Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σωτηρία Μπέλλου: Με πνίγει τούτη η οργή…

Αύγου­στος ήταν που ήρθε στη ζωή (1921), Αύγου­στος (27 Αυγού­στου 1997) και που κίνη­σε για το τελευ­ταίο της ταξί­δι η Σωτη­ρία Μπέλ­λου. Αδά­μα­στη, απρο­σκύ­νη­τη, ασυμ­βί­βα­στη, όπως πορεύ­τη­κε για εβδο­μή­ντα έξι χρόνια.

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Sotiria_BellouΑδά­μα­στη, απρο­σκύ­νη­τη, ασυμ­βί­βα­στη μέχρι το τέλος. Γεν­νή­θη­κε και μεγά­λω­σε στη Χαλ­κί­δα. Στα 17 της χρό­νια παντρεύ­ε­ται, αλλά ο γάμος της σύντο­μα δια­λύ­ε­ται. Στις 29 Οκτώ­βρη του 1940 αφή­νει τη Χαλ­κί­δα και φτά­νει στην Αθή­να, όπου τα φέρ­νει βόλ­τα με μεγά­λη δυσκο­λία. Οι Γερ­μα­νοί την πιά­νουν και τη φυλα­κί­ζουν. Τον Δεκέμ­βρη του 1944 παίρ­νει μέρος με τον ΕΛΑΣ στις μάχες της Αθή­νας. Στη συνέ­χεια δίνει μάχες για την επι­βί­ω­σή της και την κατα­ξί­ω­σή της στο χώρο που ονει­ρευό­ταν από παι­δί, του τρα­γου­διού. Μέχρι που συνα­ντιέ­ται με τον Βασί­λη Τσι­τσά­νη και το άστρο της αρχί­ζει να λάμπει. Και με την πάρο­δο του χρό­νου γίνε­ται ολο­έ­να και πιο φωτεινό…

«Μέσα σε όλες τις εκρη­κτι­κές αντι­φά­σεις που συν­θέ­τουν το φαι­νό­με­νο Μπέλ­λου, υπάρ­χει εκεί­νο που δεν αμφι­σβη­τή­θη­κε ποτέ και από κανέ­ναν: η μονα­δι­κό­τη­τα της φωνής της και η απα­ρά­μιλ­λη ερμη­νευ­τι­κή της κατά­θε­ση, που την κατα­τάσ­σουν στον κατά­λο­γο εκεί­νων που μόχθη­σαν, θυσί­α­σαν, πρό­σφε­ραν στην εξέ­λι­ξη της ιστο­ρί­ας του ελλη­νι­κού τρα­γου­διού και θα εξου­σιά­ζουν τη μνή­μη του λαού και του τόπου μας. (…) Ανα­με­τρή­θη­κα με το χρό­νο, με τις σκλη­ρές και δύσκο­λες επο­χές του τόπου μας, με τη γλυ­κό­πι­κρη ζωή και τη μεγά­λη ψυχή του λαού μας, αλλά κυρί­ως ανα­με­τρή­θη­κα με τη ζωή ενός ανθρώ­που που βάδι­ζε πάντα κόντρα στον άνε­μο, όμως τις περισ­σό­τε­ρες φορές χέρι χέρι με τις αγω­νί­ες του λαού.

bellou_adamidou

Σωτη­ρία Μπέλ­λου — Σοφία Αδαμίδου

Δεν μας επι­τρέ­πε­ται πια να κατα­λο­γί­σου­με κανέ­να λάθος σ’ αυτό τον άνθρω­πο, που έδω­σε αμέ­τρη­τες μάχες για την προ­σω­πι­κή του ελευ­θε­ρία. Τα μόνα, ίσως, λάθη ήταν τα πάθη της. Αλλά κι αυτά τα ονο­μά­ζου­με έτσι στη δική μας γλώσ­σα. Στην ξύλι­νη γλώσ­σα της λογι­κής από την οποία λίγοι μπο­ρού­με να ξεφύ­γου­με. Όμως, οφεί­λου­με σεβα­σμό στους ανθρώ­πους που «ξεφεύ­γουν» για­τί θέλουν να είναι ελεύθεροι.»

[Από τον πρό­λο­γο του βιβλί­ου της Σοφί­ας Αδα­μί­δου, “Πότε ντόρ­τια, πότε εξά­ρες”, Εκδό­σεις Λιβάνη]

bellou_biblioΗ δημο­σιο­γρά­φος – συγ­γρα­φέ­ας Σοφία Αδα­μί­δου έγρα­ψε πριν από λίγα χρό­νια την βιο­γρα­φία της Σωτη­ρί­ας Μπέλ­λου, απο­δε­χό­με­νη πρό­τα­ση της ίδιας της μεγά­λης ερμη­νεύ­τριας. Πριν συμ­βεί αυτό, μετα­ξύ των δυο γυναι­κών είχε σφυ­ρη­λα­τη­θεί μια σχέ­ση βαθιάς και άδο­λης φιλί­ας και αγά­πης, που άντε­ξε στο χρό­νο. Η Σωτη­ρία βρή­κε στο πρό­σω­πο της Σοφί­ας το κλει­δί που ξεκλεί­δω­σε τα πιο βαθιά υπό­γεια της πολυ­τά­ρα­χης και περι­πε­τειώ­δους ζωής της και της ψυχής της και η συγ­γρα­φέ­ας ανέ­συ­ρε στο φως και μας πρό­σφε­ρε έναν θησαυ­ρό βιω­μά­των και αφη­γή­σε­ων μιας προ­σω­πι­κό­τη­τας (που είναι ταυ­τό­χρο­να και εικό­νες μιας ολό­κλη­ρης επο­χής) που σημά­δε­ψε καθο­ρι­στι­κά με τη δια­δρο­μή της την ιστο­ρία του λαϊ­κού τρα­γου­διού και ευρύ­τε­ρα του λαϊ­κού μας πολιτισμού.

“Πότε ντόρ­τια, πότε εξά­ρες” ο τίτλος του βιβλί­ου. Στις σελί­δες του, μέσα από ανέκ­δο­το φωτο­γρα­φι­κό υλι­κό και άγνω­στα (έως την έκδο­σή του) ντο­κου­μέ­ντα, ξεδι­πλώ­νο­νται με συναρ­πα­στι­κές λεπτο­μέ­ρειες η ζωή και η καριέ­ρα της Σωτη­ρί­ας Μπέλ­λου. Οι αγω­νί­ες, ο αγώ­νας για την επι­βί­ω­σή της, αλλά και οι κοι­νω­νι­κοί αγώ­νες της, οι πίκρες, οι χαρές, οι μικρές και μεγά­λες στιγ­μές μιας σπου­δαί­ας καλ­λι­τε­χνι­κής πορείας.

Το 1998 η Νέα Ελλη­νι­κή Τηλε­ό­ρα­ση πρό­βα­λε ένα επει­σό­διο της σει­ράς «Άνθρω­ποι» (επι­μέ­λεια-παρου­σί­α­ση Σεμί­να Διγε­νή) αφιε­ρω­μέ­νο στη Σωτη­ρία Μπέλ­λου. Η εκπο­μπή (μπο­ρεί­τε να τη δεί­τε πατώ­ντας εδώ) ήταν βασι­σμέ­νη στο υπό έκδο­ση τότε βιβλίο της Σ. Αδα­μί­δου. Η τελευ­ταία μίλη­σε στην εκπο­μπή για τη σχέ­ση της με την Σωτη­ρία Μπέλ­λου και την πορεία των συναι­σθη­μά­των της κατά τη διάρ­κεια της συγ­γρα­φής του βιβλίου.

Απο­μα­γνη­το­φω­νή­σα­με μερι­κά από τα λόγια της Σοφί­ας Αδα­μί­δου και τα μετα­φέ­ρου­με ως ανα­σκά­λε­μα της μνή­μης και από­δο­ση τιμής στην ασυμ­βί­βα­στη της ζωής και της τέχνης Σωτη­ρία Μπέλ­λου. Ο λόγος στη Σοφία Αδαμίδου:

bellou35

«Γρά­φο­ντας (για την Σωτη­ρία Μπέλ­λου), εκτός του ότι ανα­με­τρή­θη­κα με πράγ­μα­τα, με κατα­στά­σεις, γεγο­νό­τα, μιας ολό­κλη­ρης επο­χής που, πραγ­μα­τι­κά, ήταν πολύ συγκι­νη­τι­κό και πολύ όμορ­φο να γυρ­νάς σε κατα­στά­σεις που δεν έχεις ζήσει, που έχεις ακού­σει, αλλά μέσα από τη ζωή αυτής της γυναί­κας μπό­ρε­σα να τις υπο­ψια­στώ και κάποιες στιγ­μές να τις νιώσω…

Όπως βεβαί­ως ένιω­σα την ίδια. Ένιω­σα και κατά­λα­βα, κατα­νό­η­σα, την οργή… Αυτή την οργή που έβγαι­νε και που πολ­λές φορές κι εγώ ομο­λο­γώ ότι μου φαι­νό­ταν λίγο περί­ερ­γη, κι έλε­γα μα για­τί να ’ναι τόσο οργι­σμέ­νη, για­τί να έχει αυτή την επιθετικότητα…

Κατά­λα­βα λοι­πόν για­τί ήταν όλα αυτά. Έζη­σε μια ζωή πάνω-κάτω, χτυ­πή­θη­κε πάρα πολύ και χτυ­πή­θη­κε και για τη ζωή της αλλά και γι’ αυτό που έφερε…

«…Το παρά­πο­νό της ήταν ότι τέλειω­νε η ζωή της. Δεν ήτα­νε αλη­θι­νά αυτά τα παρά­πο­να που εκδή­λω­νε για τους συγ­γε­νείς και συνα­δέλ­φους και κάποιους φίλους (που τις περισ­σό­τε­ρες φορές είχε δίκιο, δεν ήταν κοντά της) και δεν ήτα­νε το χαρ­τζι­λί­κι που θα της δίνα­νε (…) όσο ήτα­νε η συντρο­φιά. Η συντρο­φιά που την είχε πολύ ανάγκη…

Στο νοσοκομείο Σωτηρία. Φωτογραφία: Σπύρος Στάβερης (για το περιοδικό "01") Πηγή: www.lifo.gr

Στο νοσο­κο­μείο Σωτη­ρία. Φωτο­γρα­φία: Σπύ­ρος Στά­βε­ρης (για το περιο­δι­κό “01”) Πηγή: www.lifo.gr

Αυτή η οργή που εξέ­φρα­ζε ήταν περισ­σό­τε­ρο με την ασθέ­νειά της και τον τρό­πο με τον οποίο τη χτύ­πη­σε, για­τί τη χτύ­πη­σε, μη ξεχνά­με, σε ότι πολυ­τι­μό­τε­ρο είχε, στις φωνη­τι­κές χορ­δές. Αυτή ήταν η οργή της… και όσο ένιω­θε ότι τέλειω­νε η ζωή της…

Αισθά­νο­μαι την ανά­γκη να «μετα­φρά­σω» εκεί­νο το δάκρυ, το τελευ­ταίο δάκρυ, κλεί­νο­ντας τα μάτια της… Κι αυτός ο πόνος, αυτή η θλί­ψη, για τη ζωή που έφυ­γε νομί­ζω ότι μετα­φρά­ζε­ται και στο δάκρυ μέσα από το οποίο, ομο­λο­γώ, ―όλον αυτόν τον και­ρό γρά­φο­ντας― μέσα απ’ αυτό το δάκρυ έβλε­πα τη ζωή της να ξεδι­πλώ­νε­ται εικό­να-εικό­να, συναί­σθη­μα-συναί­σθη­μα, βήμα προς βήμα… Όλη της τη ζωή…»

[Σοφία Αδα­μί­δου, από το ίδιο τηλε­ο­πτι­κό αφιέ­ρω­μα στη Σωτη­ρία Μπέλλου]

(…) Δεν ήταν οργι­σμέ­νη για το πάνω-κάτω. Ήταν επι­λο­γή της. Επέ­λε­ξε να ζει με τα χρή­μα­τα που έβγα­ζε (έβγα­λε πάρα πολ­λά χρή­μα­τα) να βοη­θά­ει τους άλλους… Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό, και θα το δει όποιος δια­βά­σει το βιβλίο, πάρα πολ­λές περι­πτώ­σεις που βοη­θού­σε τον κόσμο. Τις περι­πτώ­σεις αυτές δεν τις ομο­λο­γού­σε η ίδια, αυτά τα βρή­κα από άλλους ανθρώπους…

Είχε περά­σει, να το πού­με απλά, μελαγ­χο­λία και μανιο­κα­τά­θλι­ψη. Νοση­λεύ­τη­κε, πέρα­σε φυλα­κές… έζη­σε φυλα­κές και για το βιτριό­λι που έρι­ξε στον άντρα της, αλλά και μετά στην κατο­χή και στα δεκεμ­βρια­νά έφα­γε πολύ ξύλο, όπως ξύλο έφα­γε και από πολ­λούς συνα­δέλ­φους της. Δεν μπο­ρού­σα­νε να ανε­χτού­νε αυτή τη γυναί­κα, ένα θηλυ­κό σατρά­πη να τους αντι­πα­ρα­τί­θε­ται. Κι έφα­γε πολύ ξύλο…

Πεί­να­σε, ζήτη­σε βοή­θεια ―δεν την είχε― πολ­λές φορές, ενώ πολ­λές φορές την έδι­νε. Την έδι­νε πραγ­μα­τι­κά με γεν­ναιο­δω­ρία, ήταν φοβε­ρά γεν­ναιό­δω­ρος άνθρωπος.

Όλα αυτά λοι­πόν και με το πέρα­σμα του χρό­νου, κι όσο αυτή ένιω­θε ότι τελειώ­νει και η ζωή της και η καριέ­ρα της, (μια καριέ­ρα πενή­ντα χρό­νων που ήταν γι’ αυτήν το παν. Από μικρό παι­δί ήθε­λε, λαχτά­ρη­σε το τρα­γού­δι ― αυτό που έδω­σε τελι­κά) όλ’ αυτά την έκα­ναν να νιώ­θει αυτή την οργή. Και λέω ότι ―έτσι, πραγ­μα­τι­κά, αισθά­νο­μαι― γρά­φο­ντας τη ζωή της την κατα­νό­η­σα πάρα πολύ.»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο