Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Στων Εξαρχείων την ολόμαυρη ράχη

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

Που είναι μαύ­ρη, κατά­μαυ­ρη, από αναρ­χι­κούς κι ασφα­λί­τες, από φωτιές, μολό­τοφ και καπνούς κι από τους περί­ερ­γους καπνούς της μαύ­ρης, που πνί­γουν με τη μυρω­διά τους τον περα­στι­κό της πλατείας.

Εκεί δηλ όπου κατα­λή­γει η ανη­φό­ρα της οδού Σολω­μού, του ποι­η­τή που έγρα­ψε τους γνω­στούς στί­χους για “των Ψαρών την ολό­μαυ­ρη ράχη”, αν και πολ­λοί τους συγ­χέ­ουν με την ωδή του Κάλ­βου, που η δική του οδός είναι παρέα με άλλους ποι­η­τές και ζωγρά­φους στην περιο­χή του Γκύ­ζη, που έχει πάρει το όνο­μά της από το Νικό­λαο Γύζη, που ζωγρά­φι­σε σε έναν πίνα­κά του τη “δόξα των Ψαρών”.

Κατη­φο­ρί­ζο­ντας λοι­πόν προς την Πατη­σί­ων, κατά τη φορά των αριθ­μών της οδού και όχι της κυκλο­φο­ρί­ας των οχη­μά­των, συνα­ντάς στα αρι­στε­ρά σου, στη δια­σταύ­ρω­ση με τη Σουλ­τά­νη, τα “δύο Περι­στέ­ρια”, που είναι κάτι σαν κυλι­κείο-ανα­ψυ­κτή­ριο, με καφέ­δες-σάντουιτς και μπύ­ρες για τις βρα­δι­νές ώρες, και δεν έχει τίπο­τα ιδιαί­τε­ρο, αλλά σου δίνει τρεις βασι­κούς λόγους να το επισκεφτείς.

Ο πρώ­τος είναι εάν είσαι έφη­βος ροκάς-μεταλ­λάς, στη ζωή ή την ψυχή, και έχεις πάει για συναυ­λία στο ροκά­δι­κο “Αν” (που γει­τό­νευε από την άλλη μεριά με τη “Μπο­έ­μισ­σα”, το ρεμπε­τά­δι­κο που μετα­κό­μι­σε στην Πει­ραιώς), και ψάχνεις επει­γό­ντως μια τουα­λέ­τα χωρίς πολ­λή κίνη­ση ή κάτι για να στρώ­σει το στο­μά­χι σου.
Ο δεύ­τε­ρος είναι για να κοι­νω­νι­κή παρα­τή­ρη­ση του αφε­ντι­κού, του Λάζα­ρου, που έλκει την κατα­γω­γή του κάπου από τα Βαλ­κά­νια, και των λού­μπεν θαμώ­νων του, που έχουν έναν ιδιαί­τε­ρο (αλλά όχι ιδιαί­τε­ρα αξιο­ζή­λευ­το) τρό­πο να ζουν και να συνεννοούνται.

Τρί­τος και βασι­κό­τε­ρος ‑που δεν απο­κλεί­ει απα­ραί­τη­τα τους άλλους δύο- να παρα­κο­λου­θή­σεις στις γιγα­ντο­ο­θό­νες του μαγα­ζιού κάποια αθλη­τι­κή ανα­μέ­τρη­ση, μπά­σκετ ή ποδό­σφαι­ρο, με ελλη­νι­κό ή διε­θνές χρώ­μα. Να κάνεις ένα απε­νο­χο­ποι­η­μέ­νο διά­λειμ­μα από τον αγώ­να και την επα­νά­στα­ση (που έτσι κι αλλιώς θα αργή­σει λίγο) και να νιώ­σεις μια χρυ­σό­σκο­νη συλ­λο­γι­κό­τη­τας και διε­θνι­σμού να σκε­πά­ζει την ώρα σου και τα αθλη­τι­κά σου πάθη, καθώς ακούς τα Εξάρ­χεια να γίνο­νται μια γει­το­νιά της Αργε­ντι­νής, της Νάπο­λης ή της χώρας των Βάσκων, καθώς πανη­γυ­ρί­ζουν κάποιο “κινη­μα­τι­κό γκολ” και συμ­βο­λι­κές νίκες κατά του κατε­στη­μέ­νου ‑πχ του φραν­κι­σμού, ή της FIAT των Ανιέ­λι. Της οικο­γέ­νειας δηλ στην οποία ανή­κε ο βιο­μή­χα­νος, που είχε τονί­σει το άκρως επί­και­ρο, συγκρι­τι­κό πλε­ο­νέ­κτη­μα εκεί­νης της “Αρι­στε­ράς” που θα περά­σει τα μέτρα που δεν μπο­ρεί η Δεξιά.

Παρα­κά­τω, στον ίδιο δρό­μο και την ίδια πλευ­ρά, είναι η Μπού­κα, μια πολύ καλή και φτη­νή επι­λο­γή για όσους θέλουν να φάνε κάτι τίμιο κι αξιο­πρε­πές, χωρίς να ξοδέ­ψουν μια μικρή περιου­σία. Που αν δεν κάνω λάθος, ξεκί­νη­σε από τη Θεσ­σα­λο­νί­κη ως αυτο­δια­χει­ρι­στι­κό εγχεί­ρη­μα, για να κατέ­βει στην πρω­τεύ­ου­σα με καλές προ­θέ­σεις και να κρα­τή­σει του­λά­χι­στον τις καλές γεύ­σεις. Για­τί οι προ­θέ­σεις είναι μια τελεί­ως δια­φο­ρε­τι­κή ιστο­ρία σε μια κοι­νω­νία γενι­κευ­μέ­νης εμπο­ρευ­μα­τι­κής παρα­γω­γής (καπι­τα­λι­στι­κής με άλλα λόγια), που κινεί­ται με βάση το κέρ­δος και τον αντα­γω­νι­σμό, χωρίς να αφή­νει πολ­λά περι­θώ­ρια για κολε­κτί­βες και αφι­λο­κερ­δείς συνε­ται­ρι­σμούς. Σου αφή­νει όμως το δικαί­ω­μα στην εναλ­λα­κτι­κή αυτα­πά­τη, βαφτί­ζο­ντας το κρέ­ας ψάρι και τις Κοιν­Σεπ εναλ­λα­κτι­κό εμπόριο.

Αλλά αν κανείς θέλει να τα έχει του­λά­χι­στον καλά με τη συνεί­δη­σή του, μπο­ρεί να συνε­κτι­μή­σει πως η Μπού­κα παρα­μέ­νει ερμη­τι­κά κλει­στή, όταν υπάρ­χει απερ­γία. Το οποίο δεν είναι απλώς κάτι συμ­βο­λι­κό, αλλά μοιά­ζει κάπως με τη συμ­βο­λι­κή αξία της κίνη­σης κάποιων ομά­δων να μη λεκιά­ζουν τη φανέ­λα τους με χορη­γό και δια­φη­μί­σεις ‑μια κίνη­ση που δε βρή­κε χώρο ωστό­σο, ούτε καν συμ­βο­λι­κά, στο σύγ­χρο­νο ποδό­σφαι­ρο της τελευ­ταί­ας δεκαετίας.

Η περι­ή­γη­ση μπο­ρεί να κλεί­σει με ποτό και μεζέ στο Σαλί­γκα­ρο, πάντα στα αρι­στε­ρά όπως κατη­φο­ρί­ζεις επί της Σολω­μού, ή με μια μικρή παρέκ­κλι­ση (στη δια­δρο­μή κι όχι ιδε­ο­λο­γι­κού τύπου) από την Μπο­τά­ση, προς ένα από τα δύο πεζο­δρο­μη­μέ­να τμή­μα­τα της Κωλέτ­τη και τον Καρα­γκιό­ζη. Όπου κατά τη γνώ­μη μου μπο­ρείς να κρα­τή­σεις τρία στοι­χεία. Πόσο γοη­τευ­τι­κός είναι κατά βάθος αυτός ο τόπος, όταν μπο­ρείς να καθί­σεις στα τρα­πε­ζά­κια έξω, στην καρ­διά του χει­μώ­να, που ξεχά­στη­κε και δεν ήρθε ποτέ. Την επι­στρο­φή μιας παρά­δο­σης που κιν­δύ­νευε με εξα­φά­νι­ση, με τα ζαχα­ρο­πλα­στεία να ξανα­γί­νο­νται φοι­τη­τι­κά στέ­κια. Και το πολύ δυνα­τό τσιζ-κέικ που προ­σφέ­ρει το μαγαζί.

Κι αν τα δύο πρώ­τα σου φαί­νο­νται απλά ένα παι­χνί­δι του μυα­λού, που αρέ­σκε­ται να ντύ­νει την αλή­θεια με μύθους και φαντα­στι­κά, ιδε­ο­λο­γι­κά σχή­μα­τα, μην ξεχνάς πως αυτό ακρι­βώς είναι που “που­λά­νε” γενι­κά τα Εξάρ­χεια. Μια ξεχω­ρι­στή ατμό­σφαι­ρα, ή έστω την ψευ­δαί­σθη­σή της, όπου αν κυριαρ­χεί το μαύ­ρο, είναι για­τί προ­κύ­πτει από όλα τα χρώ­μα­τα μαζί και το συγκε­ρα­σμό τους, σαν μια πολύ­χρω­μα μουτζούρα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο