Της Αναστασίας Αβραμίδου* //
Πόλη- κράτος
Η νέα τάξη των εμποροβιοτεχνών και η ανάπτυξη των εμπορονομισματικών σχέσεων που εμφανίστηκαν τώρα στον ελλαδικό χώρο απαιτούσε να μεταφερθεί το κέντρο της οικονομίας και παραγωγής από την ύπαιθρο στην πόλη. Εκεί δηλ. που η συγκέντρωση του πληθυσμού ευνοεί την ανάπτυξη βιοτεχνικών, εμπορικών και χρηματιστικών παραγωγικών σχέσεων. Στα πλαίσια αυτών των νέων σχέσεων και μόνο εντός της πόλης θα μπορούσε να προχωρήσει ακόμα περισσότερο και ο καταμερισμός εργασίας. Για να το πούμε αλλιώς, οι νέες ανάγκες της οικονομίας και της παραγωγής οδήγησαν στον πολιτικό-οικονομικό σχηματισμό της πόλης-κράτους. Ειδικά στον ελλαδικό χώρο που η καλλιεργήσιμη γη είναι λίγη και οι γεωμορφικές συνθήκες ιδιαίτερες, πρώτα στην Ιωνία, αλλά και σχετικά νωρίς στην Αττική, στην Κόρινθο, στην Αίγινα, αναπτύχθηκε μία εμποροβιοτεχνική τάξη, ο φορέας του καινούργιου έναντι της παλιάς τάξης των αριστοκρατών. Τον 8ο αι. π.Χ. υπάρχουν ήδη πόλεις- κράτη, γιατί το 776 π.Χ., στην πρώτη Ολυμπιάδα, παίρνουν μέρος ελληνικές πόλεις. Οι πρώτες πόλεις– κράτη σχηματίζονται στα παράλια της Μ. Ασίας, γιατί οι πόλεις αυτές έχουν το πλεονέκτημα της θάλασσας, διαθέτουν φυσικό πλούτο, σ’ αυτές καταλήγουν πλωτά ποτάμια και βρίσκονται μεταξύ Δύσης και Ανατολής και λειτουργούν ως εμπορικοί μεσάζοντες. Δεν είναι τυχαίο ότι στη γειτονική Λυδία κυκλοφόρησε το πρώτο νόμισμα. Συγχρόνως, με την οικονομική της ισχυροποίηση η εμποροβιοτεχνική τάξη παλεύει για πρόσβαση στην πολιτική εξουσία. Στην Αθήνα το τελειωτικό χτύπημα το δέχτηκε η αριστοκρατία της γης το 508 π.Χ. με τη μεταρρύθμιση του Αλκμαιωνίδη Κλεισθένη, ο οποίος αν και αριστοκράτης, πρωτοστάτησε στη συμμαχία μεταξύ των φτωχών ελεύθερων στρωμάτων και του ανερχόμενου εμποροναυτικού και βιοτεχνικού κεφαλαίου και την προώθηση των συμφερόντων του. Την εποχή που εμφανίζεται η πόλη-κράτος, η δουλεία υπήρχε μεν, αλλά έπαιζε δευτερεύοντα και συμπληρωματικό ρόλο. Το διαφορετικό που συμβαίνει τώρα είναι ότι ενισχύεται, αυξάνει ο αριθμός των δούλων και οι νόμοι της πόλης την κατοχυρώνουν θεσμικά και νομικά μέσα στα πλαίσια της πόλης-κράτους. Και επειδή κανείς δε θέλει να είναι δούλος, το κράτος μέσα από τους θεσμοποιημένους μηχανισμούς του πρέπει να την επιβάλλει. Από την άλλη οι νέες παραγωγικές δραστηριότητες απαιτούν πολύ περισσότερους δούλους, άρα το κράτος οργανώνει και τον πόλεμο.
Τον 8ο και 7ο αι. π.Χ. τα πανίσχυρα αυτά αριστοκρατικά γένη ελέγχουν σχεδόν απόλυτα τη γη, προκαλώντας τεράστιες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές ανισότητες. Βασίζουν δε την ισχύ τους στο λεγόμενο εθιμικό δίκαιο, που εννοείται καλύπτει τα δικά τους συμφέροντα. Οι λαϊκές μάζες στην πλειοψηφία τους υποφέρουν και υπάρχουν πολιτικές αναταραχές. Έκφραση της προσπάθειας να λυθούν αυτές οι οξείες ταξικές αντιθέσεις στην Αθήνα αποτελούν οι νομοθετικές προσπάθειες του Δράκοντα (αυτός υπερασπίστηκε ουσιαστικά την ιδιοκτησία με «δρακόντεια» μέτρα) και του Σόλωνα, να υπάρξει επιτέλους γραπτό δίκαιο και κάποιος σχετικός περιορισμός της ασυδοσίας τους.
Τόσο ο Σόλωνας (594 π.Χ.), αλλά πιο αποφασιστικά ο Πεισίστρατος (560 π.Χ.) και ο Κλεισθένης, ευνόησαν τη νέα τάξη και τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Ο Σόλωνας απάλλαξε από τους ανθρώπους τα χρέη. Με μια σειρά από επανορθωτικά μέτρα, που όλα μαζί ονομάστηκαν “σεισάχθεια” προσπάθησε να μετριάσει τις αντιδράσεις : Διέταξε να αφαιρέσουν από τα χωράφια τους πέτρινους στύλους που σημείωναν τα χρέη, ακύρωσε τις οφειλές προς το δημόσιο ή ιδιώτες, κατάργησε το δανεισμό «επί σώμασιν», απελευθέρωσε όσους πολίτες είχαν υποδουλωθεί και αμνήστευσε τα αδικήματα που επέφεραν απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων, με χρήματα του κράτους εξαγοράστηκαν κάποιοι που για χρέη πουλήθηκαν σε άλλες πόλεις.
Καθιέρωσε το λεγόμενο τιμοκρατικό σύστημα χωρίζοντας τους Αθηναίους με βάση το εισόδημά τους και ορίζοντας τα δικαιώματά τους. Στις ανώτατες δημόσιες θέσεις εκλέγονταν μόνο πρόσωπα από τις δύο ανώτερες τάξεις των ευγενών (πεντακοσιομέδιμνοι και ιππείς) ενώ από τις άλλες δύο τάξεις, οι μεν ζευγίτες ήταν εκλόγιμοι μόνο σε κατώτερα αξιώματα, ενώ οι θήτες σε καμία. Δυσαρέστησε όμως τελικά και τους μεν και τους δε.
Ο Πεισίστρατος (560 π.Χ.), αν και ο ίδιος αριστοκρατικής καταγωγής, ήταν πιο προωθημένος και ριζοσπαστικός έναντι των αριστοκρατών. Η βία που χρησιμοποίησε στράφηκε εναντίον τους με δολοφονίες, εξορίες, δημεύσεις περιουσιών. Τότε ήταν που έφυγαν και οι Αλκμαιωνίδες στην εξορία. Αντίθετα ευνόησε τις κατώτερες τάξεις που τον βοήθησαν να πάρει την εξουσία και τους οικονομικούς και σύντομα πολιτικούς ανταγωνιστές των αριστοκρατών: τους εμπόρους, βιοτέχνες, τραπεζίτες της εποχής. Έτσι εγκατέστησε άνεργους Αθηναίους στην ύπαιθρο, όπου τους έδωσε γη. Αυτό αποτέλεσε πλήγμα στις παραδοσιακές αγροτικές σχέσεις των γαιοκτημόνων. Καθιέρωσε τα κρατικά δάνεια για τους μικροκαλλιεργητές που τα είχαν ανάγκη, όρισε δικαστές στα χωριά. Από την άλλη ενίσχυσε την κατασκευή πλοίων, δημιούργησε σχέσεις με άλλες πόλεις του Αιγαίου, έδωσε κίνητρα στη βιοτεχνία, όπου δούλευαν πολλοί δούλοι. Δεν είναι της ώρας, αλλά και στον τομέα του πολιτισμού πήρε θετικότατες πρωτοβουλίες: καταγραφή ομηρικών επών, αναδιοργανώσεις και καθιερώσεις θρησκευτικών γιορτών, έργα υποδομής και ύδρευσης, την Εννεάκρουνο κ.ά. (Εποχή των τυράννων: Κύψελος και γιος του Περίανδρος στην Κόρινθο που στα χρόνια του έγινε εμπορική υπερδύναμη, ο Θεαγένης στα Μέγαρα, ο Πιττακός στη Μυτιλήνη, ο Πολυκράτης στη Σάμο που χτύπησαν την μεγάλη γαιοκτησία).
Με τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη και τη δημιουργία των δέκα φυλών περιορίστηκε ο ρόλος των τοπικών συμφερόντων των κατόχων μεγάλης γαιοκτησίας. Ο Κλεισθένης παρέκαμψε τις παραδοσιακές φρατρίες και φυλές και στη θέση τους εισήγαγε τις νέες «τεχνητές» φυλές, άσχετες από τον τόπο διαμονής των πολιτών. Χώρισε την Αττική σε τρία μέρη: το άστυ, τα παράλια και τη μεσογαία. Αυτά με τη σειρά τους σε δέκα μέρη, τις τριττύες. Για το σχηματισμό της κάθε φυλής ένωνε από κάθε μία περιοχή και μία τριττύα, ώστε κάθε τρεις διασκορπισμένες στην Αττική τριττύες ν’ αποτελούν μια νέα φυλή. Από τις δέκα φυλές εκλέγονταν ή κληρώνονταν πλέον οι άρχοντες και αξιωματούχοι της πόλης. Έτσι οι παλιές φυλές με τοπικά κριτήρια πάψανε να είναι εκλογικές λέσχες, δεν εκφράζονταν τοπικιστικές τάσεις και ούτε ασκούνταν πιέσεις στους εκλογείς από τοπικούς παράγοντες, βλ. μεγάλους γαιοκτήμονες. Τόνωσε τις αρμοδιότητες της Βουλής των Πεντακοσίων (πενήντα από κάθε φυλή) και της εκκλησίας του Δήμου. Αφαίρεσε από τον Άρειο Πάγο, που ήταν στα χέρια των αριστοκρατών, αρμοδιότητες και τον περιόρισε στην εκδίκαση υποθέσεων φόνου εκ προμελέτης, τραυματισμού με στόχο τη θανάτωση, εμπρησμό και δηλητηρίαση. Όλες τις άλλες αρμοδιότητες τις μεταβίβασε στην Ηλιαία (δικαστές από κάθε φυλή με ένα σύνθετο σύστημα επιλογής των δικαστών για κάθε δίκη, για να μη λαδώνονται οι δικαστές). Οι δέκα στρατηγοί εκλέγονταν ένας από κάθε φυλή κ.λπ.
Εν ολίγοις, η εξουσία των αριστοκρατικών γενών περιορίστηκε σημαντικά.
Για να ανακεφαλαιώσουμε τα μέχρι τώρα: στη μετάβαση από τη μητριαρχία στην πατριαρχία και τελικά στη δουλοκτησία, συνέβη κάτι πολύ σημαντικό: Βαθμιαία η φυλετική κοινωνία αποσυντέθηκε και, μέσα από τη βαρβαρότητα των πολέμων και τη δουλεία, αναπτύχθηκε η ταξική κοινωνία. Οι σχέσεις συνεργασίας και αλληλοβοήθειας της πρωτόγονης κοινότητας αντικαταστάθηκαν από σχέσεις εκμετάλλευσης, εχθρότητας και ταξικής πάλης. Η δουλεία ιστορικά αποτέλεσε την πρώτη μορφή ταξικής εκμετάλλευσης.
Ας δούμε γιατί οι αρχαίοι είχαν ανάγκη τους δούλους;
Οι αρχαίοι ανέπτυξαν σε μεγάλο βαθμό τη Δημοκρατία, τη Φιλοσοφία, το Λόγο, την Πλαστική, τις Τέχνες, αλλά όχι την Τεχνική- Τεχνολογία, γιατί η γνώση της Φύσης που κληρονόμησαν από τους άλλους λαούς, ήταν λιγοστή. Αυτό τους ανάγκασε να βασιστούν στη δουλεία και αντί τα εξελιγμένα εργαλεία και οι μηχανές να διευκολύνουν και να αυξάνουν την παραγωγή, η χειρωνακτική εργασία ενός μεγάλου όγκου ανθρώπινου δυναμικού, προσπαθεί να καλύψει τις ανάγκες της κοινότητας.
Ας δούμε κάποιες πλευρές αυτού του ζητήματος:
Με την απομάκρυνση του ελεύθερου πολίτη από την παραγωγή και το μεγάλο αριθμό δούλων που υποκατέστησαν τα μηχανήματα, υποτιμήθηκε και παραμελήθηκε η εφευρετικότητα και εφεύρεση τεχνικών και μηχανών. Αν η παραγωγή ήταν στα χέρια των ελεύθερων πολιτών θα μπορούσαν και θα επιβάλλονταν να γίνουν αυτές οι εφευρέσεις. Αντίθετα, η κυρίαρχη ιδεολογία αποπροσανατόλιζε τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα και οι πολιτικοί θεσμοί της πόλης-κράτους τα διευκόλυναν να ζουν και να επιζούν έστω και παρασιτικά, στη σκιά του πλούτου των λίγων μέσω μικρομεσαίων πολιτικών λειτουργημάτων. Για παράδειγμα η αποζημίωση των δικαστών της Ηλιαίας, των Εκκλησιαστών, η αποζημίωση άλλων αξιωμάτων. Να πούμε ωστόσο ότι αξιώματα-κλειδιά για τη λειτουργία και ύπαρξη της πόλης, όπως αυτό του Στρατηγού, ήταν αμισθί ώστε εμμέσως να αποκλείονται οι φτωχότεροι.
Έτσι, εξαιτίας της δουλείας, συνολικότερα δεν προχωρά η ανθρώπινα κοινωνία σε ανώτερες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, και κυρίως δεν αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις.
Η εργασία των δούλων απελευθερώνει το ελεύθερο άτομο από την προσωπική εργασία, τουλάχιστον το άτομο που έχει τη δυνατότητα να διαθέτει δούλους. Έτσι μπορεί απερίσπαστα ν’ ασχοληθεί με τις επιστήμες, τη συμμετοχή στα κοινά, την άθληση, τις κοινωνικές συναναστροφές, να προάγει τις τέχνες- μουσική και τον πολιτισμό. Η λέξη α‑σχολία ήταν προφανώς μία από τις μισητές της εποχής. Νομίζω ότι είναι σημαντικό να πούμε ότι η χειρωνακτική εργασία ακόμη και αυτών που ονομάζουμε εικαστικούς καλλιτέχνες ήταν κάτι πολύ υποτιμημένο μέχρι και την εποχή της αναγέννησης. Το έργο τέχνης θαυμάζονταν, αλλά η σωματική εργασία που κατέβαλε ο καλλιτέχνης ήταν κάτι το υποτιμητικό σε αντίθεση με το πνευματικό έργο των ποιητών ή των μουσικών και των φιλοσόφων. Για παράδειγμα, ο Ευριπίδης είχε κατηγορηθεί ότι η μητέρα του ήταν «λαχανού». Αυτή η υποτίμηση των αρχαίων για οποιαδήποτε χειρωνακτική εργασία εκτός της καλλιέργειας της γης, ήταν χαρακτηριστική. Βέβαια και πάλι να πω, ότι υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που δε διέθεταν ούτε ένα δούλο, π.χ. σαν τον Αδύνατο του Λυσία, που ασκεί ένα επάγγελμα που δεν του δίνει αυτή τη δυνατότητα.
Η τάξη των εμποροβιοτεχνών στα εργαστήρια, στα δημόσια έργα, στην παροχή υπηρεσιών έχει ανάγκη να χρησιμοποιεί έναν τεράστιο όγκο δούλων σε μόνιμη βάση. Αντίθετα στα κτήματα οι εργασίες έχουν εποχικό χαρακτήρα και συχνά χρησιμοποιούνται ενοικιαζόμενοι δούλοι. Άλλωστε οι γεωργικές εργασίες δεν θεωρούνταν υποτιμητικές για έναν ελεύθερο πολίτη, οπότε ο ελεύθερος καλλιεργητής μπορούσε χωρίς θέμα να δουλεύει στα χωράφια του. Αντίθετα αποτελούσε τη μόνη ανεκτή μορφή σωματικής εργασίας.
Η άμεση εξάρτηση των εμποροναυτικών κύκλων από τη δουλεία φαίνεται και από το εξής γεγονός. Η πόλη, δηλ. η εξουσία των παραπάνω, αποφασίζει επί Θεμιστοκλή τα έσοδα από τα δημόσια ορυχεία του Λαυρίου, να μη διανέμονται πια στους πολίτες, αλλά να συγκεντρώνονται σε ειδικό ταμείο για τη ναυπήγηση του αθηναϊκού πολεμικού στόλου, ο οποίος με τη σειρά του θα προμήθευε την πόλη με φρέσκια ανθρώπινη λεία.
Πριν περάσουμε στην περιγραφή των κοινωνικών ομάδων της Αθήνας και της Σπάρτης να πω το εξής σημαντικό: Ενώ στην πόλη της Αθήνας το μεγαλύτερο διάστημα των κλασικών χρόνων στην εξουσία είναι οι «δημοκρατικοί», η δύναμη της αριστοκρατίας κάνει μόνιμα την εμφάνισή της στις θρησκευτικές γιορτές της πόλης. Τα παλιά αριστοκρατικά τζάκια, τα γένη, κρατούν και επιδεικνύουν το γόητρό τους σε στιγμές της πόλης που συνδέονται με την θρησκευτική παράδοση. Οι κρατικές λατρείες όπως της Πολιάδας Αθηνάς και του Ερεχθείου Ποσειδώνα, που ήταν στην ουσία λατρείες γένους, γίνονταν με ιερείς από το γένος των Ἐτεοβουτάδων (στο Ερέχθειο λατρεύονταν και ο μυθικός ήρωας Βούτος). Το τιμητικό άγημα στα Μεγάλα Παναθήναια που απεικονίζεται στη ζωφόρο του Παρθενώνα αποτελείται από γιους της τάξης των Ιππέων, δηλ. αριστοκράτες. Οι Ευμολπίδες, γένος παλιό από την Ελευσίνα, είναι οι μοναδικοί που είχαν το δικαίωμα ως ιερείς στα Ελευσίνια να τραγουδούν ιερούς ύμνους για τις θεές.
* Μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων
Το δουλοκτητικό σύστημα σε Ελλάδα και Ρώμη – Φυλετικό κράτος (Β’ Μέρος)