Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

 Συζήτηση με τον συγγραφέα Βασίλη Λιόγκαρη

Τη συνέ­ντευ­ξη πήρε η Τασ­σώ Γαΐ­λα //

Η μετα­φο­ρά του βιβλί­ου «Τι θα γίνει επι­τέ­λους με τη μαμά;»/ εκδόσεις:Σύγχρονη Επο­χή, 1996, του συγ­γρα­φέα Βασί­λη Λιό­γκα­ρη σε ηχη­τι­κή μορ­φή για τις ανά­γκες των μη βλε­πό­ντων ανα­γνω­στών της δανει­στι­κής βιβλιο­θή­κης ηχη­τι­κών βιβλί­ων του Φάρου Τυφλών Ελλά­δας, υπήρ­ξε η αφορ­μή για τη συζή­τη­ση μας μαζί του.

– Κ. Λιό­γκα­ρη στην βιβλιο­θή­κη του Φ.Τ.Ε και στο δανει­στι­κό τμή­μα βιβλί­ων με γρα­φή Braille υπάρ­χουν τα βιβλία σας Η μάνα του καλο­και­ριού/Σ.Ε/1998 και το Ανα­ζη­τώ­ντας τον χαμέ­νο γάτο/Σ.Ε/1999, βιβλίο σας που αγα­πώ πολύ. Εσείς σε ποιο από τα βιβλία σας έχε­τε ιδιαί­τε­ρη αδυναμία;

– κ. Γαΐ­λα, αν είχα 5 παι­διά και με ρωτού­σα­τε ποιο αγα­πώ περισ­σό­τε­ρο, τι θα σας απα­ντού­σα; Το ίδιο που ισχύ­ει και για τα βιβλία μου. Όλα το ίδιο. Ίσως να έχω λίγη μεγα­λύ­τε­ρη αδυ­να­μία στο Συνοι­κι­σμός Χαρο­κό­που, βιβλίο της ίδιας μου της ζωής.

– Αυτο­βιο­γρα­φι­κό βιβλίο κ. Λιό­γκα­ρη και ταυ­τό­χρο­να βιβλίο προ­σφο­ρά στην ιστο­ρία της Καλ­λι­θέ­ας με θεμα­το­λο­γία στα βιώ­μα­τα σας από την εγκα­τά­στα­ση του προ­σφυ­γι­κού στοι­χεί­ου στην περιο­χή της Χαρο­κό­που Καλ­λι­θέ­ας και τη δημιουρ­γία του Συνοι­κι­σμού. Προ­σφυ­γιά και…

–Και πεί­να κ. Γαΐ­λα. Εξα­θλί­ω­ση, τρα­γι­κές συν­θή­κες δια­βί­ω­σης των προ­σφύ­γων από την Θρά­κη-όπως οι δικοί μου- τον Πόντο κι’ αλλού…

– Πρό­σφυ­γες, λοι­πόν, οι γονείς σας από την Θράκη.

– Ναι, από την Μάδη­το στον Ελλή­σπο­ντο. Η Μάδη­τος για πρώ­τη φορά κατα­στρά­φη­κε ολο­σχε­ρώς το 1915 με την 8μηνη μάχη της Καλ­λί­πο­λης. Οι επι­ζώ­ντες κάτοι­κοι που είχαν σκορ­πί­σει στην Κων­στα­ντί­νου Πόλη και άλλα γει­το­νι­κά μέρη, ξανα­γύ­ρι­σαν το 1918 με το τέλος του Α’ Παγκο­σμί­ου πολέ­μου για να εγκα­τα­λεί­ψουν ορι­στι­κά την πατρι­κή γη το 1922 με την ανταλ­λα­γή πληθυσμών.Η μητέ­ρα μου Κυρια­κού­λα 15χρονο κορί­τσι και μέλη της οικο­γέ­νειάς της θα βιώ­σουν δυσά­ρε­στη περι­πέ­τεια μη απο­δο­χής τους –ως πρό­σφυ­γες- από τους Πει­ραιώ­τες πρώ­τα όταν φτά­σει εκεί το καρά­βι που τους μετα­φέ­ρει και μετά στην Κέρ­κυ­ρα όπου τελι­κά νοι­κιά­ζουν εκεί ένα κοτέ­τσι… Από την άλλη ο πατέ­ρας μου Στέ­λιος αγό­ρι 21 χρο­νών και χτί­στης στο επάγ­γελ­μα θα βρε­θεί στη Σύρο κοντά σε συγ­γε­νή εργο­λά­βο όπου και καλεί την οικο­γέ­νεια της μητέ­ρας. Εκεί, στη Σύρο, θα παντρευ­τεί  το 1923 τη μητέ­ρα μου και θα απο­κτή­σουν το πρώ­το παι­δί τους την αδελ­φή μου Φιλιώ το 1924. Η Φιλιώ μας πέθα­νε μέσα στην κατο­χή το 1941 σε ηλι­κία 17 ετών και νύφη 17 ημερών.Ο πατέ­ρας από την Σύρο που δού­λευε κοντά στον εργο­λά­βο πατριό του, τον ακο­λού­θη­σε στην Καλ­λι­θέα όταν αυτός ανέ­λα­βε την εργο­λα­βία του χτι­σί­μα­τος του Συνοι­κι­σμού της Χαροκόπου.Εκεί που γεν­νή­θη­κα κι εγώ το 1933.

– Τρα­γι­κές οι συν­θή­κες δια­βί­ω­σης της οικο­γέ­νειας σας και των προ­σφύ­γων του συνοικισμού.

– Σαφώς. Αλλά αυτοί οι άνθρω­ποι είχαν την ισχυ­ρή ελπί­δα πως σύντο­μα θα γυρί­σουν στην πατρί­δα τους, πως εδώ βρι­σκό­ταν προ­σω­ρι­νά. Σκε­φτεί­τε, ο πατέ­ρας μου που ήταν και χτί­στης στο δικό μας σπί­τι δεν έβα­λε τσι­μέ­ντο για πάτω­μα-χώμα είχα­με- για­τί έλε­γε τι να το κάνο­με αφού θα γυρί­σο­με στην πατρί­δα! Αυτή η ελπί­δα είναι που τους κρατούσε…Ενδιάμεσα η οικο­γέ­νεια μου έγι­νε πολύ­τε­κνη με 4 κορί­τσια και ένα αγό­ρι, εμέ­να, μια μάνα που ξενο­δού­λευε και ένα χτί­στη πατέ­ρα με 1–2 μερο­κά­μα­τα το μήνα…

– Η αφή­γη­ση όλων αυτών των ιστο­ρι­κών και συνά­μα προ­σω­πι­κών σας στιγ­μών είναι απο­τυ­πο­μέ­νη στο Συνοι­κι­σμός Χαρο­κό­που για το οποίο θα μιλη­σου­με σε λίγο. Από τα λόγια-διδα­χές της αγα­πη­μέ­νης σας μητέ­ρας με της οποί­ας το πορ­τρέ­το κοσμή­σα­τε το εξώ­φυλ­λο του βιβλί­ου σας Τι θα γίνει επι­τέ­λους με τη μαμά;τηρή­σα­τε κάποια;

– Η μητέ­ρα μου μετέ­φε­ρε και σε μένα την αγά­πη της για τη Μάδη­το. Γι αυτό και συμ­με­τεί­χα επί 20 έτη ως αντι­πρό­ε­δρος στο σύλ­λο­γο Μαδη­τί­ων ο Ελλήσποντος.Άνθρωποι οι Θρα­κιώ­τες απλοί, πονε­μέ­νοι που μετέ­φε­ραν σε μας την επό­με­νη γενιά τα ήθη και έθι­μά τους που ευλα­βι­κά τηρού­σαν. Κάτι άλλο που με συγκι­νεί είναι η τερά­στια προ­σπά­θεια της μητέ­ρας μου με τα ελά­χι­στα μέσα που διέ­θε­τε ξενο­δου­λεύ­ο­ντας να με σπου­δά­σει για­τί έβλε­πε πόσο αγα­πού­σα τα γράμ­μα­τα. Άρι­στος μαθη­τής με μερά­κι να σπου­δά­σω Φιλο­λο­γία, αλλά ξέρε­τε πόσο δύσκο­λο ήταν για ένα παι­δί της Κατο­χής όχι μόνο η φοί­τη­ση σε Πανε­πι­στή­μιο αλλά και στο Γυμν΄ασιο για να μην πω και στο Δημο­τι­κό ακό­μα. Η φτώ­χεια στά­θη­κε το εμπό­διο στα Πανε­πι­στη­μια­κά μου όνει­ρα και έτσι φοί­τη­σα στη Σχο­λή Θεά­τρου του Ωδεί­ου Αθη­νών με καθη­γη­τή τον Δημή­τρη Ροντή­ρη  και με συμ­μα­θη­τές τον Κώστα Γεωρ­γου­σό­που­λο, Τη Δέσποι­να Στυ­λια­νο­πού­λου, τη Μάρω Κοντού και ξεκί­νη­σα την καριέ­ρα μου στο θέα­τρο το ’60 με τις εμφα­νί­σεις του θιά­σου του Ροντή­ρη στην Ευρώ­πη με Πέρ­σες και Ηλέ­κτρα. Μέχρι το ’66 ήμουν στο θέα­τρο περ­νώ­ντας και από το θία­σο του Μάνου Κατρά­κη. Δεν ήθε­λα να εγκα­τα­λεί­ψω το σανί­δι, αλλά για το μερο­κά­μα­το, για το βιο­πο­ρι­σμό μου ευτυ­χώς και μου βρή­κε συγ­γε­νής δου­λιά στο Φαλη­ρι­κό Δέλ­τα όπου μπο­ρώ να σας πω ότι «χόρ­τα­σα», είχα βλέ­πε­τε το σίγου­ρο μερο­κά­μα­το. Εκεί γνώ­ρι­σα και τη νυχτε­ρι­νή ζωή, εκαι γνώ­ρι­σα και καλ­λι­τέ­χνες όπως ο Χατζη­χρή­στος, η Ζαν­νί­νου κ. α. που ερχό­νταν εκεί για καφέ. Η γνω­ρι­μία μου μαζί τους και η αφορ­μή της συμ­με­το­χής μου σε 5–6 ελλη­νι­κές ταινίες.Δουλιά για δυό χρό­νια στο Φαλη­ρι­κό Δέλ­τα, ται­νί­ες και μετά; Σπου­δές Λογι­στι­κής για να αρχί­σει η καριέ­ρα μου στο χώρο της Βιο­μη­χα­νί­ας από το ’66 έως το ’91 με τελευ­ταία δου­λιά στην Σοκο­λα­το­ποι­ία Παυ­λί­δη για 17 περί­που χρόνια.

– Τι σας έχει πικρά­νει στη πορεία σας στη ζωή κ. Λιόγκαρη;

– Πολ­λά. Μα περισ­σό­τε­ρη πίκρα μου έδι­νε η φρά­ση: ‑κ. Λιό­γκα­ρη απο­λύ­ε­στε που με καλού­σαν και μου έλε­γαν στις διά­φο­ρες βιο­μη­χα­νί­ες που δούλευα.

– Ασφα­λώς λόγω της ιδε­ο­λο­γί­ας σας.

– Αυτό δεν συνέ­βη στου Παυ­λί­δη όπου υπήρ­χε οργά­νω­ση και η δρά­ση μου ήταν φανε­ρή, πρό­ε­δρος Σωμα­τεί­ου κ. λ. π.Υπήρξα συν­δι­κα­λι­στής και στο χώρο της βιο­μη­χα­νί­ας και στην Ε.Ε.Λ της οποί­ας είμαι μέλος.

Μέλος της Ε.Ε.Λ., ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης και συν­δι­κα­λι­στής της επί 20 έτη τελεί επί­σης μέλος του Κ.Κ.Ε από το 1977, 40 έτη μου λέει με περηφάνεια.

– Τι ήταν αυτό που σας ‘εσπρω­ξε’ στην αρι­στε­ρή ιδε­ο­λο­γία κ. Λιόγκαρη;

– Στην κατο­χή κ. Γαΐ­λα, ο προ­σφυ­γι­κός Συνι­κοι­σμός της Χαρο­κό­που υπήρ­ξε κέντρο αντί­στα­σης και η μεγα­λύ­τε­ρη από μένα αδελ­φή μου Ευγε­νία ήταν μέλος της ΕΠΟΝ, στο σπί­τι μας μαζεύ­ο­νταν σύντρο­φοι, έξω Γερ­μα­νοί, Γερ­μα­νο­τσο­λιά­δες, τρό­μος… Οι αστοί είχαν φύγει, ο λαός εδώ πολε­μού­σε… Από μικρός είδα σε ποια τάξη ανή­κω, τι δου­λιά έκα­νε ο πατέ­ρας μου; Εργά­της. Το κόμ­μα που μου ταί­ρια­ζε, λοι­πόν, ήταν της εργατιάς.

– Ένα όνει­ρό σας;

– Όχι όνει­ρο, παρά­πο­νο. Το ότι δεν έχει ανα­γνω­ρι­στεί το συγ­γρα­φι­κό μου έργο όσο του αξί­ζει, δεν έτυ­χε της ανά­λο­γης προ­βο­λής, δεν μετα­φρά­στη­κε κανέ­να βιβλίο μου, παρά της 17 συνο­λι­κά εκδό­σεις μου. Ο Συνοι­κι­σμός Χαρο­κό­που είναι 32 χρό­νια στην αγο­ρά, το γνωρίζετε;

– Και είναι το πρώ­το σας βιβλίο. Αλή­θεια, ποια ήταν η αφορ­μή να ασχο­λη­θεί­τε με το γράψιμο;

– Αφορ­μή; Το μερά­κι της εφη­βί­ας μου με την λογο­τε­χνία. Μετά την κλή­ρω­ση οικο­πέ­δου στη Νέα Σμύρ­νη και την εκεί εγκα­τά­στα­ση μου ερχό­μουν στην Καλ­λι­θέα για να ψηφί­ζω για­τί είχα εδώ τα δικαιώ­μα­τά μου. Οι φίλοι όλο και μου έλε­γαν για τα παλιά, για τα χρό­νια του Συνοι­κι­σμού. Έτσι σκέ­φτη­κα να κατα­γρά­ψω όλες αυτές τις θύμη­σες να μη χαθούν. Ο συνοι­κι­σμός είχε ήδη από το ’63 γκρε­μι­στεί και εγώ έπρε­πε να φτά­σω στα 53 μου  και στο 1983 για να κάνω το μερά­κι μου πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Συγκέ­ντρω­σα υλι­κό της ιστο­ρί­ας του Συνοι­κι­σμού και άρχι­σα να γυρί­ζω στους εκδό­τες. Το κυκλο­φό­ρη­σε ο Φιλιπ­πό­της το 1985 και από εκεί –χωρίς να το γνω­ρί­ζω-το πήρε η Σύγ­χρο­νη Επο­χή. Τότε δεν ήθε­λα να γίνω συγ­γρα­φέ­ας, αλλά φίλοι και ανα­γνώ­στες του βιβλί­ου συνε­χώς με παρό­τρυ­ναν να συνε­χί­σω το γρά­ψι­μο. Και, το έκανα.Το 1998 κυκλο­φό­ρη­σε και το πρώ­το μου μυθι­στό­ρη­μα Η μάνα του Καλο­και­ριού που με καθιέ­ρω­σε στη Σύγ­χρο­νη Εποχή.

– Γρά­φε­τε τώρα κάτι νέο;

– Όχι. Οι πόρ­τες κλει­στές και δεν έχω το κου­ρά­γιο, δεν κατα­δέ­χο­μαι να χτυ­πώ πόρτες…

– Περι­γράψ­τε μας με δυο λόγια την Ελλά­δα του ’40, της νιό­της σας και την Ελλά­δα του σήμε­ρα, της ωρι­μό­τη­τάς σας.

– Θέλω να σας πω κ. Γαΐ­λα ότι τη ζωή μου αρχί­ζω να τη θυμά­μαι από τις 28 Οκτώ­βρη του ’40. Σει­ρή­νες, πόλε­μος, φόβος, πεί­να, κακο­ποί­η­ση, συμ­φο­ρά. Ελά­χι­στες θύμη­σες από τα προη­γού­με­να χρό­νια μου. Κι’ όμως τότε υπήρ­χε η ελπί­δα της μεγά­λης Σοβιε­τι­κής Ένω­σης, ο απλός κόσμος του μόχθου πίστευε… Τώρα, όλα γκρί­ζα. Κρί­ση πολι­τι­σμι­κή, κοι­νω­νι­κή, ηθι­κή, πλή­ρης παρακμή.

– Κ. Λιό­γκα­ρη μια ευχή για την χώρα μας;

– Νομί­ζε­τε είναι εύκο­λο; Διστά­ζω. Δυστυ­χώς, δεν βλέ­πω φως στο τούνελ…

Από την εργο­γρα­φία του Βασί­λη Λιό­γκα­ρη: Το Μεγά­λο δίλλημα/1998, Ένα συνη­θι­σμέ­νο περιστατικό/2001, Τι είδε η Γιασμίν;/2003,Ιστορίες στο­χα­σμού και αναψυχής/2005 και Γλυ­κο­χα­ρά­ζει στον Ελλήσποντο/2011(το μόνο βιβλίο του σε έκδο­ση Προσκήνιο).Επίσης ο Β. Λ., έχει γρά­ψει 600 χρο­νο­γρα­φή­μα­τα στην εφη­με­ρί­δα Ριζο­σπά­στης , της οποί­ας και υπήρ­ξε συνερ­γά­της επί 21 έτη.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο