Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Ταπεινών Εδέσματα» της Ευγενίας Καλαγκιά-Μουρατίδου

Γρά­φει η Τασ­σώ Γαΐ­λα //

Το νησί της Χίου ‘ευτύ­χη­σε’ να απε­λευ­θε­ρω­θεί από τον Τουρ­κι­κό ζυγό τον Νοέμ­βρη του 1912. Εκεί μετα­φε­ρό­μα­στε και συγκε­κρι­μέ­να στο χωριό της Χίου τη Λαγκά­δα –τόπο δρά­σης του βιβλί­ου της Ευγε­νί­ας Καλα­γκιά- Μου­ρα­τί­δου Ταπει­νών Εδέ­σμα­τα-150 Συντα­γές της Κατοχής/2015.

tapeinon2Δύσκο­λες οι συν­θή­κες δια­βί­ω­σης των ελεύ­θε­ρων πλέ­ον Χιω­τών, μεγά­λη φτώ­χεια και σκλη­ρή δου­λιά, στη θάλασ­σα, στα χωρά­φια, αγρό­τες, ψαρά­δες, κτη­νο­τρό­φοι, όλοι με όνει­ρο ένα καλύ­τε­ρο αύριο.Έρχεται η λαί­λα­πα της Μικρα­σια­τι­κής Κατα­στρο­φής και η φτω­χή Χίος και η Λαγκά­δα γεμί­ζουν με πρό­σφυ­γες από τις απέ­να­ντι ακτές της Τουρ­κί­ας. Τώρα, οι φτω­χοί θα γίνουν περισ­σό­τε­ροι. Πεί­να, απελ­πι­σία, δυστυ­χία, επο­χή κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κά πολύ ταραγ­μέ­νη. Λίγο μετά το χαμό της Μικράς Ασί­ας και λίγο πρίν το ’30, στη Λαγκά­δα θα γεν­νη­θεί η μικρή Μαρία το μεγα­λύ­τε­ρο παι­δί από τα 3 της φτω­χής οικο­γέ­νειας του Δημή­τρη Βλυ­σί­δη. Η Μαρία(η μητέ­ρα της συγ­γρα­φέ­ας )που είναι και το κύριο πρό­σω­πο του βιβλί­ου εφ’ όσον οι αφη­γή­σεις της απο­τε­λούν τον κεντρι­κό κορ­μό του βιβλί­ου, αφη­γή­σεις που ξεκι­νούν από την ηλι­κία της των 10 χρό­νων όταν χάνει τη μητέ­ρα της και τα τρία ορφα­νά αδελ­φά­κια και με ‘αρχη­γό’ την ίδια αρχί­ζουν ολο­μό­να­χα αγώ­να άνι­σο και απάν­θρω­πο για την επι­βί­ω­ση τους.Ο πατέ­ρας φεύ­γει με μπάρ­κο, τα ορφα­νά μετα­κο­μί­ζουν σε γει­το­νι­κό χωριό και στο φτω­χι­κό της για­γιάς. Η Μαρία μαθαί­νει να κρα­τά νοι­κο­κυ­ριό για να αντα­πο­κρι­θεί στο ρόλο της μάνας των μικρό­τε­ρων αδελ­φών της.Μικρό το διάλ­λει­μα ευτυ­χί­ας με τη για­γιά μια και ο πατέ­ρας γυρί­ζει με μητριά! Τα παίρ­νει πίσω στη Λαγκά­δα και τα τρία μικρά ορφα­νά από­ντος πάλι του πατρός σε μπάρ­κο, θα βιώ­σουν την απάν­θρω­πη σκλη­ρό­τη­τα της μητριάς που τα βάζει να δου­λεύ­ουν σκλη­ρά στο σπί­τι και στα χωρά­φια, τα κακο­ποιεί και τα αφή­νει νηστι­κά παρά τα χρή­μα­τα που στέλ­νει ο πατέ­ρας γι’ αυτά.

Κατό­πιν, χού­ντα του Μετα­ξά , η Ελλά­δα ποτέ δεν ησυ­χά­ζει, κατό­πιν τι; Γερ­μα­νι­κή Κατοχή.Πάλι σκλά­βοι οι Χιώ­τες, πάλι πεί­να, τρό­μος και πολ­λοί χωρια­νοί για να σωθούν από τους Γερ­μα­νούς και την πεί­να περ­νούν κρυ­φά με βάρ­κες στα απέ­να­ντι Τουρ­κι­κά παρά­λια, στον Τσε­σμέ. Το ίδιο και η μητριά που εγκα­τα­λεί­πει ολο­μό­να­χα τα τρία ορφα­νά. Παλαι­στί­νη-Κύπρος-Μέση Ανα­το­λή είναι οι τόποι προ­ο­ρι­σμού των προ­σφύ­γων, εμείς μένο­με στα εξαί­ρε­τα αφη­γη­μα­τι­κά κεί­με­να της Μαρί­ας που βιώ­νει έναν τρο­με­ρό εφιάλ­τη, σηκώ­νει στις εφη­βι­κές πλά­τες της το βάρος των αδελ­φών της,γιατί πρέ­πει και οι τρείς να επιβιώσουν…Πως;

Ένας μακρό­χρο­νος εφιάλ­της, με το μικρό κορί­τσι ξυπό­λη­το και παγω­μέ­νο από το κρύο να γυρί­ζει στα βου­νά για λίγα χόρτα(φούντες από πεύ­κα έβρα­ζαν για σού­πα), καθώς και στα χωριά του νησιού αγκα­λιά με τα λιγο­στά υπάρ­χο­ντα της μητέ­ρας της για μια χού­φτα αλεύ­ρι. Σε ένα χωριό σκλη­ρό­καρ­δη γυναί­κα και μάλι­στα συγ­γε­νής της αρπά­ζει από το κεφά­λι το τελευ­ταίο ενθύ­μιο της μητέ­ρας της το κεντι­τό μαντή­λι που φορά και της δίνει ένα μικρό μπου­κα­λά­κι λάδι. Η Μαρία κλαί­ει με λυγ­μούς γυρί­ζο­ντας μέσα στη νύχτα πίσω στο χωριό όπου στο έμπα του την περι­μέ­νει η αδελ­φού­λα της νηστι­κιά και απελ­πι­σμέ­νη. Έφε­ρες τίπο­τα; Ο μικρός πει­νά­ει πολύ και εγώ το ίδιο…

Στα 4 χρό­νια κατο­χής κανείς δεν συμπό­νε­σε τα ορφα­νά, την Μαρία, τη Βασι­λεία και τον Γιάν­νη. Κανείς δε νοιά­στη­κε γι’ αυτά. Κι’ όμως λες από θαύ­μα; Επέ­ζη­σαν γνω­ρί­ζο­ντας την απαν­θρω­πιά, την αδια­φο­ρία, τους εκμε­ταλ­λευ­τές του ανθρώ­πι­νου πόνου, τους μαυ­ρα­γο­ρί­τες, την εξαθλίωση…Τα μάτια τους γεμά­τα τρό­μο από τη θέα των Γερμανών,αλλά και από το συνα­πά­ντη­μά τους με τους νεκρούς από την πεί­να συγ­χω­ρια­νούς τους στα σοκά­κια του χωριού…Είναι οι ώρες που στο χωριό θα οργα­νω­θεί ομά­δα του ΕΑΜ και η Μαρία συμ­με­τέ­χει ενερ­γά και μάλι­στα στη διά­σω­ση ανταρτών…

Πάμε τώρα λίγο πίσω στο ένδο­ξο ’40 με το άδο­ξο τέλος και στην Αλβα­νία; Οπι­σθο­χώ­ρη­ση, χάος αλη­θι­νό, μόνος και έρη­μος ο Γιαν­νιός Καλα­γκιάς ο νεα­ρός τσα­γκά­ρης από την Λαγκάδα(πατέρας της συγ­γρα­φέ­ας), προ­σπα­θεί να βρεί τρό­πο να γυρί­σει στο νησί του.Ταξείδι μηνών επι­κίν­δυ­νο, εφιαλτικό.Τελικά επι­στρέ­φει και είναι ένα από τα νέα παι­διά του χωριού που θα περά­σει με βάρ­κα στην Τουρ­κία με προ­ο­ρι­σμό τη Μέση Ανα­το­λη. Τι θα βρεί εκεί;Σκληρή μετα­χεί­ρι­ση από το Γενι­κό Επι­τε­λείο Μέσης Ανα­το­λής και την Ελλη­νι­κή Κυβέρ­νη­ση μιάς και ανή­κε στους οπλί­τες που είχαν εκδη­λω­θεί ανοι­κτά υπέρ της κυβέρ­νη­σης του βουνού(ΠΕΕΑ)… Ο πόλε­μος τελειώ­νει, ο Γιαν­νιός Καλα­γκιάς θα γυρί­σει στη Λαγκά­δα, θα γυρί­σουν και όσοι πρό­σφυ­γες επέ­ζη­σαν και να επι­τέ­λους κάτι καλό για τα ορφα­νά. Επι­στρέ­φει και ο πατέ­ρας τους. Η σκη­νή όπου η νεα­ρή Μαρία περι­γρά­φει τη σκη­νή στην αυλή του σπι­τιού τους όπου με τη βοή­θεια της αδελ­φής της Βασι­λεί­ας και του αδελ­φού­λη της Γιαν­νιού ψήσα­νε στον πέτρι­νο φούρ­νο τους ψωμί για να φάνε –ο πατέ­ρας τους είχε δώσει χρή­μα­τα και αγό­ρα­σαν λίγο αλεύρι‑, είναι συγκλονιστική.Επέστρεψε, λοι­πόν, ο χαμέ­νος πατέ­ρας, έδιω­ξε και την μητριά που και εκεί­νη είχε επι­στρέ­ψει στο 1945 από την Κύπρο, ανοί­ξαν τα μπα­κά­λι­κα, ανοί­ξαν τα σχο­λεία, είπα­με ο Γιαν­νιός Καλα­γκιάς γύρι­σε και ήταν τέλη του Μάη. Παρό­λα αυτά απο­φα­σί­ζει τα παι­διά του ΕΑΜ να γιορ­τά­σουν τη δική τους Πρω­το­μα­γιά έστω και στα τέλη του μήνα…

Του Πασά η Βρύ­ση, ωραίο μέρος για εκδρο­μή είναι που επέ­λε­ξε τελι­κά ο Γιαν­νιός για τόπο της γιορ­τής της Πρω­το­μα­γιάς, μερι­κοί έχουν φέρ­νουν μαζί τους και μεζέ­δες, χοροί και τρα­γού­δια ρεμπέ­τι­κα και αντάρ­τι­κα, από κοντά και φωτο­γρά­φοι της Χίου να απο­θα­να­τί­σουν το γεγονός…Εκεί και η Μαρία που έχει ήδη αρρα­βω­νια­στεί με τον Γιαν­νιό, Εμπρός ΕΛΑΣ-ΕΛΑΣ για την Ελλά­δα και…

Οι αφη­γή­σεις της Μαρί­ας Καλα­γκιά συνε­χί­στη­καν αν και η συγ­γρα­φέ­ας στα­μα­τά το βιβλίο της στο 1945. Επι­λο­γή της. Οι γονείς της απε­βί­ω­σαν προ ετών και τι απέ­γι­νε ο ονει­ρο­πό­λος τσα­γκά­ρης Γιαν­νιός Καλα­γκιάς; Από την σελί­δα 267 και κάτω από μια φωτο­γρα­φία νέων με φόντο σκη­νές σε έναν λόφο, σας μετα­φέ­ρω:Μακρό­νη­σος.Η παρέα της Πρω­το­μα­γιάς, τρία χρό­νια μετά.. Δια­κρί­νο­νται στο βάθος οι σκη­νές. Στα δεξιά ο Γιάν­νης Καλα­γκιάς. Είκο­σι χρό­νια αργό­τε­ρα, η δικτα­το­ρία των συνταγ­μα­ταρ­χών θα τον εξό­ρι­ζε ξανά, αυτή τη φορά στην Γυάρο.Έζησε μέχρι τα 82 του και παρά την άνοια που του προ­κλή­θη­κε από ατύ­χη­μα στο δρό­μο με μηχα­νά­κι και δεν ανα­γνώ­ρι­ζε ούτε τα πιο κοντι­νά του πρό­σω­πα, ποτέ δεν έπα­ψε να τρα­γου­δά­ει βρο­ντε­ρά τους παρα­κά­τω στί­χους εκπλήσ­σο­ντας τους πάντες:Είμα­σταν εμείς, Ελλά­δα τα παι­διά σου/Συγκεντρωμένα σε κάποια ερημιά/Και για εσέ­να και για την λευ­τε­ριά σου/Θ’ αγω­νι­στού­με όλοι με καρδιά./Δεν μας τρο­μά­ζουν των Γερ­μα­νών τα βόλια/Των Ιτα­λών τα άδο­ξα σπαθιά/ Το’ χου­με γρά­ψει βαθιά μες την καρ­διά μας/Λαοκρατία και όχι βασιλιά.

Ήθη, έθι­μα και λαϊ­κή παρά­δο­ση της περιό­δου 1912–1945 στο χωριό της Λαγκά­δας της Χίου συμπλη­ρώ­νουν το υλι­κό του αφη­γη­μα­τι­κού βιβλί­ου της Ευγε­νί­ας Καλα­γκιά- Μου­ρα­τί­δουΤαπει­νών Εδέσματα/150 Συντα­γές της Κατο­χής/2015, με ταυ­τό­χρο­νη πυκνή ανα­φο­ρά στη δια­τρο­φή των χωρι­κών από την απε­λευ­θέ­ρω­ση του 1912 από τον Τουρ­κι­κό ζυγό μέχρι και το τέλος της Κατο­χής. Ιστο­ρι­κό-Λαο­γρα­φι­κό βιβλίο με την αυθε­ντι­κή κατα­γρα­φή των προ­σω­πι­κών βιω­μά­των απλών ανθρώ­πων του λαού, αυτών που δημιουρ­γούν Ιστορία<χωρίς υπογραφή>.Αξιοπρόσεκτο το άρι­στα επε­ξερ­γα­σμέ­νο και σπά­νιο φωτο­γρα­φι­κό υλι­κό, συμπλή­ρω­μα στα αφη­γη­μα­τι­κά κεί­με­να του βιβλί­ου του οποί­ου την έκδο­ση επι­με­λή­θη­κε ο Γιάν­νης Μου­ρα­τί­δης μέλος της ΣΜΕΔ(Σύλλογος Μετα­φρα­στων-Επι­με­λη­τών-Διορ­θω­τών).

Το βιβλίο δια­τί­θε­τε από την συγ­γρα­φέα κ. Ευγε­νία Καλα­γκιά-Μου­ρα­τί­δου (6937898493) και σε επι­λεγ­μέ­να βιβλιο­πω­λεία της Χίου.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο