Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το διδακτικό και παιδαγωγικό έργο της Έ. Αλεξίου στα παιδιά των πολιτικών προσφύγων 

Της Ανα­στα­σί­ας Αβρα­μί­δου //

Θα  ανα­φερ­θώ σε μία πολύ σημα­ντι­κή πλευ­ρά της ζωής και του έργου της Έλλης Αλε­ξί­ου (Ε.Α.), άγνω­στη στο ευρύ κοι­νό. Στη μεγά­λη συλ­λο­γι­κή προ­σφο­ρά, έργο της ίδιας και συντρό­φων της επι­στη­μό­νων και δασκά­λων που αφο­ρού­σε την εκπαί­δευ­ση, τη μόρ­φω­ση και τη δια­παι­δα­γώ­γη­ση των παι­διών και νέων, που μετά τη λήξη του Εμφυ­λί­ου πολέ­μου ανα­γκά­στη­καν να εγκα­τα­λεί­ψουν την Ελλά­δα και να βρουν κατα­φύ­γιο και φιλο­ξε­νία στις πρώ­ην σοσια­λι­στι­κές χώρες. Πρό­κει­ται για μια επι­χεί­ρη­ση με την οποία για ευνό­η­τους λόγους δεν ασχο­λή­θη­κε ιδιαί­τε­ρα  ο τύπος και η εκδο­τι­κή πρω­το­βου­λία, αλλά και όταν το έκα­νε, τότε, κατά κύριο λόγο, για να τη δια­στρε­βλώ­σει. Ανε­ξάρ­τη­τα όμως από ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κές τοπο­θε­τή­σεις που ο καθέ­νας έχει, πρέ­πει να ομο­λο­γή­σει ότι η προ­σπά­θεια αυτή αφο­ρά την ελλη­νι­κή εκπαί­δευ­ση και παι­δεία ενός σημα­ντι­κού σε αριθ­μό τμή­μα­τος του Ελλη­νι­σμού εκτός συνό­ρων. Για να σας παρου­σιά­σω το έργο αυτό της δασκά­λας, παι­δα­γω­γού και λογο­τέ­χνισ­σας βασί­στη­κα κυρί­ως στο δίτο­μό της έργο: Η βασι­λι­κή δρυς[1] που πρω­το­κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1980, και θα μιλή­σω κυρί­ως μέσα από τα δικά της λεγό­με­να. Βασί­στη­κα επί­σης  και στο σχε­τι­κό αφιέ­ρω­μα που έκα­νε το περιο­δι­κό Θέμα­τα Παι­δεί­ας[2]. Στη Βασι­λι­κή δρυ η Ε.Α. ανα­φέ­ρε­ται στους αγώ­νες των δασκά­λων από το Μεσο­πό­λε­μο, στη γνω­ρι­μία της με τον Δ. Γλη­νό και τις ιδέ­ες του (ανα­φέ­ρει για παρά­δειγ­μα τα συνω­μο­τι­κά μαθή­μα­τα του Γλη­νού στο σπί­τι της στην Καλ­λι­θέα το 1935, όταν η κυβέρ­νη­ση έκλει­σε τον Εκπαι­δευ­τι­κό Όμι­λο), στη γενιά των δασκά­λων που αγω­νί­στη­κε ενά­ντια στη φασι­στι­κή κατο­χή, στα δύσκο­λα χρό­νια του Εμφυ­λί­ου και στο έργο που θα μας απα­σχο­λή­σει. Για όλα τα παρα­πά­νω μιλά­ει με  το γνω­στό λυρι­σμό ανθρω­πιάς, που, άλλω­στε, χαρα­κτη­ρί­ζει και το σύνο­λο των  έργων  της.

Το 1946 η Ε. Α. πηγαί­νει στο Παρί­σι, στη Σορ­βόν­νη, με υπο­τρο­φία της γαλ­λι­κής κυβέρ­νη­σης. Παρα­κο­λου­θεί μαθή­μα­τα ιστο­ρί­ας και φωνη­τι­κής, αλλά της έχει ήδη αφαι­ρε­θεί η ελλη­νι­κή ιθα­γέ­νεια και της απα­γο­ρεύ­ε­ται η επι­στρο­φή στην πατρί­δα. Το 1949 το ΚΚΕ, μέλος του οποί­ου η Ε.Α. ήταν από το 1928, ιδρύ­ει την Ε.ΒΟ.Π., την Επι­τρο­πή Βοή­θειας για το Παι­δί, που είναι υπεύ­θυ­νη για την περί­θαλ­ψη των δεκά­δων χιλιά­δων παι­διών και εφή­βων που κατέ­φυ­γαν στις πρώ­ην σοσια­λι­στι­κές χώρες. Ανα­θέ­τει στον Πέτρο Κόκ­κα­λη, καθη­γη­τή της Ιατρι­κής, στον Γιώρ­γο  Αθα­να­σιά­δη, διευ­θυ­ντή του Ελλη­νι­κού Εκπαι­δευ­τη­ρί­ου στο Κάι­ρο, ο οποί­ος εγκα­τα­λεί­πει τη θέση του  και στην Ε.Α. την δύσκο­λη ευθύ­νη των παι­διών μέσα σε μεγά­λες δυσκολίες.

Πάνω από 30.000 παι­διά σχο­λι­κής ηλι­κί­ας εξόν από τα 15–16χρονα απο­τέ­λε­σαν τον αριθ­μό παι­διών που έπρε­πε να μορ­φω­θούν. Ο νόμος στις χώρες που φιλο­ξε­νή­θη­καν απαι­τού­σε για όλον τον πλη­θυ­σμό του­λά­χι­στον το απο­λυ­τή­ριο του  Δημο­τι­κού. Γρά­φει η συγ­γρα­φέ­ας για τα παι­διά αυτά: Μει­νε­μέ­να αγράμ­μα­τα, από τον και­ρό του κατα­κτη­τή, είχαν γίνει βοσκά­κια στους λόγ­γους. Άλλα είχαν χάσει τους γονείς τους στον πόλε­μο, άλλων παι­διών οι γονείς είχαν απο­μεί­νει στην πατρί­δα, οι γονείς που ήταν μαχη­τές, δεν μπο­ρού­σες να ξέρεις που βρί­σκο­νταν… με το τέλος του ένο­πλου αγώ­να, άλλοι τρά­βη­ξαν δώθε κι άλλοι κεί­θε. Τα παι­διά στην ολο­πρώ­τη αρχή δεν είχαν ανά­γκη μόνο εκπαί­δευ­σης, μα γενι­κό­τε­ρης περί­θαλ­ψης. Έτσι τα σκο­λειά της πρώ­της περιό­δου ήσαν καθαυ­τό «πολυ­με­λείς οικο­γέ­νειες». Και οι εκπα­τρι­σμέ­νοι εκπαι­δευ­τι­κοί, αν και πάμπολ­λοι, πέφτα­νε λίγοι. Δεν επαρ­κού­σαν ούτε για τον τόσο αριθ­μό παι­διών, ούτε για τις τόσες ανά­γκες[3].

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Η Ε.Α. δού­λε­ψε με τα προ­σφυ­γό­που­λα κυρί­ως στη Ρου­μα­νία, αλλά και στην Ουγ­γα­ρία. Όπως γρά­φει η ίδια για να φιλο­ξε­νη­θεί ένας τόσο μεγά­λος αριθ­μός παι­διών έπρε­πε να παρ­θούν γεν­ναία μέτρα από την κυβέρ­νη­ση της Ρου­μα­νί­ας και να δοθεί γεν­ναία χρη­μα­το­δό­τη­ση από μια χώρα που λίγα χρό­νια πριν είχε βγει από τον πόλε­μο και είχε και τις δικές της ανά­γκες να καλύ­ψει. Πρώ­τα απ’ όλα έπρε­πε στα περισ­σό­τε­ρα να δοθεί ιατρι­κή και ψυχο­λο­γι­κή βοή­θεια, και να λυθεί το θέμα της δια­τρο­φής. Την περί­ο­δο αυτή οι δάσκα­λοι, μετα­ξύ αυτών και η μεγά­λης ανθρω­πιάς παι­δα­γω­γός, στέ­κο­νται κοντά στα παι­διά τα οποία έζη­σαν φρι­κτές κατα­στά­σεις στη διάρ­κεια του πολέ­μου και στη διάρ­κεια της φυγής. Η Ευγε­νία Ζήκου στην εισα­γω­γή στο έργο της Ε.Α. Έλλη­νες λογο­τέ­χνες[4] γρά­φει για τα παι­διά αυτά ότι η μάθη­ση δεν ήταν η πρω­ταρ­χι­κή τους ανά­γκη. Της έλε­γε η Αλε­ξί­ου για τα ορφα­νε­μέ­να παι­διά και τη δίψα τους για τρυ­φε­ρή επα­φή, ότι την έβλε­παν σαν πηγή ξεδι­ψα­σμού και άλλων ανα­γκών. Της διη­γιό­ταν πως πήγαι­ναν κοντά, χάι­δευαν τα φορέ­μα­τά της, την παίρ­να­νε τρία τρία από κάθε χέρι, μοι­ρα­ζό­ντου­σαν τα δάχτυ­λα των χεριών της. Ήτα­νε ζωτι­κές αυτές οι ανά­γκες για τα ορφα­νε­μέ­να παι­διά. Αλλά ο άνθρω­πος πρέ­πει να μπει στο νόη­μα αυτής της γλώσ­σας για να την κου­βε­ντιά­σει με τα παιδιά.

Τα πρώ­τα σχο­λεία, τα οποία λει­τούρ­γη­σαν τα δυο πρώ­τα χρό­νια  μόνο με τη διδα­σκα­λία ελλη­νι­κών μαθη­μά­των, τα χαρα­κτη­ρί­ζει οικο­τρο­φεία, Όταν δια­βά­ζω στις εφη­με­ρί­δες πως πέφτου­νε οι σκε­πές των σπι­τιών πάνω στα κεφά­λια μαθη­τών, θυμού­μαι τα μέγα­ρα που δια­θέ­σα­νε για μας οι σοσια­λι­στι­κές χώρες για σχο­λεία-οικο­τρο­φεία. Όταν έφτα­σε η ίδια στη Βου­δα­πέ­στη φιλο­ξε­νή­θη­κε στο πολυ­τε­λέ­στα­το κτί­ριο της Ισπα­νι­κής πρε­σβεί­ας μιας και η ουγ­γρι­κή κυβέρ­νη­ση είχε δια­κό­ψει τις διπλω­μα­τι­κές της σχέ­σεις με την Ισπα­νία του Φράν­κο. Επί­σης, παλιές επαύ­λεις των αρι­στο­κρα­τών-φεου­δαρ­χών, άδειες πια, παρα­χω­ρή­θη­καν για τις ανά­γκες των Ελλη­νο­παί­δων. Στο Βου­κου­ρέ­στι το πανευ­ρω­παϊ­κής φήμης καζί­νο Σινάια κλπ. Το εκδο­τή­ριο των βιβλί­ων στη Βου­δα­πέ­στη στε­γά­στη­κε επί­σης στην πρώ­ην ισπα­νι­κή πρε­σβεία.[5]

Το μεγα­λύ­τε­ρο όμως πρό­βλη­μα απο­τε­λού­σαν τα ανα­γκαία βιβλία. Για βιβλία από την πατρί­δα δε γινό­ταν λόγος για­τί ούτε η πατρί­δα θα τα έστελ­νε, αλλά ούτε και η ΕΒΟΠ τα ήθε­λε εφ’ όσον εκφρά­ζα­νε μιαν άλλη κοι­νω­νι­κή και κοσμο­θε­ω­ρη­τι­κή αντίληψη.

Ας δού­με πως λύθη­κε το πρό­βλη­μα αυτό. Η Ε.Α. ανα­φέ­ρει στη Βασι­λι­κή δρυ [6] ότι από βιβλία δεν υπήρ­χε τίπο­τε. Και για ανα­τύ­πω­ση των ανα­γνω­στι­κών της Ελλά­δας ούτε λόγος. Δεν μπο­ρού­σαν να μετα­φερ­θούν εδώ ούτε οι παπα­δί­στι­κοι τύποι, η θρη­σκευ­τι­κή εκμε­τάλ­λευ­ση και οι ποι­κί­λες δει­σι­δαι­μο­νί­ες… ούτε η εσκεμ­μέ­νη απο­σιώ­πη­ση των λαϊ­κών αγώ­νων κατά των ανθρω­πο­φά­γων χιτλε­ρι­κών, ούτε η προ­βο­λή του «αμε­ρι­κά­νι­κου ενδια­φέ­ρο­ντος»… ούτε σύμ­φω­να πάλι με την ίδια θα μπο­ρού­σε να υπάρ­ξει η άγνοια της πορεί­ας των κοι­νω­νι­κών αλλα­γών μέσα στην ιστο­ρία της ανθρω­πό­τη­τας, ούτε η παρα­γνώ­ρι­ση των εργα­τι­κών χεριών και θυσιών της εργα­τι­κής τάξης στο προ­ο­δευ­τι­κό κίνη­μα[…]  Έπρε­πε να δια­βα­στεί όλος ο Βου­τυ­ράς για να ξεδια­λε­χτεί το κατάλ­λη­λο διή­γη­μα, το έργο του Παπα­δια­μά­ντη, του Παπα­ντω­νί­ου, του Καρ­κα­βί­τσα, του Γρα­νί­τσα, του Σικε­λια­νού, του Πρε­βε­λά­κη, της Καζαν­τζά­κη, της Μαλά­μου, του Μαγκλή… 

Στη Βου­δα­πέ­στη υπήρ­χε μια πολ­λή πλού­σια βιβλιο­θή­κη νεο­ελ­λη­νι­κής λογο­τε­χνί­ας που είχε δημιουρ­γή­σει ο ελλη­νι­στής Χόρ­βαρτ, ένας φωτι­σμέ­νος δημο­τι­κι­στής. Αυτή η βιβλιο­θή­κη συμπα­ρα­στά­θη­κε στους συγ­γρα­φείς των ελλη­νι­κών βιβλί­ων καθώς και η βιβλιο­θή­κη του Ελλη­νι­κού Σχο­λεί­ου του Βου­κου­ρε­στί­ου. Σ΄ αυτά προ­στέ­θη­καν και οι προ­σφο­ρές των Ελλή­νων της Ρου­μα­νί­ας που είτε δώρι­σαν είτε πού­λη­σαν τα βιβλία τους στην αρμό­δια επιτροπή.

Για να μην σας κου­ρά­ζω, στα ανα­γνω­στι­κά των δια­φό­ρων σοσια­λι­στι­κών χωρών μετά από συνε­χείς βελ­τιώ­σεις υπήρ­χαν  οι Παπα­δια­μά­ντης, Δρο­σί­νης, Πολέ­μης, Παλα­μάς, Βιζυ­η­νός, Παπα­ντω­νί­ου, Βαλα­ω­ρί­της, Κρυ­στάλ­λης, Μαλα­κά­σης, Προ­βε­λέγ­γιος, Ταντα­λί­δης, Αθά­νας, Βλα­χο­γιάν­νης, Ζαλο­κώ­στας, Ουρά­νης Νιρ­βά­νας, Χρι­στό­που­λος, Βαλέ­τας, Σου­ρής, Μαρ­κο­ράς, Πάλ­λης, Μαβί­λης, Αλέ­ξαν­δρος Σού­τσος, Κάλ­βος, Πρε­βε­λά­κης, Φωτιά­δης, Μαγκλής, Γρυ­πά­ρης, Κον­δυ­λά­κης, Πάρ­νης, Μυρ­τιώ­τισ­σα, Καρ­κα­βί­τσας, Νάκου, Παπά, Κορ­νά­ρος, Κουρ­τί­δης, Καρυω­τά­κης, Ψυχά­ρης, Κακρι­δής, Διδώ Σωτη­ρί­ου, Ψαθάς,  Στρα­τής Δού­κας, Ξενό­που­λος, Σικε­λια­νός, Καζαν­τζά­κης  και Καστα­νά­κης κ.ά.

Η Έ.Α. από το 1949–1962 ανή­κε στη συντα­κτι­κή επι­τρο­πή των Αλφα­βη­τα­ρί­ων της Α΄-Ε΄ τάξης (μιλά­με για 8τάξιο Δημο­τι­κό), δύο εκδό­σε­ων της Γεω­γρα­φί­ας της Ελλά­δας, καθώς και ενός Βοη­θή­μα­τος για τις Νηπια­γω­γούς. Όλες οι εκδό­σεις ήταν στη δημο­τι­κή γλώσ­σα με βάση τη Γραμ­μα­τι­κή του Μαν. Τρια­ντα­φυλ­λί­δη και του Αχ. Τζάρ­τζα­νου.  Έγι­ναν συχνά επα­νεκ­δό­σεις για τη βελ­τί­ω­ση τόσο της μορ­φής όσο και του περιε­χο­μέ­νου των βιβλί­ων. [7]

Στο διά­στη­μα από το 1949- 1962 εκτός από τα βιβλία για τη διδα­σκα­λία της γλώσ­σας και της λογο­τε­χνί­ας, η συγ­γρα­φέ­ας ανα­φέ­ρει 29 εκδό­σεις ανα­γνω­στι­κών.  Εκδό­θη­καν επί­σης 2 βιβλία  Νεο­ελ­λη­νι­κής Γραμ­μα­τι­κής, 15 βιβλία Ιστο­ρί­ας όλων των περιό­δων, 5 μονο­γρα­φί­ες ιστο­ρι­κών προ­σώ­πων (Ρήγας, Μαλ­ρυ­γιάν­νης, Καραϊ­σκά­κης, Κανά­ρης, Κολο­κο­τρώ­νης), αριθ­μη­τι­κές για τα πρώ­τα χρό­νια, 9 εκδό­σεις- βοη­θή­μα­τα των εκπαι­δευ­τι­κών των δια­φό­ρων βαθ­μί­δων εκπαί­δευ­σης καθώς και δεκά­δες λογο­τε­χνι­κά βιβλία και περιο­δι­κά για παι­διά και νέους. Πρό­κει­ται για έναν πραγ­μα­τι­κό εκδο­τι­κό οργα­σμό ο οποί­ος έδω­σε καρ­πούς. Από τα ξενι­τε­μέ­να αυτά παι­διά σε όλες τις πρώ­ην σοσια­λι­στι­κές χώρες όλα τέλειω­σαν την εννιά­χρο­νη τότε βασι­κή εκπαί­δευ­ση που ήταν δημό­σια και δωρε­άν και χωρίς φρο­ντι­στή­ρια. Οι από­φοι­τοι μέσων και ανώ­τε­ρων τεχνι­κών σχο­λών ήταν 6.440 παι­διά ή το 23% του αρχι­κού αριθ­μού των παι­διών, οι από­φοι­τοι ανώ­τα­των πανε­πι­στη­μια­κών σχο­λών ήταν 4.940, δηλα­δή  το 17,6%, ενώ 253 ή το 1,8% από­χτη­σαν τον τίτλο του διδάκτορα.

Η ίδια έγρα­ψε για το ανα­γνω­στι­κό της Ε΄ Τάξης ένα παρα­μύ­θι με τίτλο Το σιτά­ρι που έγι­νε μεγά­λο σαν αμύ­γδα­λο (αργό­τε­ρα συμπε­ρι­λή­φθη­κε στη συλ­λο­γή Ήθε­λε να τη λένε κυρία  και την διή­γη­ση Μια μέρα θα γυρί­σει, όπου με πρω­τα­γω­νι­στή ένα δάσκα­λο ζωντα­νεύ­ει την ηρω­ι­κή επο­χή της Αντί­στα­σης. Για το ανα­γνω­στι­κό της ΣΤ΄ Τάξης, στην ενό­τη­τα Ελλη­νι­κή φύση και ζωή , εξι­στο­ρεί σ’ ένα κεί­με­νο που τιτλο­φο­ρεί Τα Δωδε­κά­νη­σα το παρελ­θόν των νησιών, τον πολι­τι­σμό τους και τη δια­δο­χή των κατα­κτη­τών.[8] Επί­σης, γρά­φει δύο λογο­τε­χνι­κά παι­δι­κά βιβλία. Το ένα είναι Ο χοντρού­λης και η Πηδη­χτή , ένα παι­δα­γω­γι­κό  παρα­μύ­θι με πρω­το­τυ­πία, δια­σκέ­δα­ση, γνώ­ση και  μήνυ­μα, για­τί δεν ξεχνά­ει τον παι­δα­γω­γι­κό της ρόλο. Το άλλο είναι μια συλ­λο­γή παρα­μυ­θιών, το  Ήθε­λε να τη λένε κυρία. Πρό­κει­ται για δια­σκε­δα­στι­κά και διδα­κτι­κά κεί­με­να  που  ζωντα­νεύ­ουν μπρο­στά στα μάτια των παι­διών ζώα και πράγ­μα­τα, δίνουν χει­ρο­πια­στή υπό­στα­ση σε αφη­ρη­μέ­νες έννοιες και προ­βάλ­λουν  τα ανθρω­πι­στι­κά ιδε­ώ­δη, όπως η  φιλία, η εργα­τι­κό­τη­τα και η αγωνιστικότητα.

 Κλεί­νο­ντας θα ανα­φέ­ρω τα σχό­λια της Έ.Α. για τη δου­λειά που έγι­νε στα εκπα­τρι­σμέ­να παι­διά και στη συζή­τη­ση που έγι­νε για το «παι­δο­μά­ζω­μα». Γρά­φει: πολύς θόρυ­βος γίνη­κε και κακο­ή­θης συκο­φα­ντι­κός σάλος σηκώ­θη­κε γύρω απ’ τον εκπα­τρι­σμό μας. Και κυρί­ως από τα εκπα­τρι­σμέ­να παι­διά. Απο­βλέ­πα­με, λέει στον εκσλαυ­ϊ­σμό τους. Η αλή­θεια είναι πως μοχθή­σα­με υπε­ράν­θρω­πα για να τα κρα­τή­σου­με πιστά στις παρα­δό­σεις μας, στην ιστο­ρία μας, στη γλώσ­σα. και το κατα­φέ­ρα­με. Δυστυ­χώς το επί­ση­μο κρά­τος δε φέρ­θη­κε σαν εμάς. Αδια­φό­ρη­σε.[…]  Τώρα, λέει, δηλα­δή το 1962, δε μιλούν πια για εκσλαυ­ϊ­σμό, το παρα­μύ­θι δεν έπια­σε, τώρα τους τρο­μά­ζει το εξαί­ρε­το ποιον των ώρι­μων πια αυτών νέων[9].

Για να κατα­λά­βει κανείς τη σχέ­ση της δασκά­λας Ε.Α. με το επάγ­γελ­μά της και το πώς άντε­ξε τη σκλη­ρή δου­λειά στο νέο της καθή­κον αξί­ζει να ανα­φέ­ρου­με έναν μικρό «απο­λο­γι­σμό» που κάνει η ίδια για το επάγ­γελ­μά της. Έναν απο­λο­γι­σμό που φανε­ρώ­νει τη δύνα­μη και απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα που μπο­ρεί  να πετύ­χει ο δάσκα­λος όταν δια­θέ­τει αυτό που λέμε «όρα­μα»: το δασκα­λι­κό επάγ­γελ­μα, από την πρώ­τη αρχή που διο­ρί­στη­κα, το αντι­με­τώ­πι­σα σα στά­διο ευτυ­χί­ας. Είναι το πιο εξα­ντλη­τι­κό. Σου παίρ­νει το μυα­λό, την ψυχή και το κορ­μί, μα συγ­χρό­νως είναι και το πιο απο­λαυ­στι­κό. Ίσως γι’ αυτό αντέ­χει ο εκπαι­δευ­τι­κός. Υπάρ­χουν στην άσκη­ση αυτού του επαγ­γέλ­μα­τος τερά­στιες αντι­σταθ­μι­στι­κές δυνά­μεις. Διαρ­κώς πεθαί­νεις και διαρ­κώς ανα­γεν­νιέ­σαι. Αλλά έτσι το ‘ζησα μόνο στο εξω­τε­ρι­κό. Στην ιδα­νι­κή του μορ­φή. Να διδά­σκεις τις υψη­λές ιδέ­ες της αγά­πης, της ειρή­νης, της αλλη­λεγ­γύ­ης, της διε­θνούς συνα­δέλ­φω­σης… την ανα­γνώ­ρι­ση των αλη­θι­νών αξιών σε οποιο­δή­πο­τε κοι­νω­νι­κό στρώ­μα κι αν ανή­κουν, να υμνείς τον ανθρώ­πι­νο μόχθο, που έδω­σε στην ανθρω­πό­τη­τα τα μεγά­λα αρι­στουρ­γή­μα­τα… χωρίς να μετράς τα λόγια σου και να ξέρεις πως μέσα στο μαθη­τι­κό σου ακρο­α­τή­ριο υπάρ­χει ο χαφιές, ο κατα­δό­της… Εκεί η μετα­βί­βα­ση από συνεί­δη­ση σε συνεί­δη­ση γίνε­ται δίχως συνύ­παρ­ξη δύστυ­χων παρα­σί­των…[10]

[1] Έ. Αλε­ξί­ου, Η βασι­λι­κή δρυς, εκδό­σεις Καστα­νιώ­τη, Αθή­να 1980

[2] Θέμα­τα Παι­δεί­ας, τεύ­χος 21–22

[3] Η βασι­λι­κή δρυς, σελ. 362

[4] Ευγε­νία Ζήκου, Έλλη­νες λογο­τέ­χνες, εκδό­σεις Καστα­νιώ­τη, Αθή­να 1982, σελ,17–18

[5] Η βασι­λι­κή δρυς, σελ.381

[6] Βασι­λι­κή δρυς, σελ. 363 και Θέμα­τα Παι­δεί­ας, σελ. 105–108.

[7] Θέμα­τα Παι­δεί­ας, σελ. 106

[8] Θέμα­τα Παι­δεί­ας, σελ. 122, 124,132.

[9] Βασι­λι­κή δρυς, σελ. 365.

[10] Η βασι­λι­κή δρυς, σελ. 360

 

* Μέλος του ΔΣ της Πανελ­λή­νιας Ενω­σης Φιλολόγων

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο