Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Στρατόπεδα Γυναικών Πολιτικών Εξορίστων

Γρά­φει η ofisofi //

1946 ‑1954. Από το Σου­φλί, την Κομο­τη­νή, τη Νιγρί­τα, τη Νάου­σα, την Ήπει­ρο, την Πελο­πόν­νη­σο και όλη την Ελλά­δα χιλιά­δες γυναί­κες όλων των ηλι­κιών σύρ­θη­καν στις φυλα­κές και στις εξο­ρί­ες, υπέ­στη­σαν σωμα­τι­κά, ηθι­κά και ψυχο­λο­γι­κά βασα­νι­στή­ρια μόνο και μόνο για­τί ονει­ρεύ­τη­καν έναν καλύ­τε­ρο κόσμο, για­τί αντι­στά­θη­καν στον κατα­κτη­τή πολε­μώ­ντας με το ΕΑΜ, για­τί μέλη της οικο­γέ­νειας τους ήταν κομ­μου­νι­στές ή για­τί οι ίδιες ήταν κομμουνίστριες.

Κασια­νή Καρ­ζή, Κλειώ Δελη­βο­ριά, Ευγε­νία Παπα­δά­του, Τασία Σκού­φη, Σωτη­ρία Χατζη­λα­ζα­ρί­δου, Έλλη Ταδο­πού­λου, Δώρα Σιδη­ρο­πού­λου, Μαρία Τρια­ντα­φυλ­λί­δου, Μερ­σί­νη Λια­νο­πού­λου, Μαρία Σωτη­ριά­δη, Μαρία Λιου­δά­κη, Μαρία Δρα­νά­κη, Ευθυ­μία Διά­κου, Πόπη Παπα­τσα­ρού­χα, Μαγδα­λη­νή Σεΐ­ζη, Ποτού­λα Πετα­λω­τή, Ευαγ­γε­λία Αρμε­νά­κη, Ευαγ­γε­λία Φωτιά­δου και πολ­λές πολ­λές, χιλιά­δες άλλες .…

Στα κρα­τη­τή­ρια της Ασφά­λειας και των Μετα­γω­γών δοκι­μά­στη­καν οι αντο­χές τους και έζη­σαν αβά­στα­χτες ταλαιπωρίες.

Γυναίκες στο Στρατόπεδο Χίου. Στο βάθος διακρίνονται τα δύο από τα τρία κτίρια του στρατώνα

Γυναί­κες στο Στρα­τό­πε­δο Χίου. Στο βάθος δια­κρί­νο­νται τα δύο από τα τρία κτί­ρια του στρατώνα

«Κάτω από αυτή την πίε­ση, όσες γυναί­κες μπό­ρε­σαν έκλει­σαν τα σπί­τια τους και τρά­βη­ξαν για τα βου­νά. Εμπι­στεύ­τη­καν οι μητέ­ρες τα παι­διά τους στη γριά μάνα ή σε κάποια συγ­γέ­νισ­σα, φύλα­ξαν οι κοπέ­λες τα κορι­τσί­στι­κα εργό­χει­ρα και άδρα­ξαν το ντου­φέ­κι. Μα όσες δεν πρό­φτα­σαν ή δεν μπό­ρε­σαν να πάρουν τού­το το δρό­μο έζη­σαν ανα­γκα­στι­κά τις φρι­χτές ταλαι­πω­ρί­ες. Έχα­σαν τα σπι­τι­κά τους, αγω­νί­στη­καν σκλη­ρά για τη ζωή των παι­διών τους, σύρ­θη­καν πολ­λές φορές στις φυλα­κές και στις εξο­ρί­ες, και μέσα στα μπου­ντρού­μια των κρα­τη­τη­ρί­ων πέρα­σαν εξευ­τε­λι­σμούς που άρχι­ζαν από το ξύλο και έφτα­ναν στους βια­σμούς και το θάνατο»

Όσες δεν εκτε­λέ­στη­καν, δεν πέθα­ναν από τα βασα­νι­στή­ρια ή δεν υπέ­γρα­ψαν δήλω­ση μετα­νοί­ας εξο­ρί­στη­καν  σε στρα­τό­πε­δα στη Χίο, στο Τρί­κε­ρι, στη Μακρό­νη­σο, στον Άη – Στρά­τη από το 1948 έως το 1954.

Οι γυναί­κες από την επαρ­χία, πριν οδη­γη­θούν στον τόπο της εξο­ρί­ας τους, περ­νού­σαν από το τμή­μα Μετα­γω­γών στον Πειραιά.

«Όσες γυναί­κες δεν γονά­τι­σαν στα κρα­τη­τή­ρια και η Ασφά­λεια δεν είχε στοι­χεία για να τις στεί­λει στα στρα­το­δι­κεία, τις πέτα­ξαν στα ξερο­νή­σια. Τις στέ­ρη­σαν τη λευ­τε­ριά, την οικο­γέ­νεια, τη δου­λειά τους, κάθε χαρά και άνε­ση της ζωής, με την ελπί­δα σιγά σιγά να τις γονα­τί­σουν. Παράλ­λη­λα το επί­ση­μο κρά­τος τις κρα­τού­σε  στα χέρια του σαν ομή­ρους για κάθε περίσταση.»

Σκηνές στο προαύλιο του σχολείου Αγ. Θωμάς για τις "επικίνδυνες"

Σκη­νές στο προ­αύ­λιο του σχο­λεί­ου Αγ. Θωμάς για τις “επι­κίν­δυ­νες”

Πρώ­τος σταθ­μός η Ικα­ρία. Οι απο­στο­λές έφευ­γαν από τον Πει­ραιά και μέσα από το τρι­κυ­μι­σμέ­νο και άγριο Αιγαίο, άρρω­στες και θαλασ­σο­δαρ­μέ­νες έφτα­ναν στο νησί που τις υπο­δέ­χο­νταν η Οργά­νω­ση Συμ­βί­ω­σης Πολι­τι­κών Εξο­ρί­στων, η οποία προ­σπά­θη­σε με κάθε τρό­πο να απα­λύ­νει τη σκλη­ρή καθη­με­ρι­νό­τη­τά τους.  Στον Εύδη­λο, στον Άγιο Κήρυ­κο και στην Πανα­γία έζη­σαν οι εξό­ρι­στες μέχρι που τις φόρ­τω­σαν σε ένα σαπιο­κά­ρα­βο για να τις μετα­φέ­ρουν στη Χίο.

Εκεί πάνω σ’ ένα λόφο, σ’ ένα όμορ­φο τοπίο βρι­σκό­ταν το στρα­τό­πε­δο που τις εγκα­τέ­στη­σαν. Τρεις μεγά­λες διώ­ρο­φες οικο­δο­μές με τα μαγει­ρεία, τα λου­τρά και τους σταύ­λους απο­τε­λού­σαν το Στρα­τό­πε­δο πει­θαρ­χι­κής δια­βί­ω­σης Χίου, μια φυλα­κή στην εξο­ρία. Υπήρ­χαν δύο κατη­γο­ρί­ες κρα­του­μέ­νων, η ομη­ρία, με τις συζύ­γους, μάνες αδελ­φές ανταρ­τών ή κατα­ζη­τού­με­νων και οι πολι­τι­κές κρα­τού­με­νες, που θεω­ρού­νταν επι­κίν­δυ­νες για τη δημό­σια τάξη. Έξο­δος επι­τρε­πό­ταν μία ώρα το πρωί και μία το απόγευμα.

«Όσες ερχό­μα­σταν στο στρα­τό­πε­δο με τις πρώ­τες απο­στο­λές – καθώς είχα­με περά­σει από διά­φο­ρα κρα­τη­τή­ρια και τμή­μα­τα μετα­γω­γών και ήμα­σταν βασα­νι­σμέ­νες και κατά­κο­πες από ταλαι­πω­ρί­ες και σωμα­τι­κά βασα­νι­στή­ρια – είχα­με την ελπί­δα πως θα ησυ­χά­σου­με και θα ξεκου­ρα­στού­με στη Χίο. Πιστεύ­α­με πως η ζωή μας εκεί πέρα θα κυλού­σε πιο ήσυ­χα και πιο ανθρώ­πι­να. Για­τί οι απο­φά­σεις των Επι­τρο­πών Ασφα­λεί­ας όρι­ζαν για ποι­νή μας μονά­χα « την εκτό­πι­σιν εις την νήσον Χίον». Ακό­μα και όταν φθά­σα­με στα κτί­ρια δια­τη­ρού­σα­με την ελπί­δα πως μπο­ρεί αυτά να μας χρη­σί­μευαν μονά­χα για κατοι­κία και πως ελεύ­θε­ρα θα κυκλο­φο­ρού­σα­με στη Χίο.

Στην αυλή του στρατώνα Χίου. Φθινόπωρο 1948

Στην αυλή του στρα­τώ­να Χίου. Φθι­νό­πω­ρο 1948

Όμως πολύ γρή­γο­ρα οι αυτα­πά­τες δια­λύ­ο­νται . Μπαί­νου­με στο κτί­ριο, στους γυμνούς κρύ­ους θαλά­μους με τα πολ­λά παρά­θυ­ρα μα τόσο ψηλά βαλ­μέ­να ώστε μονά­χα ένα κομ­μά­τι ουρα­νού μπο­ρού­με να δού­με, και ένας ενω­μα­τάρ­χης ανα­λαμ­βά­νει να μας προ­σα­να­το­λί­σει στην και­νού­ρια μας κατά­στα­ση, « Στρα­τό­πε­δο πει­θαρ­χι­κής δια­βί­ω­σης». Αυτή είναι η εξο­ρία μας. Που πάει να πει: φυλα­κή στην εξο­ρία. Και όταν η βαριά πόρ­τα του κτι­ρί­ου κλεί­νει με το βρα­δι­νό σιω­πη­τή­ριο, η καρ­διά μας σφίγ­γε­ται και τα μαύ­ρα προ­αι­σθή­μα­τα πλα­κώ­νουν την ψυχή μας γι’ αυτά που μέλ­λο­νται να δού­με. Συγκε­ντρώ­νου­με τις δυνά­μεις μας και προ­ε­τοι­μά­ζου­με τον εαυ­τό μας για και­νού­ριους αγώνες…»

Αυτές οι γυναί­κες όρθω­σαν το ανά­στη­μά τους και πήραν τη ζωή στα χέρια τους φρο­ντί­ζο­ντας να διευ­κο­λύ­νουν τις δύσκο­λες συν­θή­κες , να αλλη­λο­βοη­θη­θούν, να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν εποι­κο­δο­μη­τι­κά όποιον χρό­νο είχαν, να στη­ρί­ξουν η μια την άλλη, να λει­τουρ­γή­σουν στα κρυ­φά σχο­λείο, να μάθουν γράμ­μα­τα τις αγράμ­μα­τες, να δημιουρ­γή­σουν έργα τέχνης με τα εργό­χει­ρά τους, να ψυχαγωγούνται .

«έτσι κυλού­σε η κρυ­φή ζωή μας και τα σχέ­δια εκεί­νων που επε­δί­ω­καν να μας λυγί­σουν απέτυχαν.»

Στο σχο­λείο Άγ. Θωμάς, σε μικρή από­στα­ση από το στρα­τό­πε­δο,  έφτια­ξαν το Παράρ­τη­μα για τις πιο «επι­κίν­δυ­νες». Καμία δεν ήξε­ρε τι συνέ­βαι­νε εκεί.

«Για πολύ και­ρό καμιά γυναί­κα δεν γύρι­σε απ’ το Παράρ­τη­μα στο στρα­τό­πε­δό μας, ώστε να’ χου­με κάποια σωστή πλη­ρο­φο­ρία. Μονά­χα φήμες κυκλο­φο­ρού­σαν, πως τις είχαν φυλα­κι­σμέ­νες μέσα στο κτί­ριο διαρ­κώς, πως τις βασα­νί­ζουν , τις τυραν­νούν. Φήμες που η ίδια η διοί­κη­ση κυκλο­φο­ρού­σε, με σκο­πό να χρη­σι­μο­ποιεί την απει­λή του Παραρ­τή­μα­τος σαν ένα μέσο για να μας φοβί­ζει. Έτσι αφού χώρι­σαν από μας τις «επι­κίν­δυ­νες», τώρα προ­σπα­θού­σαν να μας τρο­μο­κρα­τή­σουν με τη δημιουρ­γία εντυ­πώ­σε­ων γύρω από το Παράρ­τη­μα. Κι αυτή η σκο­πι­μό­τη­τα ήταν ένας απ’ τους λόγους που έπαιρ­ναν αυστη­ρά μέτρα, ώστε να μην υπάρ­χει καμία απο­λύ­τως επα­φή ανά­με­σα σ’ εμάς και στις γυναί­κες του Παραρτήματος…»

Ήταν παιδιά αγωνιστών. Η πολιτεία τα καταδίκασε, η εκκλησία τα αγνόησε

Ήταν παι­διά αγω­νι­στών. Η πολι­τεία τα κατα­δί­κα­σε, η εκκλη­σία τα αγνόησε

Το τρα­γι­κό­τε­ρο όμως απ’ όλα ήταν η αρπα­γή των μικρών παι­διών από τις μάνες τους για να τα κλεί­σουν στο ορφανοτροφείο.

«Σαν κεραυ­νός έπε­σε στο στρα­τό­πε­δο η δια­τα­γή αυτή. Όλες οι μάνες ζητούν ακρό­α­ση από το Διοι­κη­τή, που ύστε­ρα απ’ την επι­μο­νή τους ανα­γκά­ζε­ται να τις δεχτεί για να τις βρί­σει ή να τις διώ­ξει με απει­λές, λέγο­ντάς τους να καθί­σουν ήσυ­χα  για­τί η δια­τα­γή θα πραγ­μα­το­ποι­η­θεί οπωσ­δή­πο­τε. Κλαί­γο­ντας τότε οι μάνες γυρί­ζουν στα κτί­ρια και δέρ­νο­νται, και τρο­μαγ­μέ­να τα παι­διά κρε­μιού­νταν πάνω τους για να τα προ­στα­τέ­ψουν. Η συγκί­νη­ση γενι­κεύ­ε­ται σ’ όλο το στρα­τό­πε­δο για­τί τα παι­διά είναι ολο­νών μας. Τ’ αγα­πού­με όλες, είναι οι μικροί μας άγγε­λοι εδώ. Με στορ­γή πάντα τα φρο­ντί­ζα­με, και τρο­μά­ζου­με στη σκέ­ψη πως θα τα χωρί­σουν απ’ τις μητέ­ρες τους και από μας και θα τα ρίξουν στο ψυχρό και άχα­ρο περι­βάλ­λον του ορφα­νο­τρο­φεί­ου, στε­ρη­μέ­να τώρα πια απ΄όλα, και από τη στορ­γή της μάνας τους κάθε φορά που αρρώ­σται­ναν. Όλες κλαί­με με λυγ­μούς και πονά­με τα παι­διά μας. Νιώ­θα­με τόση λαχτά­ρα όταν τα βλέ­πα­με ζωη­ρά να τρέ­χουν ανά­με­σά μας και όλες αγρυ­πνού­σα­με και συμ­με­ρι­ζό­μα­σταν την αγω­νία της μάνας τους κάθε φορά που αρρώ­σται­ναν. Κλαί­νε κι αυτά με τις μεγά­λες, μα στο τέλος πνί­γου­με την πίκρα μας και προ­σπα­θού­με να τα παρη­γο­ρή­σου­με. Τους παρου­σιά­ζου­με ρόδι­νη τη μελ­λο­ντι­κή ζωή τους, τους προ­σφέ­ρου­με καρα­μέ­λες κι ό,τι άλλο γλυ­κό μάς βρέθηκε.

Το από­γευ­μα ένα αυτο­κί­νη­το στα­μά­τη­σε κατά­ντι­κρυ στο τρί­το κτί­ριο. Ήρθαν να πάρουν τα παι­διά. Δεκα­πέ­ντε κορι­τσά­κια και έξι αγό­ρια ήταν η πρώ­τη σοδειά των γενί­τσα­ρων. Η σκη­νή του απο­χαι­ρε­τι­σμού είναι συγκι­νη­τι­κή. Μπου­κά­ρουν οι γυναί­κες από την πόρ­τα προς τα έξω κι απ΄τα δυο κτί­ρια, και μόνον σαν δέχτη­καν να συνο­δέ­ψουν ορι­σμέ­νες μανά­δες τα παι­διά πεί­θο­νται να ξανα­μπούν στη φυλα­κή τους.

Κεί­νη η μέρα στά­θη­κε τρα­γι­κή στο στρα­τό­πε­δο, δεν έφα­γε καμιά σχε­δόν και σαν έπε­σε το βρά­δυ πέσα­με όλες στα στρώ­μα­τα μας αμί­λη­τες και τσακισμένες.

Είναι οι ίδιοι που μας προ­πα­γάν­δι­ζαν ενά­ντια στο δήθεν παι­δο­μά­ζω­μα των ανταρτών.

Τώρα τα κορι­τσά­κια ίσως το ίδιο ν’ αγρυ­πνούν σαν κι εμάς μακριά από τη μάνα τους, στα κρε­βα­τά­κια του ορφα­νο­τρο­φεί­ου της Χίου. Άρα­γε έφθα­σαν τ΄ αγο­ρά­κια στο ορφα­νο­τρο­φείο της Μυτι­λή­νης, για το οποίο προ­ο­ρί­ζο­νταν; Να τι γύρι­ζε στη σκέ­ψη μας.»

Τον Απρίλη του 1949 το στρατόπεδο Χίου μεταφέρεται στο Τρίκερι

Τον Απρί­λη του 1949 το στρα­τό­πε­δο Χίου μετα­φέ­ρε­ται στο Τρίκερι

Τον Απρί­λη του 1949 οι εξό­ρι­στες γυναί­κες στο στρα­τό­πε­δο της Χίου μετα­φέρ­θη­καν στο Τρί­κε­ρι, ένα νησά­κι στην είσο­δο του Παγα­ση­τι­κού κόλ­που. Εκεί υπήρ­χε στρα­τό­πε­δο ανδρών από το καλο­καί­ρι του 1947 με 3.000 – 4.000 χιλιά­δες κρα­τού­με­νους από χωριά και πόλεις της κεντρι­κής Ελλά­δας που διε­ξά­γο­νταν οι μάχες του εμφυ­λί­ου. Μαζί με αυτούς είχαν φέρει «προ­λη­πτι­κά» γυναί­κες από οικο­γέ­νειες ανταρ­τών και τις είχαν κλεί­σει στο Μονα­στή­ρι του νησιού. Στο μετα­ξύ οι άνδρες είχαν μετα­φερ­θεί στη Μακρό­νη­σο το 1949 και στις άδειες σκη­νές του στρα­το­πέ­δου εγκα­τα­στά­θη­καν οι νεο­φερ­μέ­νες από τη Χίο. Σε μικρό χρο­νι­κό διά­στη­μα ενώ­θη­καν με τις «προ­λη­πτι­κές»

«Στις 4 Απρι­λί­ου 1949 χίλιες δια­κό­σιες γυναί­κες και παι­διά φεύ­γουν από τα κτί­ρια των στρα­τώ­νων της Χίου όπου στε­γά­ζο­νταν και πηγαί­νουν στο Τρίκερι. 

Για πρώ­τη φορά ύστε­ρα από έναν χρό­νο βγαί­να­με από τη βρώ­μι­κη και μολυ­σμέ­νη ατμό­σφαι­ρα της φυλα­κής μας. Το καρά­βι, που μας πέρα­σε σ’ όλο το πλά­τος του Αιγαί­ου όσο να φτά­σει στις αχτές του Πηλί­ου, πάλε­ψε με την άγρια φουρ­τού­να. Μας είχαν πετά­ξει μέσα στις φρι­χτές του καμπί­νες, όπως ήμα­σταν, εξα­ντλη­μέ­νες και πει­να­σμέ­νες. Δυο από τις απο­στο­λές κιν­δύ­νε­ψαν να πνι­γούν, η πρώ­τη μάλι­στα γύρι­σε πίσω(…)

Το καρά­βι που μας πήρε ήταν βαμ­μέ­νο μαύ­ρο. Μαύ­ρο ήταν και το εσω­τε­ρι­κό του από την καπνιά. Όταν σκο­τί­νια­σε κι ανοί­χτη­κε στη θάλασ­σα, μας κυρί­ε­ψε τρο­μά­ρα και φρί­κη καθώς ανε­βο­κα­τέ­βαι­νε στα κύμα­τα, τρί­ζο­ντας και βογκώ­ντας. Ο καπε­τά­νιος απο­φά­σι­σε να γυρί­σει πίσω στο λιμά­νι, μα οι αξιω­μα­τι­κοί της Χωρο­φυ­λα­κής που μας συνό­δευαν τον διέ­τα­ξαν να προ­χω­ρή­σει. Έτσι περά­σα­με μια νύχτα φοβε­ρή στο φουρ­του­νια­σμέ­νο Αιγαίο, ενώ είχα­με σωθεί από τόσα παθή­μα­τα τους δύο τελευ­ταί­ους πολέμους.

Η μία χτυ­πιό­ταν πάνω στην άλλη με βογκη­τά. Πολ­λές είχαν χάσει τις αισθή­σεις τους και έμε­ναν ακί­νη­τες σαν νεκρές, άλλες μοι­ρο­λο­γού­σαν, τα παι­δά­κια δυστυ­χι­σμένς έκλαι­γαν σπα­ρα­χτι­κά και οι φυμα­τι­κές έφτυ­ναν αίμα μαζί με χολή(…) 

Το βρά­δυ της άλλης μέρας , όσο πλη­σιά­ζα­με στο Πήλιο, τα νερά γαλή­νευαν. Πέρα στην άκρη του είδα­με ένα νησί πρά­σι­νο και ήμε­ρο. Είδα­με το Τρί­κε­ρι ανά­με­σα στις ελιές που έφτα­ναν ως το κύμα και λίγα γκρί­ζα  σπι­τά­κια και ψαρό­βαρ­κες αραγ­μέ­νες στο μουράγιο».

Αλυσίδα για το ξεφόρτωμα

Αλυ­σί­δα για το ξεφόρτωμα

Αυτό το μικρό και ήρε­μο νησά­κι έγι­νε τόπος μαρ­τυ­ρί­ου για τις χιλιά­δες γυναί­κες που έζη­σαν εδώ. Από την πρώ­τη στιγ­μή που το καρά­βι τις ξεφόρ­τω­σε άρχι­σε η ταλαι­πω­ρία τους. Ταλαι­πω­ρη­μέ­νες από το ταξί­δι, έπρε­πε να ανε­βούν φορ­τω­μέ­νες τον από­το­μο ανή­φο­ρο για το Μονα­στή­ρι και μετά να κατε­βούν για το στρα­τό­πε­δο «ανά­με­σα από βρά­χια κι αγκά­θια , πορεία δύο και πάνω χιλιομέτρων».

Το στρα­τό­πε­δο ήταν περι­φραγ­μέ­νο με συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα «πλεγ­μέ­να σε σιδε­ρέ­νιους πάσ­σα­λους ριζω­μέ­νους μέσα στο νερό». Εκεί όρι­σαν τον τόπο που θα έμε­ναν και αυτές ρίχτη­καν στη δου­λειά για να ξανα­στή­σουν τα πεσμέ­να μικρά αντί­σκη­να που οι άνδρες είχαν αφή­σει φεύ­γο­ντας για τη Μακρόνησο.

«Όταν την άνοι­ξη του 1949 μαζεύ­τη­καν τρεις χιλιά­δες περί­που γυναί­κες στο νησί, έστη­σαν και μικρά ατο­μι­κά αντί­σκη­να ολό­γυ­ρα από τα λιό­φυ­τα του Μονα­στη­ριού. Όλες αυτές οι μικρές τέντες ήταν τρύ­πιες και κατα­στραμ­μέ­νες και μόλις έβρε­χε έστα­ζαν και μού­σκευαν τα στρώ­μα­τα ή τα ξερά χόρ­τα που πάνω κει πλά­για­ζαν οι εξό­ρι­στες με τα μωρά τους. Ήταν τόσο χαμη­λές, που έπρε­πε να διπλώ­σεις το κορ­μί σου για να μπεις μέσα και να βρί­σκε­σαι  συνε­χώς καμπου­ρια­σμέ­νη. Όταν έπε­φταν οι μεγά­λες βρο­χές τα πάντα πλημ­μύ­ρι­ζαν με λάσπη και νερό και τα μικρά έκλαι­γαν αντά­μα με τις μάνες και τις για­γιά­δες τους.»

Οι εξό­ρι­στες  είχαν να αντι­με­τω­πί­σουν  τις άγριες και­ρι­κές συν­θή­κες, τις βαριές αγγα­ρεί­ες, την  λει­ψυ­δρία, τις αρρώ­στιες και τις επι­δη­μί­ες, τον υπο­σι­τι­σμό. Ζού­σαν με στρα­τιω­τι­κή πει­θαρ­χία και ένιω­θαν στο πετσί τους  τη σκλη­ρό­τη­τα και την απο­νιά των φρου­ρών . Κάθε είδους μόρ­φω­ση , ψυχα­γω­γία και ξεκού­ρα­ση ήταν απα­γο­ρευ­μέ­να. Όλα αυτά συν­δυα­σμέ­να με μελε­τη­μέ­να ψυχο­λο­γι­κά μέσα είχαν στό­χο να τους σπά­σουν το ηθι­κό, να τις εξευ­τε­λί­σουν και να τις ανα­γκά­σουν να υπο­γρά­ψουν δήλωση.

Το μωρό από κοντά

Το μωρό από κοντά

Παρ’ όλα αυτά οι γυναί­κες φρό­ντι­σαν μέσα σε αυτές τις συν­θή­κες να βελ­τιώ­σουν τη ζωή τους και να απα­λύ­νουν τα βάσα­να τους, ακό­μα και να μορ­φω­θούν παρα­κο­λου­θώ­ντας μαθή­μα­τα αψη­φώ­ντας τις απα­γο­ρεύ­σεις και να οργα­νώ­νουν θεα­τρι­κές παρα­στά­σεις και άλλες καλ­λι­τε­χνι­κές εκδηλώσεις.

Οι δυσκο­λί­ες και οι κακου­χί­ες μεγά­λω­σαν ακό­μα περισ­σό­τε­ρο όταν το στρα­τό­πε­δο Γυναι­κών του Τρί­κε­ρι πέρα­σε στα χέρια του νικη­τή στρα­τού , στις 15 Νοέμ­βρη 1949. Από αυτή την επο­χή το στρα­τό­πε­δο υπά­γε­ται στον Οργα­νι­σμό Ανα­μορ­φώ­σε­ως Μακρο­νή­σου , που ανέ­λα­βε την «ανα­μόρ­φω­ση» των γυναι­κών στο Τρίκερι.

«Είχα­με βαρυ­χει­μω­νιά το 1949, τέτοια που σπά­νια πέφτει στο νησά­κι του Τρί­κε­ρι. Καΐ­κι δεν μπο­ρού­σε να αρά­ξει στον κολ­πί­σκο. Τα μεγά­λα αμε­ρι­κά­νι­κα αντί­σκη­να κλο­νί­ζο­νταν  και έπε­φταν από το βοριά. Ο γραί­γος, ο παγω­μέ­νος άνε­μος της Θεσ­σα­λί­ας, έγδερ­νε στε­ριά και θάλασ­σα και πάγω­νε τα νερά. Τα χιο­νό­νε­ρα έστα­ζαν και έτρε­χαν μέσα στο στρα­τό­πε­δο , πλημ­μυ­ρί­ζο­ντας τις σκη­νές και τα μαγει­ρειά… Το καΐ­κι τότε άρα­ζε στη δυτι­κή ακτή του νησιού, που ήταν περισ­σό­τε­ρο απά­νε­μη. Έπρε­πε να πάμε εκεί κάτω για να το ξεφορ­τώ­σου­με. Ανε­βά­ζα­με τσου­βά­λια, βαρέ­λια και κασό­νια από τα γκρε­μνά, με κίν­δυ­νο να γλι­στρή­σου­με και να σκο­τω­θού­με. Ύστε­ρα τα κου­βα­λού­σα­με στις κακο­το­πιές για να τα πάμε ως την απο­θή­κη. Όσο περ­νού­σαν οι μέρες εκεί­νου του Δεκέμ­βρη ένας κλοιός έσφιγ­γε τη ζωή μας, που κάθε μέρα γινό­ταν χει­ρό­τε­ρη. Νιώ­θα­με πως δεν είμα­στε πια εξό­ρι­στες μήτε σε στρα­τό­πε­δο « Πει­θαρ­χι­κής Δια­βιώ­σε­ως», μα αιχ­μά­λω­τοι και όμη­ροι πολέ­μου. Η στρα­τιω­τι­κή Διοί­κη­ση εξα­κο­λου­θού­σε  τώρα με μεγα­λύ­τε­ρη έντα­ση την προ­πα­γάν­δα της, για να μας κάνει να πιστέ­ψου­με πως ο Δημο­κρα­τι­κός Στρα­τός δεν υπάρ­χει πια. Καθη­με­ρι­νά έφερ­ναν αντάρ­τες και ακό­μα περισ­σό­τε­ρο αντάρ­τισ­σες από το στρα­τό­πε­δο της Λάρι­σας για να μας βγά­λουν λόγο…»

Γυναίκα της Εθνικής Αντίστασης γνέθει μαλλί στο Τρίκερι

Γυναί­κα της Εθνι­κής Αντί­στα­σης γνέ­θει μαλ­λί στο Τρίκερι

Η κάθε μέρα ήταν πιο άθλια από την άλλη, η προ­πα­γάν­δα και οι πιέ­σεις για την υπο­γρα­φή δήλω­σης γίνο­νταν ανε­λέ­η­τες. Συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα στή­θη­καν για να απο­μο­νώ­σουν όσες γυναί­κες θεω­ρού­σαν στε­λέ­χη, το συσ­σί­τιο λιγό­στευε, το κρύο περό­νια­ζε κάθε σημείο του κορ­μιού τους , τα παι­διά χλω­μά από την πεί­να , οι αγγα­ρεί­ες ατε­λεί­ω­τες. Μέσα σε αυτή τη χαο­τι­κή κατά­στα­ση άρχι­σε να κυκλο­φο­ρεί η φήμη για τη μετα­φο­ρά των γυναι­κών στη Μακρόνησο.

Στη­μέ­νες ώρες ολό­κλη­ρες μέσα στο χιό­νι άκου­γαν τα κηρύγ­μα­τα και τις νου­θε­σί­ες των δεσμο­φυ­λά­κων  τους, που πολ­λές φορές ήταν διά­φο­ροι «ανα­νή­ψα­ντες» , χει­ρό­τε­ροι στη συμπε­ρι­φο­ρά και στο μίσος που έβγα­ζαν από τους άλλους.

«Η ζωή στο Τρί­κε­ρι , παρ’ όλες τις τελευ­ταί­ες ταλαι­πω­ρί­ες, θα σας φανεί ειδυλ­λια­κή όταν θα αντι­κρί­σε­τε το Μακρο­νή­σι. Θέλω να σας πω μερι­κά πράγ­μα­τα και εύχο­μαι να σας κάνουν να ξεκα­θα­ρί­σε­τε τη θέση σας. Θα τα θυμη­θεί­τε όλα αυτά που θα σας πω, αν τώρα δεν κάνε­τε μια απλή δήλω­ση για να φύγε­τε με την τελευ­ταία απο­στο­λή στα σπί­τια σας. Στη Μακρό­νη­σο θα σας ζητή­σουν περισ­σό­τε­ρα πράγ­μα­τα και θ’ ανα­γκα­στεί­τε να κάνε­τε πολές υπο­χω­ρή­σεις , ομι­λί­ες από το ραδιό­φω­νο, γράμ­μα­τα στις αρχές του τόπου σας, αγγα­ρεί­ες κλπ. Εξάλ­λου σας λέω για μια ακό­μα φορά πως η υπό­θε­ση του αγώ­να, που κι εγώ κάπο­τε είχα για σκο­πό στη ζωή μου, είναι χαμένη.»

Πολ­λές γυναί­κες, κυρί­ως «προ­λη­πτι­κές»,  ανα­γκά­στη­καν να υπο­γρά­ψουν και

Η μέρα της άφιξης των γυναικών στη Μακρόνησο

Η μέρα της άφι­ξης των γυναι­κών στη Μακρόνησο

«Λίγες λίγες έφευ­γαν από μας σαν κυνη­γη­μέ­να που­λιά, δυστυ­χι­σμέ­νες, ταπει­νω­μέ­νες και πονε­μέ­νες. Δεν γύρι­ζαν να μας κοι­τά­ξουν στα μάτια, για­τί ένιω­θαν πολύ καλά το κακό που έκα­ναν να μας αφή­σουν μονά­χες στ’ άγρια χέρια του στρα­τού. Οι περισ­σό­τε­ρες είχαν χάσει τους άντρες τους και τα παι­διά τους στον εμφύ­λιο πόλε­μο. Ποθού­σαν να τρέ­ξουν γρή­γο­ρα στα χωριά τους, στα χαμέ­να και λεη­λα­τη­μέ­να σπί­τια τους και να σώσουν τα παι­διά που υπέ­φε­ραν μαζί τους τα βάσα­να της εξορίας.»

Στις 25 Γενά­ρη του 1950 ξεκί­νη­σαν το εφιαλ­τι­κό ταξί­δι για την κόλα­ση της Μακρο­νή­σου. Πριν όμως επι­βι­βα­στούν στο αρμα­τα­γω­γό «Αχε­λώ­ος» πέρα­σαν αβά­στα­χτα μαρ­τύ­ρια καθώς έπρε­πε να ξερι­ζώ­σουν μέσα από τα νερά  τους σκου­ρια­σμέ­νους πασ­σά­λους του στρα­το­πέ­δου και να μαζέ­ψουν τα αλύ­γι­στα και αγκα­θω­τά συρματοπλέγματα.

«Τα φου­στά­νια μας ξεσκί­ζο­νταν , τρυ­πού­σαν οι κάλ­τσες και τα πόδια μας. Το αίμα πότι­ζε τους τσου­βα­λέ­νιους επι­δέ­σμους, κλαί­γα­με σαν μωρά παι­διά από τον πόνο και το τσου­χτε­ρό χιο­νό­νε­ρο. Κι όμως χαι­ρό­μα­σταν να βγά­ζου­με τα συρ­μα­τέ­νια αγκά­θια , αυτά που τόσα χρό­νια έσφιγ­γαν τη ζωή μας. Έτσι ξερι­ζώ­θη­καν τα συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα του στρα­το­πέ­δου του Τρί­κε­ρι από τις ίδιες τις κρα­τού­με­νες το Γενά­ρη του 1950.»

Το ίδιο μαρ­τυ­ρι­κό ήταν και το ξερί­ζω­μα και ανέ­βα­σμα ενός τερά­στιου κλι­βά­νου από τη δυτι­κή ακρο­για­λιά στο Μοναστήρι.

ofisofi2l

«Όλα αυτά ήταν υπο­λο­γι­σμέ­να και γίνο­νταν για να βασα­νι­στού­με, για να υπο­γρά­ψου­με εκεί ή μόλις φθά­να­με στη Μακρό­νη­σο εξα­ντλη­μέ­νες ψυχι­κά και σωματικά.»

1145 γυναί­κες και παι­διά μαζί με άλλες πενή­ντα από την Ικα­ρία έφυ­γαν εκεί­νη τη μέρα , την 25η Γενά­ρη του 1950, για τη Μακρό­νη­σο. Στοι­βαγ­μέ­νες  σαν τα ζώα, « αναί­σθη­τες από την κού­ρα­ση και τον πόνο» με τις δια­τα­γές να μην τις αφή­νουν να πάρουν ανά­σα. Οι γυναί­κες αυτές έκα­ναν άθλους που δεν τους φαντά­ζε­ται ο ανθρώ­πι­νος νους και οδη­γού­νταν σαν τα πρό­βα­τα στο σφαγείο.

Το από­γευ­μα της ίδιας μέρας το πλοίο άρα­ξε στο Λαύριο.

«Μας έδει­ξαν πέρα ανα­το­λι­κά το νησί, μια στε­ριά γυμνή, και μακρι­νή, σαν πετρω­μέ­νος δρά­κος μέσα στα κύμα­τα. Επά­νω της ξεχώ­ρι­ζαν άσπρες αυλα­κιές και πολ­λά ηλε­κτρι­κά φώτα , που έφεγ­γαν θαμπά στο φως της αυγής. Ξημε­ρώ­νο­ντας, τα φώτα έσβη­σαν και οι αυλα­κιές έγι­ναν πιο έντο­νες. Άρχι­σαν να ξεχω­ρί­ζουν μαύ­ρες σκη­νές τοπο­θε­τη­μέ­νες σε αρά­δες. Όλα ήταν ασπρο­σμέ­να, βαλ­μέ­να σε τάξη που θύμι­ζε Γερ­μα­νούς. Πρα­σι­νά­δα ή δέντρο που­θε­νά. Το νησί όσο ξημέ­ρω­νε γινό­ταν πιο απο­κρου­στι­κό, πιο τρομερό.»

Πρώ­τη φορά γυναί­κες εξό­ρι­στες έρχο­νταν στη Μακρό­νη­σο. Ρίγος , αγω­νία και ερω­τη­μα­τι­κά τις πολιορ­κού­σαν για την τύχη τους. Δεν ήξε­ραν τι τις περί­με­νε πατώ­ντας το πόδι τους σ’ αυτό το βρά­χο που τον έδερ­ναν τα κύμα­τα και τον μαστί­γω­ναν οι αέρηδες.

Ξανά πίσω στο Τρίκερι

Ξανά πίσω στο Τρίκερι

«Βγή­κα­με πάνω σ’ ένα δρό­μο και βαδί­ζα­με ανά­με­σα από τις θλι­βε­ρές μάζες των «ανα­μορ­φω­μέ­νων». Όλοι μάς κοί­τα­ζαν περί­ερ­γα μην τολ­μώ­ντας να μας μιλή­σουν. Ήταν η πρώ­τη φορά που έβλε­παν γυναί­κες πάνω στους ματω­μέ­νους δρό­μους του Μακρο­νη­σιού. Στα τέσ­σε­ρα τελευ­ταία χρό­νια που απλω­νό­ταν η ζωή του μακρο­νη­σιώ­τι­κου κάτερ­γου, εδώ δεν έφερ­ναν παρά μόνο άντρες. Ναύ­τες, φαντά­ρους, αξιω­μα­τι­κούς, και τέλος πολί­τες, φυλα­κι­σμέ­νους και εξό­ρι­στους. Και αυτή εδώ η πορεία μιας ταλαι­πω­ρη­μέ­νης φάλαγ­γας γυναι­κών ήταν, χωρίς άλλο, μια δυσά­ρε­στη, ίσως ακό­μα και μια τρα­γι­κή ποι­κι­λία στη σκλη­ρή ζωή των δεσμω­τών της Μακρονήσου.

Όλοι τους ήξε­ραν τι μας περίμενε…

Ήμα­σταν ακό­μα σαστι­σμέ­νες από τις πρώ­τες μας εντυ­πώ­σεις όταν γνω­ρί­σα­με έναν και­νού­ριο εχθρό που δεν μπο­ρού­σα­με να υπο­πτευ­θού­με νωρί­τε­ρα. Σ’ όλο το μάκρος του δρό­μου, σε κοντι­νές απο­στά­σεις, ήταν τοπο­θε­τη­μέ­να μεγά­φω­να που βού­ι­ζαν ταυ­τό­χρο­να, εκνευ­ρι­στι­κά, σκε­πά­ζο­ντας κάθε άλλο θόρυβο.

Τα μεγά­φω­να φώναζαν:

«Γυναί­κες! Δεν αρμό­ζουν στα δικά σας χέρια οι αλυ­σί­δες του κομμουνισμού!»

«Ελλη­νί­δες, γυρί­στε κει που η φωτιά του πατρι­κού σπι­τιού καίει!»

«Ως πότε θα γυρί­ζε­τε στα ξερο­νή­σια! Οι αρχη­γοί σας εξο­ντώ­θη­καν! Τι περιμένετε;»

«Ελλη­νί­δες, ζητή­στε τη συγ­γνώ­μη της πατρί­δος! Είναι μεγα­λό­καρ­δη μητέ­ρα η Ελλά­δα και θα σας δώσει τη συγ­γνώ­μη της. Ζητή­στε την!»

Όλο το νησί βού­ι­ζε παρά­ξε­να, απειλητικά.»

Μαστόρισσες, τσαγκαρίνες, κορδελιάστρες

Μαστό­ρισ­σες, τσα­γκα­ρί­νες, κορδελιάστρες

Η ατμό­σφαι­ρα θανά­σι­μη. Σε εκεί­νο το νησί βρί­σκο­νταν πολ­λοί συγ­γε­νείς  και φίλοι των γυναι­κών. Πάνω σε αυτή τη σχέ­ση και την επι­θυ­μία να συνα­ντη­θούν στή­θη­κε το εφιαλ­τι­κό και αρρω­στη­μέ­νο σκη­νι­κό του γενι­κού επι­σκε­πτη­ρί­ου με ιδιώ­τες και φαντά­ρους «ανα­νή­ψα­ντες» με σκο­πό να συνει­δη­το­ποι­ή­σουν οι γυναί­κες τι τις περί­με­νε ακού­γο­ντας τις τρα­γι­κές αφη­γή­σεις τους.

«Όταν τελεί­ω­σε το επι­σκε­πτή­ριο και γυρί­σα­με στις σκη­νές μας ο άνε­μος λυσ­σο­μα­νού­σε πιο άγρια παρά ποτέ. Σ’ όλο τον καταυ­λι­σμό, σ’ όλα τ’ αντί­σκη­να πλα­νιό­ταν επί­μο­να οι ίδιες λέξεις: Το τρελ­λά­δι­κο, οι σακα­τε­μέ­νοι, οι ακρω­τη­ρια­σμέ­νοι, οι σκο­τω­μέ­νοι μέσα στη χαράδρα…Όλες οι φοβέ­ρες του Παπα­για­νό­που­λου γι’ αυτά τα μυστη­ριώ­δη  «άλλα μέσα» φωτί­στη­καν  με το τρα­γι­κό φως που έρι­ξαν πάνω τους τα ίδια τα θύμα­τα, τ’ αδέρ­φια μας, οι άντρες μας, τα παι­διά μας. Όλη μας η σκέ­ψη, όλος μας ο νους, ολό­κλη­ρο το είναι μας συγκε­ντρώ­θη­κε σ’ ένα σκλη­ρό ερώ­τη­μα: Θ’ αντέ­ξου­με εμείς;»

30 Γενά­ρη τα χαρά­μα­τα άρχι­σε η έφο­δος των αλφα­μι­τών στις σκη­νές των γυναι­κών. Με βρι­σιές τις συγκέ­ντρω­σαν στη μικρή πλα­τειού­λα του θεά­τρου. Ούρ­λια­ζαν από τα μεγά­φω­να οι απει­λές, άνα­βαν οι αλφαμίτες.

«Πάνω από το ανυ­πε­ρά­σπι­στο πλή­θος των γυναι­κών φτε­ρού­γι­σε ο κίν­δυ­νος του θανά­του. Δεν φοβό­μα­σταν τον ίδιο το θάνα­το. Αν μας έλε­γαν πως θα μας σκό­τω­ναν κεί­νη την ώρα, σ’ ένα λεπτό, θ’ ανα­σαί­να­με με ανα­κού­φι­ση . Σαν αστρα­πή μια σκέ­ψη παρή­γο­ρη  κυριάρ­χη­σε στο νου μας: Είναι ευτύ­χη­μα ότι είμα­στε εξα­ντλη­μέ­νες από τις αγγα­ρεί­ες και δεν θα υπο­φέ­ρου­με πολ­λή ώρα. Θα τελειώ­σου­με γρή­γο­ρα πάνω στο πρώ­το ξυλοκόπημα…Φέρνουμε το βλέμ­μα ολό­γυ­ρα πάνω απ’ τη συμπα­γή μάζα που φτιά­χνουν τα κορ­μιά μας. Σφιγ­γό­μα­στε κοντά κοντά . Κρα­τιό­μα­στε απ΄τα χέρια. Ο εαυ­τός μας χάνε­ται μέσα στη μάζα. Είμα­στε όλες ένα. Ένα με τους σακα­τε­μέ­νους  ήρω­ες της χαρά­δρας. Ένα μ’ όλους τους μάρ­τυ­ρες του λαού. Κρα­τά­με την ανά­σα. Όλη μας η δύνα­μη, όλη μας η σκέ­ψη συγκε­ντρώ­νε­ται σ’ έναν πόθο: Ν’ αντέ­ξου­με! Να μην προδώσουμε!»

ofisofi2o

Αυτή η ψυχο­λο­γι­κή πίε­ση που είχε την τρο­με­ρή μορ­φή των βασα­νι­στη­ρί­ων οδή­γη­σε δια­κό­σιες γυναί­κες στην υπο­γρα­φή δήλω­σης. Συνέ­χι­ζαν οι υπό­λοι­πες, που ξυλο­κο­πή­θη­καν άγρια μία μία χωρι­στά. Μια ανά­παυ­λα και πάλι και­νού­ρια επί­θε­ση με μεγα­λύ­τε­ρη λύσ­σα. Και στη συνέ­χεια το επισκεπτήριο.

«Τίπο­τα πιο σατα­νι­κό από ένα τέτοιο σχέ­διο. Τη στιγ­μή που συγκε­ντρώ­νεις όλες σου τις δυνά­μεις, τον εαυ­τό σου ολό­κλη­ρο, σε μια μονά­χα σκέ­ψη : «ν’ αντέ­ξω», και δεν υπάρ­χει για σένα τίποτ’ άλλο έξω απ’ αυτό, τη στιγ­μή αυτή οι δήμιοι σε δένουν και πάλι με τα νήμα­τα της ζωής. Σε φέρ­νουν αντί­κρυ στα δακρυ­σμέ­να μάτια του πατέ­ρα και του αδερ­φού… Οι σκη­νές ήταν τρα­γι­κές. Ολό­κλη­ρες οικο­γέ­νειες που αντα­μώ­θη­καν κεί­νη την ώρα έκλαι­γαν λυπη­τε­ρά. Άλλοι προ­σπα­θού­σαν να πεί­σουν τις αδερ­φά­δες τους ότι ήταν άσκο­πη η επι­μο­νή τους, για­τί νωρί­τε­ρα ή αργό­τε­ρα θα υπέ­κυ­πταν, για­τί οι δήμιοι δεν κου­ρά­ζο­νται να βασα­νί­ζουν ημέ­ρες και βδο­μά­δες ολό­κλη­ρες, ότι είναι προ­τι­μό­τε­ρο να φύγουν τώρα παρά να μεί­νουν σακα­τα­μέ­νες ή να τρε­λα­θούν, χωρίς ελπί­δα να νική­σουν ως το τέλος.»

Όλα αυτά ενι­σχύ­ο­νταν και από την ιδε­ο­λο­γι­κή – αντι­κομ­μου­νι­στι­κή εκστρα­τεία που είχε στό­χο την «ανα­μόρ­φω­ση» Γι’ αυτό και απα­γο­ρευό­ταν κάθε πνευ­μα­τι­κή ασχο­λία των κρα­του­μέ­νων. Μόνο ό,τι ακου­γό­ταν από τα μεγά­φω­να του στρα­το­πέ­δου. Στο χώρο του θεά­τρου γινό­ταν καθη­με­ρι­νά το μάθη­μα της «εθνι­κής αγω­γής». Πολ­λές φορές δια­βά­ζο­νταν επι­στο­λές δια­φό­ρων «θυμά­των των συμ­μο­ρι­τών» και γίνο­νταν δια­φω­τι­στι­κές ομι­λί­ες. Έτσι μαρ­τυ­ρι­κά κυλού­σαν οι μήνες και βασα­νι­στι­κά περ­νού­σε η ζωή μέχρι τον Ιού­λιο του 1950. Η κατά­στα­ση φαι­νό­ταν να αλλά­ζει, αλλά οι κρα­τού­με­νες έπρε­πε να απα­ντή­σουν ενυ­πό­γρα­φα στο ερώ­τη­μα αν προ­τι­μούν το Τρί­κε­ρι ή τη Μακρό­νη­σο. Η απά­ντη­σή τους ήταν ότι ήθε­λαν να μπει τέρ­μα στο μαρ­τύ­ριο τους, ούτε Τρί­κε­ρι ούτε Μακρό­νη­σο. Η επι­θυ­μία τους όμως δεν εισα­κού­στη­κε. Στις 31 Ιου­λί­ου έφυ­γαν από την Μακρό­νη­σο για το Τρίκερι.

Εκεί επέ­στρε­ψαν 480 γυναί­κες, όσες δεν δέχτη­καν να υπο­γρά­ψουν «δήλω­ση μετα­νοί­ας» στη Μακρό­νη­σο. Η δια­τα­γή ήταν να πάνε στον ίδιο τόπο που ήταν και πριν, στο γυμνό και από­κρη­μνο δυτι­κό ακρω­τή­ρι του νησιού. Η αντί­δρα­ση τους υψώ­θη­κε σε μια φωνή και κατόρ­θω­σαν με δυνα­μι­σμό και πεί­σμα να κατα­λά­βουν τα κελιά του Μοναστηριού.

«Το Τρί­κε­ρι έγι­νε πάλι μια κυψέ­λη εργα­σί­ας και μόρ­φω­σης, ένα ιδιό­μορ­φο μονα­δι­κό στον κόσμο, γυναι­κείο Μοναστήρι…»

Τον Απρί­λιο του 1953 προ­στέ­θη­καν δέκα εργά­τριες και στα­δια­κά και άλλες «επι­κίν­δυ­νες». Στο τέλος του Σεπτέμ­βρη μετα­φέρ­θη­καν στον Άη – Στρά­τη, όπου έζη­σαν λίγα χρό­νια ακό­μα εκτοπισμένες.

ofisofi2pΤα απο­σπά­σμα­τα και οι φωτο­γρα­φί­ες είναι από το ιστο­ρι­κό ντο­κου­μέ­ντο Στρα­τό­πε­δα Γυναι­κών, Χίος – Τρί­κε­ρι, Μακρό­νη­σος, Αι- Στρά­της. 1948 – 1954 που κυκλο­φό­ρη­σαν  το 2006 οι εκδό­σεις Αλφειός  με πρω­το­βου­λία του Συλ­λό­γου Πολι­τι­κών Εξο­ρί­στων Γυναι­κών.  Περι­λαμ­βά­νο­νται τα κεί­με­να ομά­δας γυναι­κών που είναι γνω­στά ως τα «θαμ­μέ­να τετρά­δια» και βρέ­θη­καν κρυμ­μέ­να στις κου­φά­λες των δέντρων στο Τρί­κε­ρι. Το υλι­κό περιέ­σω­σε η Ρόζα Ιμβριώ­τη και εξέ­δω­σε αρχι­κά η Βικτω­ρία Θεο­δώ­ρου. Το φωτο­γρα­φι­κό υλι­κό σώθη­κε και αυτό κάτω από δύσκο­λες συν­θή­κες. Επι­ση­μαί­νε­ται ότι στις περισ­σό­τε­ρες φωτο­γρα­φί­ες οι γυναί­κες φαί­νο­νται να χαμο­γε­λούν. Ήταν ο μόνος τρό­πος για να περά­σουν οι φωτο­γρα­φί­ες από τη λογο­κρι­σία και να βγουν από το στρατόπεδο.

«Η σύν­θε­ση του φωτο­γρα­φι­κού υλι­κού με τα κεί­με­να από τα «θαμ­μέ­να τετρά­δια» προ­σφέ­ρει μια γενι­κή εικό­να της αλλη­λεγ­γύ­ης που είχα­με ανα­πτύ­ξει μετα­ξύ μας, ανα­δει­κνύ­ο­ντας στο μέτρο του εφι­κτού τους τρό­πους βασα­νι­σμού και βια­σμού συνεί­δη­σης, όπως και την τακτι­κή αργού θανά­του που μας επέ­βα­λαν. Σ’ αυτή τη θηριω­δία οι Γυναί­κες Πολι­τι­κές Εξό­ρι­στες αντι­τά­ξα­με την απα­σχό­λη­ση , ανα­πτύ­ξα­με τις τέχνες και τα γράμ­μα­τα, τον πολι­τι­σμό και την άθλη­ση, κατα­πο­λε­μή­σα­με τον αναλφαβητισμό.

Ξέρα­με για­τί ζού­με και για­τί πεθαί­νου­με. Είχα­με ΙΔΑΝΙΚΑ.» (Ελέ­νη Στε­φα­νί­δου – Καρα­νι­κό­λα από τον πρό­λο­γο του βιβλίου)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο