Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το «ΚΕΦΑΛΑΙΟ»: Ένα λογοτεχνικό σύνολο

Επι­μέ­λεια: Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας //

Πρό­κει­ται για άρθρο του Γκέν­ριχ Βολ­κόφ που δημο­σιεύ­τη­κε στον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ (13/3/183) με αφορ­μή αφιέ­ρω­μα στα 100 χρό­νια από τον θάνα­το του Μάρξ.

Σ’ αυτό γίνε­ται ανα­φο­ρά τόσο στην επί­δρα­ση της Λογο­τε­χνί­ας και συγκε­κρι­μέ­νων λογο­τε­χνών στο έργο του Μάρξ γενι­κό­τε­ρα, τόσο και λογο­τε­χνι­κές ανα­φο­ρές που βρί­σκο­νται στο ίδιο το έργο του και κυρί­ως στο»Κεφάλαιο»

«Όταν την άνοι­ξη του 1872 εμφα­νί­στη­κε  η ρώσι­κη μετά­φρα­ση του «Κεφά­λαιου» το περιο­δι­κό «Σανκτ – Πετερ­μπούργ­σκι­γιε βέντε­μο­στι»  έγρα­φε για το Μαρξ:  «Η ανά­πτυ­ξη του θέμα­τος (με εξαί­ρε­ση ορι­σμέ­να  πολύ εξει­δι­κευ­μέ­να κομ­μά­τια) δια­κρί­νε­ται για τη σαφή­νεια, την εκλαϊ­κευ­τι­κό­τη­τα και ανε­ξάρ­τη­τα από το υψη­λό επι­στη­μο­νι­κό επί­πε­δο, για την ασυ­νή­θι­στη ζωντά­νια της. Από αυτή τη σκο­πιά ο συγ­γρα­φέ­ας κάθε άλλο παρά συμ­βα­δί­ζει με την πλειο­ψη­φία των Γερ­μα­νών επι­στη­μό­νων, που γρά­φουν τις εργα­σί­ες τους με τέτοιο ρυθ­μό και τόσο στε­γνή γλώσ­σα ώστε τρί­ζουν τα κεφά­λια των κοι­νών θνητών».

Παρα­θέ­το­ντας αυτά τα λόγια ο Μαρξ έκα­νε την τσου­χτε­ρή παρα­τή­ρη­ση ότι «στους ανα­γνώ­στες της σύγ­χρο­νης εθνι­κο-γερ­μα­νι­κής φιλε­λεύ­θε­ρης βιβλιο­γρα­φί­ας, τρί­ζουν όχι τα κεφά­λια, αλλά κάτι τελεί­ως διαφορετικό».

Όλος ο λογο­τε­χνι­κός ιστός του «Κεφα­λαί­ου» είναι δια­πο­τι­σμέ­νος με πλού­σιες μετα­φο­ρές, παρο­μοιώ­σεις, συγκρί­σεις, λογο­τε­χνι­κές και ειρω­νι­κές εκφρά­σεις, φιλο­λο­γι­κούς από­η­χους. Σ’  αυτό το έργο η λογι­κή σκέ­ψη και η έκφρα­ση της είναι αδιάρ­ρη­κτα συν­δε­δε­μέ­νες, απο­τε­λούν μια ενιαία δια­δι­κα­σία της δια­λε­κτι­κής κατα­νό­η­σης της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας σε όλες της τις αντι­φά­σεις παρά­δο­ξα της ανά­πτυ­ξης, την αλλη­λο­δια­δο­χή των αντιθέσεων.

Μπαί­νει το ερώ­τη­μα: Γίνε­ται να απο­δο­θεί με φιλο­λο­γι­κό- λογο­τε­χνι­κή ανταύ­γεια ένα τόσο «βαρε­τό» (ανια­ρό) θέμα» όπως οι σχέ­σεις εμπο­ρευ­μά­των, η μετα­τρο­πή των εμπο­ρευ­μά­των σε χρή­μα, της αξί­ας σε κεφά­λαιο; ΟΜαρξ μας πεί­θει ότι γίνεται.

Τα εμπο­ρεύ­μα­τα στο «κεφά­λαιο» στην αρχή παρου­σιά­ζο­νται  «γυμνά» , «όπως τα γέν­νη­σε η μάνα», «άγλυκα»,»κιτρινισμένα». Όταν είναι απού­λη­τα τότε απο­τε­λούν «εμπο­ρευ­μα­τι­κό συρφετό».Τα χρή­μα­τα είναι «χρυ­σή κου­κλί­τσα, χρη­μα­τι­κά κρύ­σταλ­λα». Συγ­χρό­νως μπο­ρούν να είναι «κοπριά αν και η κοπριά κάθε άλλο παρά είναι χρήματα».

Το εμπό­ρευ­μα, μετα­τρε­πό­με­νο σε χρή­μα, «αλλά­ζει επιδερμίδα»,την έκφρα­ση της αξί­ας του και αυτό ακρι­βώς απο­τε­λεί τη «χρη­μα­τι­κή μάσκα». Για να εκφρα­στεί σαν ανταλ­λα­κτι­κή αξία το εμπό­ρευ­μα απο­βάλ­λει τη «φυσι­κή σάρ­κα» του και αυτή η μετα­μόρ­φω­ση απο­δει­κνύ­ε­ται «πικρό­τε­ρη» από την «έννοια» του περά­σμα­τος από την ανα­γκαιό­τη­τα στην ελευ­θε­ρία του Χέγκελ ή από ότι «για τον αστα­κό η διάρ­ρη­ξη του κελύ­φους του».

Το εμπό­ρευ­μα κατά το Μαρξ «αγα­πά­ει τα χρή­μα­τα»  «τα πολιορ­κεί με το  ερω­τευ­μέ­νο του βλέμ­μα» όμως η «πραγ­μα­τι­κή αγά­πη ποτέ δεν εξε­λίσ­σε­ται χωρίς προβλήματα».

Η σφαί­ρα κυκλο­φο­ρί­ας των εμπο­ρευ­μά­των είναι η «κοι­λιά τα αγοράς»,πρόκειται για ένα γιγα­ντιαίο απο­στα­κτή­ρα αλχη­μεί­ας, όπου μετα­τρέ­πο­νται σε χρυ­σά­φι, ακό­μα και τα λεί­ψα­να των αγί­ων. Και ο Μαρξ θυμά­ται, ότι ακό­μα και για τους Φοί­νι­κες ήταν τελεί­ως φυσιο­λο­γι­κό ότι οι κοπέ­λες, που δίνο­νταν σε ξένους στις γιορ­τές προς τιμή του Θεού του έρω­τα παίρ­ναν γι’ αυτό χρή­μα­τα που τα θυσί­α­ζαν στη Θεά.

Αναμ­φί­βο­λα στη δημιουρ­γία των από­ψε­ων του Μαρξ και  του μαρ­ξι­σμού σα θεω­ρία μεγά­λο ρόλο έπαι­ξε η αισθη­τι­κή δια­παι­δα­γώ­γη­ση από την τέχνη της λογοτεχνίας.

Είναι ενδια­φέ­ρον το ότι η δια­τύ­πω­ση από το Μαρξ της ουσί­ας του χρή­μα­τος στην αστι­κή κοι­νω­νία, πρω­ταρ­χι­κά ήταν εμπνευ­σμέ­νη όχι τόσο από τις εργα­σί­ες των οικο­νο­μο­λό­γων Σμιθ και Ρικάρ­ντο όσο από το έργο του Σαίξ­πηρ και του Γκαί­τε. Ακό­μα στα «Οικο­νο­μι­κό-φιλο­σο­φι­κά χει­ρό­γρα­φα του 1844» συλ­λο­γι­ζό­με­νος για τα ζητή­μα­τα της εξου­σί­ας των χρη­μά­των στον κόσμο της απο­ξέ­νω­σης, ο 26 χρο­νος Μαρξ, χρη­σι­μο­ποιεί τα λόγια του Μεφι­στο­φε­λή από το «Φαουστ» του Γκαίτε:

Φτου ναχα­θεί! Χέρια, πόδια, κεφά­λι και πισινά

δικά σου δα, χωρίς αμφιβολία

Μα σε τι είναι μικρότερα

όλα μου τα δικαιώματα

Σ’ αυτό που θα στα­θεί για με

αντι­κεί­με­νο ηδονής;

Όταν θ’αγοράσω εγώ

έξι άτια ολοδύναμα

Όλες μου οι δυνάμεις

Μήπως δεν είναι δικές μου

τρέ­χα θαρρείς

Μια δωδε­κά­δα τέτια πόδια μούχουνε

δόσει οι άλλοι

Και ο Μαρξ μετα­φρά­ζο­ντας αυτό το κομ­μά­τι στη γλώσ­σα των κοι­νω­νι­κο-οικο­νο­μι­κών σχέ­σε­ων λέει τα εξής: «Αυτό που υπάρ­χει για μένα χάρη στα χρή­μα­τα. Αυτό που μπο­ρώ να πλη­ρώ­σω, δηλ. αυτό που μπο­ρούν ν’ αγο­ρά­σουν τα χρή­μα­τα, είμαι εγώ ο ίδιος, ο κάτο­χος των χρη­μά­των. Όσο ισχυ­ρή είναι η δύνα­μη των χρη­μά­των, τόσο ισχυ­ρή  είναι και η δική μου δύνα­μη. Οι ιδιό­τη­τες των χρη­μά­των είναι η δική μου αξία, η δύνα­μη του κατό­χου τους. Γι’ αυτό ακρι­βώς το τι είμαι και το τι μπο­ρώ να κάνω κάθε άλλο παρά καθο­ρί­ζε­ται από την προ­σω­πι­κό­τη­τά μου. Είμαι άσχη­μος, πολύ άσχη­μος, όμως μπο­ρώ ν’ αγο­ρά­σω την πιο ωραία γυναί­κα. Αρα δεν είμαι άσχη­μος μιας και η επί­δρα­ση της ασχή­μιας η απω­θη­τι­κή της δύνα­μη τεί­νει  προς το μηδέν χάρη των χρη­μά­των. Ας είναι εγώ –σαν άτο­μο – κου­τσός. Όμως τα χρή­μα­τα μου δίνουν όχι ένα αλλά 24 πόδια: άρα δεν είμαι κου­τσός. Είμαι κακός, ανέ­ντι­μος, φτω­χός στο πνεύ­μα. Όμως ο κόσμος εκτι­μά τα χρή­μα­τα, άρα εκτι­μά­ει τους κατό­χους τους. Και μήπως εγώ, που με τη βοή­θεια των χρη­μά­των είμαι ικα­νός ν’ απο­κτή­σω όλα εκεί­να για τα οποία διψά­ει η ανθρώ­πι­νη καρ­διά, δε δια­θέ­τω όλες τις ανθρώ­πι­νες ικα­νό­τη­τες; Κι έτσι μήπως τα χρή­μα­τα μου δε μετα­τρέ­πουν όλες τις αδυ­να­μί­ες στο ακρι­βώς αντίθετο;»

Όπως βλέ­που­με ο Μαρξ ανα­πτύσ­σει ολό­κλη­ρη τη θεω­ρη­τι­κή αντί­λη­ψη ξεκι­νώ­ντας από την ποι­η­τι­κή έκφρα­ση συγκε­κρι­μέ­να του Γκαί­τε. Σε βαθύ στο­χα­σμό τον βάζουν επί­σης οι παρα­κά­τω στί­χοι του Σαίξ­πηρ  από τον «Τίμω­να τον Αθη­ναίο» όπου γίνε­ται λόγος για το χρυσό.

Τού­τος ο κίτρι­νος σκλάβος

θρη­σκεί­ες κτί­ζει και γκρεμνά

βλο­γά­ει καταραμένους

κάνει την γκρί­ζα λέπρα

λατρευ­τή

θρο­νιά­ζει τους κλέφτες

στων γερου­σια­στών τις έδρες

και  τους χαρί­ζει τίτλους

γονυ­κλι­σί­ες και επευφημίες

Αυτός είναι που κάνει νιό­νυ­φη ξανά

τη γερα­σμέ­νη χήρα

κατα­ρα­μέ­νο μέταλλο

Ο Σαίξ­πηρ σημειώ­νει ο Μαρξ υπέ­ρο­χα απο­δί­δει την ουσία των χρη­μά­των. Ιδιαί­τε­ρα υπο­γραμ­μί­ζει δύο ιδιό­τη­τές τους:

1.Φαινομενικά τα χρή­μα­τα  είναι η θεϊ­κή μετα­τρο­πή όλων των ανθρώ­πι­νων και φυσι­κών ιδιο­τή­των στο αντί­θε­τό τους, γενι­κό μπέρ­δε­μα και παρα­μόρ­φω­ση όλων των πραγμάτων.

  1. Τα χρή­μα­τα είναι η πεφω­τι­σμέ­νη ερω­μέ­νη, ο πάγκοι­νος προ­α­γω­γός των ανθρώ­πων και των λαών.

Τα χρή­μα­τα απει­κο­νί­ζο­νται στο Σαίξ­πηρ σαν απο­μο­νω­μέ­νη ισχή της ανθρω­πό­τη­τας. Απο­τε­λούν τη γενι­κή παρα­μόρ­φω­ση των ατό­μων και των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων. Μετα­τρέ­πουν την πίστη σε απι­στία ‚το μίσος σε αγά­πη, το φιλάν­θρω­πο σε ελατ­τω­μα­τι­κό, το  δού­λο σε αφέ­ντη και τον αφέ­ντη σε δούλο.

Έτσι ο Σαίξ­πηρ και ο Γκαί­τε βοή­θη­σαν το νεα­ρό Μαρξ να δημιουρ­γή­σει μία αντί­λη­ψη για το ρόλο των χρη­μά­των στον ανά­πο­δο κόσμο της ατο­μι­κής ιδιο­κτη­σί­ας. Αυτές οι πρώ­τες αντι­λή­ψεις απο­τέ­λε­σαν το ξεκί­νη­μα για την επε­ξερ­γα­σία και ολο­κλή­ρω­ση της αυστη­ρά επι­στη­μο­νι­κής θεω­ρί­ας, που εκφρά­στη­κε αργό­τε­ρα στην «Κρι­τι­κή της Πολι­τι­κής Οικο­νο­μί­ας» και στο «Κεφά­λαιο» .

Στο «Κεφά­λαιο» ο Μαρξ ανα­φέ­ρε­ται πάλι στον «Τίμω­να τον Αθη­ναίο» για το χαρα­κτη­ρι­σμό των χρη­μά­των, στα οποία σβή­νο­νται (δια­γρά­φο­νται) όλες οι ποιο­τι­κές δια­φο­ρές των εμπορευμάτων.

Ακό­μα η αρχαία κοι­νω­νία, σημειώ­νει ο Μαρξ είχε χρή­μα­τα και νομί­σμα­τα μέσω των οποί­ων γίνο­νταν όλες οι οικο­νο­μι­κές και πνευ­μα­τι­κές ανταλ­λα­γές. Και για επι­βε­βαί­ω­ση φέρ­νει τα λόγια του Σοφοκλή:

Για­τί κανέ­να νόμι­μο κακό για τους ανθρώπους

δε βγή­κε σαν τα χρήματα.

Αυτά και πολι­τεί­ες χαλ­νούν, αυτά απ’ τα σπί­τια τους διώ­χνουν τους πολίτες.

Αυτά τις τίμιες  ψυχές μαθαί­νουν και γελούνε

σ’  αχρεία για στρέ­φο­νται και δεί­χνουν στους ανθρώπους

νχου­νε χίλιες πονη­ριές, κάθε λογής ασέβεια

«Αντι­γό­νη»

Στη σφαί­ρα της κυκλο­φο­ρί­ας η αξία πρέ­πει ν’ απο­κα­λύ­ψει τη «μαγι­κή της ικα­νό­τη­τα» να δημιουρ­γεί τον ίδιο της τον εαυ­τό. Πρέ­πει να φέρει «ζωντα­νούς νεοσ­σούς» ή «χρυ­σά  αυγά»  δηλα­δή την υπε­ρα­ξία. Η αρχι­κή αξία δια­φέ­ρει από την υπε­ρα­ξία περί­που όπως ο πατέ­ρας Θεός δια­φέ­ρει από τον δικό του γιο-Θεό».

Ο κάτο­χος των χρη­μά­των ‚ερχό­με­νος στη σφαί­ρα κυκλο­φο­ρί­ας αντι­προ­σω­πεύ­ει μόνο την «κάμπια του καπιταλιστή».Η μετα­μόρ­φω­ση σε «πετα­λού­δα» θα γίνει μόνο τότε όταν βρει κάποιο ασυ­νή­θι­στο εμπό­ρευ­μα.  Εμπό­ρευ­μα που να μπο­ρεί να το αγο­ρά­σει στην αξία του, να που­λή­σει με βάση τν αξία και  σαν απο­τέ­λε­σμα από όλη αυτή τη δια­δι­κα­σία να απο­κο­μί­σει περισ­σό­τε­ρο αξία από αυτή που επέν­δυ­σε. Αυτοί είναι οι όροι του παι­χνι­διού. «Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα».

Σα μαρ­γα­ρι­τά­ρια σε χρυ­σή ραφή ‚οι σελί­δες του «Κεφα­λαί­ου» είναι σπαρ­μέ­νες με έξυ­πνες παρα­τη­ρή­σεις ‚ειρη­νι­κές εκφρά­σεις, σοφές σκέ­ψεις και ρητά μεγά­λων συγ­γρα­φέ­ων και ποιητών.

Στην έρευ­να της αλή­θειας ‚στον αγώ­να κατά των θεω­ρη­τι­κών – υπη­ρε­τών της αστι­κής τάξης. Ο Μαρξ σα να καλεί σε βοή­θεια τον Όμη­ρο και το  Σοφο­κλή, τον Βιρ­γί­λιο και τον Ντε­φώ ‚το Σαίξ­πηρ και τον Θερ­βά­τες, τον Γκαί­τε και το Μολιέρο,τον Ντί­κενς και τον Μπαλζάκ.

Στις σελί­δες του «Κεφα­λαί­ου» ξανα­ζω­ντα­νεύ­ουν οι αθά­να­τοι λογο­τε­χνι­κοί ήρω­ες.  Εμφα­νί­ζο­νται οι Σαϋ­λωκ και Ροβιν­σώ­νας, Δον Κιχώ­της και Σαν­τσο Πάν­τσο, Μεφι­στο­φε­λής και Φάουστ»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο