Γράφει ο Βασίλης Κρίτσας //
Το πρωτάθλημα αρχίζει
η εξέδρα πλημμυρίζει
γίνεται χαμός σε κάθε γκολ
Με τη διαφορά πως η εξέδρα δεν πλημμυρίζει πια, τα γκολ δεν είναι τόσο πολλά όσο κάποτε και δεν προκαλούν κάποιον ιδιαίτερο χαμό. Ο κακός χαμός γίνεται παραπλεύρως και με αφορμή τα γκολ που μπαίνουν ή δεν μπαίνουν, αλλά όχι ακριβώς σε οργανική σύνδεση με αυτά. Είναι αστείο να πιστεύει κανείς πως ο μέσος τυπικός χούλιγκαν που φτιάχνεται (;) με ουσίες κι έχει γυρισμένη πλάτη στο γήπεδο (πχ για να οργανώσει τους άλλους και τα συνθήματα), παρακολουθεί ουσιαστικά το παιχνίδι κι αντλεί συναισθήματα από τις διακυμάνσεις του.
Κι αν ξεφύγεις από το τυφλό οπαδικό συναίσθημα, υπάρχει η άλλη όψη του νομίσματος, ο στοιχηματικός ρεαλισμός του τζογαδόρου, σαν αποξηραμένος καρπός, ξεζουμισμένος από όλους τους χυμούς κι από κάθε αληθινό συναίσθημα (εκτός κι αν θεωρείς τέτοιο την εξάρτηση από τον τζόγο ή την ανία όταν δεν υπάρχει αγωνιστική, δηλ στοιχηματική, δράση). Να μπαίνει δηλ μια γκολάρα στο 90’ κι εσύ αντί να τη χαρείς, να χτυπιέσαι και να ξεφυσάς (συναίσθημα δεν είναι και αυτό;) γιατί έχασες το under (αντεράκι που το λεν κι οι τζογαδόροι), το τελικό σκορ που είχες παίξει ή γιατί δεν έπιασες τον ακριβή αριθμό των κόρνερ. Συγκινήσεις όχι αστεία…
Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι ακριβώς ότι η μπάλα είναι το (σύγχρονο) όπιο του λαού, που του παίρνει τα μυαλά και τα κάνει μπάλα-μπάλα (που θα ήταν κι αυτό ζήτημα, άλλης τάξης όμως). Δεν έχουμε δηλ ένα μαγικό, καθηλωτικό ποδόσφαιρο που σαγηνεύει κι αποπλανεί την ταξική συνείδηση και δεν την αφήνει να εκφραστεί αγωνιστικά ή διοχετεύει την ενέργειά της σε άλλους, ακίνδυνους (ποδοσφαιρικούς) αγώνες, που την υποκαθιστούν. Αλλά ένα κατά κανόνα μίζερο (με κάποιες λαμπρές εξαιρέσεις βεβαίως) ποδόσφαιρο που προσαρμόζεται και συμπληρώνει τη μίζερη κοινωνική πραγματικότητα και δανείζεται τα χειρότερα στοιχεία της, που αποτυπώνονται στα χαρακτηριστικά του. Η σκοπιμότητα του αποτελέσματος, η απάτη, η εξαγορά, η ευνοιοκρατία, η αστική παρακμή και σαπίλα (τζόγος, μέλη του υπόκοσμου που βαφτίζονται παράγοντες και «ανθρώποι του ποδοσφαίρου»). Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω.
Το πρόβλημα είναι πως ο κόσμος παίρνει αυτό το μίζερο ποδόσφαιρο, για να ξεγελάσει τη δική του μιζέρια, την πλήξη του, την απουσία στόχων κι ιδανικών, να γεμίσει τα κενά του, να βιώσει τις νίκες που θα ισοσταθμίσουν εν μέρει τις απανωτές ήττες που δοκιμάζει στην καθημερινή του ζωή και θα τον παρηγορήσουν –παρηγοριά στον άρρωστο μέχρι να βγει η ψυχή του.
Αυτός είναι ο λόγος που ο κόσμος κολλάει με ένα πρωτάθλημα που κάθε χρόνο γίνεται χειρότερο και φτωχότερο (όχι απαραίτητα σε χρήματα και παίκτες, αλλά σε συγκινήσεις). Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ του πραγματικού έρωτα, όπου συμμετέχεις ολόψυχα και το χαίρεσαι, είτε είσαι από πάνω είτε από κάτω, με την «αγχωμένη μαλακία – (Διδυμότειχο Blues)» στην οποία εθίζεται ο οπαδός. Νίκη πάση θυσία, κι ας είναι με κατενάτσιο, με 1–0 ή με πέτσινο πέναλτι (τόσο το καλύτερο τότε για τους πιο φανατικούς)· λογική που μόνο σε μικρόνοες και μικροκέφαλους (στο πάνω και το κάτω κεφάλι) μπορεί να απευθύνεται και να βρίσκει απήχηση.
Αυτός είναι ο λόγος που οι γάβροι (κι όχι γενικά, όλοι οι Ολυμπιακοί) θέλουν κάθε χρόνο το 42ο, το 43ο, κοκ, και παθαίνουν ψύχωση –όπως το είχε προσδιορίσει κάποτε ο Σλοβένος Κάτανετς, για να απολυθεί πάραυτα για την ειλικρίνειά του. Ενώ όλοι οι υπόλοιποι (βάζελοι, χανούμια, κοκ, κι όχι γενικά όλοι οι φίλαθλοι) θέλουν να γίνουν χαλίφης στη θέση του χαλίφη, για να ηγεμονεύσει η ομάδα τους στο ίδιο σάπιο σύστημα. Κι αν φέτος λένε κάποιοι πως θα έχουμε καλύτερο και πιο ανταγωνιστικό πρωτάθλημα, με την επιστροφή της ΑΕΚ (δηλ του Μελισσανίδη) και την ενίσχυση των άλλων μνηστήρων (Σαββίδης, Αλαφούζος), εμείς έχουμε κάθε λόγο να κρατάμε μικρό καλάθι για τα ψίχουλα που θα περισσέψουν από την πίτα που θα ξεσκίσουν τα μεγάλα μονοπώλια (με τη μερίδα του λέοντος να καταλήγει πάντα στο πιο ισχυρό).
Και τα ερωτήματα εξακολουθούν να μπαίνουν βασανιστικά. Όχι ποιος θα βγει πρωταθλητής, ποια παραρτήματα θα υποβιβαστούν φέτος (μία στο γήπεδο κι άλλη μία μετά στα χαρτιά), κοκ. Αλλά σε άλλο επίπεδο. Υπάρχουν άραγε υγιείς φίλαθλοι ή είναι μια αυταπάτη εφάμιλλη της λεγόμενης υγιούς επιχειρηματικότητας –στην οποία ομνύει η κυβέρνηση κι όχι μόνο; Και –όπως λέει και το τραγούδι που πιάσαμε στην αρχή- τι θα γίνει φίλε μου με εμάς;
Υγ: ψάχνεις για το μεγαλείο
που σου μάθαν στο σχολείο
κι εγώ ξένος μετανάστης σου
Ελλάς