Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου (Ναπολέων Λαπαθιώτη)

Σαν σήμε­ρα 7 Ιανουα­ρί­ου 1944 πέθα­νε ο Ναπο­λέ­ων Λαπα­θιώ­της (Γεν­νή­θη­κε 31 Οκτω­βρί­ου 1888). Όπως έγρα­ψε ο Τάσος Βουρ­νάς, στην περί­πτω­ση του Λαπα­θιώ­τη υπήρ­χε ένα διχα­σμός ανά­με­σα σε μια λεη­λα­τη­μέ­νη ζωή. Οσο μπο­ρού­σε στά­θη­κε συνε­πής εχθρός της πολι­τι­κής βίας και της κοι­νω­νι­κής κατα­πί­ε­σης. Εξέ­φρα­σε την αντί­θε­σή του στη δικτα­το­ρία του Μετα­ξά και στη ναζι­στι­κή κατο­χή μέχρι του σημεί­ου να τρέ­φει σοβα­ρές συμπά­θειες στο ΕΑΜ. Μάλι­στα λίγο πριν από την αυτο­κτο­νία του, το 1943, ο Λαπα­θιώ­της συν­δέ­θη­κε με τους αντάρ­τες του ΕΛΑΣ και τους χάρι­σε τα όπλα τού πεθα­μέ­νου πια στρα­τιω­τι­κού πατέ­ρα του.

Όταν το 1932 ο Λαπα­θιώ­της  δημο­σί­ευ­σε στους «Νέους Πρω­το­πό­ρους» το πεζό ποί­η­μα «Τρα­γού­δι για το ξύπνη­μα του προ­λε­τα­ριά­του», έχει παρέλ­θει περισ­σό­τε­ρο από μία δεκα­ε­τία από την πρώ­τη του φιλο­κομ­μου­νι­στι­κή εκδή­λω­ση, με την επι­στο­λή του, στις 13 Ιου­νί­ου του 1921, στον «Ριζο­σπά­στη». Στις 6 Αυγού­στου του 1927, με επι­στο­λή του πάλι στο «Ριζο­σπά­στη» ζητού­σε από τον Αρχιε­πί­σκο­πο Αθη­νών να τον δια­γρά­ψει από το ορθό­δο­ξο ποίμνιο.

***

Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου

…Ακούς, ακούς; ζυγώ­νουν οι ξυπό­λυ­τοι ‑ζητιά­νοι της χαράς και της αγά­πης- οι κατα­φρο­νε­μέ­νοι, με τα χοντρά, τα ροζια­σμέ­να δάχτυ­λα και την αδέ­ξια την περ­πα­τη­σιά, για να σου στρί­ψουν το άσπρο σου λαι­μά­κι ‑και για να σ’ αφα­νί­σουν, μια για πάντα, μετα­ξω­τή μυγιάγ­γι­χτη κου­κλί­τσα, καμα­ρω­τή μικρού­λα τιγρι­δού­λα, κοκώ­να με τη σάπια την ψυχή!…

* * *
Φτά­νουν απ’ τα πέρα­τα του κόσμου, μ’ αξί­νες, με σφυ­ριά και με δρε­πά­νια, για να σου δώσουν τώρα, μια για πάντα, το μεγά­λο μάθη­μα τ’ αξέ­χα­στο, της πρώ­της και στερ­νής δικαιο­σύ­νης, καθώς την πήραν απ’ τα χέρια της ζωής ‑με τα θαμπά και τ’ άξε­στα μυα­λά τους πυρ­πολημένα από την αγανάκτηση…

* * *
Ξεμπου­κά­ρουν απ’ όλες τις μεριές ‑και φτά­νουν, όλο φτά­νουν, όλο φτά­νουν- σέρ­νο­ντας τις θολές τους τις καρ­διές, με την ακα­τά­λυ­τη στορ­γή, και με τ’ ανε­ξε­ρεύ­νη­τα τα μίση ‑για να σε μάθουν πρά­μα­τα μεγά­λα- πρά­μα­τα μεγά­λα κι’ αλη­σμό­νη­τα, που θα τ’ ακού­σεις μια φορά για πάντα, που θα τα νιώ­σεις μια φορά για πάντα, και πια δε θα μπο­ρείς να τα ξεχάσεις.

* * *
Έρχο­νται τώρα, με σφιγ­μέ­να δόντια και μ’ αντα­ρια­σμέ­να τα μαλ­λιά, να σε πατή­σουν με τ’ αγροί­κα πόδια τους, να σε ποδο­κυ­λί­σουν αδυ­σώ­πη­τα, μέσ’ στο χρυ­σό σου τρα­γι­κό πα­λάτι ‑να σπά­σουν τη φαρ­μα­κε­ρή καρ­διά σου, με το θυμό που σπά­νε τ’ απο­στή­μα­τα ‑να σ’ αφα­νί­σουν τώρα, μια για πάντα ‑να σβή­σεις απ’ τη μνή­μη των ανθρώ­πων, για το κρί­μα που τους έχεις κάνει, να τους ανα­θρέ­ψεις με το μίσος, και με το μαύ­ρο βόγ­γο στην ψυχή…

* * *
Φτά­νουν οι γυμνοί κι αδι­κη­μέ­νοι ‑κι οι τα­πεινοί κι οι κατα­φρο­νε­μέ­νοι- που μέρα νύχτα τους κεντού­σες με τα σίδε­ρα, για να σου γλύ­φουν δου­λι­κά τη φτέρ­να- πλα­κώ­νουν τώρα, κύμα μανια­σμέ­νο, να τρα­γα­νί­σουν τη ζεστή καρ­διά σου, για το μεγά­λο κρί­μα που τους έκα­νες, να τους σκο­τώ­νεις ανα­με­τα­ξύ τους, για να ρου­φάς τα δόλια τους μεδού­λια, και να χορταί­νεις, μέσ’ στην ξενοια­σά σου, καλο­θρεμ­μέ­νο τέρας αστικό…

* * *
Ξυπνούν οι σκλά­βοι απ’ όλες τις μεριές, να σε ξεσκί­σουν με τα μαύ­ρα νύχια τους, για­τί πει­νούσαν και διψού­σα­νε γι’ αγά­πη ‑και συ τους πότι­ζες, δεν ξέρω πόσα χρό­νια, τους πότι­ζες με ξύδι και χολή…

* * *
Για­τί τότε μόνο, τότε μόνο, το πρά­μα αυτό που κρά­ζουν ουρα­νό, θα ξανα­γί­νει πάλι γαλα­νό· για­τί τότε μόνο, τότε μόνο, θα τρα­γου­δή­σουν πάλι τα που­λιά, και θα μοσκο­βο­λή­σουν τα ρόδα· για­τί τότε μόνο θ’ ακου­στεί το καθα­ρό τρα­γούδι του αηδο­νιού, και τ’ άστρα, που είναι σκόρ­πια στο διά­στη­μα, θα ξανα­βρού­νε την πα­λιά τους όψη! Τότε κι η Στορ­γή θα κατε­βεί, να φιλή­σει στα χεί­λη τους ανθρώπους…

* * *
Για­τί μόνο τότε, μόνο τότε, μόλις χαθείς αγύ­ριστα, για πάντα, και τα κλα­μέ­να βλέ­φα­ρα στε­γνώ­σουν, και γίνουν ιλα­ρά τα μάτια πάλι- τότε μονά­χα θα ξανα­κου­στεί, μεσ’ απ’ τα μαύ­ρα βάθη της αβύσ­σου, χαρ­μό­συ­νη, λαμπρή κι αγ­γελική, μια φοβε­ρή κι απέ­ρα­ντη φωνή ‑φωνή της μακρι­νής κι ακα­τα­νό­η­της, τώρα, Σοφί­ας της Δημιουργίας…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο