Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«ΤΟ  ΚΟΣΤΟΣ  ΤΟΥ  ΤΣΑΓΙΟΥ»

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Όταν η λογο­τε­χνία είναι ιστο­ρι­κή και ντο­κι­μα­ντα­ρι­σμέ­νη και μας φέρ­νει κοντά σε μια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα για τους περισ­σό­τε­ρους από μας άγνω­στη, τότε εκπλη­ρώ­νει μια σημα­ντι­κή απο­στο­λή. Αυτό συμ­βαί­νει με το βιβλίο της Ολαν­δέ­ζας συγ­γρα­φέα Χέλα Χάα­σε (1918–2011) «Οι βαρό­νοι του τσα­γιού» από τις εκδό­σεις «Καστα­νιώ­της». Το βιβλίο έχει χαρα­κτή­ρα οικο­γε­νεια­κού μυθι­στο­ρή­μα­τος και δεν έχει τη φιλο­δο­ξία να περι­γρά­ψει την ιστο­ρία της Ιάβας (Ινδο­νη­σία), ως αποι­κί­ας της Ολλαν­δί­ας, από το 1870 μέχρι το 1907, αλλά είναι η ιστο­ρία ενός τεχνο­λό­γου χημι­κού που μόλις έχει απο­φοι­τή­σει από το Πολυ­τε­χνείο του Ντελφτ της Ολλαν­δί­ας φεύ­γει για τις «Ανα­το­λι­κές Ινδί­ες» το 1871 για να ξεκι­νή­σει μια τεϊ­ο­φυ­τεία. Είχαν προη­γη­θεί τρια­ντα­πέ­ντε συγ­γε­νείς του που ήθε­λαν να εφαρ­μό­σουν ένα πιο δίκαιο για τον ντό­πιο πλη­θυ­σμό σύστη­μα γεωρ­γι­κής καλ­λιέρ­γειας και γι αυτό το λόγο είχαν έρθει σε σύγκρου­ση με άλλους που είχαν πιο σκλη­ρές αντι­λή­ψεις. Το βιβλίο αυτό της Χάα­σε δεν είναι τόσο μια βαθύ­τε­ρη ματιά στη φύση του αποι­κιο­κρα­τι­κού συστή­μα­τος, όσο μια ρεα­λι­στι­κή κατα­γρα­φή μιας πλευ­ράς των εσω­τε­ρι­κών δρώ­με­νων  μέσα από την καρ­διά της Ιάβας. Ωστό­σο σε πολ­λά σημεία φωτί­ζε­ται και η άλλη πλευ­ρά, η πλευ­ρά του ινδο­νη­σια­κού λαού. Στην επο­χή που δια­δρα­μα­τί­ζο­νται τα γεγο­νό­τα, ήδη το αποι­κιο­κρα­τι­κό σύστη­μα είχε αρχί­σει να παρου­σιά­ζει ρωγ­μές, αλλά σε κάποιες σελί­δες έρχε­ται απει­λη­τι­κά το σκλη­ρό­τε­ρο παρελθόν.

Το μήνυ­μα από το παρελθόν

Στις αρχές του 19ου αιώ­να, δηλα­δή δεκα­ε­τί­ες πριν από τα γεγο­νό­τα του βιβλί­ου, ο τότε Κυβερ­νή­της, ο ανώ­τε­ρος εκπρό­σω­πος της Ολλαν­δι­κής Αποι­κια­κής Κυβέρ­νη­σης, είχε βάλει να κατα­σκευα­στεί η μεγά­λη Ταχυ­δρο­μι­κή Οδός, έργο ναι μεν σπου­δαίο για τις μετα­φο­ρές στο νησί, αλλά που πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε  θυσιά­ζο­ντας πολ­λούς Ιαβα­νέ­ζους. Στο «Οι βαρό­νοι του τσα­γιού» δύο κοπέ­λες, από­γο­νοι του ως άνω Κυβερ­νή­τη, έρχο­νται αντι­μέ­τω­πες με μια γριά σε μια ντό­πια αγο­ρά: «Νόμι­σα ότι ζητιά­νευε και θέλη­σα να της δώσω κάτι, αλλά εκεί­νη άρχι­σε να μας μιλά­ει, αχ, δεν θα το ξεχά­σω ποτέ. Είπε ότι ήξε­ρε ποιες ήμα­σταν και πού μένα­με, και ότι κατα­γό­μα­σταν από τον Μεγά­λο Κύριο που έφτια­ξε την Ταχυ­δρο­μι­κή Οδό στην Ιάβα, και μας περι­τρι­γύ­ρι­ζαν πολ­λά πνεύ­μα­τα νεκρών, μέρα και νύχτα, τα οποία μας μισούν και θα μας φέρουν κακο­τυ­χία, επει­δή εκεί­νος ο Μεγά­λος Κύριος έχει πολ­λά κρί­μα­τα στη συνεί­δη­σή του απέ­να­ντι στο λαό της Ιάβας». Λίγο και­ρό μετά η ίδια γριά εμφα­νί­ζε­ται στο πίσω μέρος του σπι­τιού τους: «Άρχι­σε ξανά μ’ εκεί­νη τη φοβε­ρή ιστο­ρία, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μια κατά­ρα. Ένοιω­σα να παρα­λύω, δεν κατά­φε­ρα να πω ή να κάνω τίπο­τα. Ήρθε ακό­μα μια φορά στο κτή­μα μας και τότε έβα­λα έναν υπη­ρέ­τη να τη διώ­ξει. […] εκεί­νη η γυναί­κα βρί­σκε­ται πάντα κοντά μας, τη βλέ­πω στην άκρη του δρό­μου όταν φεύ­γου­με με την άμα­ξα. Με κοι­τά­ει μονά­χα, μα θαρ­ρείς και πέφτει μια σκιά επά­νω μου. Τα λόγια της έρχο­νται διαρ­κώς στο μυα­λό μου, ότι θα υπάρ­ξει πολύς θάνα­τος και κακο­τυ­χία στη ζωή μας, ότι μας περι­τρι­γυ­ρί­ζει ένα σμή­νος πνευ­μά­των που θέλουν να μας βλά­ψουν» (σελ. 214/215).  Έτσι συμ­βο­λί­ζε­ται το πνεύ­μα της εκδί­κη­σης που πολύ αργό­τε­ρα θα πάρει μια πιο συνει­δη­τή μορ­φή, οργα­νω­μέ­νη, μαχη­τι­κή μέχρι να οδη­γη­θεί στην ανε­ξαρ­τη­σία της χώρας τρεις-τέσ­σα­ρεις γενιές αργό­τε­ρα. Στο βιβλίο δια­νύ­ου­με τις τελευ­ταί­ες δεκα­ε­τί­ες του 19ου αιώ­να, αλλά κάποιοι κατα­λα­βαί­νουν ότι δεν μπο­ρεί να συνε­χι­στεί η ίδια κατά­στα­ση. Στην οικο­γέ­νεια του Ρού­ντολφ Κερκ­χό­βεν, του πρω­τα­γω­νι­στή του έργου, υπάρ­χουν άλλες φωνές. Υπάρ­χουν κι εκεί­νοι που υιο­θε­τούν τη ντό­πια θρη­σκεία και ντύ­νο­νται σαν τους ντό­πιους. Άλλοι πάλι, της παλαιάς νοο­τρο­πί­ας, τους κοροϊ­δεύ­ουν γι αυτό και τους κατα­κρί­νουν. Ο Ρού­ντολφ πάντως, ενο­χλεί­ται από την αφ’ υψη­λού συμπε­ρι­φο­ρά της αδερ­φής του απέ­να­ντι στο ιαβα­νέ­ζι­κο προσωπικό.

Ρεα­λι­στι­κή μυθιστορία

Στον απο­λο­γι­σμό της η Χέλα Χάα­σε θα πει ότι Οι βαρό­νοι του Τσα­γιού είναι μυθι­στό­ρη­μα, αλλά όχι «φαντα­στι­κή μυθι­στο­ρία» και ότι η ερμη­νεία των χαρα­κτή­ρων και των γεγο­νό­των βασί­ζε­ται σε γράμ­μα­τα και ντο­κου­μέ­ντα που τέθη­καν στη διά­θε­σή της από το ίδρυ­μα «Αρχείο Τσα­γιού των Ανα­το­λι­κών Ινδιών και της Οικο­γέ­νειας».  Η παρου­σί­α­ση των γεγο­νό­των είναι οπωσ­δή­πο­τε ρεα­λι­στι­κή, σε κάθε σελί­δα φαί­νε­ται η προ­σω­πι­κή εμπει­ρία της συγ­γρα­φέα που η ίδια γεν­νή­θη­κε και μεγά­λω­σε στην Ινδο­νη­σία και που πολ­λά έργα της παί­ζουν εκεί και όχι μόνο στον 19ο αιώ­να, αλλά και στα πρώ­τα χρό­νια της ανε­ξαρ­τη­σί­ας. Προς το παρόν, στο Οι βαρό­νοι του Τσα­γιού, μόνο από μακριά «ακού­γε­ται» ο από­η­χος εξε­γέρ­σε­ων. Ο Ρού­ντολφ νόμι­ζε ότι ο  γαιο­κτή­μο­νας που φερό­ταν δίκαια στο προ­σω­πι­κό του δεν είχε να φοβη­θεί τίπο­τα και εκπλησ­σό­ταν με τους ιδιο­κτή­τες και επι­στά­τες που γύρι­ζαν οπλι­σμέ­νοι. ‘Όμως, σε κάποια φυτεία κοντά στην πρω­τεύ­ου­σα ξέσπα­σε μια αιμα­τη­ρή ταρα­χή με πολ­λούς νεκρούς και τραυ­μα­τί­ες. Ο Ρού­ντολφ απέ­δω­σε το κακό στη συμπε­ρι­φο­ρά του ιδιο­κτή­τη, ο οποί­ος είχε ακού­σει ότι «είχε στεί­λει μέσα σε μερι­κά χρό­νια επτα­κό­σιους χωρι­κούς απ’ το αγρό­κτη­μά του, …, να δικα­στούν στο επαρ­χια­κό δικα­στή­ριο λόγω συστη­μα­τι­κής απου­σί­ας από τη δου­λειά και άλλων μικρών αδι­κη­μά­των» (σελ. 301). Κυκλο­φό­ρη­σαν φήμες ότι φανα­τι­κοί μου­σουλ­μά­νοι (η Ινδο­νη­σία είναι μου­σουλ­μα­νι­κή χώρα) υπο­κι­νού­σαν τους ανθρώ­πους ενά­ντια στο λευ­κό δυνά­στη και ότι είχαν σχέ­ση με την εξέ­γερ­ση που είχε γίνει στο Άτσε της Βόρειας Σου­μά­τρας. To Άτσε ήταν  ανε­ξάρ­τη­το σουλ­τα­νά­το. Προς το τέλος του 19ου αιώ­να η Ολλαν­δία ήθε­λε να επε­κτεί­νει τη δρα­στη­ριό­τη­τά της στο ινδο­νη­σια­κό αρχι­πέ­λα­γος και από το 1873 μέχρι το 1914 πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε σει­ρά στρα­τιω­τι­κών εκστρα­τειών με αιμα­τη­ρές κατα­στο­λές των εξε­γέρ­σε­ων στο  Άτσε. Το εξε­γερ­σια­κό πνεύ­μα είχε, βέβαια, δια­δο­θεί και σε άλλα νησιά του αρχι­πε­λά­γους. Ο Ρού­ντολφ γι αυτό το λόγο απο­φά­σι­σε να επι­σκε­φτεί τον κατ’ εξο­χήν γνώ­στη της ινδο­νη­σια­κής μου­σουλ­μα­νι­κής κοι­νό­τη­τας, τον Κάρελ Χόλε, για τον οποίο λεγό­ταν ότι είχε κάνει με μυστι­κή εντο­λή της αποι­κια­κής κυβέρ­νη­σης μια περι­ή­γη­ση στο αρχι­πέ­λα­γος για να βολι­δο­σκο­πή­σει τις δια­θέ­σεις των μου­σουλ­μά­νων αρχη­γών. Ανα­πτύσ­σε­ται μια ενδια­φέ­ρου­σα συζή­τη­ση στην οποία «ο Κάρελ παρα­δέ­χθη­κε πως επι­κρα­τού­σε ανα­βρα­σμός ανά­με­σα στους μου­σουλ­μά­νους, οι οποί­οι ανή­καν σε κάποια σέκτα, όχι όμως σ’ εκεί­νη του φίλου του πεν­γκού­λου ράντεν Χατζή Μωά­μεθ Μου­σά. Το αντί­θε­το μάλι­στα, ο Μου­σά αντι­μα­χό­ταν τις από­ψεις των ταρα­χο­ποιών. Κατά τη γνώ­μη του, αυτοί προ­έρ­χο­νταν από τους κύκλους των ντό­πιων αρχό­ντων, που αισθά­νο­νταν ζημιω­μέ­νοι από τις μεταρ­ρυθ­μί­σεις της αποι­κια­κής κυβέρ­νη­σης. Ο Μου­σά είχε πολ­λούς προ­σω­πι­κούς εχθρούς ανά­με­σά τους, επει­δή το 1871 υπο­στή­ρι­ξε τις ολλαν­δι­κές αρχές στην εφαρ­μο­γή της νέας αγρο­τι­κής νομο­θε­σί­ας» (σελ. 303).

Η «ανε­ξαρ­τη­σία» και ο τρα­γι­κός επίλογος

Οπωσ­δή­πο­τε πάντα  παρό­ντες οι ντό­πιοι συνερ­γά­τες της ξένης εξου­σί­ας, καθώς και η παμπά­λαια πολι­τι­κή του «διαί­ρει και βασί­λευε». Ωστό­σο, κι αυτή δεν έχει την αιώ­νια ζωή και η Ινδο­νη­σία θα απο­κτή­σει την ανε­ξαρ­τη­σία της με τη μονο­με­ρή δια­κή­ρυ­ξή της από τον Σου­κάρ­νο τον Αύγου­στο του 1945 που δεν τη δέχε­ται η Ολλαν­δία και  θα ακο­λου­θή­σουν δύο αποι­κιο­κρα­τι­κοί πόλε­μοι μέχρι το 1949.  Επι­πλέ­ον, ο Σου­κάρ­νο προ­σα­να­τό­λι­σε την εξω­τε­ρι­κή πολι­τι­κή της χώρας του προς την ΕΣΣΔ και την Κίνα υπο­γρά­φο­ντας μαζί τους πολ­λές συμ­φω­νί­ες, γεγο­νός που ανη­σύ­χη­σε τις ΗΠΑ. Η πολι­τι­κή του Σου­κάρ­νο εξέ­φρα­ζε τα συμ­φέ­ρο­ντα της ανα­πτυσ­σό­με­νης αστι­κής τάξης της Ινδο­νη­σί­ας που συγκρουό­ταν με γιγά­ντια μονο­πώ­λια (Standard Oil) για τις πετρε­λαιο­πα­ρα­γω­γι­κές πηγές της χώρας. Το ΚΚ Ινδο­νη­σί­ας που το 1961 ήταν το τρί­το σε δύνα­μη κομ­μου­νι­στι­κό κόμ­μα στον κόσμο, με τρία εκα­τομ­μύ­ρια μέλη και μεγά­λη επιρ­ροή στο λαό απο­κτη­μέ­νη στον πολύ­χρο­νο αγώ­να κατά της αποι­κιο­κρα­τί­ας, στή­ρι­ξε την κυβέρ­νη­ση Σου­κάρ­νο σε μέτρα όπως η εθνι­κο­ποί­η­ση μεγά­λων ολλαν­δι­κών επι­χει­ρή­σε­ων. Το 1965 δυνά­μω­σε η υπο­νό­μευ­ση της κυβέρ­νη­σης Σου­κάρ­νο από τις αστι­κές δυνά­μεις που ήταν προ­σκεί­με­νες στις ΗΠΑ. Τη νύχτα της 30/9/1965 μια ομά­δα αξιω­μα­τι­κών απο­πει­ρά­θη­κε, όπως υπο­στή­ρι­ζε, να απο­τρέ­ψει ένα πρα­ξι­κό­πη­μα το οποίο προ­ε­τοί­μα­ζαν άλλες δυνά­μεις του στρα­τού σε συνερ­γα­σία με τη CIA. Ορι­σμέ­να μέλη της ηγε­σί­ας του ΚΚΙ υπο­στή­ρι­ξαν το κίνη­μα αυτό δίχως να ενη­με­ρώ­σουν την ΚΕ του Κόμ­μα­τος. Το κίνη­μα ηττή­θη­κε και στη χώρα κυριάρ­χη­σαν οι στρα­τιω­τι­κοί με επι­κε­φα­λής το στρα­τη­γό  Σου­χάρ­το. Το ΚΚΙ κατη­γο­ρή­θη­κε για από­πει­ρα πρα­ξι­κο­πή­μα­τος και άρχι­σε ενά­ντιά του μια τερά­στιας έκτα­σης δολο­φο­νι­κή εκστρα­τεία που κορυ­φώ­θη­κε στις 29/12/1965. Εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες κομ­μου­νι­στές και άλλα μέλη συνερ­γα­ζό­με­νων οργα­νώ­σε­ων εξο­ντώ­θη­καν ή ρίχτη­καν στις φυλα­κές και στα στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης. Την ίδια περί­ο­δο δολο­φο­νή­θη­καν οι περισ­σό­τε­ροι ηγέ­τες του ΚΚΙ. Το Μάρ­τη του 1966 το ΚΚΙ και οι συνερ­γα­ζό­με­νες οργα­νώ­σεις τέθη­καν εκτός νόμου. Τον Απρί­λη του 1968 ο Σου­χάρ­το ανέ­λα­βε και επί­ση­μα πρό­ε­δρος της Ινδο­νη­σί­ας *. Για περισ­σό­τε­ρες πλη­ρο­φο­ρί­ες παρα­πέ­μπω  στο άρθρο μου για την Ινδο­νη­σία στο «Ατέ­χνως».

*Δοκί­μιο Ιστο­ρί­ας του ΚΚΕ 1949–1968, σελ. 578–579

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο