Γράφει ο Βασίλης Κρίτσας //
Η αρχική σκέψη ήταν ένα κείμενο-ωδή στον Πέδρο, το Σπίντι Γκονζάλες των ευρωπαϊκών γηπέδων, που γίνεται χαμάλης πολυτελείας στην Μπαρτσελόνα. Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι ότι η αγαπημένη λιχουδιά του Σπίντι είναι τα μπουρίτος, που στα ισπανικά σημαίνει γαϊδουράκι –το κατεξοχήν ζώο-χαμάλης. Αν και στα δικά μας κοινωνικά συμφραζόμενα, θα του κολλούσε μάλλον το παρατσούκλι του Βέγγου των γηπέδων, που τρέχει ασταμάτητα, σε αντίθεση πχ με το Μέσι, που εναλλάσσει τις μαγικές του στιγμές με την περιπατητική σχολή μες στον αγώνα. Αλλά πόσο πιασάρικο κι εμπορικό θα ήταν ένα κείμενο που θα προσπερνούσε τον τελευταίο (που είναι παντού και πάντα πρώτος), για να σταθεί στον πρώτο (όταν οι έσχατοι έσονται πρώτοι), σε ένα πουκάμισο αδειανό, έναν Πεδρίτο;
Ένας Πεδρίτο, που μεγαλώνοντας έγινε Σαν Πέδρο (άγιος) για το κοινό του Καμπ Νου και αυτό το καλοκαίρι ξαναβρέθηκε στο κάδρο της επικαιρότητας, με τα μεταγραφικά σενάρια να τον θέλουν να συνεχίζει αλλού την καριέρα του, στην αναζήτηση ποδοσφαιρικής ευτυχίας. Αν και είναι ζήτημα τι μπορεί να τη φέρει τελικά. Τα λεφτά, που μπορεί να βρει στο Μάντσεστερ, ή τα λεπτά (συμμετοχής) που δεν μπορεί να βρει πίσω από τη μαγική τριάδα MSN (Messi, Suarez, Neymar);
Τις προάλλες στο ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ, ο Πέδρο των ειδικών αποστολών, ο μόνος παίκτης που έχει σκοράρει σε έξι διαφορετικές διοργανώσεις την ίδια χρονιά με το σύλλογό του, έγραψε τον ιδανικό επίλογο. Πέτυχε το νικητήριο γκολ που σφράγισε το νικητήριο 5–4 απέναντι στη Σεβίγια, στο τελευταίο παιχνίδι του με την μπλαουγκράνα φανέλα. Ή μάλλον σε αυτό που νόμιζε πως ήταν το τελευταίο παιχνίδι του, γιατί ακολούθησε και το (κατ’ ευφημισμόν) ισπανικό (όταν μιλάμε για Βάσκους και Καταλανούς) σούπερ-κόπα, κι η εκκωφαντική τεσσάρα της Μπιλμπάο του Βαλβέρδε, με το εντυπωσιακό σόου του Αντούριθ (που κάποιες άμυνες τον τρώνε και ζορίζονται).
Η άμυνα της Μπάρτσα ξεκίνησε «ελπιδοφόρα» τη χρονιά, με δύο τεσσάρες παθητικό. Κι είναι ζήτημα πόσο μακριά μπορεί να πάει με τόση αμυντική αφέλεια και τη χαρούμενη νοοτροπία «όσα πάνε κι όσα έρθουν, αρκεί να βάλουμε ένα γκολ παραπάνω από τους άλλους», όπως με τη Σεβίγια. Οι άμυνες-παιδικές χαρές βοηθάνε να ανακαλύψουμε ξανά τη χαμένη παιδική χαρά του αθλήματος, αλλά όχι ιδιαίτερα στην άγρα τίτλων.
Η άλλη όψη του νομίσματος είναι πως το ισπανικό πρωτάθλημα (ή λίγκα των λαών της Ισπανίας, για την εθνολογική ακρίβεια), δεν εξαντλείται στο συνήθως κυρίαρχο δικομματισμό, Ρεάλ-Μπάρτσα, Μπάρτσα-Ρεάλ, αλλά είναι σπουδαίο γιατί έχει ομάδες «δεύτερης ταχύτητας» σαν την Μπιλμπάο και τη Σεβίγια, με σπασμένα φρένα, που μπορούν να κοιτάξουν στα μάτια (ή και να ταπεινώσουν) την (όποια) Μπάρτσα κι ας μη διαθέτουν ούτε το 1/10 του προϋπολογισμού της. Τα λεφτά εξάλλου δε φέρνουν πάντα την ευτυχία, αν και είναι μια βασική προϋπόθεσή της στο σύγχρονο ποδόσφαιρο.
Στο ίδιο συμπέρασμα, από άλλο δρόμο (κι από την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας) οδηγεί και η πείρα της Πρέμιερ Λιγκ, που είναι το ακριβότερο πρωτάθλημα του κόσμου, αλλά όχι απαραίτητα και το καλύτερο ή αυτό με τις πιο δυνατές ομάδες. Οι οποίες όμως παίρνουν ένα σκασμό λεφτά απ’ τα τηλεοπτικά, για να χρυσώνουν το χάπι και να ξεπλένουν απρόσκοπτα το μαύρο χρήμα των αφεντικών τους, στο πιο ακριβό πλυντήριο του κόσμου.
Το Σαββατοκύριακο που μας έρχεται ξεκινάει κι ο μαραθώνιος (που τον λες και Γολγοθά) της ελληνικής Σούπερ Λιγκ, που δεν κράτησε ούτε καν το παλιό της όνομα, της Α’ Εθνικής, για να θυμίζει κάτι από το καλό, πρόσφατο παρελθόν της, και συγκριτικά με τον Πακτωλό της Πρέμιερ Λιγκ, μοιάζει σχεδόν… φτωχομπινεδιάρικη!
Αν και εδώ οι γνώμες διίστανται. Δει δη χρημάτων ω άνδρες Αθηναίοι, για να φτάσουμε στο επίπεδο των άλλων και να βρούμε τη Γη της Επαγγελίας; Ή μήπως τελικά το χρήμα καταστρέφει σαν προπατορικό αμάρτημα την ποδοσφαιρική ευτυχία, την αγάπη για τη φανέλα και την (παιδική) χαρά του αθλήματος;
Το τυράκι του χρήματος το βλέπουν όλοι οι φίλαθλοι. Τη φάκα όμως;