Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΟΥ ΜΑΝΟΛΗ

Θεα­τρι­κό κεί­με­νο του Θανά­ση Ν. Καρα­γιάν­νη //

[Πολι­τι­κός θεα­τρι­κός διά­λο­γος] [Ο Ορέ­στης κι ο Μανό­λης είναι συνά­δελ­φοι σε μια δημό­σια επι­χεί­ρη­ση. Έχουν και οι δυο πολ­λά οικο­νο­μι­κά και οικο­γε­νεια­κά προ­βλή­μα­τα. Ο Ορέ­στης είναι συνει­δη­το­ποι­η­μέ­νος πολι­τι­κά και συν­δι­κα­λι­στι­κά. Είναι οργα­νω­μέ­νος με το ΠΑΜΕ. Ο Μανό­λης είναι αδα­ής πολι­τι­κά και ανί­δε­ος συν­δι­κα­λι­στι­κά. Όμως, έχο­ντας καλό χαρα­κτή­ρα, είναι καλο­προ­αί­ρε­τος και ακού­ει ό,τι του λέει ο Ορέ­στης, χωρίς να μπο­ρεί να τα κατα­λά­βει όλα, αφού ο Ορέ­στης έχει μάθει και χρη­σι­μο­ποιεί την επι­στη­μο­νι­κή ορο­λο­γία του ταξι­κού κινή­μα­τος. Ο Ορέ­στης προ­σπα­θεί με χίλια ζόρια να τον πεί­σει να έρθει μαζί τους στο ΠΑΜΕ. Στο τέλος, τον κατα­φέρ­νει. Αλλά, τον αφή­νει έκπλη­κτο, η πολι­τι­κή αφέ­λεια και αγραμ­μα­το­σύ­νη του Μανόλη…

Ο διά­λο­γος είναι κοφτός και γορ­γός. Οι ατά­κες πρέ­πει να λέγο­νται με αλέ­γρο τρό­πο. Ο Μανό­λης είναι Κρη­τι­κός και μιλά­ει ως ένα βαθ­μό την ντο­πιο­λα­λιά της Κρή­της και έχει το χιου­μο­ρι­στι­κό ύφος των Κρητικών.] 

ΟΡΕΣΤΗΣ: Ταξι­κό συν­δι­κά­το σου λέω.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Δε θέλω ν’ ακούω αηδίες.

ΟΡΕΣΤΗΣ: Μα εσύ βρί­ζεις το συν­δι­κα­λι­σμό πατόκορφα.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Ναι, βρί­ζω κι αυτόν και τους εργα­το­πα­τέ­ρες του!

ΟΡΕΣΤΗΣ: Μα εδώ μιλά­με για ταξι­κό συνδικάτο.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Και ποια είναι η δια­φο­ρά; Όλοι ίδιοι είναι.

ΟΡΕΣΤΗΣ: Αυτό που λες είναι και παρά­λο­γο και άδικο.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Για­τί;

ΟΡΕΣΤΗΣ: Για­τί τίπο­τα και ποτέ δεν είναι ίδιο. Τα πάντα διαφέρουν.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Για πες μου, εξυ­πνά­κια μου, ένα και μόνο παράδειγμα.

ΟΡΕΣΤΗΣ: Στο ταξι­κό συν­δι­κά­το μπαί­νουν εργα­ζό­με­νοι, άνερ­γοι και συντα­ξιού­χοι ανιδιοτελείς.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Τι πάει να πει αυτό;

ΟΡΕΣΤΗΣ: Θα πει ότι αυτοί έχουν έντο­νη την κοι­νω­νι­κή και ταξι­κή τους συνείδηση.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Μωρέ, μίλα ελλη­νι­κά, και όχι αλαμπουρνέζικα.

ΟΡΕΣΤΗΣ: Μήπως εσύ δε μιλάς ελλη­νι­κά, και τα λέω κατά λάθος σε ξενόγλωσσο;

ΜΑΝΟΛΗΣ: Ένα παρά­δειγ­μα σου ζήτη­σα και συ μ’ αυτά που μου λες με μπέρ­δε­ψες περισσότερο.

ΟΡΕΣΤΗΣ: Να το πάρου­με πάλι από την αρχή.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Παρ’ το να δού­με πού θα μας βγάλει.

ΟΡΕΣΤΗΣ: Έχου­με προβλήματα;

ΜΑΝΟΛΗΣ: Έχου­με.

ΟΡΕΣΤΗΣ: Θέλου­με να τα λύσουμε;

ΜΑΝΟΛΗΣ: Θέλου­με.

ΟΡΕΣΤΗΣ: Πώς θα τα λύσουμε;

ΜΑΝΟΛΗΣ: Άμα ήξε­ρα δε θα έχα­να το χρό­νο μαζί σου.

ΟΡΕΣΤΗΣ: Εννοώ, θα τα λύσου­με μόνοι μας ή με πολ­λούς άλλους μαζί;

ΜΑΝΟΛΗΣ: Ξέρω γω;

ΟΡΕΣΤΗΣ: Πρέ­πει αρχι­κά να βρού­με ποιοι άλλοι έχουν τα ίδια ή παρό­μοια προβλήματα;

ΜΑΝΟΛΗΣ: Μπο­ρεί…

ΟΡΕΣΤΗΣ: Πρέ­πει στη συνέ­χεια να μάθου­με ποιος μας δημιουρ­γεί αυτά τα προβλήματα;

ΜΑΝΟΛΗΣ: Πρέ­πει.

ΟΡΕΣΤΗΣ: Στη συνέ­χεια πρέ­πει να οργα­νω­θού­με και ν’ αγω­νι­στού­με ενά­ντια στον κοι­νό εχθρό μας.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Υπάρ­χει κι εχθρός στη μέση;

ΟΡΕΣΤΗΣ: Βέβαια, και υπάρ­χει! Κι εφό­σον είμα­στε όλοι εμείς εργα­ζό­με­νοι στο δημό­σιο ή στον ιδιω­τι­κό τομέα, άνερ­γοι, μικρο­κα­τα­στη­μα­τάρ­χες, φτω­χοί αγρό­τες, χαμη­λο­συ­ντα­ξιού­χοι, ανή­κου­με στην εργα­τι­κή τάξη, στα κατώ­τε­ρα και μεσαία κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα της πόλης και του χωριού.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Πολύ μακριά το πας βλέπω.

ΟΡΕΣΤΗΣ: Μη με δια­κό­πτεις και πρό­σε­χε μπας και καταλάβεις.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Προ­σέ­χω.

ΟΡΕΣΤΗΣ: Υπάρ­χει όμως και άλλη τάξη και άλλα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα που ζουν χλι­δά­τα, λόγω μεγά­λης οικο­νο­μι­κής επι­φά­νειας. Αυτός είναι ο ταξι­κός εχθρός μας.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Ποιος;

ΟΡΕΣΤΗΣ: Όλοι αυτοί, ελά­χι­στοι ουσια­στι­κά, μπρο­στά στην πλειο­ψη­φία τη δική μας, που ονο­μά­ζο­νται πλου­το­κρα­τία, μονο­πώ­λια, αστι­κή τάξη, τρα­πε­ζί­τες και δε συμμαζεύεται.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Και λοιπόν;

ΟΡΕΣΤΗΣ: Αυτοί, λοι­πόν, που λες, Μανο­λά­κη, μας εκμε­ταλ­λεύ­ο­νται και μας πίνουν το αίμα.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Αμάν!

ΟΡΕΣΤΗΣ: Αυτοί, πάλι, έχουν του χεριού τους τους ηγέ­τες των κυβερ­νη­τι­κών και εργο­δο­τι­κών συν­δι­κά­των, που τάχα­μου τάχα­μου, αγω­νί­ζο­νται, ενώ στην ουσία μας κοροϊ­δεύ­ουν, ρίχνο­ντας στά­χτη στα μάτια μας.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Κάτι υπο­ψιά­ζο­μαι, τώρα…

ΟΡΕΣΤΗΣ: Μπρά­βο! Εμείς, όμως πρέ­πει να γρα­φτού­με και να παλέ­ψου­με με το ταξι­κό συν­δι­κά­το, μ’ αυτούς τους ανι­διο­τε­λείς εργα­ζό­με­νους, που σου έλε­γα πριν.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Και πού θα τους βρούμε;

ΟΡΕΣΤΗΣ: Ο καθέ­νας μας θα τους βρει στον τόπο εργα­σί­ας του ή στον τόπο κατοι­κί­ας τους, στις γει­το­νιές, στα συλ­λα­λη­τή­ρια, στις απερ­γί­ες. Αυτοί βρί­σκο­νται παντού κι είναι εύκο­λο να τους βρεις.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Κατά­λα­βα και συμφωνώ.

ΟΡΕΣΤΗΣ: Μπρά­βο, Μανο­λά­κη μου.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Ήθε­λα, όμως, να μου ξεκα­θα­ρί­σεις κάτι.

ΟΡΕΣΤΗΣ: Ό,τι θέλεις.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Δεν πιστεύω αυτοί να είναι τίπο­τα κομμουνιστές…

ΟΡΕΣΤΗΣ: Για­τί; Τι είναι αυτοί;

ΜΑΝΟΛΗΣ: Ξέρω γω, έχω ακού­σει στα κανά­λια διά­φο­ρα κι έχω δια­βά­σει στο ίντερ­νετ τέρα­τα και σημεία.

ΟΡΕΣΤΗΣ: Για πες μου.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Το τι γρά­φουν γι’ αυτούς δε λέγεται…

ΟΡΕΣΤΗΣ: Εγώ θα σου πρό­τει­να να ρθεις να γνω­ρί­σεις αυτούς τους ανθρώ­πους στο ταξι­κό συν­δι­κά­το, να συζη­τή­σεις μαζί τους, ν’ ακού­σεις τις ιδέ­ες και τις προ­τά­σεις τους και τότε θ’ αλλά­ξεις γνώ­μη, για ό,τι λένε οι εφη­με­ρί­δες, τα κανά­λια και κάποιοι στο ίντερ­νετ κατά των κομμουνιστών.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Τώρα κατά­λα­βα. Σε κομ­μου­νι­στές θα με πας. Εγώ δε θέλω να μπλέ­ξω με δαύ­τους και γνώ­μη δεν αλλά­ζω με τίπο­τα. Άλλω­στε, όλοι είναι ίδιοι. Αυτοί για­τί νάναι διαφορετικοί;

ΟΡΕΣΤΗΣ: Μανο­λά­κη, φεύ­γω και αν θέλεις να δεις μια άσπρη μέρα, μην περι­μέ­νεις να χιο­νί­σει. Αν θέλεις να λυθούν τα προ­βλή­μα­τά σου, έλα να τα λύσεις μαζί μ’ εκα­τομ­μύ­ρια άλλους, για­τί μόνο σου δε θα μπο­ρέ­σεις ποτέ τίπο­τα. Κατά­λα­βες Μανο­λά­κη; Κατάααλααβεες;

ΜΑΝΟΛΗΣ: Κατά­λα­βα.

ΟΡΕΣΤΗΣ: Τι κατά­λα­βες, φίλε μου.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Ότι πρέ­πει να κοι­τά­ξω το συμ­φέ­ρον μου. Και τόση ώρα έχα­σα το χρό­νο μαζί σου.

ΟΡΕΣΤΗΣ: Μπρά­βο, Μανο­λά­κη, σε παρα­δέ­χο­μαι. Είσαι ξύπνιος άνθρω­πος. Φτου σου να μη σε βασκάνω.

ΜΑΝΟΛΗΣ: ΜΑΝΟΛΗΣ: Για­τί με φτύ­νεις, μωρέ;

ΟΡΕΣΤΗΣ: Δε σε φτύ­νω, Μανό­λη μου. Προ­σπα­θώ τόση ώρα να σου μιλή­σω για το κοι­νό μας συμ­φέ­ρον που είναι το ταξι­κό συν­δι­κά­το, το ΠΑΜΕ.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Πού να πάμε;

ΟΡΕΣΤΗΣ: Στο ΠΑΜΕ να πάμε, φίλε μου. Να γρα­φτείς κι εσύ. Κι όσο γινό­μα­στε περισ­σό­τε­ροι και αγω­νι­ζό­μα­στε όλοι μαζί, υπάρ­χει ελπί­δα να λύσου­με τα κοι­νά μας προβλήματα.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Λες; Έχει γού­στο να ’χεις δίκιο.

ΟΡΕΣΤΗΣ: Και βέβαια έχω. Θα’ ρθεις; Έχου­με εκλο­γές στο σωματείο.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Θα ’ρθω να δω τι σόι πρά­μα είναι αυτοί οι συνά­δελ­φοι στο ΠΑΜΕ, αν και φοβά­μαι ότι θα μπλέ­ξω με τους κομμουνιστές…

ΟΡΕΣΤΗΣ: Αυτό να το εύχε­σαι, Μανο­λά­κη, για­τί αυτό είναι το καλύ­τε­ρο μπλέ­ξι­μο. Έλα και δε θα χάσεις.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Έρχο­μαι, αλλά μη σπρώχνεις…

ΟΡΕΣΤΗΣ: Εμείς δε σπρώ­χνου­με, Μανό­λη, παρά προ­τεί­νου­με κι όποιος κατά­λα­βε, είναι τυχε­ρός που θα βρει συντρό­φους και συνα­γω­νι­στές για να παλεύ­ει για το κοι­νό συμ­φέ­ρον του μαζί μ’ εκα­τομ­μύ­ρια άλλους.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Τόσοι πολ­λοί είμαστε.

ΟΡΕΣΤΗΣ: Θα γίνου­με σύντο­μα, Μανό­λη μου. Αυτό είναι ανα­γκαιό­τη­τα και νομοτέλεια.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Πάλι με μπερδεύεις.

ΟΡΕΣΤΗΣ: Θα γίνου­με εκα­τομ­μύ­ρια σύντο­μα, για­τί αυτό θα μας οδη­γή­σει στη νίκη και στη δημιουρ­γία μιας άλλης κοι­νω­νί­ας, μιας άλλης οικο­νο­μί­ας, που εκεί, Μανό­λη μου κι εσύ και η οικο­γέ­νειά σου και τα παι­διά σου και όλοι οι φτω­χοί και ταλαι­πω­ρη­μέ­νοι τόσα χρό­νια άνθρω­ποι θα λύσουν όλα τα προ­βλή­μα­τά τους. Κατά­λα­βες, Μανό­λη; Ξεμπερ­δεύ­τη­κες, Μανόλη;

ΜΑΝΟΛΗΣ: Ναι, Ορέ­στη μου. Ξεμπερ­δεύ­τη­κα αρκε­τά. Θα ’ρθω να δω με τα μάτια μου τι γίνε­ται εκεί, στο ΠΑΜΕ.

ΟΡΕΣΤΗΣ: Μπρά­βο, Μανό­λη. Φτου σου και πάλι να μη σε ματιάσω.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Πάλι, μωρέ, με φτύνεις;

ΟΡΕΣΤΗΣ: Δε σε φτύ­νω. Μανό­λη μου. Όλα θα πάνε καλά.

ΜΑΝΟΛΗΣ: Είπες ότι το ΠΑΜΕ είναι ταξι­κό σωματείο;

ΟΡΕΣΤΗΣ: Ναι. Για­τί ρωτάς;

ΜΑΝΟΛΗΣ: Να, για να μάθω. Εγώ, δηλα­δή, σε ποια τάξη θα πάω στο σωματείο;

ΟΡΕΣΤΗΣ: Πάμε, Μανό­λη, στο ΠΑΜΕ και όλα θα τα μάθεις σιγά σιγά. Μη βιάζεσαι.

(φεύ­γουν αγκαλιασμένοι)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο