Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Της προσφυγιάς

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

To 1979 με τη συμπλή­ρω­ση 30 χρό­νων από την ήττα του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού και του ανα­γκα­στι­κού εκπα­τρι­σμού χιλιά­δων ανθρώ­πων, μαχη­τών και υπο­στη­ρι­κτών του, στις Λαϊ­κές Δημο­κρα­τί­ες, η Σύγ­χρο­νη Επο­χή εξέ­δω­σε μια ποι­η­τι­κή ανθο­λο­γία με τον τίτλο Της προ­σφυ­γιάς. Σε αυτή περι­λαμ­βά­νο­νται ποι­ή­μα­τα πολι­τι­κών προ­σφύ­γων στη Σοβιε­τι­κή Ένωση.

Την ανθο­λο­γία προ­λο­γί­ζει ο Νίκος Παπαν­δρέ­ου ο οποί­ος ανα­φέ­ρει ότι:

«…Εκα­τό περί­που χιλιά­δες Έλλη­νες υπήρ­ξαν ο στό­χος της πιο σκλη­ρής, αιμα­τη­ρής πολι­τι­κής Βίας. Είναι οι πολι­τι­κοί πρό­σφυ­γες απ’ την Ελλά­δα, που μέσα στη δίνη του εμφυ­λί­ου πολέ­μου κατέ­φυ­γαν ανα­γκα­στι­κά στις σοσια­λι­στι­κές χώρες για να ζητή­σουν άσυ­λο εκεί. Ο βασι­κός κορ­μός της πολυάν­θρω­πης αυτής κοι­νό­τη­τας ήταν φτω­χοί αγρό­τες, από τις βορειό­τε­ρες κυρί­ως περιο­χές της χώρας. Άνθρω­ποι ξερι­ζω­μέ­νοι απ’ τη Βία. Άνθρω­ποι που κου­βα­λού­σαν μέσα τους ένα πλή­θος βιώ­μα­τα κατα­πί­ε­σης και καθυ­στέ­ρη­σης – κλη­ρο­νο­μιά της παρα­δο­σια­κής εγκα­τά­λει­ψης της ελλη­νι­κής επαρ­χί­ας από την άρχου­σα αστι­κή τάξη. Άνθρω­ποι που δεν είχαν μέσα τους τίπο­τε άλλο, παρά τη φλό­γα του κοι­νω­νι­κού τους ιδα­νι­κού και μια θάλασ­σα θέλη­σης να ζήσουν, να δημιουργήσουν.

Με τον ανα­γκα­στι­κό εκπα­τρι­σμό τους οι πόρ­τες της επι­στρο­φής στην πατρί­δα κρα­τή­θη­καν κλει­στές ερμη­τι­κά από την πιο αλό­γι­στη μισαλ­λο­δο­ξία των κάθε φορά κρα­τού­ντων. Κάθε πρό­σβα­σή τους, ακό­μα και η ταχυ­δρο­μι­κή επι­κοι­νω­νία με τα σπί­τια τους, με τους φίλους, με τον τόπο τους, κι αυτή ακό­μα, ώσπου να φτά­σει στα χέρια του παρα­λή­πτη, έπρε­πε να περά­σει προη­γού­με­να «του λινα­ριού τα πάθη» από τον πολυ­πλό­κα­μο μηχα­νι­σμό της Βίας(…)

Στις σοσια­λι­στι­κές χώρες οι χιλιά­δες έλλη­νες πολι­τι­κοί  πρό­σφυ­γες βρή­καν αγά­πη, στορ­γή, βοή­θεια. Να μάθουν τη γλώσ­σα της χώρας που ζουν. Να φτιά­ξουν μια ζωή ανθρώ­πι­νη, αξιο­πρε­πή. Να ανοί­ξουν δρό­μο στις κλί­σεις  τους. Να μάθουν μια τέχνη, να κατα­κτή­σουν μια ειδι­κό­τη­τα, να μετα­τρα­πούν αυτοί οι καθυ­στε­ρη­μέ­νοι αγρό­τες της Ελλά­δας, σε σύγ­χρο­νους βιο­μη­χα­νι­κούς εργά­τες. Να κατα­κτή­σουν τις επάλ­ξεις της επι­στή­μης. Να γνω­ρί­σουν το σύγ­χρο­νο πολι­τι­σμό, τις Τέχνες. Κι απ’ αυτόν το δεσμό να βγουν όχι μόνο καλ­λιερ­γη­μέ­νοι δέκτες των μηνυ­μά­των της Τέχνης, αλλά και φορείς της.

Έτσι δημιουρ­γή­θη­κε η Ποί­η­ση της προ­σφυ­γιάς, μια ποί­η­ση πού­ναι δεμέ­νη πρώτ’ απ’ όλα με τη δημιουρ­γία του Θεο­δό­ση Πιε­ρί­δη, του Δήμου Ρεντή, του Κώστα Γκολ­φί­νου και τόσων άλλων.

Στη μικρή τού­τη ανθο­λο­γία παρου­σιά­ζο­νται ελά­χι­στα δείγ­μα­τα από τη δημιουρ­γία των πολι­τι­κών προ­σφύ­γων ποι­η­τών μιας μόνο κοι­νό­τη­τας: εκεί­νης που δεκα­ε­τί­ες ολό­κλη­ρες έζη­σε και ζει στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση. Ανά­με­σα σ’ αυτούς τους ποι­η­τές οι πιο πολ­λοί διά­βα­σαν για πρώ­τη φορά ποί­η­ση , κι ακό­μη περισ­σό­τε­ρο, έγρα­ψαν ποί­η­ση στην ανα­γκα­στι­κή προ­σφυ­γιά τους. Μέσα από τα ποι­ή­μα­τα που παρου­σιά­ζο­νται στον ανα­γνώ­στη με τού­τη την έκδο­ση, προ­βάλ­λει ξέχει­λη η αγά­πη για την πατρί­δα, έντο­νο το αίσθη­μα του νόστου στην πατρι­κή γη, βαθύ το συναί­σθη­μα της ανθρώ­πι­νης, της αγω­νι­στι­κής αξιο­πρέ­πειας, το αίσθη­μα της ευγνω­μο­σύ­νης για το λαό και τη χώρα που τους φιλο­ξε­νεί. Προ­βάλ­λει επί­σης ζωντα­νό, παλ­λό­με­νο το κοι­νω­νι­κό ιδανικό(…)

Για την ελλη­νι­κό­τη­τά τους, για τον ακοί­μη­το πόθο του γυρι­σμού τους, πού­ναι από τα βασι­κά ανθρώ­πι­να δικαιώ­μα­τα, για την ανθρώ­πι­νη ποιό­τη­τά τους, μιλούν οι ίδιοι οι ποι­η­τές της προσφυγιάς(…)

Μικρή επι­λο­γή ποιημάτων.

ΑΕΤΟΣ

του Ηλία Αρμάγου

Έναν αετό, μπρο­στά­ρη γιο, λεβε­ντο­γέν­νας μάνας,
δεν τον φοβί­ζουν παγω­νιές, αντά­ρες δεν τον σκιάζουν,
με τα φτε­ρά μισα­πλω­τά στην πέτρα καθισμένος
και με ματιά αγέ­ρω­χη τους κάμπους αγναντεύει,
το πού να φτιά­σει τη φωλιά και να ξεχειμωνιάσει,
ώσπου να πάρει η άνοι­ξη, τα κρού­σταλ­λα να λυώσουν,
να τρέ­ξει γάρ­γα­ρο νερό, να πρα­σι­νί­σει ο τόπος.
Κι απά­νω στους συλ­λο­γι­σμούς, στης σκέ­ψης τη ζαλάδα,
ένας οχτρός μπα­μπέ­σι­κος κρυ­φά παραμονεύει,
του στή­νει δίχτυα ύπου­λα, φαρ­μα­κε­ρές παγίδες,
και τον αετό τον πιά­σα­νε, στα σίδε­ρα τον βάλαν.
Με τ’ αντρειω­μέ­να του φτε­ρά χτυ­πά­ει στο σκοτάδι,
κι από τα φτε­ρου­γή­μα­τα λυγί­σαν οι αλυσίδες
κι ακού­στη­κε βαριά η φωνή, σαν σάλ­πι­σμα εγερτήριο:
Αν πιά­σα­τε έναν αετό, δε θα χαθεί η γενιά μας,
χίλιοι αετοί, μύριοι αετοί, μιλιού­νια τα σαΐνια,
θα βγουν από τη γη αυτή, τη γαιμοποτισμένη.
Κι ένα που­λά­κι με πικρό παρά­πο­νο τού λέει:
— Αετέ μου, που είσαι στο κλου­βί στα σίδε­ρα κλεισμένος,
τι το κακό που έκα­νες , ποιο είν’ το φταί­ξι­μό σου;
— Κάνα κακό δεν έκα­να και φταί­ξι­μο δεν έχω.
Εχτές, προ­χτές τ’ απο­βρα­δίς, πριν πέσει ακό­μα η νύχτα
ψωμί να δόσω πήγαι­να στα ορφα­νά μιας μάνας,
πού­τα­νε απρο­στά­τευ­τα και δίχως αποκούμπι
και μεί­να­νε χωρίς γονιό, στους δρό­μους πεινασμένα.
Ανά­θε­μα στους τύραν­νους, κατά­ρα στα κοράκια,
που ρήμα­ξαν τον τόπο μας και φυλα­κή τον κάναν,
κλεί­σαν αηδό­νια και που­λιά και πετροπερδικούλες
που κελαη­δού­σαν την αυγή, τα πετρω­τά διαβαίναν,
τρα­γού­δα­γαν της λευ­τε­ριάς τρα­γού­δια αντρειωμένα.
Μα θάρ­θει πάλι ένας και­ρός, κι η μπό­ρα θα περάσει,
θα ξαστε­ρώ­σει ο ουρα­νός, θα λάμ­ψει πάλι ο ήλιος,
θα ανθί­σουν τ’ αγριο­λού­λου­δα, ο μόσχος, τα δακράκια,
θα πλέ­ξου­με ανθο­στέ­φα­να, της λευ­τε­ριάς γιρλάντες.

ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΤΗΣ ΘΥΕΛΛΑΣ

του Αλέ­κου Αστέρη

( Αφιε­ρω­μέ­νο στους φυλα­κι­σμέ­νους και εξόριστους)

Μου­γκρί­ζουν, σειού­νται τα πελά­γη κι οι στεριές,
γύρω σου απλώ­νε­ται πηχτό σκοτάδι,
μα συ πετάς ελπι­δο­φό­ρα στις καρδιές,
που­λί της θύελ­λας, κατα­λυ­τή του Άδη.

Τινά­ζε­σαι σαν σαϊ­τιά στους ουρανούς,
σαν αστρα­πή τα σύν­νε­φα τα μαύ­ρα σκίζεις,
με την εκδί­κησ’ αρμα­τώ­νεις ολουνούς,
της λευ­τε­ριάς το εμβα­τή­ριο σαλπίζεις.

Κατα­χω­νιά­ζο­νται στη βουρκοκαλαμιά
απ’ τις βρο­ντές τα βαλ­το­πού­λια τρομαγμένα,
μα συ φτε­ρο­κο­πάς ποτέ καμιά
δε σε τρο­μά­ζει θύελ­λα εσένα.

Πέτα, που­λί της θύελ­λας, πάντα ομπρός,
κι απ’ το δρο­λά­πι της δικής σου οργής,
προ­βάλ­λει ο νέος ήλιος πορφυρός,
γόνος της κόκ­κι­νης του χρό­νου προσταγής.


ΝΑ ΔΩΡΙΣΩ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

του Γιώρ­γη Βελλά

Θέλω να δωρί­σω στον Άνθρωπο
την Άνοιξη,
να δωρί­σω ένα κλωνάρι
ανθι­σμέ­νης μυγδαλιάς,
να δωρί­σω την αγνότητα
της Άνοιξης
και της δικής μου καρδιάς.

Θέλω να δωρί­σω στον Άνθρωπο
από τον κόρ­φο της γης μας
μεστω­μέ­να κίτρι­να στάχυα
που να θυμί­ζουν την ευωδιά
του ψωμιού
και την πεί­να του 1941.

Θέλω να δωρί­σω στον Άνθρωπο
ένα κόκ­κι­νο γαρύφαλλο,
το αγα­πη­τό χρώ­μα του
Εικο­στού αιώνα.

Θέλω να δωρί­σω στον Άνθρωπο
από τις νύχτες της Πατρί­δας μου
γαλά­ζιο ήσκιο του φεγ­γα­ριού της
που ακού­μπη­σε τα αση­μέ­νια φτε­ρά του
στους ώμους της πρώ­της αγά­πης μου.
Την αγά­πη μου να δωρί­σω στον Άνθρωπο.


ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ ΣΠΙΤΙ

του Γιώρ­γη Νικολάου

Όπου κι αν σε τρα­βή­ξου­νε οι δρόμοι
σε ξένα τόπια, σε χρυ­σές ακρογιαλιές,
σ’ όμορ­φες ξελο­γιά­στρες αγκαλιές,
ένα θυμή­σου απ’ όλα πιο πολύ,
το πατρι­κό σου σπί­τι, την καλύβα,
που σού­φε­ξε το δρό­μο σαν αχτίδα,
κι’ ήτα­νε κού­νια σου και της ζωής φιλί.

Περ­νώ­ντας από κάμπους, κορφοβούνια,
σχί­ζο­ντας θάλασ­σες, πλα­τειούς ωκεανούς,
ψηλά πετώ­ντας στους γαλά­ζιους ουρανούς,
θυμή­σου εσύ την πρώ­τη σου την κούνια.
Τότε θα νοιώ­σεις μια αδά­μα­στη ελπίδα
για­τί το σπί­τι σου αυτό το πατρικό,
είναι τρα­γού­δι της ζωής χαϊδευτικό,
από αυτό αρχί­ζει η Πατρίδα.


ΠΑΤΡΙΔΑ

του Μήτσου Πανάκη

Απ’ τα φιλό­ξε­να κι αλαρ­γι­νά μου ξένα
σα χελι­δό­νια η σκέ­ψη μου κι η ελπίδα
πετούν μ’ ακού­ρα­στα φτε­ρά σε σένα
χιλιά­κρι­βή μου, μυριό­πο­θη­τη Πατρίδα.

Υφαί­νου­νε γορ­γά τα καρδιοχτύπια
του γυρι­σμού μου τη χαρ­μό­συ­νη ώρα.
Πατρί­δα, απ’ τ’ αθά­να­το κρα­σί σου ήπια,
αχ, κι είμαι μεθυ­σμέ­νος ως τα τώρα!

Και σ’ αγα­πώ, Πατρί­δα μου, με πόνο,
κι όλο σε σκέ­φτο­μαι με μάτια βουρκωμένα,
και το παρά­πο­νο δεν το ζαπώνω,
μα η ίδια η αγά­πη μου με δυνα­μώ­νει εμένα.

Έχεις λιο­φώς γλυ­κό και ζηλε­μέ­να κάλλη,
γαλά­ζια θάλασ­σα και ξάστε­ρα ουράνια,
δαντε­λω­τό και μαγε­μέ­νο γυρογιάλι,
που παί­ζου­νε τα κύμα­τα φωτογεράνια.

Μοσχο­βο­λά­νε τα βου­νά σου από θυμάρι
και χύνο­νται απ’ τα πλά­για τους νερά καθάρια.
Δια­μά­ντι λάμπεις συ, Πατρί­δα μου καμάρι
και τα νησιά σου αστρά­φτουν σαν μαργαριτάρια.

Και να’σαι, με φεγ­γά­ρι, σε χωριού ραχούλα,
νύχτα Μαγιού με δρο­σα­ρώ­μα­τα γεμάτη,
και να το λεν στα ρέμα­τα τ’ αηδό­νια ούλα
ως το πρωί, χωρίς να κλεί­νουν μάτι.

Και τα χαρά­μα­τα να βλέ­πεις τον τσοπάνο
με τη φλο­γέ­ρα του και με τα λίγα πράτα
να τ’ ανε­βά­ζει στο βου­νό απάνω
ολόι­σια απ’ του χωριού την άσπρη στράτα.

Και να θωρείς τις λυγε­ρές που παν στο πλύμα,
και στις δου­λειές τους να τρα­βούν αργά οι ξωμάχοι,
ν’ ανθεί η αγρά­μπε­λη και να βλα­στεί το κλήμα,
κι ολού­θε να θεριεύ­ει της ζωής η μάχη.

Μα πιο πολύ σε πανη­γύ­ρι θέλω να’ μαι
με τους λεβέ­ντες συντο­πί­τες μου, τ’ αδέλφια
εκεί στη βρύ­ση, στα πλα­τά­νια να γλεντάμε,
και να βρο­ντά ο χορός και να βρο­ντάν τα ντέφια.


Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΑ

του Ιορ­δά­νη Τερζίδη

Χτύ­πα βοριά και παγωνιά
πυρ­γό­σπι­τα ορόσημα
στή­νω τα όνει­ρά μου

Λύσ­σα­γε, τύραν­νε, όσο θες
και παίδευε
και ξέσχιζε
και τρύ­πα την καρ­διά μου!

Το αίμα μου
χιλιά­κρι­βη σπονδή
σ’ όποιο κλω­νί της ανθρωπιάς
σ’ όποιο λουλούδι,
σ’ όποιο βωμό της Λευτεριάς,
σ’ όποιας ανά­στα­σης τραγούδι.
Δεν είμ’ ανήμπορος
κι ας με καρ­φώ­νουν λόγχες.

Είμαι φωνή,
είμαι η αλήθεια,
είμαι η κατα­δί­κη των τυράννων.
Κι όταν αγγί­ζει μάγο χάδι
η πνοή μου
κάθε σκλάβο,
όσ’ από τρό­μο ληθαρ­γώ­σα­νε στοιχεία
μέσ’ την ψυχή του
τα ξεθάβω.

Τα κάνω δάδες,
τα πετώ σ’ όποια γωνιά,
το είναι κάθ’ ανθρώ­που που πονά
το πυρπολώ,
μ’ άσβη­στη φλόγα
το ανάβω.
Απ’ τη φωτιά μου
ίσως να καώ
μέσα στην ίδια μου τη φλόγα
ίσως σβήσω!
Μα τρέ­με Δία – τύραννε
την πυρκαγιά
που πίσω μου
ακό­πα­στη θ’ αφήσω!
Για κοί­τα πώς μ’ ακο­λου­θούν οι φάλαγγες –
σκλά­βοι αλύτρωτοι
κι οι λεύ­τε­ρες του μέλ­λο­ντος γενιές
καθώς της γης
δια­βαί­νου­με τ’ αφάλι!

Το φως μου
της θυσί­ας τ’ άγιο φως,
υψώ­νου­νε μεσούρανα
στα χέρια τους,
την πιο σκληρή
ματώβρεχτη
σκυτάλη.

ΤΟ ΦΕΡΕΤΡΟ

του Χρή­στου Τσομάκου

Ψηλά το φέρε­τρο του αγω­νι­στή κρατάνε
τέσ­σε­ρις φίλοι, ασπρο­μάλ­λη­δες, σκυφτοί,
με πίκρα στη στερ­νή του κατοι­κία τον πάνε,
στην ελα­φρή και τη φιλό­ξε­νη ετού­τη γη.

Δεν πρό­λα­βε κι αυτός, όπως και άλλοι,
την ποθη­τή μας γη, την όμορ­φη να ξαναδεί,
να γνα­ντέ­ψει το ταμπού­ρι κει στη ράχη τη μεγάλη,
που όταν νέος μάχο­νταν στην κατοχή.

Δεν πρό­λα­βε στους γιους του να αφήσει
την τελευ­ταία του ευχή στο μέλ­λον, στη ζωή,
και να χαϊ­δέ­ψει τα εγγό­νια του που δεν τα’ χε γνωρίσει,
την κόρη να παντρέ­ψει τη μοναδική.

Ψηλά το φέρε­τρο του αγω­νι­στή βαστάνε
τέσ­σε­ρις γέρο­ντες, συνο­μή­λι­κοι βουβοί,
τέσ­σε­ρις σύντρο­φοι νεκρό τον πέμ­πτο πάνε,
το δοξα­σμέ­νο φίλο, συμπολεμιστή…

Της Προ­σφυ­γιάς. Ποι­η­τι­κή ανθο­λο­γία πολι­τι­κών προ­σφύ­γων στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 1979

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο