Δεν είχανε λεφτά ούτε για νεκροφόρα.
“Ήμαρτον Θε μου,
μα σήμερις και να πεθάνεις δεν μπορείς…”
έλεγε η διπλανή γειτόνισσα.
Τέλος φωνάξανε ένα ταξί και βάλανε το φέρετρο
εκεί που βάζουν τις βαλίτσες
μισό μέσα, μισό έξω.
Κι έτρεχε το πολύχρωμο αυτοκίνητο για το νεκροταφείο
σαν εφιαλτικό αγρίμι
που κράταγε στα δόντια τη βορά του.