Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τα παιδιά του Χαρίλαου

Γρά­φει ο Σφυ­ρο­δρέ­πα­νος //

Οι ζευ­γά­δες φεύ­γουν μωρέ, η σπο­ρά μένει

Ποια είναι όμως αυτή η σπο­ρά που άφη­σε πίσω του ο Χαρί­λα­ος; Μην είναι η «δια­δι­κτυα­κή αντι­πο­λί­τευ­ση» που μιλά­ει εξ ονό­μα­τός του και το καπη­λεύ­ε­ται; Μην είναι κάποια παλιά μέλη της ΚΕ και του ΠΓ του ΚΚΕ, που ανα­δεί­χτη­καν τα χρό­νια που ο Φλω­ρά­κης ήταν γενι­κός γραμ­μα­τέ­ας, και άνοι­ξαν πολύ σύντο­μα φτε­ρά για άλλες (κυβερ­νη­τι­κές και όχι ακυ­βέρ­νη­τες) πολι­τεί­ες; Μήπως το εγχεί­ρη­μα του ενιαί­ου Συνα­σπι­σμού δικαιώ­νε­ται τώρα με την «αρι­στε­ρή κυβέρ­νη­ση» του Σύρι­ζα και την υπουρ­γο­ποί­η­ση αυτών των στε­λε­χών, που τα απο­κα­λού­σαν τιμη­τι­κά «παι­διά του Χαρί­λα­ου» στον αστι­κό τύπο; Και για­τί δηλ να μη θεω­ρεί­ται τέτοιο ο Ανδρου­λά­κης, που έγρα­ψε κι ολό­κλη­ρο βιβλίο μάλι­στα (αυτο­α­να­φο­ρι­κό και γλυ­κα­νά­λα­το) για να μας θυμί­σει τη στε­νή σχέ­ση που είχε κάπο­τε με το Φλω­ρά­κη; Μήπως τελι­κά ο αρι­βι­σμός του Μίμη, που συνά­ντη­σε μια ώρα αρχύ­τε­ρα την κυβερ­νώ­σα κεντρο­α­ρι­στε­ρά (αφού πρώ­τα απέ­τυ­χε να πάρει τη θέση της) ήταν κι αυτός μια πρώ­ι­μη δικαί­ω­ση του ενιαί­ου Συνα­σπι­σμού; Αυτός δεν ήταν εξάλ­λου που φώνα­ζε Λού­θη­ρο (κι ας μην το ήξε­ρε) το Φλω­ρά­κη σε μία κομ­μα­τι­κή δια­δι­κα­σία; Για­τί δηλα­δή το ρεφορ­μι­στι­κό πνεύ­μα της μεταρ­ρύθ­μι­σης να μη βρί­σκει δικαί­ω­ση στις δικές του επι­λο­γές, αλλά μόνο σε αυτές του Πανα­γιώ­τη Λαφαζάνη;

Στην περί­πτω­ση του Φλω­ρά­κη ισχύ­ει βέβαια ό,τι και για κάθε μεγά­λο επα­να­στά­τη, που οι πολι­τι­κοί του αντί­πα­λοι το λοι­δο­ρούν και το στη­λι­τεύ­ουν, όσο βρί­σκε­ται εν ζωή, για να τον περι­βάλ­λουν μετά θάνα­το με φωτο­στέ­φα­νο και με κάλ­πι­κους επαί­νους, που αφαι­ρούν κάθε επα­να­στα­τι­κό χυμό από τη ζωή και το έργο του. Τα βρώ­μι­κα δημο­σιεύ­μα­τα για τα αμύ­θη­τα πλού­τη του συμ­μο­ρί­τη Γιώ­τη (έχω και κότε­ρο, πάμε μια βόλ­τα;), για το δογ­μα­τι­κό γέρο­ντα που έμει­νε κολ­λη­μέ­νος με τα ‘κονί­σμα­τα κι έβα­λε να του πάρουν βιβλίο με παροι­μί­ες, για να ‘χει να πετά­ει σοφά απο­φθέγ­μα­τα, μεταμ­φιέ­στη­καν ξαφ­νι­κά σε νοσταλ­γία για την επο­χή του και την πολι­τι­κή του γραμ­μή, που δεν είχαν καμία σχέ­ση με το σεχτα­ρι­σμό και την τύφλω­ση της σημε­ρι­νής ηγε­σί­ας –για τα ίδια ακρι­βώς δηλ που κατη­γο­ρή­θη­κε και ο ίδιος στον και­ρό του. Παι­νεύ­ουν τους πεθα­μέ­νους, για να θάψουν τους ζωντα­νούς, όπως είπε κι η Αλέ­κα. Και όπως αγά­πη­σαν ξαφ­νι­κά το Ζαχα­ριά­δη οι αστι­κές εφη­με­ρί­δες (Βήμα, Εφη­με­ρί­δα των Συντα­κτών, κτλ) εδώ και λίγα χρό­νια, έτσι θα αγα­πή­σουν τώρα το Χαρί­λαο εν όψει της συγ­γρα­φής του τρί­του τόμου του δοκι­μί­ου ιστο­ρί­ας του κόμ­μα­τος. Τώρα που αυτός δεν μπο­ρεί να μιλή­σει, για να υπε­ρα­σπι­στεί τον εαυ­τό του από τους όψι­μους «υπε­ρα­σπι­στές» του.

Ποια είναι όμως η αλη­θι­νή σπο­ρά που μας άφη­σε ο Χαρί­λα­ος; Είναι η παρα­κα­τα­θή­κη του καπε­τάν-Γιώ­τη και το διπλό αντάρ­τι­κο ενά­ντια στους κατα­κτη­τές και έπει­τα το μοναρ­χο­φα­σι­σμό, ως βασι­κή έκφρα­ση της αστι­κής κυριαρ­χί­ας. Είναι η στι­χο­μυ­θία στην πολι­τι­κή δίκη του με το δικα­στή του για τους κομ­μου­νι­στές, που δεν χρεια­ζό­ταν να ασκή­σουν βία για να πάρουν την εξου­σία, για­τί την είχαν ήδη στα χέρια τους, αλλά άφη­σαν να τους ξεφύ­γει, κι αυτό ακρι­βώς πλή­ρω­ναν. Ότι έμει­νε αλύ­γι­στος σε φυλα­κές και τόπους εξο­ρί­ας, μέχρι να αφε­θεί ελεύ­θε­ρος. Ότι ανέ­λα­βε και κρά­τη­σε γερά το τιμό­νι του κόμ­μα­τος σε μια δύσκο­λη και πολυ­κύ­μα­ντη περί­ο­δο, μετά από τη διά­σπα­σή του 68’ και στα χρό­νια της μετα­πο­λί­τευ­σης. Ότι σήκω­σε το ανά­στη­μά του την πιο κρί­σι­μη ώρα της αντε­πα­νά­στα­σης, πηγαί­νο­ντας ενά­ντια στο ρεύ­μα και την από­πει­ρα διά­λυ­σης-μετάλ­λα­ξης του ΚΚΕ. Έμει­νε πιστός στις κομ­μου­νι­στι­κές αρχές του κόμ­μα­τος, ενά­ντια σε όσους είχαν ως ‘κονί­σμα­τά τους τα ιερά και όσια του αστι­κού κόσμου της αδι­κί­ας και της εκμετάλλευσης.

Το Χαρί­λαο οι κομ­μου­νι­στές δεν τον τιμά­νε επει­δή ήταν αλάν­θα­στος, αλλά για­τί τα στερ­νά του τίμη­σαν τα πρώ­τα, για­τί στά­θη­κε συνε­πής στις πιο δύσκο­λες στιγ­μές του κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος, αγω­νι­στής παντός και­ρού, για­τί ήταν βαθιά λαϊ­κός άνθρω­πος, προι­κι­σμέ­νος με όλες τις χάρες του λαού μας, όπως δεί­χνει και το όνο­μά του. Αυτές τις μέρες συμπλη­ρώ­νο­νται δέκα χρό­νια από το θάνα­το του μεγά­λου ηγέ­τη· το λαϊ­κό προ­σκύ­νη­μα στην έδρα της ΚΕ στον Περισ­σό (με υπό­κρου­ση τους ήχους από το κλα­ρί­νο του Πετρο­λού­κα Χαλ­κιά, όπως είχε ζητή­σει ο ίδιος), όπου έβλε­πες απλό κόσμο να ξεσπά­ει σε δάκρυα από τη συγκί­νη­ση· από την ταφή του στο Παλιο­ζο­γλώ­πι –για να έχει ο καπε­τά­νιος αγνά­ντιο- όπου άνοι­ξε ο ουρα­νός από­το­μα και έκλα­ψε με τον τρό­πο του, ως κατευό­διο, για το Φλω­ρά­κη. Κι αυτό που άφη­σε πίσω του, πέρα από την πλού­σια πολι­τι­κή παρα­κα­τα­θή­κη, είναι η λιτή «δια­θή­κη» του, όπου άφη­νε τα πάντα στο κόμ­μα (όπως έκα­νε πάντα στη ζωή του), αλλά στο κομ­μου­νι­στι­κό κόμ­μα (το κου­κου­έ­δι­κο ΚΚΕ, που έλε­γε κι ο Ζαχα­ριά­δης) κι όχι σε κάποιο ερζάτς-υπο­κα­τά­στα­τό του. Όχι δηλ σε αυτό που ήθε­λαν να βάλουν στη θέση του ΚΚΕ τα απο­κα­λού­με­να «παι­διά» του…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο