όσα γίνο­νται και λέγονται;

- Ξέρω, Πεπί­το. Η Χίλ­ντα Γκο­μές πέθα­νε τρε­λή, για­τί μια μέρα πριν είδε τον άντρα της να ξεψυ­χά­ει κάτω απ’ τα βασα­νι­στή­ρια κι ύστε­ρα με τον ίδιο τρό­πο να πεθαί­νει το τετρά­μη­νο βρέ­φος της. Άκου, μιλά η καλό­γρια Κάρ­μεν Μπορ­γκές Σιλ­βέι­ρα: «Πάντρε, μ’ ανα­γκά­σα­νε να γυμνω­θώ μπρος στους βασα­νι­στές μου, κι ύστε­ρα μου χώσαν ηλε­κτρό­δια στα γεν­νη­τι­κά όργα­να». Μιλά η Κον­τσί­τα Μαρία Κοθεν­θία Αβε­λάρ: « Με κρε­μά­σα­νε από τα γόνα­τα και τους αγκώ­νες σ’ ένα κοντά­ρι και σ’ αυτή τη στά­ση μου κάμαν ηλε­κτρο­σόκ μ’ ένα τηλέ­φω­νο εκστρα­τεί­ας των 90 βολτ. Σ’ αυτή τη στά­ση ο λοχί­ας Λέο Χερ­νά­ντο με βαρού­σε με το ρόπα­λό του στα πισι­νά, στα καλά­μια, στις πατού­σες. Καμιά φορά στα­μα­τού­σε το ξύλο κι έπια­νε τη σεξουα­λι­κή δραστηριότητα…Το κορ­μί μου χαδεύ­τη­κε, φιλή­θη­κε και κακο­ποι­ή­θη­κε με τέτοιο τρό­πο που δεν τολ­μώ να σας τον περι­γρά­ψω, μην κολα­στεί, πάντρε, κι η ψυχή σας…»

Είχαν στα­θεί κάπου πέντε λεπτά, όρθιοι, στο πεζο­δρό­μι, εκεί στην αρχή της Ναυάρ­χου Πέρες. Ο και­ρός είχε γυρί­σει στα μετα­ξύ, κάτι σα συν­νε­φό­κα­μα, με ζέστη όμως και μπου­μπου­νη­τά. Όσο μιλού­σε ο αβάς, ένα φως περε­χού­σε το ήρε­μο πρό­σω­πό του. Ένα νευ­ρι­κό τρά­ντα­ζε τις κοκ­κα­λιά­ρι­κες πλά­τες του Αντό­νιο. Ιδρώ­τας ( ή δάκρυα;), σα λεπτό­τα­το ρυά­κι γύρευε δρό­μο μέσ’ απ’ τ’ αξού­ρι­στα γένια του. Πήγε να μιλή­σει κι ένας κόμπος του βρά­χνια­σε τη φωνή. Ξέσπα­σε λυσσάζοντας:

- Αφε­λείς, είσα­στε αφε­λείς. Με προ­βο­λές και πάρ­λες θα…Αφελείς, απο­νή­ρευ­τοι, ανί­δε­οι. Παρά­δειγ­μα: Πώς μ’ εμπι­στεύ­τη­κες να σου πακε­τά­ρω μόνος στο στού­ντιο τα μηχα­νή­μα­τα και τις ται­νί­ες; Κι αν έχω κρύ­ψει μέσα καμιά μπόμπα;

- Ξέρω ποιος είσαι. Δε θα’ θελες να σκο­τω­θούν αθώοι.

- Όχι από­ψε. Τώρα , τώρα, εκεί­νος ο κακο­μού­τσου­νος κι ο άλλος , ο θυρωρός.

- Δε φταί­νε κι αυτοί, δεν ξέρουν τι κάνουνε.

Τότε ακού­στη­κε από πέρα μια έκρηξη.

- Πεπί­το; έκα­νε αλα­φια­σμέ­νος ο αβάς κι άπλω­σε το χέρι του που έτρεμε.

Ο άλλος τον κοι­τού­σε χαμο­γε­λώ­ντας αινιγ­μα­τι­κά. Σε λίγο είπε:

- Ξενοιά­σου. Ήταν φουρ­νέ­λο στην πλα­τεία Μπο­λι­βάρ. Ξυλώ­νουν τα μωσαϊ­κά για τη μαρμαρόστρωση.
tsirkas2Δεκα­ο­χτώ κεί­με­να, Κέδρος, Αθή­να 1994 (πανο­μοιό­τυ­πη ανα­τύ­πω­ση του τόμου που είχε εκδο­θεί το 1970) 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο