Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το Σύμφωνο Συμβίωσης, η οικογένεια, τα πρότυπα συμπεριφοράς

Γρά­φει ο Θανά­σης Αλε­ξί­ου* //

Παρό­λο που η οικο­γέ­νεια έχει απω­λέ­σει σημα­ντι­κές λει­τουρ­γί­ες, φαί­νε­ται πως επη­ρε­ά­ζει ακό­μη την κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση των παι­διών. Σε μεγά­λο βαθ­μό αυτό εξαρ­τά­ται από την ταξι­κή θέση των γονιών (εισό­δη­μα, πολι­τι­σμι­κό κεφά­λαιο, κύρος, δημό­σιες σχέ­σεις κ.λπ.). Ωστό­σο υπάρ­χουν δίπλα στην οικο­γέ­νεια άλλοι φορείς κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης (σχο­λείο, παρέ­ες συνο­μη­λί­κων, δια­δί­κτυο, ΜΜΕ κ.ά.) που ασκούν ενδε­χο­μέ­νως, με την έννοια της εκμά­θη­σης προ­τύ­πων, στά­σε­ων και συμπε­ρι­φο­ρών,  πολύ σημα­ντι­κό­τε­ρη επί­δρα­ση πάνω στα παι­διά, γεγο­νός που σχε­τι­κο­ποιεί το ρόλο της οικο­γέ­νειας ως φορέα κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης.  Για αυτό  δεν χρειά­ζε­ται να θέτου­με στην οικο­γέ­νεια ζητή­μα­τα που η ίδια εκ των πραγ­μά­των μόνο περιο­ρι­σμέ­να μπο­ρεί να αντι­με­τω­πί­σει. Και αυτό αφο­ρά πολύ περισ­σό­τε­ρο στη λαϊ­κή οικο­γέ­νεια. Θα ήταν υπο­κρι­τι­κό  να καθι­στού­με απο­κλει­στι­κά υπεύ­θυ­νη την οικο­γέ­νεια για την σεξουα­λι­κή δια­παι­δα­γώ­γη­ση των παι­διών, ‑παρό­λο που δεν βγαί­νει από που­θε­νά ότι ο σεξουα­λι­κός προ­σα­να­το­λι­σμός των ατό­μων είναι πρόβλημα‑, όταν για όλα τα άλλα ζητή­μα­τα (χρή­ση ουσιών, παραβατική-«αντικοινωνική» συμπε­ρι­φο­ρά κ.λπ.) μοι­ρά­ζου­με την ευθύ­νη στην κοι­νω­νία, στο σχο­λείο, στις παρέ­ες κ.ά. Ας ανα­ρω­τη­θεί κανείς (και ανα­φε­ρό­μα­στε πρω­τί­στως στη λαϊ­κή και εργα­τι­κή οικο­γέ­νεια) ποιο Γολ­γο­θά την υπο­χρε­ώ­νου­με να περά­σει αφού η ίδια δεν δια­θέ­τει ούτε το από­θε­μα δύνα­μης και κου­ρά­γιου, ούτε τα μέσα (οικο­νο­μι­κά και πολι­τι­σμι­κά) να δια­χει­ρι­στεί το «πρό­βλη­μα» που της δημιουργούμε.

Θα έλε­γα μάλι­στα ότι η λαϊ­κή οικο­γέ­νεια, έχει μεγα­λύ­τε­ρη ανά­γκη από κάθε άλλον (μεσο­α­στι­κή και αστι­κή  οικο­γέ­νεια) τη δημό­σια θεμα­το­ποί­η­ση του ζητή­μα­τος, για να απο­δε­χτεί το σεξουα­λι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό των μελών της χωρίς να χρειά­ζε­ται να προ­σφεύ­γει στους «ειδι­κούς» (ψυχια­τρι­κο­ποί­η­ση κ.ο.κ). Να ζουν δηλα­δή οι άνθρω­ποι μέσα σε κατα­πιε­στι­κούς κοι­νω­νι­κούς ρόλους (άντρας, γυναί­κα κ.λπ.). Αντί­θε­τα με την αστι­κή οικο­γέ­νεια που δια­θέ­τει τα μέσα (ψυχο­θε­ρα­πευ­τές, παι­δα­γω­γοί, διευ­ρυ­μέ­νο προ­σω­πι­κό και κοι­νω­νι­κό κύκλο κ.α.),  η λαϊ­κή οικο­γέ­νεια δια­θέ­τει πολύ πενι­χρά μέσα, ειδι­κά σε μια περί­ο­δο εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­σης των δημό­σιων αγα­θών, για να «δια­χει­ρι­στεί» το πρό­βλη­μα. Ανα­γνω­ρί­ζο­ντας ότι η οικο­γέ­νεια είναι σε θέση να προ­σα­να­το­λί­σει σεξουα­λι­κά τα παι­διά, καθι­στού­με ουσια­στι­κά αυτή  υπεύ­θυ­νη για την κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση των παι­διών, παρό­λο που αυτή έχει απο­γυ­μνω­θεί, ‑εξαι­τί­ας της παρέμ­βα­σης του κρά­τους (οικο­γε­νεια­κό δίκαιο, κοι­νω­νι­κοί λει­τουρ­γοί, εται­ρεί­ες προ­στα­σί­ας ανη­λί­κων, ΜΚΟ κ.α.) από σημα­ντι­κές κοι­νω­νι­κές δεξιό­τη­τες και αρμο­διό­τη­τες. Με αυτό τον τρό­πο η οικο­γέ­νεια και οι γονείς έχουν αποει­δι­κευ­τεί και με αυτή την έννοια έχου­με μια προ­λε­τα­ριο­ποί­η­ση της «γονεϊ­κό­τη­τας» (S. Lash).

Ανα­θέ­το­ντας στην οικο­γέ­νεια την αστυ­νό­μευ­ση της σεξουα­λι­κής συμπε­ρι­φο­ράς των παι­διών για να μην «απο­κλί­νουν» από την ενδε­δειγ­μέ­νη ετε­ρό­φυ­λη, την καθι­στού­με ουσια­στι­κά «συνερ­γό» σε ένα εγχεί­ρη­μα «κανο­νι­κο­ποί­η­σης» της λαϊ­κής οικο­γέ­νειας και της εργα­τι­κής τάξης που ξεκί­νη­σε στα τέλη του 19ου αιώ­να, όταν ο καπι­τα­λι­σμός χρειά­ζο­νταν ένα πει­θή­νιο και παρα­γω­γι­κό σώμα για το εντά­ξει στη μισθω­τή εργα­σία. Συνε­πώς αυτό που σήμε­ρα εμφα­νί­ζε­ται ως «φυσι­κό»: στην οικο­γέ­νεια, στην σεξουα­λι­κό­τη­τα,  στην ηθι­κή κ.λπ. είναι προ­ϊ­όν μιας μακράς δια­δι­κα­σί­ας εγχά­ρα­ξης (στο μυα­λό, στο σώμα και στη ψυχή) και μ’ αυτή την έννοια πρό­κει­ται για μια ανθρω­πο­λο­γι­κή μετάλ­λα­ξη που πολύ λίγο έχει να κάνει με τη «φύση». Και όμως το κύριο (αν όχι το απο­κλει­στι­κό) αντι­κεί­με­νο αυτής της «κανο­νι­κο­ποί­η­σης» του κοι­νω­νι­κού σώμα­τος απε­τέ­λε­σε η εργα­τι­κή τάξη και τα λαϊ­κά στρώ­μα­τα. Ήταν η περί­ο­δος που το κεφά­λαιο χρειά­ζο­νταν  εργά­τες και μάλι­στα πει­θαρ­χη­μέ­νους, στρα­τιώ­τες για τον εθνι­κό στρα­τό αλλά και νομι­μό­φρο­νες υπη­κό­ους. Η έντα­ση και η κλι­μά­κω­ση των πρα­κτι­κών πει­θάρ­χη­σης που εναλ­λάσ­σο­νταν με την «ποι­μα­ντο­ρία» (ηθι­κο­ποί­η­ση) και την κατα­στο­λή των «επι­κίν­δυ­νων τάξε­ων» (εργα­τι­κών στρω­μά­των) (φιλάν­θρω­πος ακτι­βι­σμός, κοι­νω­νι­κή εργα­σία, Workhouses/πτωχοκομεία κ.λπ.) απέ­βλε­πε πρω­τί­στως στην απώ­θη­ση και πάτα­ξη των οικο­γε­νεια­κών και γαμή­λιων πρα­κτι­κών των εργα­τι­κών και λαϊ­κών στρω­μά­των που απέ­κλι­ναν από τις αξί­ες των αστι­κών και μεσο­α­στι­κών στρω­μά­των. Εδώ ο κανό­νας ήταν οι προ­γα­μιαί­ες σχέ­σεις, τα εξώ­γα­μα παι­διά, και  οι εξώ­γα­μη συμ­βί­ω­ση. Στη Βιέν­νη αλλά και στις ΗΠΑ (αρχές του 20ου αιώ­να) ένα μεγά­λο μέρος των παι­διών από την εργα­τι­κή τάξη γεν­νιό­νταν εκτός γάμου, ήταν «νόθα» (R. Sieder, P. Laslet).

Το «σύστη­μα της σεξουα­λι­κό­τη­τας»  και της οικο­γέ­νειας επε­ξερ­γα­σμέ­νο για τους αστούς (για την μετα­βί­βα­ση της περιου­σί­ας), θα αντι­κα­τα­στή­σει, όπως πολύ ορθά το θέτει ο M. Foucault, ‑παρό­λο που αυτός βλέ­πει στην εξου­σία (ως αυτο­σκο­πό) και όχι ως μέσον και εκφρα­στή ταξι­κών συμφερόντων‑, συν τω χρό­νω το χαλα­ρό σύστη­μα των «συγ­γε­νειών»  στα λαϊ­κά στρώ­μα­τα που επο­πτεύ­ο­νταν  κυρί­ως από την εκκλη­σία και θα δια­χυ­θεί  σε ολό­κλη­ρο το κοι­νω­νι­κό σώμα. Στό­χος του ο έλεγ­χος του πλη­θυ­σμού και η χει­ρα­γώ­γη­ση του κοι­νω­νι­κού σώμα­τος, καθώς το σεξ (πρα­κτι­κές και συμπε­ρι­φο­ρές)  επη­ρέ­α­ζαν άμε­σα την ανα­πα­ρα­γω­γή αυτού του εμπο­ρεύ­μα­τος που δίνει υπό­στα­ση στον καπι­τα­λι­σμό, δηλα­δή την εργα­τι­κή δύναμη.Στη μορ­φή της συζυ­γι­κής ετε­ρό­φυ­λης οικο­γέ­νειας (ας πού­με «πυρη­νι­κή οικο­γέ­νεια») ο καπι­τα­λι­σμός βρί­σκει ένα «αξιό­πι­στο σχή­μα», το οποίο μπο­ρεί να του δια­σφα­λί­σει, υπό την επο­πτεία του νόμου απρό­σκο­πτα την ανα­πα­ρα­γω­γι­κή λει­τουρ­γία. Αυτή ανα­λαμ­βά­νει επί­σης με «προ­θυ­μία» σημα­ντι­κό κόστος (οικο­νο­μι­κό, ψυχο­λο­γι­κό κ.λπ.) για την ανα­πα­ρα­γω­γή της εργα­τι­κής δύνα­μης, που αλλιώς θα έπρε­πε να ανα­λά­βει το κεφά­λαιο ή, το κρά­τος. Φαί­νε­ται λοι­πόν πως σε αυτό το οικο­γε­νεια­κό σχή­μα μπο­ρεί να συνυ­πάρ­χει εκ πρώ­της η έκφρα­ση της σεξουα­λι­κό­τη­τας (ετε­ρό­φυ­λης) με την κοι­νω­νι­κή ανα­πα­ρα­γω­γή.  Ως ασφα­λι­στι­κή δικλεί­δα για την δια­τή­ρη­ση της μονο­γα­μι­κής οικο­γέ­νειας προ­σφέρ­θη­κε κυρί­ως για τους άντρες η επί­ση­μη πορ­νεία ενώ στη γυναί­κες έμε­νε η ανε­πί­ση­μη (βλ. Κομ­μου­νι­στι­κό Μανι­φέ­στο), όπως περί­που παρου­σιά­ζε­ται­στις ται­νί­ες τουΛ. Μπουνιουέλ.

Αφού έγι­νε σαφές πως η σημε­ρι­νή οικο­γέ­νεια έχει ιστο­ρία, επο­μέ­νως δεν είναι φύση,  ας δού­με τώρα τη θέση για τα πρό­τυ­πα που θα προ­βάλ­λει η ομο­φυ­λό­φι­λη οικο­γέ­νεια στα παι­διά. Εκφρά­ζε­ταιη άπο­ψη πως τα παι­διά που μεγα­λώ­νουν σε μια  ομο­φυ­λό­φι­λη οικο­γέ­νεια θα προ­σα­να­το­λι­στούν σεξουα­λι­κά­ο­μο­φυ­λό­φι­λα. Είναι ενδια­φέ­ρον, και ενώ ο καθέ­νας θα ανέ­με­νε ότι οι οικο­γέ­νειες ομο­φυ­λό­φι­λων ζευ­γα­ριών θα αμφι­σβη­τού­σαν εξαι­τί­ας της βιω­μα­τι­κής τους εμπλο­κής το ρόλο της «φύσης» στη δημιουρ­γία συγ­γέ­νειας, αυτές απο­δί­δουν, σύμ­φω­να με σχε­τι­κές έρευ­νες, μεγα­λύ­τε­ρη έμφα­ση στη βιο­λο­γία («βιο­λο­γι­κό ιδί­ω­μα»), θεω­ρώ­ντας ότι  οι γενε­τι­κές σχέ­σεις συμ­βο­λί­ζουν τη φυσι­κό­τη­τα της βιο­λο­γι­κής συγ­γέ­νειας (Μ. Strathern, 1992). Κατά κάποιο τρό­πο τα ίδια τα ομο­φυ­λό­φι­λα ζευ­γά­ρια απο­δέ­χο­νται με έμμε­σο αλλά σαφή τρό­πο  τον «πλα­σμα­τι­κό» χαρα­κτή­ρα της δικής τους ομο­φυ­λό­φι­λης οικο­γέ­νειας. Απο­δέ­χο­νται δηλα­δή την κυρί­αρ­χη άπο­ψη ότι οι δικοί τους οικο­γε­νεια­κοί σχη­μα­τι­σμοί δεν δημιουρ­γούν  συγ­γέ­νεια, καθώς έχουν συν­δέ­σει την οικο­γέ­νεια με τη «φύση» και λεί­πει το γενε­τι­κό στοι­χείο. Από αυτή την οπτι­κή το αίτη­μά τους για την ανα­γνώ­ρι­ση της (ομο­φυ­λό­φι­λης) οικο­γέ­νειας (σύμ­φω­νο συμ­βί­ω­σης, γάμος, υιο­θε­σία κ.λπ.) ενι­σχύ­ει την ιδε­ο­λο­γία του οικο­γε­νει­σμού, εν τέλει  τον  «βιο­λο­γι­κό ντε­τερ­μι­νι­σμό». Εκεί δηλα­δή που η ετε­ρο­φυ­λό­φι­λη οικο­γέ­νεια αμφι­σβη­τεί­ται (αύξη­ση δια­ζυ­γί­ων κ.λπ.) και ο καπι­τα­λι­σμός πρέ­πει να την επι­δο­τεί για να κάνει παι­διά έρχε­ται η ομο­φυ­λό­φι­λη οικο­γέ­νεια να δώσει νέα αίγλη σε έναν αστι­κό θεσμό ανα­λαμ­βά­νο­ντας με προ­θυ­μία το σχε­τι­κό κόστος.

Επο­μέ­νως δεν βγαί­νει από που­θε­νά ότι οι ομο­φυ­λό­φι­λοι γονείς θα θέλουν, όπως δια­τεί­νε­ται ο συμπε­ρι­φο­ρι­σμός, τα παι­διά τους να προ­σα­να­το­λι­στούν, ‑όταν μάλι­στα οι ίδιοι ενστερ­νί­ζο­νται, τη «φυσι­κό­τη­τα» της οικογένειας‑, σεξουα­λι­κά ομο­φυ­λό­φι­λα. Και αυτό για­τί, παρό­λο που η σημε­ρι­νή οικο­γέ­νεια βασί­ζε­ται σε ετε­ρο­φυ­λό­φι­λες σεξουα­λι­κές πρα­κτι­κές δεν μπο­ρούν να απο­κλει­στούν οι ομο­φυ­λό­φι­λες ή άλλες σεξουα­λι­κές πρα­κτι­κές. Εξάλ­λου οι σημε­ρι­νοί ομο­φυ­λό­φι­λοι, αμφι­φυ­λό­φι­λοι, τραν­σέ­ξουαλ κ.ά. (ΛΟΑΤ) από τις ετε­ρο­φυ­λό­φι­λες οικο­γέ­νειες «βγή­καν». Αυτό που θα πρέ­πει να δια­σφα­λι­στεί τόσο στα παι­διά της ετε­ρο­φυ­λό­φι­λης όσο και της ομο­φυ­λό­φι­λης οικο­γέ­νειας κ.ά. είναι αυτά να μεγα­λώ­νουν  ελεύ­θε­ρα και υπεύ­θυ­να έχο­ντας τις ανα­γκαί­ες κοι­νω­νι­κές υπο­δο­μές (παι­δα­γω­γι­κή, ψυχο­λο­γία, αθλη­τι­σμός, αισθη­τι­κή αγω­γή κ.λπ.). Αν ίσχυε η θέση του συμπε­ρι­φο­ρι­σμού, ότι το απο­κλει­στι­κό στοι­χείο που ενερ­γο­ποιεί την (αντι)δράση των ατό­μων είναι το βίω­μα, τότε η εργα­τι­κή τάξη δεν θα μπο­ρού­σε ποτέ να χει­ρα­φε­τη­θεί,  καθώς θα ανα­πα­ρή­γα­γε   τις πρα­κτι­κές κατα­πί­ε­σης και εκμε­τάλ­λευ­σης που η ίδια έχει βιώ­σει. Αυτή δεν θα μπο­ρού­σε να θέσει, εξαι­τί­ας των δικών της βιω­μά­των (εκμε­τάλ­λευ­ση, κατα­πί­ε­ση, αδι­κία κ.λπ.) τα ζητή­μα­τα της κοι­νω­νί­ας ως καθο­λι­κή τάξη.

Σε κάθε περί­πτω­ση όμως ο σεξουα­λι­κός προ­σα­να­το­λι­σμός που ανα­θε­ω­ρεί την έμφυ­λη ταυ­τό­τη­τα, αυτή που επι­βλή­θη­κε από την κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση και τις κοι­νω­νι­κές συμ­βά­σεις και κατα­πιέ­ζει το άτο­μο, για να ταυ­τι­στεί με μία άλλη, μάλ­λον ευπρόσ­δε­κτος πρέ­πει να είναι για μια κοι­νω­νία που θέλει ελεύ­θε­ρα άτο­μα. Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυτή κατα­δει­κνύ­ει επί­σης ότι ο σεξουα­λι­κός προ­σα­να­το­λι­σμός δεν ταυ­τί­ζε­ται πάντα με το φύλο. Δηλα­δή κάποιος μπο­ρεί να έχει κοι­νω­νι­κο­ποι­η­θεί μέσω κοι­νω­νι­κών ρόλων και επι­τέ­λε­σης ως άντρας («κοι­νω­νι­κό φύλο») αλλά να αισθά­νε­ται γυναί­κα και το αντί­στρο­φο κ.ο.κ. Ως γνω­στόν η ανα­ντι­στοι­χία φύλου και σεξουα­λι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού οδη­γεί συχνά και στην αλλα­γή «βιο­λο­γι­κού» φύλου ώστε να απο­κα­τα­στα­θεί η αντι­στοι­χία σεξουα­λι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού και φύλου (transsexual).

Στη συγκε­κρι­μέ­νη συλ­λο­γι­στι­κή η σεξουα­λι­κή ταυ­τό­τη­τα, εφό­σον δια­σφα­λί­ζε­ται ότι άτο­μα ή ομά­δες δεν εξα­να­γκά­ζο­νται ή, περι­θω­ριο­ποιού­νται, ‑κατά­στα­ση που σε ένα βαθ­μό αίρει το Σύμ­φω­νο Συμβίωσης‑, θα μπο­ρού­σε να ανα­γνω­ρι­στεί ως προ­σω­πι­κή υπό­θε­ση όπως περί­που συμ­βαί­νει, ‑παρό­λο που είναι δια­φο­ρε­τι­κής τάξης πρό­βλη­μα, καθώς ακου­μπά τον υπαρ­ξια­κό πυρή­να του ατό­μου (και το σώμα και την ψυχή)- με την συνταγ­μα­τι­κή κατο­χύ­ρω­ση της ανε­ξι­θρη­σκεί­ας, όπου η θρη­σκευ­τι­κή επι­λο­γή είναι ή, οφεί­λει να είναι προ­σω­πι­κή υπό­θε­ση. Η απόρ­ρι­ψη του Συμ­φώ­νου Συμ­βί­ω­σης θα είχε νόη­μα στο βαθ­μό που ζητού­σε κανείς και την κατάρ­γη­ση της οικο­γέ­νειας και του γάμου και μαζί της αστι­κής ηθι­κής για τα σεξουα­λι­κό­τη­τα, θέση που συνά­δει με το Κομ­μου­νι­στι­κό Μανι­φέ­στο και εφαρ­μό­στη­κε, ανε­ξάρ­τη­τα αν αργό­τε­ρα ανα­θε­ω­ρή­θη­κε,  στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση στη δεκα­ε­τία του ΄20. Βεβαί­ως στην αστι­κή-καπι­τα­λι­στι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα,  όπου το κρά­τος έχει ιδιο­ποι­η­θεί λει­τουρ­γί­ες της κοι­νω­νί­ας, τα πολι­τι­κά, ατο­μι­κά και κοι­νω­νι­κά δικαιώ­μα­τα που έχουν προ­κύ­ψει από τους κοι­νω­νι­κούς αγώ­νες, συνι­στούν ένα ανά­χω­μα στην αυθαι­ρε­σία του αστι­κού κρά­τους. Η μη ανα­γνώ­ρι­ση αυτών των δικαιω­μά­των στα ΛΟΑΤ-άτο­μα (λεσβια­κά, ομο­φυ­λό­φι­λα, αμφι­σε­ξουα­λι­κά, τραν­σε­ξουα­λι­κά άτο­μα), σημαί­νει ουσια­στι­κά ότι αυτά θα συνε­χί­σουν να είναι εκτε­θει­μέ­να στην κρα­τι­κή κατα­πί­ε­ση, στη χλεύη και στους  προ­πη­λα­κι­σμούς μιας αυτό­κλη­της «αστυ­νο­μί­ας ηθών», όπως αυτή κάθε φορά εργα­λειο­ποιεί­ται (ρατσι­σμός, ομο­φο­βία κ.λπ).

 

* Καθη­γη­τής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο