Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Συνέντευξη με τον Γιώργο Φαρσακίδη

Το Ατέ­χνως μίλη­σε με τον Γιώρ­γο Φαρ­σα­κί­δη. Μορ­φή εμβλη­μα­τι­κή μορ­φή και σύμ­βο­λο της ιστο­ρί­ας του λαού μας. Τη συνέ­ντευ­ξη πήρε ο Ηρα­κλής Κακαβάνης.

Ο Γιώρ­γος ο Φαρ­σα­κί­δης είναι μια θρυ­λι­κή μορ­φή του κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος και ταυ­τό­χρο­να δάσκα­λος για όσους έχουν την τύχη να συνα­να­στρέ­φο­νται μαζί του. Η συζή­τη­ση μαζί του «φρο­ντι­στή­ριο» για τα ωραία της ζωής, για την τέχνη, τη λογο­τε­χνία, την ποί­η­ση, την ιστορία.

Τύπος κατ’ εξο­χήν βαρ­να­λι­κός, στα απλά και ανθρώ­πι­να, στην αντί­λη­ψη για την τέχνη, στη στά­ση ζωής, στην σάτι­ρα και το καλα­μπού­ρι. Απρό­βλε­πτος και ετοι­μό­λο­γος. Η κου­βέ­ντα μαζί του κρύ­βει πολ­λά απρό­ο­πτα. Κάτι που επι­βε­βαιώ­θη­κε και σε αυτή τη συνέντευξη.

Στην πιο αθώα φρά­ση, στην ανύ­πο­πτη στιγ­μή θα βρει το ερέ­θι­σμα να σπά­σει τον πάγο, να δημιουρ­γή­σει οικειό­τη­τα. Αυτή του την ικα­νό­τη­τα να αστειεύ­ε­ται θα τη χρη­σι­μο­ποι­ή­σει και στις πιο δύσκο­λες στιγ­μές απέ­να­ντι στους δεσμώ­τες του.

 

Για τις απα­ντή­σεις κάποιων ερω­τή­σε­ων (αυτές που αφο­ρού­σαν τη Μακρό­νη­σο) με παρέ­πεμ­ψε στα βιβλία του, λέγο­ντας με «αφού τα ξέρεις αυτά για­τί τα ρωτάς. Τα έχω γρά­ψει. Παρ’ τα από εκεί». Το λέει και ο ίδιος απα­ντώ­ντας στην πρώ­τη ερώτηση.

FARSAKIDIS-7

 

* * *

  1. Κύριε Φαρ­σα­κί­δη, συστη­θεί­τε σε ένα κοι­νό που δε σας ξέρει.

- Δεν μου πάει να μιλή­σω για τον εαυ­τό μου. Πώς θα μπο­ρού­σα; Να αυτο­παι­νευ­τώ, να αυτο­κα­τη­γο­ρη­θώ; Γι αυτούς που δε με ξέρουν και θα ‘θελαν να με γνω­ρί­σουν… ας κάνουν έναν κόπο να ρίξουν μια ματιά στα βιβλία μου (έχω γρά­ψει γύρω στα 20) και ας κρί­νουν μόνοι τους ποιος είμαι…

  1. «Ο καρ­πός που κρα­τιέ­ται από κάτι άσπρο σαν νεύ­ρο, πάει πέρα δώθε σαν εκκρε­μές και το αίμα χλο­χλα­στό πετιέ­ται με δύνα­μη. Και τώρα μια ζωή δίχως χέρι… Σκατά!». 

Όντας αντάρ­της του ΕΛΑΣ τραυ­μα­τί­στη­κες σοβα­ρά στα δυο σου χέρια, όπως ό ίδιος γρά­φεις, έμει­νες σακα­τε­μέ­νος, νέος ακό­μη, στα πρώ­τα βήμα­τα της καλ­λι­τε­χνι­κής σου στα­διο­δρο­μί­ας. Ποιες ήταν οι πρώ­τες σου σκέ­ψεις όταν τραυ­μα­τί­στη­κες και κυρί­ως, με σακα­τε­μέ­να πλέ­ον χέρια, πώς κατά­φε­ρες να ζωγρα­φί­σεις, να χαρά­ξεις,  και μάλι­στα με τέτοια επιτυχία.

Ευτυ­χώς που στο δεξί κου­νιού­νται τα δάχτυ­λα. Να μπο­ρώ να ζωγρα­φί­ζω, αν τα κατα­φέ­ρω και επι­ζή­σω με τόση αιμορ­ρα­γία. Το πώς κατά­φε­ρα να ζωγρα­φί­σω δεν είναι παρά­ξε­νο. Σκέ­ψου ότι κάποιοι ζωγρα­φί­ζουν με το στό­μα. Εγώ μπο­ρού­σα να κρα­τή­σω πινέ­λο και μολύ­βι. Το μυα­λό δού­λευε, από εκεί ξεκι­νούν όλα.

  1. Η πρώ­τη «από­φα­ση εκτό­πι­σης» σας στον Αϊ- Στρά­τη ήταν τον Αύγου­στο τον 1947νμε το σκε­πτι­κό ότι «τυγ­χά­νει βεβα­ρη­μέ­νος με αναρ­χι­κήν δρά­σιν ανα­γο­μέ­νην εις το από απε­λευ­θε­ρώ­σε­ως μέχρι σήμε­ρον χρο­νι­κόν διά­στη­μα, εξα­κο­λου­θεί εργα­ζό­με­νος εις βάρος της Δημο­σί­ας Ασφα­λεί­ας διά της υπο­βοη­θή­σε­ως του εντα­θέ­ντος εσχά­τως συμ­μο­ρια­κού αγώ­νος κατα­στάς ούτω επι­κίν­δυ­νος εις την Δημο­σί­αν Τάξιν και Ασφά­λειαν». Οι «απο­φά­σεις εκτό­πι­σης» με το στε­ρε­ό­τυ­πο «εξα­κο­λου­θεί να εμμέ­νει μετά φανα­τι­σμού εις τας κομ­μου­νι­στι­κός του πεποι­θή­σεις…», ανα­νε­ώ­νο­νται κάθε χρό­νο για δεκα­ε­ξί­μι­σι χρό­νια σε στρα­τό­πε­δα πολι­τι­κών κρα­του­μέ­νων, χωρίς δίκη ή κατα­δί­κη (1947–1961 και 1967–1970).  Δώστε μας μια εικό­να του τι βιώ­σα­τε σε κάθε στρατόπεδο.

- Οσο δυνά­μω­ναν τα χτυ­πή­μα­τα του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού, τόσο περίσ­σευαν οι πολύ­ω­ρες κατα­με­τρή­σεις — καψό­νια, έρευ­νες, ξυλο­δαρ­μοί, κρα­τη­τή­ρια. Την περι­κο­πή της ισχνής μερί­δας του συσ­σι­τί­ου, τη συνο­δεύ­ουν απα­νω­τά φιρ­μά­νια με και­νούρ­για «απα­γο­ρεύ­ε­ται». Όλα τους σημά­δια του μακρο­νη­σιώ­τι­κου μακε­λειού που θ’ ακο­λου­θή­σει σε λίγο. Ωστό­σο για μας, τους «πρω­τά­ρη­δες», τη Γενιά της Αντί­στα­σης, από το ζοφε­ρό κλί­μα εκεί­νης της επο­χής δεν έλει­πε η γοη­τεία. Όλα πρω­τό­γνω­ρα, γιο­μά­τα με συντα­ρα­χτι­κό ενδια­φέ­ρον και νόη­μα, ήταν η συνέ­χεια με άλλες μορ­φές, ενός αγώ­να που είχα­με ζήσει. Όλα με το ντύ­μα του επα­να­στα­τι­κού ρομα­ντι­σμού, άγνω­στα κι απροσ­διό­ρι­στα, που τα φοβά­σαι αλλά και τα προ­κα­λείς σ’ αναμέτρηση.

Οκτώ­βρης του 1949 στη Μακρό­νη­σο. Το Μακρο­νή­σι όπλο στα χέρια όσων θέλη­σαν τη χώρα μας, χώρα ραγιά­δων, λαό δίχως γνώ­μη και βού­λη­ση. Στά­θη­κε το πιο ιδιό­μορ­φο απ’ όσα στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης ξέρα­με. Και­νού­ριες μέθο­δες ψυχο­λο­γι­κής βίας. Πεί­ρα φρι­κτή. Κάθε γωνιά του ξερό­βρα­χου και μια ιστο­ρία με αίμα και πόνο και περη­φά­νια ανθρώπινη.

Στις 20 Ιού­λου 1950 οι εξό­ρι­στοι στο σύνο­λό μας θα μετα­φερ­θού­με στον Αϊ – Στρά­τη. Θα ακο­λου­θή­σουν άλλα 11 χρό­νια. Έντε­κα χρό­νια απο­μό­νω­σης, έντε­κα χρό­νια κάτω από την τέντα τ’ αντί­σκη­νου, με ξεθω­ρια­σμέ­νες από το χρό­νο τις θύμη­σες. Το χει­μώ­να χιό­νι και λασπό­νε­ρα, το καλο­καί­ρι η κάψα του πυρω­μέ­νου πανιού, η σκό­νη, τα έντο­μα. Ευτυ­χώς στα­μά­τη­σαν τα βασανιστήρια.

Πασχί­ζου­με να οργα­νω­θού­με, όσο μας το επέ­τρε­παν οι περιο­ρι­σμοί και το καθε­στώς της «πει­θαρ­χη­μέ­νης δια­βί­ω­σης». Ν’ αντέ­ξου­με, να μετα­τρέ­ψου­με τα μεί­ον απ’ τη ζωή μας σε ό,τι ωφέ­λι­μο για κεί­να που πιστεύ­ου­με κι αγαπάμε.

Με τη δικτα­το­ρία κύμα συλ­λή­ψε­ων και πρώ­τος προ­ο­ρι­σμός ο Ιππό­δρο­μος όπου θα ξανα­ζή­σου­με το κλί­μα του Μακρο­νη­σιώ­τι­κου άγχους. Από εκεί Γυά­ρος και Λέρος. Άλλα τριά­μι­σι χρό­νια αβε­βαιό­τη­τας, στε­ρή­σε­ων, απο­μό­νω­σης στους και­νού­ριους «Παρ­θε­νώ­νες» της «Ελλά­δας των Ελλή­νων Χριστιανών».

  1. Στους τόπους εξο­ρί­ας θήτευ­σες κοντά σε μεγά­λες μορ­φές της Τέχνης, όπως ο Χρ. Δαγκλής. Μίλη­σε μας για αυτή τη σπουδή.

- Βασι­κό στον εικα­στι­κό χώρο το να μάθεις να σχε­διά­ζεις. Και για μας τους πρω­τά­ρη­δες, πολύ περισ­σό­τε­ρο στο μετα­μα­κρο­νη­σιώ­τι­κο Αϊ — Στρά­τη υπήρ­ξαν για τού­το και πολ­λή θέλη­ση αλλά και οι στοι­χειώ­δεις προϋποθέσεις.

Με τη βοή­θεια του Χρή­στου Δαγκλή θα στή­σου­με σ’ ένα ερει­πω­μέ­νο αντί­σκη­νο καβα­λέ­τα… «Σχο­λή Σχε­δί­ου»! Να εξα­σκη­θού­με στο σχέδιο.

Ο ίδιος θα μας μάθει αργό­τε­ρα να χαρά­ζου­με πάνω στο ξύλο, να τυπώ­νου­με, θα μας υπο­δεί­ξει πώς θα κατα­σκευά­σου­με τα πρώ­τα μας εργαλεία.

Από το Γιάν­νη Ρίτσο πήρα­με στοι­χεία πολύ­τι­μα για κάποιους κανό­νες της αισθη­τι­κής και της σύν­θε­σης. Άλλω­στε, το πρώ­το πραγ­μα­τι­κό χαρ­τί ακουα­ρέ­λας που θα πιά­σω στα χέρια μου. σταλ­μέ­νο απ’ έξω, δώρο από κεί­νον για μένα.

Με υπό­δειγ­μα τα «παρι­ζιά­νι­κα» εργα­λεία χαρα­κτι­κής που είχα­νε στεί­λει του Χρή­στου και με προ­σω­πι­κή του επί­βλε­ψη, το συνερ­γείο των σιδε­ρά­δων μας είχε κάνει αντί­γρα­φα που δεν είχαν τίπο­τα να ζηλέ­ψουν απ’ τα πρω­τό­τυ­πα. Οι μαρα­γκοί για να φτιά­ξουν μια πλά­κα για σκά­λι­σμα σε όρθιο ξύλο, επε­ξερ­γά­ζο­νταν και κολ­λού­σαν κάμπο­σα σόκο­ρα κομ­μα­τά­κια από λεμο­νιά ή ελιά. Κι ο κύλιν­δρος για μελά­νω­μα, ήταν φτιαγ­μέ­νος στον τόρ­νο μας και ντυ­μέ­νος σαμπρέ­λα ποδήλατου.

Αρχι­κά το τύπω­μα της ξυλο­γρα­φί­ας γίνο­νταν με την πίε­ση μιας τσα­τσά­ρας. Όμως το μεθε­πό­με­νο χρό­νο εξα­σφα­λί­σα­με πιε­στή­ριο με μοχλό και για το χει­ρι­σμό του επι­στρα­τεύ­θη­καν οι πιο χειροδύναμοι.

  1. Πώς σας αντι­με­τώ­πι­σαν οι υπό­λοι­ποι συνεξόριστοι;

- Ο Θέμος Κορ­νά­ρος, από το Μακρο­νή­σι ακό­μα, στά­θη­κε για πολ­λούς από μας πατέ­ρας και δάσκα­λος. Στά­θη­κε ο πρώ­τος μου κρι­τι­κός, κίνη­τρο από τα πιο ισχυ­ρά να μη στα­μα­τή­σω. Ήτα­νε βέβαια κι άλλες μορ­φές της δια­νό­η­σης και της τέχνης, από τις πρώ­τες, που ακτι­νο­βο­λού­σαν πολύ­πλευ­ρα ανε­βά­ζο­ντας το μορ­φω­τι­κό, πολι­τι­στι­κό μας επίπεδο.

Αργό­τε­ρα, ο μεγά­λος δέκτης — κρι­τής της καλ­λι­τε­χνι­κής μας προ­σπά­θειας στά­θη­κε το κοι­νό, οι συνε­ξό­ρι­στοι. Ένα χαρού­με­νο λ.χ. μαζι­κό επι­φώ­νη­μα επι­δο­κι­μα­σί­ας, για το σκη­νι­κό, με το άνοιγ­μα της αυλαί­ας ήταν αρκε­τό για να παθια­στείς και να ξαναρ­χί­σεις μια και­νού­ρια προ­σπά­θεια, με και­νού­ρια μερό­νυ­χτα εργα­σί­ας. Μια αρνη­τι­κή στά­ση προ­κα­λού­σε δημιουρ­γι­κό προ­βλη­μα­τι­σμό για το τι δεν πήγε καλά.

  1. Σας γνώ­ρι­σαν οι προη­γού­με­νες γενιές και εμείς οι νεό­τε­ροι κυρί­ως μέσα από το λεύ­κω­μά σας «Μακρό­νη­σος», όπου το βίω­μα και η μνή­μη τρο­φο­δο­τούν την Τέχνη κι η Τέχνη απα­θα­να­τί­ζει στιγ­μές μιας εφιαλ­τι­κής καθη­με­ρι­νό­τη­τας των εξο­ρί­στων. Μιλή­στε μας γι’ αυτό.

- Τ’ όνο­μα Μακρο­νή­σι έγι­νε σύμ­βο­λο σαδι­στι­κής βίας κι απαν­θρω­πιάς, κι από την άλλη σύμ­βο­λο πίστης, απα­ντο­χής και αξιο­πρέ­πειας του ανθρώ­που. Αρκε­τά είναι τα στοι­χεία και οι μαρ­τυ­ρί­ες που έχου­νε περά­σει στην ιστο­ρία. Μερι­κά απ’ αυτά, σαν μια προ­σω­πι­κή συμ­βο­λή με τη μορ­φή χρο­νι­κού λευ­κώ­μα­τος, τα εξέ­δω­σα δυο χρό­νια πριν από τη δικτα­το­ρία Συνταγματαρχών.

Λίγες μέρες προ­τού ξεσπά­σει το πρα­ξι­κό­πη­μα, μ’ είχαν καλέ­σει για ανά­κρι­ση. Να με δικά­σουν. Να κατά­σχουν το λεύ­κω­μα. Και πίσω από την εντο­λή της κατά­σχε­σης, ο επί­δο­ξος δικτα­το­ρί­σκος, ο Ιωαν­νί­δης, που ανέ­βη­κε τα σκα­λιά της ιεραρ­χί­ας βασα­νί­ζο­ντας στη Μακρό­νη­σο. Είχε υπο­βάλ­λει μήνυ­ση με απαί­τη­ση να απο­συρ­θεί το βιβλίο, κάτι που έγι­νε την πρώ­τη μέρα μετά την επι­κρά­τη­ση της δικτα­το­ρί­ας και τη σύλ­λη­ψή μου.

  1. Από τους πρώ­τους που είδαν κάποια από τα έργα σας ο Μάνος Κατράκης

- Πολ­λές οι προ­σω­πι­κό­τη­τες, στο στρα­τό­πε­δο του Αϊ-Γώρ­γη (Μακρό­νη­σος), της Αντί­στα­σης, των Γραμ­μά­των, της τέχνης. Κι όσοι είχα­με «αμαρ­τά­νει» πάνω σε χαρ­τί με σχέ­δια ή γρα­φτά κι όσοι ακό­μη από μας δεν το τόλ­μη­σαν, κάνου­με όνει­ρα να τα μοι­ρα­στού­με μαζί τους, ν’ αντλή­σου­με γνώ­σεις πολύ­τι­μες για πολ­λούς. Καμπό­σοι μ’ ενδια­φέ­ρον και ταρα­χή θα ξεφυλ­λί­σουν τα μακρο­νη­σιώ­τι­κα σκί­τσα μου και ξέχωρ’ απ’ όλους θα μου μεί­νει εκεί­νη η εικό­να του Μάνου Κατράκη.

Καθι­στός στα χαλά­σμα­τα τα ‘χει πάρει στα χέρια του και να τον κοι­τάω να σοβα­ρεύ­ε­ται μονο­μιάς, να πισω­γυ­ρί­ζει τα φύλ­λα, με τρε­μά­με­να δάχτυ­λα να ξανα­κοι­τά­ζει σκε­φτι­κός κάποιο σχέ­διο και στο κακο­ξυ­ρι­σμέ­νο του μάγου­λο να κυλά­ει το δάκρυ.

Το καλο­εί­δε κάποια φορά, σηκώ­θη­κε από­το­μα και με φίλη­σε σταυ­ρω­τά: Σ’ ευχα­ρι­στώ, μου λέει, που το μπό­ρε­σες… και συνέ­χι­σε τα, τ’ ακούς, μου κάνει κου­νώ­ντας το δάχτυ­λο του, αλλιώς θα ‘ναι σαν να τους έχεις προδώσει.

  1. Είναι ένα λεύ­κω­μα που ανα­σκα­λεύ­ει πάθη μιας άλλης επο­χής. Τι σχέ­ση μπο­ρεί να έχει το δρά­μα το δικό σου, όσο πέρα­σες εσύ και η γενιά σου με τη σημε­ρι­νή Ελλάδα;

- Δεν ανα­σκα­λεύ­ει πάθη. Δια­τη­ρεί ζωντα­νές τις μνή­μες μιας ζοφε­ρής επο­χής, προς απο­φυ­γή οδυ­νη­ρών επα­να­λή­ψε­ων της ιστο­ρί­ας. Σε κάποια σελί­δα αυτού του λευ­κώ­μα­τος έγρα­φα: «Το άλλο έγκλη­μα είναι η λησμο­νιά, για­τί ο φασι­σμός χτυ­πά­ει την ώρα που τον έχουν ξεχά­σει. Θέλεις δε θέλεις, εμπει­ρί­ες όπως αυτές σε σφρα­γί­ζουν για πάντα ως τα τρί­σβα­θα της ψυχής. Συμ­βαί­νει ακό­μα, συσ­σω­ρευ­μέ­νες να γεν­νά­νε έντο­νο το αίσθη­μα της ευθύ­νης, να γίνο­νται κραυ­γή, για αφύ­πνι­ση. Για να μη βαδί­σει ξανά η χώρα μας τον ίδιο δρό­μο. Για να μην ταρά­ξουν τις νύχτες των ανθρώ­πων οι εφιάλτες.

  1. Υπάρ­χει μίσος για τους βασα­νι­στές σου; Στα κατο­πι­νά χρό­νια συνα­ντή­θη­κες με κάποιον από αυτούς; Τι σου είπε;

- Δεν συνα­ντή­θη­κα ποτέ ξανά με κάποιον απ’ αυτούς… δεν είπα ποτέ ότι τους μισώ… οι βασα­νι­στές ήταν κι αυτοί άνθρω­ποι, όπως όλοι μας… Τον ένα τον παίρ­νεις τον βασα­νί­ζεις… τον κάνεις άγιο. Τον άλλο τον παίρ­νεις, τον κάνεις βασα­νι­στή. Κι ο βασα­νι­στής και ο βασα­νι­ζό­με­νος πρέ­πει να κρί­νο­νται με ανθρώ­πι­να μέτρα. Η μάνα είχε ένα καλα­ντά­ρι – ένα παλιό, παλιο­μο­δί­τι­κο, θρη­σκευ­τι­κό καλα­ντά­ρι. Μια φρά­ση απ’ εκεί που μου έκα­νε εντύ­πω­ση, είναι: «Όταν τον άνθρω­πο τον πάρεις, τον ανα­λύ­σεις, προ­σπα­θή­σεις να τον κατα­λά­βεις για­τί έκα­νε αυτό ή εκεί­νο, είναι σα να τον συγχώρεσες…»

FARSAKIDIS_-8

  1. Σε ένα από τα βιβλία σου ασχο­λεί­σαι με τα πολι­τι­στι­κά δρώ­με­να στους τόπους εξο­ρί­ας και τα ευτρά­πε­λα. Πάμπολ­λα τα ευτρά­πε­λα και εσύ ο ίδιος ομο­λο­γείς ότι και τα χει­ρό­τε­ρα που έχε­τε ζήσει είναι δεμέ­να με το καλα­μπού­ρι, το γέλιο, το πεί­ραγ­μα. Τι πρό­σφε­ρε το χιού­μορ σε μια τόσο δύσκο­λη στιγ­μή και, κυρί­ως πού βρί­σκα­τε το κου­ρά­γιο για χωρατά;

- Το γέλιο, το χιού­μορ ήταν το ψυχο­λο­γι­κό αντι­στάθ­μι­σμα στον πόνο, στο φόβο. Μα εμψύ­χω­νε, μας λύτρω­νε. Μας χτυ­πού­σαν, μας βασά­νι­ζαν… Έλε­γαν τη Μακρό­νη­σο σχο­λείο… Λέγα­με εμείς στα σκε­τσά­κια που παίζαμε:

«Τι παρά­ξε­να βιβλία
Πού ‘χουν τού­τα τα σχολεία
Τα γράμ­μα­τα τα παινεμένα,
Είναι ανά­πο­δα γραμμένα…»
Και για να αντέχουμε:
«Άλφα – Σίγ­μα, Άλφα – Σίγμα
Το στε­ριώ­σα­με το Σύρμα».

Ήμα­σταν νέοι, θέλα­με να ζήσου­με, να χαρού­με. Σ’ αυτές τις κατα­στά­σεις γελού­σα­με με τους πιο παρά­δο­ξους λόγους: Κου­ρα­ζό­ταν ο βασα­νι­στής να μας χτυ­πά, κι εμείς γελού­σα­με με την κού­ρα­ση του, με τα γαμο­σταυ­ρί­δια που μας πέτα­γε. Γελού­σα­με με τους ήχους των άναρ­θρων κραυ­γών του πόνου… δια­κω­μω­δού­σα­με τον εαυ­τό μας. Υπήρ­χαν τα ηλε­κτρο­σόκ… Αυτά τα φοβό­μα­σταν… Το Γιάν­νη όμως, το μικρό­σω­μο Κρη­τι­κό, που έμει­νε μουγ­γός από το ξύλο, έπρε­πε να τον γιατρέψούμε…

Το ανέ­λα­βαν δύο άλλοι συνε­ξό­ρι­στοι, βάζο­ντας του ένα τσου­βά­λι στο κεφά­λι και με τη χρή­ση «πορ­δο­σόκ». Πραγ­μα­τι­κά, ο μικρό­σω­μος Γιάν­νης, μέσα στον πανι­κό του, με βαρύ­το­νη μπα­σα­δό­ρι­κη φωνή, άρχι­σε να φωνά­ζει την πρώ­τη του λέξη μετά από μήνες: «ΣΚΑΤΑ!!!»

  1. Με την παρου­σία του Μάνου Κατρά­κη, του Τζα­βα­λά Καρού­σου και άλλων πολ­λών επαγ­γελ­μα­τιών ηθο­ποιών ανα­πτύ­χθη­κε το θέα­τρο. Ανέ­βη­καν σπου­δαί­ες παρα­στά­σεις που θα τις ζήλευαν τα καλύ­τε­ρα αθη­ναϊ­κά θέα­τρα. Μίλη­σε μας για αυτή τη δραστηριότητα.

- Η ψυχα­γω­γι­κή προ­σπά­θεια στο στρα­τό­πε­δο του Αϊ-Στρά­τη στό­χευε πάντα στο ανέ­βα­σμα του μορ­φω­τι­κού και πολι­τι­στι­κού μας επί­πε­δου. Στο μετα­μα­κρο­νη­σιώ­τι­κο Αϊ-Στρά­τη, το θέα­τρό μας είχε ανε­βά­σει πάνω από σαρά­ντα πέντε έργα του ελλη­νι­κού και διε­θνούς ρεπερ­το­ρί­ου. Δεκά­δες σκετς, επι­θε­ω­ρή­σεις, ποι­η­τι­κές απο­γευ­μα­τι­νές, κου­κλο­θέ­α­τρο και απο­κριά­τι­κα άρμα­τα. Διορ­γα­νώ­θη­καν αθλη­τι­κές συνα­ντή­σεις, Έκθε­ση Εικα­στι­κών και Χει­ρο­τε­χνή­μα­τος. Στις επε­τεια­κές και γιορ­τα­στι­κές εκδη­λώ­σεις, πάντα παρού­σα η μαντο­λι­νά­τα και η χορω­δία του στρα­το­πέ­δου. Αλλά και μικρό­τε­ρα μου­σι­κά και φωνη­τι­κά σύνο­λα να συνο­δέ­ψουν τους χορευτές.

Τα στρα­το­πε­δι­κά μαθή­μα­τα, οι Ομά­δες Αυτο­μόρ­φω­σης και η πλού­σια βιβλιο­θή­κη, παράλ­λη­λα με την όλη δρα­στη­ριό­τη­τα, πρό­σφε­ραν πολ­λές δυνα­τό­τη­τες για την ανά­δει­ξη νέων δημιουρ­γών στον χώρο της Τέχνης.

Και όλα αυτά σε διαρ­κή σύγκρου­ση και μάχη με τις απα­γο­ρεύ­σεις και την εχθρό­τη­τα των κρα­τού­ντων. Με αιμα­τη­ρές οικο­νο­μί­ες, κόβο­ντας τη μπου­κιά από το στό­μα μας. Με μέχρι αυτα­πάρ­νη­σης προ­σφο­ρά των νεό­τε­ρων και τη συμπα­ρά­στα­ση του συνόλου.

Δε θα ‘ταν υπερ­βο­λή να ισχυ­ρι­στού­με ότι η πολι­τι­στι­κή κοσμο­γο­νία της δεκα­ε­τί­ας του πενή­ντα στο στρα­τό­πε­δο του Αϊ-Στρά­τη, σ’ έκτα­ση και ποιό­τη­τα, δεν έχει το προη­γού­με­νό της στη Νεο­ελ­λη­νι­κή Ιστορία.

Οι «Πέρ­σες», η «Βαβυ­λω­νία» και ο «Έμπο­ρας της Βενε­τί­ας», που είχαν ανέ­βει ως τα τέλη του 1951, υπήρ­ξαν ορό­ση­μα κι απαρ­χή για την παρα­πέ­ρα ανά­πτυ­ξη του θεά­τρου. στό­σο, τα σκετς, οι επι­θε­ω­ρή­σεις, οι ποι­η­τι­κές απο­γευ­μα­τι­νές και οι άλλες ψυχα­γω­γι­κές και πολι­τι­στι­κές μας δρα­στη­ριό­τη­τες, θ’ ανα­πτυ­χθούν παράλ­λη­λα, σ’ όλη τη διάρ­κεια της δεκα­ε­τί­ας που θα υφί­στα­ται το στρατόπεδο.

  1. Παρού­σα σε όλα σου τα βιβλία η μητέ­ρα σου. Σημείο ανα­φο­ράς στη ζωή σου. Μια ιδιαί­τε­ρη γυναί­κα — κινη­μα­το­γρα­φι­κός τύπος – που ποτέ της δεν ήταν «κομ­μου­νι­στός» και ποτέ δεν πίε­σε το γιο της. 

- Προ­σω­πι­κή της άπο­ψη για την περη­φά­νια και την αξιο­πρέ­πεια: «Δε θέλω ο γιός μου να γυρί­σει με σκυμ­μέ­νο κεφά­λι. Δε θέλω να υπο­κύ­ψει». Δεν τη νοιά­ζει ποιες είναι οι ιδέ­ες του γιού της, αλλά τελι­κά ότι δεν υπέ­κυ­ψε. Όταν στην πρώ­τη μου άδεια από τον Αϊ-Στρά­τη την ευχα­ρί­στη­σα που δεν έκα­νε ποτέ νύξη να απο­κη­ρύ­ξω τις ιδέ­ες μου μου απά­ντη­σε:  «Ήσουν που ήσουν χοντρο­κέ­φα­λος… Φαντά­σου να μου γυρί­σεις και με σκυμ­μέ­νο κεφάλι».

  1. Τι ρόλο έχει στη ζωή σου η γυναίκαq

- Συντα­ρα­κτι­κά φυσιολογικό…

  1. Κάτι ακό­μη που βγαί­νει από τα βιβλία σου είναι η αγά­πη για τα ζώα. Πάντα στη ζωή σου υπήρ­χε ένα τετρά­πο­δο. Ακό­μη και στην εξο­ρία. Και μάλι­στα η αγά­πη σου για τα ζώα θεω­ρή­θη­κε από κάποιους συντρό­φους σου στοι­χείο ιδε­ο­λο­γι­κής παρέκκλισης.

- Στην οικο­γέ­νεια μας αγα­πού­σα­με και είχα­με ζώα. Έτσι και στην εξο­ρία ήταν επό­με­νο να έχω υπό την «προ­στα­σία» μου γάτα ή σκύ­λο. Κάποια φορά που καθό­μουν κρα­τώ­ντας στα χέρια μου ένα γατά­κι, στά­θη­κε  από πάνω μου ο Λευτεράκης.

Χωρια­τό­πε­δο του Δημο­τι­κού ο  Λευ­τέ­ρης,  είχε «εντρυ­φή­σει» στον Μαρ­ξι­σμό και δεν έχα­νε ευκαι­ρία να κρί­νει και να φιγου­ρά­ρει, για τα πάντα, τις «γνώ­σεις» του.

Στά­θη­κε ο Λευ­τε­ρά­κης και με «επέ­πλη­ξε» λέγοντας.

– Έ ρε πώς κατα­ντή­σα­με! Κι  όπως πάμε, θα γίνου­με  και ζωόφιλοι!

Σκέ­φτη­κα ότι προ­φα­νώς εννο­ού­σε κάποιο αντι­μαρ­ξι­στι­κό παρα­πά­τη­μα που δε θα είναι εύκο­λο να αντικρούσεις…

Την επό­με­νη μέρα του είχα κολ­λή­σει, απλά σαν αντί­λο­γο, στο κρε­βά­τι του μια φωτο­γρα­φία του Λένιν…!

  1. Η ζωή σου είναι γεμά­τη ποίηση… 

- Η μόνη που είναι ανε­βα­σμέ­νη, η πίε­ση. Ολα τα άλλα είναι πεσμένα…

  1. Με προ­βο­κά­ρεις αλλά συνε­χί­ζω. Ακό­μη και σήμε­ρα σε υπε­ρώ­ρι­μη ηλι­κία, απαγ­γέ­λεις από στή­θους Μαλα­κά­ση, Παλα­μά, Βάρ­να­λη. Μιλάς πολ­λές φορές με την ποί­η­ση. Και να κάνω μια παρέν­θε­ση, από εσέ­να πρω­τά­κου­σα κάποιους από τους πιο όμορ­φους στί­χους της ελλη­νι­κής ποίησης. 

- Ετσι κατα­λο­γί­ζουν οι φίλοι και οι γνω­στοί . Η ποί­η­ση στά­θη­κε ένα από τα χαζά μου.

  1. Λες κάπου: «Μισώ τον πόλε­μο, τον Χίτλερ, την αλα­ζο­νεία του φασι­σμού. Όλους αυτούς που βασα­νί­ζουν, που σκο­τώ­νουν, που καί­νε. Ωστό­σο θα ήθε­λα, αν το μπο­ρού­σα, πολε­μώ­ντας το φασι­σμό να μη βρι­σκό­μουν στην ανά­γκη να σκο­τώ­σω κανέ­ναν…». Αυτό δεί­χνει έναν άνθρω­πο που δεν έχα­σε την ανθρω­πιά του αλλά και τη διά­στα­ση του αγώ­να που δίνατε.

- Ναι αυτή η σκέ­ψη περ­νού­σε πάντα από το μυα­λό μου. Αν μπο­ρού­σα… 

  1. «Χωρίς μίσος για την αδι­κία δεν υπάρ­χει αγά­πη» έλε­γε ο μεντο­ράς σου, κάτι που υιο­θέ­τη­σες και εσύ. Εξή­γη­σε το μας αυτό.

- Να πιστεύ­εις, να προσ­δο­κάς και να αγω­νί­ζε­σαι να ανθρω­πέ­ψει ο άνθρωπος.

  1. Όντας σε υπε­ρώ­ρι­μη ηλι­κία φρό­ντι­σες να αφή­σεις παρα­κα­τα­θή­κη. Λέγο­ντας ότι ήσουν κομ­μου­νι­στής και θέλεις να «φύγεις» ως κομ­μου­νι­στής. Τι σημαί­νει είμαι κομ­μου­νι­στής. Τι είναι για εσέ­να ο σοσιαλισμός;

- Δε θα ήθε­λα ν’ απα­ντή­σω ούτε με φιλο­λο­γή­μα­τα, ούτε με ορι­σμούς που ο καθέ­νας μπο­ρεί να βρει στα βιβλία.

* * *

FARSAKIDIS-9

Ο Γ. Φαρ­σα­κί­δης, σύμ­βο­λο της ιστο­ρί­ας της Αρι­στε­ράς, έχει μια σχέ­ση βαθύ­τε­ρη με την ελλη­νι­κή ιστο­ρία. Γεν­νή­θη­κε το 1924 στην Οδησ­σό της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης και έζη­σε στο σπί­τι της Φιλι­κής Εται­ρί­ας που ήταν ιδιο­κτη­σί­ας του πατέ­ρα του. Τους τίτλους ιδιο­κτη­σί­ας παρα­χώ­ρη­σε στο Ιδρυ­μα Ελλη­νι­κού Πολι­τι­σμού καθώς και τα αντι­κεί­με­να του σπι­τιού που ανα­βιώ­νουν ένα τυπι­κό αστι­κό σπί­τι της ελλη­νι­κής παροι­κί­ας της Οδησ­σού στις αρχές του προη­γού­με­νου αιώνα.

Με τον ερχο­μό του στην Ελλά­δα το 1934 θα ζήσει στη Θεσ­σα­λο­νί­κη τα γεγο­νό­τα του Μάη του ’36, τον πόλε­μο του ’40 τη γερ­μα­νι­κή Κατο­χή και θα συμ­με­τά­σχει στην Αντί­στα­ση. Ανταρ­το­ε­πο­νί­της, δεκα­ο­χτώ χρο­νών, δύο φορές τραυ­μα­τί­ας σε μάχη με Γερ­μα­νούς και Βούλ­γα­ρους, έμει­νε ανά­πη­ρος στα δύο του χέρια. Κατά δια­στή­μα­τα έχει κάνει σε στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης και άλλους τόπους κρά­τη­σης δεκα­ε­ξί­μι­σι χρόνια.

Αυτο­δί­δα­κτος στους τόπους της κρά­τη­σης του, ζωγρα­φί­ζει και χαρά­ζει θέμα­τα με περιε­χό­με­νο από τη ζωή των συγκρα­τού­με­νων συνα­γω­νι­στών του κι αργό­τε­ρα από τους αγώ­νες του ελλη­νι­κού λαού.

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο