Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τώρα, ας πανηγυρίσουμε…

Τώρα μπο­ρού­με να πανηγυρίσουμε.

Μπο­ρού­με να μαζευ­τού­με οι καλοί της γης, να αγκα­λια­στού­με στα συντρί­μια του τείχους.

Να ποδο­πα­τή­σου­με τα χαλά­σμα­τα αυτού που τόσο βίαια μας χώριζε.

 

Τώρα μπο­ρού­με να γιορτάσουμε.

Πάνε χρό­νια τώρα που τέλειω­σε η πολιορ­κία του κακού και άνοι­ξαν τα διό­δια του ελεύ­θε­ρου κόσμου.

Κι ο κόσμος πια ανα­πνέ­ει, σκέ­φτε­ται και ψωνί­ζει ελεύθερα.

 

Τώρα μπο­ρού­με να χαμογελούμε…

Ποζά­ρο­ντας μπρο­στά στους ντυ­μέ­νους φρου­ρούς που θυμί­ζουν πως κάπο­τε η πόλη και ο κόσμος χωρί­ζο­νταν στα δυο.

 

Τώρα μπο­ρού­με να εγκα­τα­στα­θού­με όπου θέλουμε.

Τώρα οι άστε­γοι μπο­ρούν ελεύ­θε­ρα να επι­λέ­ξουν σε ποιο παγκά­κι θα κοι­μη­θούν χωρίς κάποιο τεί­χος να καθο­ρί­ζει τον τομέα του. Τώρα το χιό­νι σκε­πά­ζει τα σύνο­ρα κι όταν λιώ­νει τα σκε­πά­ζουν οι από­κλη­ροι νεκροί.

 

Τώρα κανείς δεν σου επι­βάλ­λει τι θα σπουδάσεις.

Τώρα οι άνθρω­ποι επι­λέ­γουν ελεύ­θε­ρα σε ποιο πανε­πι­στή­μιο θα ήθε­λαν να σπου­δά­σουν αν είχαν τα χρήματα.

 

Τώρα κανείς δεν καθο­ρί­ζει πού θα δουλέψεις.

Τώρα μπο­ρού­με να δια­λέ­γου­με σε ποιο επάγ­γελ­μα θα δηλώ­σου­με άνεργοι.

 

Τώρα το οχτά­ω­ρο γίνε­ται πράξη.

Κι επε­κτεί­νε­ται. Οχτά­ω­ρο τη βδο­μά­δα, οχτά­ω­ρο το μήνα. Τόσο χρειά­ζε­ται να δουλέψεις.

Άλλο­τε πάλι παίρ­νει την μορ­φή προ­σφο­ράς. 1+1 δωρε­άν την ίδια ημέρα.

 

Τώρα δεν έχου­με ελλεί­ψεις στα τρόφιμα.

Υπάρ­χουν τόσες επι­λο­γές που αν είχες χρή­μα­τα δεν θα ήξε­ρες τι να πάρεις.

Υπάρ­χουν και τόσα μπου­κά­λια ανα­ψυ­κτι­κών… Κυρί­ως άδεια.

Τόσο περίσ­σευ­μα για να μαζέ­ψεις απ’ τα σκου­πί­δια. Και ανα­κύ­κλω­ση και εισόδημα.

Κάθε πέτρα κι ευκαιρία.

 

Τώρα υπάρ­χει ανάπτυξη.

Βάλα­με είσο­δο σε όσα δεν θάψα­με κι όσα «κρα­τή­σα­νε» γίναν σουβενίρ.

 

Τώρα υπάρ­χει πραγ­μα­τι­κή ελευ­θε­ρία λόγου.

Πλου­ρα­λι­σμός. Φασί­στες όλων των απο­χρώ­σε­ων. Μόνο όχι οι κόκ­κι­νοι. Ναι βεβαί­ως και γίνε­ται και κόκ­κι­νοι και φασί­στες. Λίγο να το κατα­λά­βεις, και βρα­βεύ­ε­σαι και πληρώνεσαι.

 

Τώρα δεν χρειά­ζε­ται να θυμόμαστε.

Τώρα που ο χρό­νος ρίχνει τη σκου­ριά στο σπα­θί που καρ­φώ­νει τη σβά­στι­κα και στη μνή­μη μας.

Τώρα που είναι τόσο εύκο­λο να μοιά­σει ο θύτης με το θύμα.

 

Τώρα οι επι­στή­μες είναι στο από­γειό τους.

Γίνο­νται εγχει­ρή­σεις καρ­διάς, εγκε­φά­λου και ιστο­ρι­κής μνή­μης σε ρυθ­μό ρουτίνας.

 

Τώρα φύγαν οι ξένοι στρατοί.

Οι περισ­σό­τε­ροι… Δικοί μας στρα­τοί μας προ­στα­τεύ­ουν απ’ τους ξένους άοπλους στρατούς.

 

Τώρα, επι­τέ­λους, εμείς ταξι­δεύ­ου­με ελεύθερα.

Με τη δική μας, την ευρω­παϊ­κή ταυ­τό­τη­τα, που δεν στα­μα­τά­ει σε φράκτες.

Εμείς είχα­με την ευλο­γία να την έχου­με την ώρα που άλλοι την αγο­ρά­ζουν ή την πλαστογραφούν.

Μόνο που δεν μας επι­βι­βά­ζει σε φου­σκω­τά. Και που κρί­νε­ται ακα­τάλ­λη­λη τρο­φή για τα ψάρια…

 

Τώρα το τεί­χος έχει γίνει ανάμνηση.

Λίγα κομ­μά­τια στέ­κουν και θυμί­ζουν την ύπαρ­ξη του. Τα υπό­λοι­πα τα κάνα­με του­ρι­στι­κά προ­ϊ­ό­ντα που σαν ψάρια και ψωμιά του 21ου αιώ­να, όσο τα που­λάς τόσο πληθαίνουν.

Το μεγα­λύ­τε­ρο κομ­μά­τι το διώ­ξα­με απ’ την Ευρώ­πη μας. Προ­στα­τεύ­σα­με μ’ αυτό τα παι­διά της Γάζας. Το παρα­χω­ρή­σα­με ευγε­νι­κά στους γκρα­φι­τά­δες της Μέσης Ανα­το­λής για να εξασκούνται.

Με αυτό παί­ζο­νται τώρα τα «Παι­χνί­δια με σύνο­ρα» που πήραν την ώρα του δελ­τί­ου κι έχουν για έπα­θλο την επιβίωση.

Το ρίξα­με το τεί­χος και υπο­γρά­ψα­με τη δήλωση:

Τώρα μπο­ρεί­τε ελεύ­θε­ρα να χτί­σε­τε ένα τεί­χος γύρω από τον καθέ­να μας

 

Χρυ­σό­στο­μος Μωυσέως

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο