Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το δουλοκτητικό σύστημα σε Ελλάδα και Ρώμη — Πόλη- κράτος (Γ’ Μέρος)

Της Ανα­στα­σί­ας Αβρα­μί­δου* //

Πόλη- κρά­τος

 Η νέα τάξη των εμπο­ρο­βιο­τε­χνών και η ανά­πτυ­ξη των εμπο­ρο­νο­μι­σμα­τι­κών σχέ­σε­ων που εμφα­νί­στη­καν τώρα στον ελλα­δι­κό χώρο απαι­τού­σε να μετα­φερ­θεί το κέντρο της οικο­νο­μί­ας και παρα­γω­γής από την ύπαι­θρο στην πόλη. Εκεί δηλ. που η συγκέ­ντρω­ση του πλη­θυ­σμού ευνο­εί την ανά­πτυ­ξη βιο­τε­χνι­κών, εμπο­ρι­κών και χρη­μα­τι­στι­κών παρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων. Στα πλαί­σια αυτών των νέων σχέ­σε­ων και μόνο εντός της πόλης θα μπο­ρού­σε να προ­χω­ρή­σει ακό­μα περισ­σό­τε­ρο και ο κατα­με­ρι­σμός εργα­σί­ας. Για να το πού­με αλλιώς, οι νέες ανά­γκες της οικο­νο­μί­ας και της παρα­γω­γής οδή­γη­σαν στον πολι­τι­κό-οικο­νο­μι­κό σχη­μα­τι­σμό της πόλης-κρά­τους. Ειδι­κά στον ελλα­δι­κό χώρο που η καλ­λιερ­γή­σι­μη γη είναι λίγη και  οι γεω­μορ­φι­κές συν­θή­κες ιδιαί­τε­ρες, πρώ­τα στην Ιωνία, αλλά και σχε­τι­κά νωρίς  στην Αττι­κή, στην Κόριν­θο, στην Αίγι­να, ανα­πτύ­χθη­κε μία εμπο­ρο­βιο­τε­χνι­κή τάξη, ο φορέ­ας του και­νούρ­γιου ένα­ντι της παλιάς τάξης των αρι­στο­κρα­τών. Τον 8ο αι. π.Χ. υπάρ­χουν ήδη πόλεις- κρά­τη, για­τί το 776 π.Χ., στην πρώ­τη Ολυ­μπιά­δα, παίρ­νουν μέρος ελλη­νι­κές πόλεις. Οι πρώ­τες πόλεις– κρά­τη σχη­μα­τί­ζο­νται στα παρά­λια της Μ. Ασί­ας, για­τί  οι πόλεις αυτές  έχουν το πλε­ο­νέ­κτη­μα της θάλασ­σας, δια­θέ­τουν φυσι­κό πλού­το, σ’ αυτές κατα­λή­γουν πλω­τά ποτά­μια και βρί­σκο­νται μετα­ξύ Δύσης και Ανα­το­λής και λει­τουρ­γούν ως εμπο­ρι­κοί μεσά­ζο­ντες. Δεν είναι τυχαίο ότι στη γει­το­νι­κή Λυδία κυκλο­φό­ρη­σε το πρώ­το νόμι­σμα. Συγ­χρό­νως, με την οικο­νο­μι­κή της ισχυ­ρο­ποί­η­ση η εμπο­ρο­βιο­τε­χνι­κή τάξη παλεύ­ει  για πρό­σβα­ση στην πολι­τι­κή εξου­σία. Στην Αθή­να το τελειω­τι­κό χτύ­πη­μα το δέχτη­κε η αρι­στο­κρα­τία της γης το 508 π.Χ. με τη μεταρ­ρύθ­μι­ση του Αλκμαιω­νί­δη Κλει­σθέ­νη, ο οποί­ος αν και αρι­στο­κρά­της, πρω­το­στά­τη­σε στη συμ­μα­χία μετα­ξύ των φτω­χών ελεύ­θε­ρων στρω­μά­των και του ανερ­χό­με­νου εμπο­ρο­ναυ­τι­κού και βιο­τε­χνι­κού κεφα­λαί­ου και την προ­ώ­θη­ση των συμ­φε­ρό­ντων του. Την επο­χή που εμφα­νί­ζε­ται η πόλη-κρά­τος, η δου­λεία υπήρ­χε μεν, αλλά έπαι­ζε δευ­τε­ρεύ­ο­ντα και συμπλη­ρω­μα­τι­κό ρόλο. Το δια­φο­ρε­τι­κό που συμ­βαί­νει τώρα είναι ότι  ενι­σχύ­ε­ται, αυξά­νει ο αριθ­μός των δού­λων και οι νόμοι της πόλης την κατο­χυ­ρώ­νουν θεσμι­κά και νομι­κά μέσα στα πλαί­σια της πόλης-κρά­τους. Και επει­δή κανείς δε θέλει να είναι δού­λος, το κρά­τος μέσα από τους θεσμο­ποι­η­μέ­νους μηχα­νι­σμούς του πρέ­πει να την επι­βάλ­λει. Από την άλλη  οι νέες παρα­γω­γι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες απαι­τούν πολύ περισ­σό­τε­ρους δού­λους, άρα το κρά­τος οργα­νώ­νει και τον πόλεμο.

Τον 8ο και 7ο αι. π.Χ. τα πανί­σχυ­ρα αυτά  αρι­στο­κρα­τι­κά γένη ελέγ­χουν σχε­δόν από­λυ­τα τη γη, προ­κα­λώ­ντας τερά­στιες οικο­νο­μι­κές, κοι­νω­νι­κές και πολι­τι­κές ανι­σό­τη­τες. Βασί­ζουν δε την ισχύ τους στο λεγό­με­νο εθι­μι­κό δίκαιο, που εννο­εί­ται καλύ­πτει τα δικά τους συμ­φέ­ρο­ντα. Οι λαϊ­κές μάζες στην πλειο­ψη­φία τους υπο­φέ­ρουν και υπάρ­χουν πολι­τι­κές ανα­τα­ρα­χές. Έκφρα­ση της προ­σπά­θειας να λυθούν αυτές οι οξεί­ες  ταξι­κές αντι­θέ­σεις στην Αθή­να απο­τε­λούν οι νομο­θε­τι­κές προ­σπά­θειες του Δρά­κο­ντα  (αυτός υπε­ρα­σπί­στη­κε ουσια­στι­κά την ιδιο­κτη­σία με «δρα­κό­ντεια» μέτρα) και του Σόλω­να, να υπάρ­ξει επι­τέ­λους γρα­πτό δίκαιο και κάποιος σχε­τι­κός περιο­ρι­σμός της ασυ­δο­σί­ας τους.

Τόσο ο Σόλω­νας (594 π.Χ.), αλλά πιο απο­φα­σι­στι­κά ο Πει­σί­στρα­τος (560 π.Χ.) και ο Κλει­σθέ­νης, ευνό­η­σαν τη νέα τάξη και τα χαμη­λά κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα. Ο Σόλω­νας απάλ­λα­ξε από τους ανθρώ­πους τα χρέη. Με μια σει­ρά από επα­νορ­θω­τι­κά μέτρα, που όλα μαζί ονο­μά­στη­καν “σει­σά­χθεια” προ­σπά­θη­σε να μετριά­σει τις αντι­δρά­σεις : Διέ­τα­ξε να αφαι­ρέ­σουν από τα χωρά­φια τους πέτρι­νους στύ­λους που σημεί­ω­ναν τα χρέη, ακύ­ρω­σε τις οφει­λές προς το δημό­σιο ή ιδιώ­τες, κατάρ­γη­σε το δανει­σμό «επί σώμα­σιν», απε­λευ­θέ­ρω­σε όσους πολί­τες είχαν υπο­δου­λω­θεί και αμνή­στευ­σε τα αδι­κή­μα­τα που επέ­φε­ραν απώ­λεια των πολι­τι­κών δικαιω­μά­των, με χρή­μα­τα του κρά­τους εξα­γο­ρά­στη­καν κάποιοι που για  χρέη που­λή­θη­καν σε άλλες πόλεις.

Καθιέ­ρω­σε το λεγό­με­νο τιμο­κρα­τι­κό σύστη­μα χωρί­ζο­ντας τους Αθη­ναί­ους με βάση το εισό­δη­μά τους και ορί­ζο­ντας τα δικαιώ­μα­τά τους. Στις  ανώ­τα­τες δημό­σιες θέσεις εκλέ­γο­νταν μόνο πρό­σω­πα από τις δύο ανώ­τε­ρες τάξεις των ευγε­νών (πεντα­κο­σιο­μέ­δι­μνοι και ιππείς) ενώ από τις άλλες δύο τάξεις, οι μεν ζευ­γί­τες ήταν εκλό­γι­μοι μόνο σε κατώ­τε­ρα αξιώ­μα­τα, ενώ οι θήτες σε καμία. Δυσα­ρέ­στη­σε όμως τελι­κά και τους μεν και τους δε.

Ο Πει­σί­στρα­τος (560 π.Χ.), αν και ο ίδιος αρι­στο­κρα­τι­κής κατα­γω­γής, ήταν πιο προ­ω­θη­μέ­νος και ριζο­σπα­στι­κός ένα­ντι των αρι­στο­κρα­τών. Η βία που χρη­σι­μο­ποί­η­σε στρά­φη­κε ενα­ντί­ον τους με δολο­φο­νί­ες, εξο­ρί­ες, δημεύ­σεις περιου­σιών. Τότε ήταν που έφυ­γαν και οι Αλκμαιω­νί­δες στην εξο­ρία. Αντί­θε­τα ευνό­η­σε τις κατώ­τε­ρες τάξεις που τον βοή­θη­σαν να πάρει την εξου­σία και τους οικο­νο­μι­κούς και σύντο­μα πολι­τι­κούς αντα­γω­νι­στές των αρι­στο­κρα­τών: τους εμπό­ρους, βιο­τέ­χνες, τρα­πε­ζί­τες της επο­χής. Έτσι εγκα­τέ­στη­σε άνερ­γους Αθη­ναί­ους στην ύπαι­θρο, όπου τους έδω­σε γη. Αυτό απο­τέ­λε­σε πλήγ­μα στις παρα­δο­σια­κές αγρο­τι­κές σχέ­σεις των γαιο­κτη­μό­νων. Καθιέ­ρω­σε τα κρα­τι­κά δάνεια για τους μικρο­καλ­λιερ­γη­τές που τα είχαν ανά­γκη, όρι­σε δικα­στές στα χωριά. Από την άλλη ενί­σχυ­σε την κατα­σκευή πλοί­ων, δημιούρ­γη­σε σχέ­σεις με άλλες πόλεις του Αιγαί­ου, έδω­σε κίνη­τρα στη βιο­τε­χνία, όπου δού­λευαν πολ­λοί δού­λοι. Δεν είναι της ώρας, αλλά και στον τομέα του πολι­τι­σμού πήρε θετι­κό­τα­τες πρω­το­βου­λί­ες: κατα­γρα­φή ομη­ρι­κών επών, ανα­διορ­γα­νώ­σεις και καθιε­ρώ­σεις θρη­σκευ­τι­κών γιορ­τών, έργα υπο­δο­μής και ύδρευ­σης, την Εννε­ά­κρου­νο κ.ά.  (Επο­χή των τυράν­νων: Κύψε­λος και γιος του Περί­αν­δρος στην Κόριν­θο που στα χρό­νια του έγι­νε εμπο­ρι­κή υπερ­δύ­να­μη, ο Θεα­γέ­νης στα Μέγα­ρα, ο  Πιτ­τα­κός στη Μυτι­λή­νη, ο Πολυ­κρά­της  στη Σάμο  που χτύ­πη­σαν την μεγά­λη γαιοκτησία).

Με τη μεταρ­ρύθ­μι­ση του Κλει­σθέ­νη και τη δημιουρ­γία των δέκα φυλών περιο­ρί­στη­κε ο ρόλος των τοπι­κών συμ­φε­ρό­ντων των κατό­χων μεγά­λης γαιο­κτη­σί­ας. Ο Κλει­σθέ­νης παρέ­καμ­ψε τις παρα­δο­σια­κές φρα­τρί­ες και φυλές και στη θέση τους εισή­γα­γε τις νέες «τεχνη­τές» φυλές, άσχε­τες από τον τόπο δια­μο­νής των πολι­τών. Χώρι­σε την Αττι­κή σε τρία μέρη: το άστυ, τα παρά­λια και τη μεσο­γαία. Αυτά με τη σει­ρά τους σε δέκα μέρη, τις τριτ­τύ­ες. Για το σχη­μα­τι­σμό της κάθε φυλής ένω­νε  από κάθε μία περιο­χή και μία τριτ­τύα, ώστε κάθε τρεις δια­σκορ­πι­σμέ­νες στην Αττι­κή τριτ­τύ­ες ν’ απο­τε­λούν μια νέα φυλή. Από τις δέκα φυλές εκλέ­γο­νταν ή κλη­ρώ­νο­νταν πλέ­ον οι άρχο­ντες και αξιω­μα­τού­χοι της πόλης. Έτσι οι παλιές φυλές με τοπι­κά κρι­τή­ρια πάψα­νε να είναι εκλο­γι­κές λέσχες,  δεν εκφρά­ζο­νταν τοπι­κι­στι­κές τάσεις και ούτε ασκού­νταν πιέ­σεις στους εκλο­γείς από τοπι­κούς παρά­γο­ντες, βλ. μεγά­λους γαιο­κτή­μο­νες. Τόνω­σε τις αρμο­διό­τη­τες της Βου­λής των Πεντα­κο­σί­ων (πενή­ντα από κάθε φυλή) και της εκκλη­σί­ας του Δήμου. Αφαί­ρε­σε από τον Άρειο Πάγο, που ήταν στα χέρια των αρι­στο­κρα­τών, αρμο­διό­τη­τες και τον περιό­ρι­σε στην εκδί­κα­ση υπο­θέ­σε­ων φόνου εκ προ­με­λέ­της, τραυ­μα­τι­σμού με στό­χο τη θανά­τω­ση, εμπρη­σμό και δηλη­τη­ρί­α­ση. Όλες τις άλλες αρμο­διό­τη­τες τις μετα­βί­βα­σε στην Ηλιαία (δικα­στές από κάθε φυλή με ένα σύν­θε­το σύστη­μα επι­λο­γής των δικα­στών για κάθε δίκη, για  να μη λαδώ­νο­νται οι δικα­στές). Οι δέκα στρα­τη­γοί εκλέ­γο­νταν ένας από κάθε φυλή κ.λπ.

Εν ολί­γοις, η εξου­σία των αρι­στο­κρα­τι­κών γενών περιο­ρί­στη­κε σημαντικά.

Για να ανα­κε­φα­λαιώ­σου­με τα μέχρι τώρα: στη μετά­βα­ση από τη μητριαρ­χία στην πατριαρ­χία και τελι­κά στη δου­λο­κτη­σία, συνέ­βη κάτι πολύ σημα­ντι­κό: Βαθ­μιαία η φυλε­τι­κή κοι­νω­νία απο­συ­ντέ­θη­κε και, μέσα από τη βαρ­βα­ρό­τη­τα των πολέ­μων και τη δου­λεία, ανα­πτύ­χθη­κε η ταξι­κή κοι­νω­νία. Οι σχέ­σεις συνερ­γα­σί­ας και αλλη­λο­βο­ή­θειας της πρω­τό­γο­νης κοι­νό­τη­τας αντι­κα­τα­στά­θη­καν από σχέ­σεις εκμε­τάλ­λευ­σης, εχθρό­τη­τας και ταξι­κής πάλης. Η δου­λεία ιστο­ρι­κά απο­τέ­λε­σε την πρώ­τη μορ­φή ταξι­κής εκμε­τάλ­λευ­σης.

Ας δού­με για­τί οι αρχαί­οι είχαν ανά­γκη τους δούλους;

Οι αρχαί­οι ανέ­πτυ­ξαν σε μεγά­λο βαθ­μό τη Δημο­κρα­τία, τη Φιλο­σο­φία, το Λόγο, την Πλα­στι­κή, τις Τέχνες, αλλά όχι την Τεχνι­κή- Τεχνο­λο­γία, για­τί η γνώ­ση της Φύσης που κλη­ρο­νό­μη­σαν από τους άλλους λαούς, ήταν λιγο­στή. Αυτό τους ανά­γκα­σε να βασι­στούν στη δου­λεία και αντί τα εξε­λιγ­μέ­να εργα­λεία και οι μηχα­νές να διευ­κο­λύ­νουν και να αυξά­νουν την παρα­γω­γή, η χει­ρω­να­κτι­κή εργα­σία ενός μεγά­λου όγκου ανθρώ­πι­νου δυνα­μι­κού, προ­σπα­θεί να καλύ­ψει τις ανά­γκες της κοι­νό­τη­τας.

Ας δού­με κάποιες πλευ­ρές αυτού του ζητήματος:

Με την απο­μά­κρυν­ση του ελεύ­θε­ρου πολί­τη από την παρα­γω­γή και το μεγά­λο αριθ­μό δού­λων που υπο­κα­τέ­στη­σαν τα μηχα­νή­μα­τα, υπο­τι­μή­θη­κε και παρα­με­λή­θη­κε η εφευ­ρε­τι­κό­τη­τα και εφεύ­ρε­ση τεχνι­κών και μηχα­νών. Αν η παρα­γω­γή ήταν στα χέρια των ελεύ­θε­ρων πολι­τών θα μπο­ρού­σαν και θα επι­βάλ­λο­νταν να γίνουν αυτές οι εφευ­ρέ­σεις. Αντί­θε­τα, η κυρί­αρ­χη ιδε­ο­λο­γία απο­προ­σα­να­τό­λι­ζε τα χαμη­λά κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα και οι πολι­τι­κοί θεσμοί της πόλης-κρά­τους τα διευ­κό­λυ­ναν να ζουν και να επι­ζούν έστω και παρα­σι­τι­κά, στη σκιά του πλού­του των λίγων μέσω μικρο­με­σαί­ων πολι­τι­κών λει­τουρ­γη­μά­των. Για παρά­δειγ­μα η απο­ζη­μί­ω­ση των δικα­στών της Ηλιαί­ας, των Εκκλη­σια­στών, η απο­ζη­μί­ω­ση άλλων αξιω­μά­των. Να πού­με ωστό­σο ότι αξιώ­μα­τα-κλει­διά για τη λει­τουρ­γία και ύπαρ­ξη της πόλης, όπως αυτό του Στρα­τη­γού, ήταν αμι­σθί ώστε εμμέ­σως να απο­κλεί­ο­νται οι φτωχότεροι.

Έτσι, εξαι­τί­ας της δου­λεί­ας, συνο­λι­κό­τε­ρα δεν προ­χω­ρά η ανθρώ­πι­να κοι­νω­νία σε ανώ­τε­ρες κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κές εξε­λί­ξεις, και κυρί­ως δεν ανα­πτύσ­σο­νται οι παρα­γω­γι­κές δυνάμεις.

Η εργα­σία των δού­λων απε­λευ­θε­ρώ­νει το ελεύ­θε­ρο άτο­μο από την προ­σω­πι­κή εργα­σία, του­λά­χι­στον το άτο­μο που έχει τη δυνα­τό­τη­τα να δια­θέ­τει δού­λους. Έτσι μπο­ρεί απε­ρί­σπα­στα ν’ ασχο­λη­θεί με τις επι­στή­μες, τη συμ­με­το­χή στα κοι­νά, την άθλη­ση, τις κοι­νω­νι­κές συνα­να­στρο­φές, να προ­ά­γει τις τέχνες- μου­σι­κή και τον πολι­τι­σμό. Η λέξη α‑σχολία ήταν προ­φα­νώς μία από τις μιση­τές της επο­χής. Νομί­ζω ότι είναι σημα­ντι­κό να πού­με ότι η χει­ρω­να­κτι­κή εργα­σία ακό­μη και αυτών που ονο­μά­ζου­με εικα­στι­κούς καλ­λι­τέ­χνες ήταν κάτι πολύ υπο­τι­μη­μέ­νο μέχρι και την επο­χή της ανα­γέν­νη­σης. Το έργο τέχνης θαυ­μά­ζο­νταν, αλλά η σωμα­τι­κή εργα­σία που κατέ­βα­λε ο καλ­λι­τέ­χνης ήταν κάτι το υπο­τι­μη­τι­κό σε αντί­θε­ση με το πνευ­μα­τι­κό έργο των ποι­η­τών ή των μου­σι­κών και των φιλο­σό­φων. Για παρά­δειγ­μα, ο Ευρι­πί­δης είχε κατη­γο­ρη­θεί ότι η μητέ­ρα του ήταν «λαχα­νού». Αυτή η υπο­τί­μη­ση των αρχαί­ων για οποια­δή­πο­τε χει­ρω­να­κτι­κή εργα­σία εκτός της καλ­λιέρ­γειας της γης, ήταν χαρα­κτη­ρι­στι­κή. Βέβαια και πάλι να πω, ότι υπήρ­χαν πολ­λοί άνθρω­ποι που δε διέ­θε­ταν ούτε ένα δού­λο, π.χ. σαν τον Αδύ­να­το του Λυσία, που ασκεί ένα επάγ­γελ­μα που δεν του δίνει αυτή τη δυνατότητα.

Η τάξη των εμπο­ρο­βιο­τε­χνών στα εργα­στή­ρια, στα δημό­σια έργα, στην παρο­χή υπη­ρε­σιών έχει ανά­γκη να χρη­σι­μο­ποιεί έναν τερά­στιο όγκο δού­λων σε μόνι­μη βάση. Αντί­θε­τα στα κτή­μα­τα οι εργα­σί­ες έχουν επο­χι­κό χαρα­κτή­ρα και συχνά χρη­σι­μο­ποιού­νται ενοι­κια­ζό­με­νοι δού­λοι. Άλλω­στε οι γεωρ­γι­κές εργα­σί­ες δεν θεω­ρού­νταν υπο­τι­μη­τι­κές για έναν ελεύ­θε­ρο πολί­τη, οπό­τε ο ελεύ­θε­ρος καλ­λιερ­γη­τής μπο­ρού­σε χωρίς θέμα να δου­λεύ­ει στα χωρά­φια του. Αντί­θε­τα απο­τε­λού­σε τη μόνη ανε­κτή μορ­φή σωμα­τι­κής εργασίας.

Η άμε­ση εξάρ­τη­ση των εμπο­ρο­ναυ­τι­κών κύκλων από τη δου­λεία φαί­νε­ται και από το εξής γεγο­νός. Η πόλη, δηλ. η εξου­σία των παρα­πά­νω, απο­φα­σί­ζει επί Θεμι­στο­κλή τα έσο­δα από τα δημό­σια ορυ­χεία του Λαυ­ρί­ου, να μη δια­νέ­μο­νται πια στους πολί­τες, αλλά να συγκε­ντρώ­νο­νται σε ειδι­κό ταμείο για τη ναυ­πή­γη­ση του αθη­ναϊ­κού πολε­μι­κού  στό­λου, ο οποί­ος με τη σει­ρά του θα προ­μή­θευε την πόλη με φρέ­σκια ανθρώ­πι­νη λεία.

Πριν περά­σου­με στην περι­γρα­φή των κοι­νω­νι­κών ομά­δων της Αθή­νας και της Σπάρ­της να πω το εξής σημα­ντι­κό: Ενώ στην πόλη της Αθή­νας το μεγα­λύ­τε­ρο διά­στη­μα των κλα­σι­κών χρό­νων στην εξου­σία είναι οι «δημο­κρα­τι­κοί»,  η δύνα­μη της αρι­στο­κρα­τί­ας κάνει μόνι­μα την εμφά­νι­σή της στις θρη­σκευ­τι­κές γιορ­τές της πόλης. Τα παλιά αρι­στο­κρα­τι­κά τζά­κια, τα γένη, κρα­τούν και επι­δει­κνύ­ουν το γόη­τρό τους σε στιγ­μές της πόλης που συν­δέ­ο­νται με την θρη­σκευ­τι­κή παρά­δο­ση. Οι κρα­τι­κές λατρεί­ες όπως της Πολιά­δας Αθη­νάς και του Ερε­χθεί­ου Ποσει­δώ­να, που  ήταν στην ουσία λατρεί­ες γένους, γίνο­νταν με ιερείς από το γένος των Ἐτε­ο­βου­τά­δων  (στο Ερέ­χθειο λατρεύ­ο­νταν και ο  μυθι­κός ήρω­ας Βού­τος). Το τιμη­τι­κό άγη­μα στα Μεγά­λα Πανα­θή­ναια που απει­κο­νί­ζε­ται στη ζωφό­ρο του Παρ­θε­νώ­να απο­τε­λεί­ται από γιους της τάξης των Ιππέ­ων, δηλ. αρι­στο­κρά­τες. Οι Ευμολ­πί­δες, γένος παλιό από την Ελευ­σί­να, είναι οι μονα­δι­κοί που είχαν το δικαί­ω­μα ως ιερείς στα Ελευ­σί­νια να τρα­γου­δούν ιερούς ύμνους για τις θεές.

 

* Μέλος του ΔΣ της Πανελ­λή­νιας Ένω­σης Φιλολόγων

 

Το δου­λο­κτη­τι­κό σύστη­μα σε Ελλά­δα και Ρώμη (Α’ Μέρος)

Το δου­λο­κτη­τι­κό σύστη­μα σε Ελλά­δα και Ρώμη – Φυλε­τι­κό κρά­τος (Β’ Μέρος)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο