Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το «Υπερώον» του Γιάννη Ρίτσου

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

 

Ο ποι­η­τής Γιάν­νης Ρίτσος, αγα­πη­μέ­νος του περιο­δι­κού Ατέ­χνως και των ανα­γνω­στών του δεν θα μπο­ρού­σε να λεί­πει και από τις εβδο­μα­διαί­ες παρου­σιά­σεις μας. Σήμε­ρα γρά­φου­με για την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Υπε­ρώ­ον» που κυκλο­φο­ρεί από τις εκδό­σεις Κέδρος κι η οποία κυκλο­φό­ρη­σε στα εικο­σι­τρία χρό­νια από τον θάνα­το του ποι­η­τή. Πρό­κει­ται για μα συλ­λο­γή 72 ολι­γό­στι­χων ποι­η­μά­των που γρά­φτη­καν στα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του ’80 και παρέ­με­ναν ανέκ­δο­τα μέχρι σήμε­ρα. Ο Ρίτσος έγρα­ψε αυτά τα ποι­ή­μα­τα μέσα σε λιγό­τε­ρο από ένα μήνα στην Αθή­να, απ’ την 1η του Μάρ­τη ως τις 21 του ίδιου μήνα. Η δεύ­τε­ρη γρα­φή ολο­κλη­ρώ­θη­κε τον επό­με­νο μήνα, απ’ τις 6–29 του Απρί­λη στην Αθή­να και στον Κάλα­μο απ’ τις 30 του Απρί­λη ως την 1η Μάη του 1985. Η συλ­λο­γή απο­τε­λεί μία απ’ τις πολ­λές, σχε­δόν πενή­ντα, που άφη­σε πίσω, μετά τον θάνα­το του.

H κόρη του ποι­η­τή, Έρη Ρίτσου σημειώ­νει χαρα­κτη­ρι­στι­κά «Στο διά­στη­μα που προη­γή­θη­κε, μετά την ανα­κοί­νω­ση αυτής της έκδο­σης, δέχτη­κα διά­φο­ρα ερω­τή­μα­τα σχε­τι­κά. Δύο είναι τα κυρί­αρ­χα: Για­τί αυτή η συλ­λο­γή ‑ή και πολ­λές άλλες- δεν είχε εκδο­θεί στη διάρ­κεια της ζωής του Ρίτσου; Για­τί η αυτό­νο­μη έκδο­ση αυτής της συγκε­κρι­μέ­νης συλ­λο­γής τώρα; Είναι γνω­στό ‑ή του­λά­χι­στον εγώ το έχω ξανα­πεί- πως ο Γιάν­νης Ρίτσος θεω­ρού­σε την ποί­η­ση τόσο απα­ραί­τη­τη για την ύπαρ­ξή του, όσο και την ανα­πνοή του. Έγρα­φε λοι­πόν καθη­με­ρι­νά, ώρες πολ­λές, κι αυτό είχε σαν απο­τέ­λε­σμα μια τερά­στια ποι­η­τι­κή παρα­γω­γή. Τρεις και τέσ­σε­ρις και πέντε ή και περισ­σό­τε­ρες ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές μέσα σ’ ένα χρό­νο είναι λογι­κό πως για λόγους πρα­κτι­κούς δεν θα μπο­ρού­σαν να εκδο­θούν στη διάρ­κεια του έτους γρα­φής τους. Ούτε οι εκδό­τες του μα ούτε και το ανα­γνω­στι­κό κοι­νό θα μπο­ρού­σαν να παρα­κο­λου­θή­σουν μια τέτοια παρα­γω­γή. Ανα­γκα­στι­κά λοι­πόν έπρε­πε να επι­λέ­ξει τι θα εκδο­θεί και τι όχι. Οι επι­λο­γές του δεν είχαν χαρα­κτή­ρα “αυτο­λο­γο­κρι­σί­ας”, όπως έχω ακού­σει να λέγε­ται, αλλά εξαρ­τιό­νταν από τη διά­θε­σή του την εκά­στο­τε περί­ο­δο και από τη συγκυρία. »

Η είδη­ση ότι μετά από κάποια χρό­νια ένα έργο του Ρίτσου είδε το φως της δημο­σιό­τη­τας (με πρω­το­βου­λία της κόρης του Έρης), αν και έχουν δημο­σιευ­τεί κι άλλες συλ­λο­γές από αυτές που είχε ενε­χει­ρί­σει στη Νινέ­τα Μακρο­νι­κό­λα, χαρο­ποί­η­σε ιδιαί­τε­ρα τους φίλους της ποί­η­σης, την εργα­ζό­με­νη πλειο­ψη­φία που δεν έχει στα­μα­τή­σει να τρα­γου­δά­ει τα μελο­ποι­η­μέ­να έργα του ποι­η­τή στις πορεί­ες και στις δια­δη­λώ­σεις, τον κόσμο των κινη­μά­των και της Αρι­στε­ράς και όσους επι­θυ­μούν η ποί­η­ση να εκφρά­ζει τις ανά­γκες τις επο­χής μας για μια ζωή χωρίς κατα­πί­ε­ση, για μια ζωή έξω από κανό­νες και περιο­ρι­σμούς, για μια ποί­η­ση που με σηκω­μέ­νη γρο­θιά θα δεί­χνει τον δρό­μο προς την ελευ­θε­ρία, για ποι­η­τές που δεν θα κάνουν εκπτώ­σεις στις θέσεις τους για να δια­τη­ρή­σουν τη βου­λευ­τι­κή έδρα ή τη θέση σε κάποιο κρα­τι­κό οργανισμό.

Κι αυτό το βιβλίο του ποι­η­τή δεν ξεφεύ­γει από τη γενι­κή κατεύ­θυν­ση που είχε χαρά­ξει ο δημιουρ­γός. Έτσι και εδώ, η γρο­θιά παρα­μέ­νει πάντα σφι­χτή αλλά και με το χέρι του δημιουρ­γού να κατα­γρά­φει μια εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κή κατά­στα­ση από αυτή των προη­γού­με­νων χρό­νων. Και περι­γρά­φει μια κατά­στα­ση, όχι απαι­σιό­δο­ξη, όχι ηττη­μέ­νη, αλλά αρκε­τά χαρα­κτη­ρι­στι­κή της διά­θε­σης της εργα­ζό­με­νης πλειο­ψη­φί­ας εκεί­νη την περί­ο­δο. Ήταν η περί­ο­δος της Μετα­πο­λί­τευ­σης, όπου οι εργα­ζό­με­νοι συνέ­χι­ζαν να διεκ­δι­κούν μια κοι­νω­νι­κή αλλα­γή πέρα και μακριά από τις υπο­κρι­τι­κές και ψευ­δείς λογι­κές και υπο­σχέ­σεις του ΠΑΣΟΚ, πέρα από τις λογι­κές της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής ανά­θε­σης Αυτό είναι και το κοι­νω­νι­κό υπό­βα­θρο πίσω από τις γραμ­μές στο «Υπε­ρώ­ον». Αυτή η κατα­γρα­φή δεν σημαί­νει σε καμία περί­πτω­ση ότι ο Ρίτσος κλεί­στη­κε στον εαυ­τό του, — όπως σημεί­ω­σαν διά­φο­ροι αρθρο­γρά­φοι με την έκδο­ση του βιβλί­ου, το οποίο μετα­ξύ άλλων απο­τε­λεί και προ­σβο­λή για το αγω­νι­στι­κό ήθος του ποι­η­τή. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ο ποι­η­τής  προ­σπά­θη­σε να ερμη­νεύ­σει τις νέες κοι­νω­νι­κές και πολι­τι­κές συν­θή­κες. Οι εξο­ρί­ες, οι διωγ­μοί, οι φυλα­κές φαί­νο­νταν ήδη ένα μακρι­νό παρελ­θόν (για αρκε­τούς ίσως, όχι όμως για τον ποι­η­τή) – αλλά δεν ήταν, εάν συνυ­πο­λο­γί­σου­με πως κινή­θη­κε τότε η κατά­στα­ση παγκό­σμια μέχρι τις μέρες μας. Οι ευθύ­νες της Αρι­στε­ράς εκεί­νη την περί­ο­δο ήταν μεγά­λες. Είχε όρα­μα; Πώς θα συνέ­χι­ζε τον αγώ­να για την κοι­νω­νι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση; Πώς θα μπο­ρού­σε να αξιο­ποι­ή­σει σωστά την διά­θε­ση των εργα­ζο­μέ­νων για να ενι­σχύ­σει και να δώσει συνέ­χεια στις ρήξεις και τις ανα­τρο­πές που είχαν ξεκι­νή­σει από το Πολυ­τε­χνείο και συνέ­χι­σαν με τις μεγά­λες απερ­για­κές κινη­το­ποι­ή­σεις της πρώ­της δεκα­ε­τί­ας της Μετα­πο­λί­τευ­σης; Ο Ρίτσος  δεν θα μπο­ρού­σε να μεί­νει ανε­πη­ρέ­α­στος. Ήταν καθή­κον του να δώσει την δική του εικό­να, μέσα από το καλύ­τε­ρο εργα­λείο ποτ είχε στην διά­θε­ση του, την ποί­η­ση. Ήθε­λε να προ­χω­ρή­σουν οι αγώ­νες για μια γνή­σια κοι­νω­νι­κή αλλα­γή κι έκφρα­σε αυτές ακρι­βώς τις αγω­νί­ες των κατοί­κων της χώρας.

Ο ίδιος ο τίτλος της συλ­λο­γής προ­δια­θέ­τει για τον χαρα­κτή­ρα της ποί­η­σης που θα δια­βά­σου­με. Ένα χαρα­κτή­ρα που ίσως να μοιά­ζει ανα­χω­ρη­τι­κός αλλά δεν είναι, αντί­θε­τα προ­χω­ρά­ει σε μια βαθειά κοι­νω­νι­κή όσο και προ­σω­πι­κή ενδο­σκό­πη­ση. Σ’ ένα απο­λο­γι­σμό ιδιαί­τε­ρης ουσί­ας. Όσον αφο­ρά τον τίτλο, αξί­ζει αν σημειώ­σου­με ότι υπε­ρώο είναι γενι­κά ο εξώ­στης (κυρί­ως στο θέα­τρο) και πιο συγκε­κρι­μέ­να ο εξώ­στης σε χρι­στια­νι­κούς ναούς που βρί­σκε­ται μέσα και πίσω στο ναό, που συνή­θως χρη­σι­μο­ποιού­νταν κι ως γυναι­κω­νί­της. Αλλά ένα υπε­ρώο έχει τη μονα­δι­κή ιδιό­τη­τα ότι ενώ βρί­σκε­ται τόσο δίπλα στον κόσμο άλλο τόσο παρα­μέ­νει κρυ­φό από τα πολ­λά βλέμ­μα­τα. Έτσι κι ο ποι­η­τής γρά­φει και κατα­γρά­φει τη δρά­ση και την αγω­νία των ανθρώ­πων, τη ζωή και τα συναι­σθή­μα­τα γύρω του, συν­δια­λέ­γε­ται με τα περα­σμέ­να, με τον θάνα­το, την αγά­πη και την κοι­νω­νι­κή αλλα­γή ενω­μέ­νος «εις σάρ­καν μία» με το σύνο­λο της κοι­νω­νί­ας αλλά και μακριά από τα βλέμ­μα­τα των αδιά­κρι­των – και μπο­ρού­με να υπο­θέ­σου­με ότι αδιά­κρι­τοι δεν είναι άλλοι από τα όργα­να της εξου­σί­ας και της κρα­τι­κής κυριαρ­χί­ας. Αυτό βέβαια δεν σημαί­νει ότι ο Ρίτσος στρέ­φε­ται απο­κλει­στι­κά στον εαυ­τό του, όπως σημειώ­σα­με και παρα­πά­νω, ούτε ότι από ποι­η­τής της Ρωμιο­σύ­νης μετε­ξε­λίσ­σε­ται σε ποι­η­τή της εσω­τε­ρι­κό­τη­τας. Και αν θέλου­με να είμα­στε ειλι­κρι­νείς, ούτε ποι­η­τής της Ρωμιο­σύ­νης ήταν, αφού στο έργο του εκφρά­στη­καν οι παναν­θρώ­πι­νες αξί­ες της φιλί­ας, της αλλη­λεγ­γύ­ης και του αγώ­να ενά­ντια σε κοι­νω­νι­κούς δια­χω­ρι­σμούς και στην ταξι­κή κυριαρ­χία. Δεν περιο­ρί­στη­κε δηλα­δή σ’ ένα αυστη­ρά εθνι­κό κλί­μα, αν και όπως είναι φυσι­κό οι ανα­φο­ρές του δεν είναι άλλες από την παρά­δο­ση αυτού του τόπου κι από τη ζωή των ανθρώ­πων του. Επί­σης, αυτό δεν σημαί­νει ότι τα ποι­ή­μα­τα του Ρίτσου στη συγκε­κρι­μέ­νη συλ­λο­γή είναι γραμ­μέ­να κυρί­ως με μια υπαρ­ξια­κή οπτι­κή, για­τί στην ποί­η­ση όπως και στις ζωή το υπαρ­ξια­κό είναι αξε­χώ­ρι­στο με το πολι­τι­κό και ιδιαί­τε­ρα όταν μιλά­με για την ανθρώ­πι­νη ζωή και ιστο­ρία. Τέτοιες, συντη­ρη­τι­κές αν όχι αντι­δρα­στι­κές από­ψεις, μειώ­νουν το έργο του ποι­η­τή ο οποί­ος όσες αντι­φά­σεις κι αν είχε (και δεν είναι στό­χος αυτής της παρου­σί­α­σης η περι­γρα­φή των όποιων αντι­φά­σε­ων), ποτέ δεν στα­μά­τη­σε να είναι δίπλα στον αγω­νι­ζό­με­νο λαό μας, μέρος δυνα­μι­κό του συνόλου.

Η αλή­θεια είναι ότι το «Υπε­ρώ­ον» μου άφη­σε μια πικρή γεύ­ση όταν το άφη­σα από τα χέρια μου αλλά σε καμία περί­πτω­ση δεν έχει ο ποι­η­τής την ευθύ­νη ή του­λά­χι­στον του ανα­λο­γεί ένα μέρος. Βέβαια, ίσως η ευθύ­νη να είναι ανή­κει  απο­κλει­στι­κά σ’ εμέ­να που ανα­ζη­τού­σα και ανα­ζη­τώ γενι­κά στην ποί­η­ση μαχη­τι­κές εκφρά­σεις. Θα μου πει βέβαια ο καλο­προ­αί­ρε­τος ανα­γνώ­στης πως ο Ρίτσος ήταν ο κατε­ξο­χήν εκφρα­στής αυτών των μαχη­τι­κών εκφρά­σε­ων. Προ­φα­νώς και δεν μπο­ρώ να πω όχι, αν και δεν ήταν ο μόνος. Όμως εδώ μπαί­νουν ξεκά­θα­ρα υπο­κει­με­νι­κά ζητή­μα­τα ανά­γνω­σης  σε άμε­ση συνάρ­τη­ση με το υλι­κό και ιδε­ο­λο­γι­κό περι­βάλ­λον γύρω τους και τα οποία ούτε αυτά είναι στους σκο­πούς αυτής της παρου­σί­α­σης. Μην ξεχνά­με, οι ποι­η­τές όπως κι οι ανα­γνώ­στες, δεν είναι θεοί, ευτυ­χώς, και αυτοί όπως κι εμείς, δεν μένουν ανε­πη­ρέ­α­στοι από την κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Γι’ αυτό χρειά­ζε­ται μια όσο το δυνα­τόν ξεκά­θα­ρη αντί­λη­ψη της κοι­νω­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, ώστε και η ποί­η­ση να εκφρά­σει με τον καλύ­τε­ρο τρό­πο τις ανά­γκες της περιό­δου και όχι μια δια­στρε­βλω­μέ­νη εικό­να αυτής αλλά και ο καθη­με­ρι­νός αγώ­νας για μια άλλη κοι­νω­νία να φτά­σει επι­τέ­λους (και θα φτά­σει) στο τέλος, το οποίο θα σημά­νει μια νέα αρχή. Αυτό δεν σημαί­νει ότι η ποί­η­ση πρέ­πει να έχει ένα (μόνο) σκλη­ρό προ­πα­γαν­δι­στι­κό ρόλο. Αντί­θε­τα πρέ­πει να δρα αισθη­τι­κά και να είναι ζωντα­νή, να εξε­λίσ­σε­ται και να δοκι­μά­ζει διά­φο­ρους τρό­πους ανα­πα­ρά­στα­σης της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Τα μικρά ποι­ή­μα­τα στο Υπε­ρώ­ον, σαν σημειώ­σεις σε κάποιο λεύ­κω­μα, σαν τον κού­κο που δεν φέρ­νει την άνοι­ξη, σαν λόγια ερω­τι­κά τα μεσά­νυ­χτα, σαν απο­σπά­σμα­τα από κρυ­φό ημε­ρο­λό­γιο, σαν τα πρω­το­βρό­χια το φθι­νό­πω­ρο, σαν την κραυ­γή δια­μαρ­τυ­ρί­ας ενός απερ­γού πεί­νας ή ενός μετα­νά­στη, κάνει αυτή την ανά­γκη απαραίτητη.

Στην ουσία, κι εδώ ήθε­λα να κατα­λή­ξω από την αρχή, το Υπε­ρώ­ον είναι ένα έργο που διεκ­δι­κεί την υπέρ­βα­ση του κι όχι μόνο να το δια­βά­σου­με απλά για να το φυλά­ξου­με αύριο στο ομορ­φό­τε­ρο ράφι της βιβλιο­θή­κης μας. Να διεκ­δι­κού­με, για να υπάρ­χου­με αλλά και να υπάρ­χου­με για να διεκ­δι­κού­με, να ποια είναι η κραυ­γή, η μεγά­λη αγω­νία αυτού του βιβλί­ου. Ο Ρίτσος πιο ανθρώ­πι­νος από ποτέ, μας προ­σκα­λεί να πιά­σου­με το νήμα από εκεί που το άφη­σε ο ίδιος. Θα αγνο­ή­σου­με άρα­γε αυτή την πρόσκληση;

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΑΝΑΔΡΟΜΗ

Σαπου­νό­πε­ρα, λάσπη, αγριόχορτα,
σημα­δε­μέ­νοι τοίχοι –
πόσοι εκτελεσμένοι.
Τα κου­μπιά απ’ τα σακά­κια τους,
απ’ τα που­κά­μι­σά τους,
μαζεμένα
σ’ ένα κου­τί σιδερένιο,
κου­δου­νί­ζουν τις νύχτες.
Ράβω, ξερά­βω στίχους
να τους κου­μπώ­σω ως το λαιμό
μη μου κρυώσουν,
μη μου ξεχαστούνε,
μην ξεχα­στώ μαζί κι εγώ.
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ

Πριν από εσέ­να ήσουν εσύ;
Έξω στο δρό­μο δεν περ­νά­ει κανένας.
Το φως του δωμα­τί­ου πέφτει κάθε­τα τονί­ζο­ντας τα ζυγω­μα­τι­κά, σβή­νο­ντας το σαγόνι
μέσα στην ίδιαν απο­ρία: «υπήρ­ξα­με;».
Έτσι πέτα­ξα το ποτή­ρι απ΄ το παράθυρο.
Έτσι άκου­σα του­λά­χι­στον κάτω στο πεζο­δρό­μιο τον κρό­το: «υπάρ­χου­με».
ΥΑΛΟΥΡΓΕΙΑ

Οι φούρ­νοι των υαλουρ­γεί­ων. Φλό­γες, διαθλάσεις,
κρυ­στάλ­λι­νες μορ­φές, αγαλ­μά­τια, δοχεία.
Το σώμα της Άρτε­μης διάφανο,
ο κλό­ουν, ο υπνο­βά­της, η θλιμ­μέ­νη χελώνα,
τα δίδυ­μα άλο­γα. Σχή­μα­τα οικεία-
μακρι­νές μνή­μες επι­στρέ­φο­ντας στον εαυ­τό τους,
πραγ­μα­τω­μέ­νη δια­φά­νεια. Πρό­σε­χε- είπε-
αχ, η ονει­ρε­μέ­νη, η εύθραυ­στη, διαψευσμένη,
η προδοτική.
Τ΄ΑΣΠΡΑ ΒΟΤΣΑΛΑ

Ετού­τα τ΄άσπρα βότσα­λα στο γυμνό σου τραπέζι
λάμπουν στον ήλιο. Κανέ­νας δε μαντεύει
από ποιους βυθούς ανα­σύρ­θη­καν. Κανένας
δεν υπο­πτεύ­ε­ται με το ριψοκίνδυνες
κατα­δύ­σεις τ΄ ανέ­βα­σες. Με τι
στε­ρή­σεις κι αρνή­σεις τ΄ απέσπασες
από τα νύχια κοραλ­λό­δε­ντρων και βρά­χων. Γι΄ αυτό
λαμπο­κο­πούν τόσο λευ­κά με τη σεμνή τους περηφάνια
ν΄αποσκεπάζουν το σκο­τά­δι της κατα­γω­γής τους και ποτέ
να μην μαρ­τυ­ρή­σου­νε την ώρα της Μεγά­λης Δίκης.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο