Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Φώτης Αγγουλές, ο άνθρωπος, ο αγωνιστής, ο ποιητής.

Γρά­φει η Σοφία Μπαρ­δά­νη //

.… Αυτούς που εγώ τρα­γου­δώ δεν έχου­νε φτερά,
δεν τους μεθά καμιά φυγή, δεν τους τρα­βούν τ’ αστέρια
έχου­νε μια ζεστή καρ­διά, δυο ροζια­σμέ­να χέρια
κι είναι δεμέ­νοι με τη γη.

Απ’ της αυγής το χάρα­μα ως του βρα­διού τα θάμπη
μοχθούν για δυο πικρές ελιές και μια μπου­κιά ψωμί,
ιδρώ­νουν κι απ’ τον ίδρω τους ανθο­βο­λούν οι κάμποι
καί­γο­νται κι απ’ τις φλό­γες τους φωτί­ζε­ται η ζωή.

Αγα­πη­μέ­νος ποι­η­τής όχι μόνο της νιό­της μου αλλά μέχρι τώρα που τον συνά­ντη­σα απρό­σμε­να ως ποι­η­τή, όχι στα σχο­λεία που δίδα­ξα, όχι σε αυτά. Τριά­ντα επτά χρό­νια στη μέση εκπαί­δευ­ση, διδά­σκο­ντας κυρί­ως νεο­ελ­λη­νι­κή λογο­τε­χνία (νεο­ελ­λη­νι­κά ανα­γνώ­σμα­τα, κεί­με­να νεο­ελ­λη­νι­κής λογο­τε­χνί­ας) ποτέ, ούτε μια φορά δε βρή­κα σε κανέ­να από αυτά έστω ένα μικρό ποί­η­μα του Αγγου­λέ και όχι από εκεί­να τα «επι­κίν­δυ­να» για τους κρα­τού­ντες και εκεί­νους που έκα­ναν τις επι­λο­γές των κει­μέ­νων, επι­λεγ­μέ­νοι βέβαια και «παι­διά» της εξου­σί­ας, της εκά­στο­τε εξου­σί­ας. Αλλά όπως και ο ίδιος έχει γρά­ψει «τον ξέρου­με τον ένο­χο είναι γνω­στή η αιτία (για άλλους λόγους βέβαια) Τύχη ωστό­σο καλή να γνω­ρί­σω τον άνθρω­πο, τον ποι­η­τή σε όλο του το μεγα­λείο, ήταν το βιβλίο του Γ. Σιδέ­ρη «Φώτης Αγγου­λές», όχι όμως μόνο αυτό. Ο Σιδε­ρής υπήρ­ξε συγκρο­τού­με­νος για πολ­λά χρο­νιά με τον Αγγου­λέ και υπήρ­ξε και αδερ­φός του ή και σαν πατέ­ρας του να πω, όχι τόσο για­τί είχαν δια­φο­ρά ηλι­κί­ας αλλά για­τί τον φρό­ντι­ζε σαν πατέ­ρας όπως και πολ­λοί ακό­μη. Τον φρό­ντι­ζαν, τον περιέ­βαλ­λαν με αγά­πη για­τί έμοια­ζε ένας άγγε­λος που κατέ­βη­κε στη γη, ένας ξυπό­λη­τος άγγε­λος να ζήσει, να βασα­νι­στεί, να πει­νά­σει, να αγω­νι­στεί και να τρα­γου­δή­σει συμ­φο­ρια­σμέ­να χρό­νια, ήρω­ες και μικρά, φτω­χά παι­διά, που λάτρε­ψε την πατρί­δα, την λευ­τε­ριά και μίση­σε όλους εκεί­νους ντό­πιους και ξένους που ρήμα­ξαν τη ζωή μας και κυρί­ως τους φασί­στες και την τρο­μα­χτι­κή ιδε­ο­λο­γία τους.

Πολύ μικρός με τους πρώ­τους διωγ­μούς των Τούρ­κων πέρα­σε με την οικο­γέ­νεια του απέ­να­ντι στη Χίο και από τότε έγι­νε η Χίος πατρί­δα του, την οποία λάτρε­ψε με το πέρα­σμα του χρό­νου· γι’ αυτό και οι Χίοι τον θεω­ρούν κατά­δι­κο τους.

Η φτώ­χεια και η ορφά­νια, αφού έχα­σε και τους δύο γονείς του, χαρα­κτή­ρι­ζαν τη ζωή του και η πίκρα στά­λα­ζε το δάκρυ μέσα του- είχε βέβαια τρεις αδερ­φές αλλά μάλ­λον έμει­ναν μακριά του, ίσως ο ίδιος ήθε­λε να τις προ­στα­τέ­ψει για­τί πια και με τον και­ρό ο Αγγου­λές ήταν ο κομ­μου­νι­στής, το μία­σμα όπως το εννο­ού­σε η εξου­σία. Η δου­λειά του να που­λά ψάρια και να σκά­βει χωρά­φια και το βρά­δυ να πηγαί­νει στη βιβλιο­θή­κη της Χίου όπου ο διευ­θυ­ντής του επέ­τρε­ψε να κοι­μά­ται τα βρά­δια. Όλα αυτά βέβαια υπέ­σκα­ψαν την υγεία του. Άλλω­στε ήταν πάντα ένας ντε­λι­κά­τος άνθρω­πος, κου­ρα­σμέ­νος και μονά­χος· προ­πά­ντων αυτό τον έθλι­βε και τον πονού­σε. Ξέδι­νε μονά­χα σε μικρά ταβερ­νά­κια με τους ταπει­νούς να πίνουν το κρα­σά­κι τους και να λένε (όχι αυτός) τα βάσα­νά τους. Γράμ­μα­τα δεν έμα­θε για­τί στην Δευ­τέ­ρα δημο­τι­κού πήδη­ξε από το παρά­θυ­ρο της τάξης και δεν ξανα­φά­νη­κε στο σχο­λείο. Αυτο­μορ­φώ­θη­κε όμως εκεί στην βιβλιο­θή­κη «Κορα­ής» και όταν έπε­σε στα χέρια του ένα ποί­η­μα γοη­τεύ­τη­κε τόσο που άρχι­σε κι αυτός να γρά­φει στί­χους. Χωρίς αμφι­βο­λία είχε το φυσι­κό χάρι­σμα αλλά και αισθή­μα­τα δυνα­τά, ν’ αγα­πά, να πικραί­νε­ται όχι τόσο για τον εαυ­τό του όσο για όσους υπο­φέ­ρα­νε και ιδιαί­τε­ρα για τα μικρά παιδιά.

Για την ποι­η­τι­κή του δημιουρ­γία και σύμ­φω­να με την κατη­γο­ριο­ποί­η­ση του Γ. Σιδέ­ρη θα έλε­γα πως οι περί­ο­δοι της είναι: Χίος, ο μεσο­πό­λε­μος, η Μέση Ανα­το­λή, οι εξο­ρί­ες και η φυλα­κή με τις συλ­λο­γές — 1934 Αμα­βα­σιά (γέμι­σμα φεγ­γα­ριού), κραυ­γές στον ήλιο, μενε­ξέ­δες, εντελ­βάις, μέση ανα­το­λή, φλό­γες του δάσους, οπτα­σί­ες στην έρη­μο, φωνές -μετά την απο­φυ­λά­κι­ση του 1958- πορεία μέσα στη νύχτα και Φου­τσι­γιά­μα. Ποι­ή­μα­τά του μετα­φρά­ζο­νται στη Γαλ­λία, Γερ­μα­νία, Αγγλία, Ρωσία, Πολω­νία, Βουλ­γα­ρία. Ειδι­κά τα ποι­ή­μα­τα Γαλή­νη, Στίγ­μα, Βαρ­σο­βία κ.ά. μετα­φρά­στη­καν σε πολ­λές γλώσσες.

Στην πρώ­τη περί­ο­δο κάπως μοι­ρο­λα­τρι­κά τα ποι­ή­μα­τά του, ποι­ή­μα­τα για τα παι­διά, για την πικρή ζωή τους και ζωή του, κάποια ερω­τι­κά χωρίς ωστό­σο να πού­με ότι ήταν πεσι­μι­στής, όπως το εννο­ού­με για τον Καρυω­τά­κη· Άλλω­στε στα ποι­ή­μα­τα του γενι­κά παρό­λο που υπάρ­χει και θρή­νος και συμ­φο­ρές — ο πόλε­μος κύρια — θα βρού­με όλα εκεί­να τα στοι­χεία για τους αγώ­νες και την γεν­ναιό­τη­τα των Ελλή­νων παλι­κα­ριών, τον πόνο αλλά και το μεγα­λείο για τους απέ­θα­ντες γεν­ναί­ους, την τρυ­φε­ρό­τη­τα και την λατρεία στα ορφα­νά παι­διά και το μίσος ‑ξανα­λέ­με- για τους προ­δό­τες και τους κατα­κτη­τές φασί­στες. Έχει δε και ποι­ή­μα­τα ιδιαί­τε­ρα αισιό­δο­ξα που εκφρά­ζουν μια ιδιαί­τε­ρη πίστη για το αύριο και τη λευ­τε­ριά ή ποι­ή­μα­τα γραμ­μέ­να σε στιγ­μές γαλή­νης που του δίνει η φύση και κυρί­ως η θάλασ­σα όπως και ερωτικά.

Ένα τέτοιο ποί­η­μα είναι n Γαλή­νη

Κάλ­μα μπου­νά­τσα. Με καθρέφτης
μοιά­ζει ο για­λός που εγαληνεύτη
και μήτε μια ζαρω­μα­τιά δε βλέ­πει η πέν­θι­μη ματιά
στο γαλα­ζί κρου­στάλ­λι ως πέφτει
κρί­μα να μη μπο­ρεί να γίνει
και στη ψυχή του έτσι γαλήνη.

Στέ­κο­μαι στο στί­χο — δε βλέ­πει η πέν­θι­μη ματιά — κι αυτό για­τί είμα­στε στην επο­χή του μεσο­πο­λέ­μου· πάνω από τους λαούς κρέ­με­ται το φάσμα ενός άγριου πολέ­μου που προ­ε­τοι­μά­ζουν οι φασί­στες. Δε πρό­κει­ται επο­μέ­νως για μια κατά­στα­ση της ψυχής που σχε­τί­ζε­ται με το δικό του προ­σω­πι­κό πόνο αλλά με τον πόνο των ανθρώ­πων παρό­λο που ακό­μη δεν έχει απο­κτή­σει αγω­νι­στι­κή συνεί­δη­ση. Σαν απλός και σωστός άνθρω­πος βλέ­πει τη συμ­φο­ρά, νιώ­θει το κακό που έρχε­ται και αντιδρά.

Γι’ αυτό και ανα­ζη­τά λίγη γαλή­νη, μια ήρε­μη στιγ­μή και τη βρί­σκει στο ποί­η­μα που ανα­φέ­ρα­με και σε άλλα.

Τα παι­διά, όχι μόνο βέβαια τα παι­διά αλλά κυρί­ως αυτά απο­τε­λούν ένα είδος λατρεί­ας, πατρι­κής, μητρι­κής και αδερ­φι­κής ακό­μα. Τα φτω­χά, τα ορφα­νά, τα σταυ­ρω­μέ­να παι­διά που ποτέ δε φταί­νε · τα ποι­ή­μα­τα για αυτά είναι πολ­λά αλλά στέ­κο­μαι σε ένα

…της φτώ­χειας και της εργα­τιάς μικροί Χρι­στοί, χλω­μά παιδιά
που και το χάδι κι η στορ­γή και το ψωμί σας λείπει
με τη φωνή μου ας ήτα­νε σ’ αυτιά του κόσμου ν’ ακουστεί
κι απ’ τα μικρά στη­θά­κια σας της αγω­νί­ας το καρδιοχτύπι

***

Δεν έχει ρόδα ο κήπος σας δεν έχει χρώ­μα­τα και μύρα
είστε φτω­χά κι η μοί­ρα σας ειν’ άκαρ­πη και στείρα
την πετα­λού­δα τη χαρά πάνω στα βάτα ως κυνηγάτε
μονά­χα τα χερά­κια σας ματώ­νουν και πονάτε.

Άλλα ποι­ή­μα­τα για τα παι­διά: Ένα δάκρυ, Παι­δί της νύχτας, Θυσί­ες, Χρι­στοί, Νανου­ρί­σμα­τα. Σε αυτό το σημείο πρέ­πει να στα­θώ και να συγκρί­νω αυτήν την αγά­πη με εκεί­νη του μεγά­λου ποι­η­τή Νικη­φό­ρου Βρετ­τά­κου και μάλι­στα σε ορι­σμέ­να σημεία η λατρεία και η ταύ­τι­ση η λεκτι­κή είναι σημα­ντι­κή. Όπως ο Αγγου­λές το ίδιο και ο Βρετ­τά­κος, άλλης εμβέ­λειας βέβαια ποι­η­τής, χρη­σι­μο­ποιούν την λέξη Χρι­στοί, μικροί Χρι­στοί, αθώα παι­διά και άλλα. Μπο­ρού­με να θυμη­θού­με «τα δεκα­τέσ­σε­ρα παι­διά» του Βρετ­τά­κου αλλά και πολ­λά άλλα όπου ο πόνος, η θλί­ψη γι’ αυτά τα βασα­νι­σμέ­να πλά­σμα­τα σε πόλε­μο κυρί­ως και πεί­να είναι ο λυγ­μός και ο πόνος, η αγκα­λιά, η λαχτά­ρα να τα προ­στα­τέ­ψουν· γι’ αυτό δια­βά­ζο­ντας τα λυτρω­τι­κό το δάκρυ αργο­κυ­λά­ει. Και το παρά­ξε­νο είναι ότι η παι­δι­κή ηλι­κία του Βρετ­τά­κου ήταν μια φωτει­νή, χαρού­με­νη ηλι­κία όλο λάμ­ψη και φως φέρ­νο­ντας τη και στα μεγά­λα του χρό­νια σε αντί­θε­ση με τον ποι­η­τή που έφυ­γε κυνη­γη­μέ­νος από το Τσε­σμέ ενώ ήταν μικρός ακό­μα. Εκεί­νο που μπο­ρού­με να πού­με είναι πως είχαν και οι δύο την θεία εκεί­νη ευλο­γία μιας μονα­δι­κής καρ­διάς, αθώ­ας, συμπο­νε­τι­κής, τρυ­φε­ρής και η αγκα­λιά τους μια μεγά­λη αγκα­λιά, μια μάνα η μια πατρί­δα να κρύ­ψουν κάτω απ’ τις φτε­ρού­γες της την αθω­ό­τη­τα και αγιο­σύ­νη των παι­διών σε δίσε­κτα χρόνια.

 

Η τοπο­θέ­τη­ση του Αγγου­λέ με το μέρος των ταπει­νών και βασα­νι­σμέ­νων, μικρών ή μεγά­λων, και κυρί­ως η τοπο­θέ­τη­ση του με το μέρος των προ­ο­δευ­τι­κών ανθρώ­πων τον λυτρώ­νει, τον ξεκό­βει όπως γρά­φει ο Γιώρ­γος Σιδε­ρής από τα πλο­κά­μια της θλί­ψης. Έτσι αρχί­ζει και μια νέα ποι­η­τι­κή περί­ο­δος με τον β’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο όπου τα ποι­ή­μα­τά του πια στοι­χειώ­νει ο φασι­σμός, τα στοι­χειώ­νει ο θάνα­τος και μετά η πεί­να, αφή­νο­ντας με αυτόν τον τρό­πο την προ­σω­πι­κή του δυστυ­χία. Στέ­κε­ται από­λυ­τα συνε­πής μέχρι τέλους με τους αγω­νι­στές, αγω­νι­στής και ο ίδιος, αντι­φα­σί­στας ποι­η­τής . Σε αυτή την περί­ο­δο ανή­κουν τα ποι­ή­μα­τα: Στοι­χειω­μέ­νη νύχτα, Σταυ­ροί, Στίγ­μα, Στά­λι­γκραντ, Βαρ­σο­βία κ.ά.

Οι ηρω­ι­σμοί και οι θυσί­ες του λαού αυτή την περί­ο­δο είναι αμέ­τρη­τες· ηρω­ι­κοί οι νεκροί, τα χνά­ρια ματω­μέ­να θα δεί­χνουν το πέρα­σμα για την κατά­κτη­ση της λευ­τε­ριάς. Ένα τέτοιο ποί­η­μα είναι το Σταυροί:

τόσοι σταυ­ροί που στήθηκαν
τόσοι σταυ­ροί που θα στηθούνε
εμάς μονά­χα με σταυρούς
μπο­ρούν να μας μετρούνε
***
Σταυ­ροί παντού σταυροί
***
είμα­στε «οι αδά­κρυ­τοι κι οι αγέλαστοι»
δεν κλαί­με δεν γελού­με
τα σπί­τια μας καπνίζουνε
πει­νού­νε τα παι­διά μας, δεν λυγούμε.
Ήρθα­με να χαρά­ξου­με του πόνου μας τα σύνορα
και στή­νου­με σημά­δια και περνούμε
Σταυ­ροί παντού σταυροί

Ποι­ή­μα­τα αυτής της επο­χής και κυρί­ως η Στοι­χειω­μέ­νη νύχτα, η Βαρ­σο­βία, το Στά­λι­γκραντ, ποι­ή­μα­τα υψη­λής τέχνης και τεχνι­κής, ανθρω­πιάς και μίσους για το φασι­σμό, και μόνον αυτά να είχε γρά­ψει θα είχε κατα­κτή­σει τον Ελλη­νι­κό Παρ­νασ­σό. Πέρα από τη θεμα­τι­κή τους βρί­σκου­με γνω­ρί­σμα­τα μεγά­λου ποι­η­τή, συμπύ­κνω­ση θεμα­τι­κή (Στά­λι­γκραντ), μέθο­δο δια­λε­κτι­κή (Στά­λι­γκραντ), το πρό­σω­πο του τρό­μου και της φρί­κης (Στοι­χειω­μέ­νο σπίτι)

- πάνω απ’ του σπι­τιού τη στέ­γη μ’ ένα καύκαλο
μωρού
πεθα­μέ­νο απ’ τη πεί­να φτιά­χνει η φρί­κη μια
μπου­ρού
και φυσά και ζωντα­νεύ­ει των πνιγμένων
τις λαχτά­ρες και φυσά κι από τη νύχτα που τις έθαψε
το χιό­νι
πιό­τε­ρο η ψυχή στης φρί­κης τους αλαλαγμούς
παγώ­νει.

Η κόλα­ση του Δάντη με την πέν­να ενός ανθρώ­που που ο λόγος του είναι καί­ριος, ουσια­στι­κός, ανα­τρι­χια­στι­κός κι ο ρυθ­μός του στης κραυ­γής το σύνο­ρο βρυ­χά­ται την οργή, το άδι­κο και ραγί­ζει αλήθεια.

Όμως ο Αγγου­λές δεν είναι μόνο με το στί­χο του ο αγω­νι­στής που χτυ­πά αλύ­πη­τα το κακό, είναι ο ίδιος που ζήτη­σε να πάει στη Μέση Ανα­το­λή για να πολε­μή­σει μαζί με τόσους άλλους τις μηχα­νο­κί­νη­τες ορδές του φασι­σμού που σάρω­ναν τα πάντα στις χώρες της Αφρι­κής. Εδώ θα υπο­στεί τα πάν­δει­να. Τους κλεί­νουν σε στρα­τό­πε­δα (το σύρ­μα, όπως το έλε­γαν) και τους αφή­νουν να καί­γο­νται, να πει­νούν, άυπνους για­τί μετά από όσα έγι­ναν εκεί κάτω ζητούν τώρα να γυρί­σουν στην πατρί­δα να πολε­μή­σουν · είναι πια χαρα­κτη­ρι­σμέ­νος, είναι κομ­μου­νι­στής.

Ποι­η­τι­κά και αυτή η περί­ο­δος είναι μαζι­κή, πολ­λά ποι­ή­μα­τα εξαι­ρε­τι­κά. Σημειώ­νω ιδιαί­τε­ρα: Στην ιστο­ρία, Μπά­υ­ρον, Αφρι­κα­νι­κή νύχτα, Να ’ σαστε και’ σεις, Μπίρ Χακίμ.

Η πατρί­δα είναι καη­μός και πόθος. Τη νοσταλ­γούν, η λαχτά­ρα τους καί­ει κι αν δουν κάπου εκεί στα λιβυ­κά ακρο­γιά­λια κάτι που να την θυμί­ζει κάνουν σαν τρε­λά παι­διά, όπως όταν είδαν θυμά­ρια. Λέει ο ποιητής :

Ω, να ‘σαστε κι εσείς μαζί
πατρι­δο­που­λη­τά­δες
κι από μιαν ένο­χη μεριά
να βλέ­πα­τε με τι χαρά τα εξό­ρι­στα τα παλληκάρια
ξεφώ­νι­ζαν στις Λιβυ­κές ερη­μι­κές ακτές
σαν είδα­νε τα πρώ­τα τα θυμάρια.
Και τα χaϊ­δoλο­γoύ­σavε με χέρια τόσο τρυφερά
σα να χαϊ­δο­λο­γού­σα­νε μια μάνα μια ερωμένη
μιαν αδελ­φή σε μια στιγ­μή που ύπνος γλυκός
την παίρ­νει

Όμως ο ποι­η­τής είναι πια άρρω­στος, η άμμος, το λιο­πύ­ρι, η δίψα φωλιά­ζουν στα πνευ­μό­νια του που το παλεύ­ει αλλά δε για­τρεύ­ο­νται πια. Και εδώ μπο­ρεί να στα­θεί και το υπέ­ρο­χο, αισιό­δο­ξο ποί­η­μα του Μη καρ­τε­ρά­τε να λυγί­σου­με που δεν ανα­φέ­ρε­ται μόνο στα όσα έζη­σε στη Μέση Ανα­το­λή, στον πόλε­μο, στο φασι­σμό, στις εξο­ρί­ες και στη φυλα­κή αργό­τε­ρα. Είναι για όλα τα χιλιά­δες βάσα­να και τις στε­ρή­σεις αλλά ο ποι­η­τής θα πει και θα βροντοφωνάξει:

Μην καρ­τε­ρά­τε να λυγίσουμε
μήτε για μια στιγμή
μηδ’ όσο στην κακοκαιριά
λυγά­ει το κυπαρίσσι
έχου­με τη ζωή πολύ
πάρα πολύ αγαπήσει

Εδώ φαί­νε­ται και η αγά­πη του ποι­η­τή για τη ζωή και το πάθος, το πεί­σμα πως θα αντέ­ξουν, πως δε θα λυγί­σουν, πως θα τους βρει η άλλη μέρα στο μετε­ρί­ζι του χρέ­ους και της λευτεριάς.

Και έτσι εκεί­νος ο ταπει­νός ψαράς , μερο­κα­μα­τιά­ρης, λιγνός και πονε­μέ­νος άνθρω­πος γίνε­ται ο κήρυ­κας της ελπί­δας για το αύριο που θα έρθει φωτει­νό, κρα­τά­ει ρομ­φαία το ιδα­νι­κό του. Κι αν κάπου κάποιοι μίλη­σαν για πεσι­μι­σμό και ανα­φέρ­θη­καν σε συσχε­τι­σμούς με τον Καρυω­τά­κη, δεν είναι η ίδια θλί­ψη, ο πόνος, τα βάσα­να τους. Ο Καρυω­τά­κης, μέγας βέβαια ποι­η­τής, παλεύ­ει με τον εαυ­τό του και με το πρό­βλη­μα του που τον οδη­γεί μοι­ραί­ως στο θάνα­το. Ο Αγγου­λές σαλ­πί­ζει παρ’ όλους τους πόνους, τον θρή­νο και τα βάσα­να, δικά του και των άλλων, το ξημέ­ρω­μα της λεύ­τε­ρης πατρί­δας, το γλυ­κό πρω­ι­νό της λεύ­τε­ρης μέρας και δεν είναι το μόνο το παρα­πά­νω ποί­η­μα που προ­σπα­θεί, που φωτί­ζει το αύριο. Είναι και άλλα όπως το αλλάξ­τε τη μοί­ρα σας, πάρ­τε τη γη, μεί­νε φτω­χός και πολ­λά άλλα.

Δύο στρο­φές μόνο από το αλλάξ­τε τη μοίρα:

.…Τίπο­τα, τίπο­τα καλό σε εσάς δεν έχουν δώσει
όσοι σοφοί κι αν πέρα­σαν και παντογνώστες
και μεγά­λοι ποιον περι­μέ­νε­τε να’ρ­θει; ποιον καρτεράτε
να σας σώσει
***
Εσείς οι ίδιοι με τα χέρια σας
με το μυα­λό σας, με την πράξη
αν δεν αλλά­ξε­τε τη μοί­ρα σας
ποτέ της δεν θα αλλάξει.

Τα βάσα­να όμως συνε­χί­ζο­νται και επι­στρέ­φο­ντας από τη Μέση Ανα­το­λή. Εξο­ρί­ζε­ται και στη συνέ­χεια φυλα­κί­ζε­ται για πολ­λά χρό­νια. Εκεί συνα­ντά και τον Σιδε­ρή, αδελ­φό και πατέ­ρα, και τόσους άλλους που τον αγκά­λια­σαν και τον προ­στά­τευαν όσο μπο­ρού­σαν. Η δημιουρ­γι­κή του δύνα­μη περιο­ρί­στη­κε αλλά δε σιώ­πη­σε· έγρα­ψε και στη φυλα­κή στί­χους μονα­δι­κούς όπως το Ωρα σας καλή γραμ­μέ­νο για τους μελ­λο­θά­να­τους που έφευ­γαν για πάντα κι ωστό­σο ολό­κλη­ρη η φυλα­κή αντι­λα­λού­σε το τρα­γού­δι (ποί­η­μα του Βάρ­να­λη) δεν είμαι εγώ σπο­ρά της τύχης… Εδώ πια δεν πρό­κει­ται για απλούς, καθη­με­ρι­νούς ανθρώ­πους αλλά για Διγε­νή­δες που αψη­φού­σαν τον Χάρο και όταν ανα­με­τρή­θη­καν στα μαρ­μα­ρέ­νια αλώ­νια βγή­καν νικη­τές — Απέ­θα­ντοι ήρω­ες, βιγλά­το­ρες των ιδα­νι­κών της φυλής μας και όλων των δημο­κρα­τι­κών ανθρώ­πων που δε ζουν χωρίς τη λευτεριά.

Μέσα στις φυλα­κές ο Αγγου­λές ήταν με τους αδελ­φούς αλλά ένας ίσκιος από τις κακου­χί­ες και την αρρώ­στια των τυπο­γρα­φεί­ων (μολυ­βδί­α­ση). Κάποιες φορές του έλε­γαν οι συγκρα­τού­με­νοί του: «βρε Φώτη, έτσι που πας, θα πεθά­νεις. Φάε μια μπου­κιά.» και εκεί­νος απα­ντού­σε: «Εδώ πεθαί­νουν τα αδέλ­φια μου κάθε μέρα και εμείς τώρα θα κάνου­με κού­ρα;». Ο Γ. Σιδε­ρής διη­γεί­ται στιγ­μιό­τυ­πα από τη φυλα­κή που δεί­χνουν τον άνθρω­πο Αγγου­λέ, την μεγά­λη καλο­σύ­νη, θα πω αγιό­τη­τα που έχουν κάποιοι άνθρω­ποι και με αυτή πορεύ­ο­νται στη ζωή. Γρά­φει λοι­πόν ο Σιδε­ρής ότι κάπο­τε από τα παρά­θυ­ρα της φυλα­κής κοί­τα­ζε ένα κομ­μά­τι δρό­μου, πέρα από τους τοί­χους της και έλε­γε: «τι όμορ­φος που είναι ο κόσμος!» Άλλη φορά πάλι είχε βρει ένα μικρό λου­λου­δά­κι και το κρα­τού­σε σαν δια­μά­ντι στα χέρια του και παράλ­λη­λα άκου­σε παι­δι­κές χαρού­με­νες φωνές, στά­θη­κε εκστα­τι­κός και ψιθύ­ρι­σε στο Σιδέ­ρη: «Δύο τόσο μεγά­λες χαρές μαζί… πώς να τις αντέ­ξεις… Αχ! τι μας έκα­ναν οι άτι­μοι.…» Και πάντα όλο κάτι να σημειώ­νει σε κου­τιά τσι­γά­ρων, σε εξώ­φυλ­λα βιβλί­ων και μετά να τα πετά­ει. Τρέ­χα­νε όμως οι σύντρο­φοι, τα μάζευαν ή τα απο­μνη­μό­νευαν (υπήρ­χε κάποιος με αυτή τη δυνα­τό­τη­τα στη φυλα­κή), τα συγκέ­ντρω­ναν και μετά τα παρέ­δι­δαν στο Σιδέ­ρη. Εκεί­νος πάλι τα έκρυ­βε σε μια σχι­σμή του ξύλι­νου ποδιού του για να μη τα βρουν οι φύλακες.

Έτσι σώθη­καν πολ­λά ποι­ή­μα­τα όπως και το βιβλίο που έγρα­ψε ο Σιδε­ρής κατά παρά­ξε­νο τρό­πο, για­τί τα περισ­σό­τε­ρα βιβλία του και γρα­πτά τα πήραν ή νομί­ζω πως τα έκα­ψαν οι εκτε­λού­ντες δια­τε­ταγ­μέ­νη υπη­ρε­σία. Το 1958 που βγή­κε από τη φυλα­κή ήταν πια μια προ­σω­πι­κό­τη­τα. Έκα­ναν δια­λέ­ξεις για την ποί­η­ση του, έγρα­ψαν για αυτόν, και ποι­ή­μα­τα και πεζά, κυρί­ως η Έλλη Παπα­δη­μη­τρί­ου, που ήταν αγα­πη­μέ­νη φίλη και τον συνό­δε­ψε νεκρό. «Ερχό­με­νος από τη Χίο για θερα­πεία πέθα­νε στο καρά­βι και τον γύρι­σαν στο νησί».

Αν πρέ­πει να απο­τι­μή­σου­με την ποι­η­τι­κή του προ­σφο­ρά ανε­πι­φύ­λα­κτα οφεί­λου­με τον έπαι­νο στο σπου­δαίο προ­λε­τά­ριο, αγα­πη­μέ­νο ποι­η­τή του λαού και των δημο­κρα­τι­κών ανθρώπων.

Αυτο­δί­δα­κτος μας έδω­σε μια ποί­η­ση ξεχω­ρι­στή, λυρι­κή και πονε­μέ­νη, στι­χουρ­γι­κά εξαι­ρε­τι­κή, τις περισ­σό­τε­ρες φορές με ρυθ­μούς και μέτρα που η ψυχή του και το ταλέ­ντο του ανά­δι­ναν δια­λε­κτι­κά και με ρεα­λι­σμό φορές — φορές, λεκτι­κά, ευρή­μα­τα με την συσ­σω­ρευ­μέ­νη πεί­ρα, αγω­νία, θλί­ψη, φλό­γα και ιδα­νι­κά χαρί­ζο­ντας μας μαγι­κό λόγο, να κλαις και να φλέ­γε­σαι από περη­φά­νια. ανδρεία ποί­η­ση, πελε­κη­μέ­νη στο καμί­νι του πολέ­μου, των εξο­ριών και της φυλα­κής, μας έδω­σε ο ξυπό­λη­τος Άγγε­λος Φώτης Αγγου­λές, που μυρώ­νει τα όνει­ρα μας, τις ελπί­δες μας, τα πιστεύω μας για ένα καλύ­τε­ρο αύριο.

Θέλω ωστό­σο να ανα­φερ­θώ σε κεί­με­νο της Έλλης Παπα­δη­μη­τρί­ου για την κηδεία του από το βιβλίο της Φώτης Αγγου­λές, εκδ. Κέδρος, 1957: Η κηδεία επί­ση­μη, με έξο­δα του δήμου και μου­σι­κή. Μερι­κοί παραπονέθηκαν :

«για­τί να μην κάνου­νε αυτοί τα έξο­δα;» έλεγαν.….είμαστε φίλοι, χτυ­πού­σαν το στή­θος τους, δεί­χνα­νε την καρ­διά τους, θλί­ψη αντρί­κεια, ομη­ρι­κή. Άλλοι λέγα­νε πως αν είχε ο Φώτης τα μισά λεφτά που πήγα­νε στο ξόδι του θα περ­νού­σε πλού­σια ένα χρό­νο. Στο τέλος μερι­κοί κοντι­νοί του αρπά­ξα­νε το φέρε­τρο στα χέρια και το κατε­βά­σα­νε στον τάφο.

Ήταν άνοι­ξη του 1964 και ο Φώτης 52 χρονών.

Θα τελειώ­σω με το ποί­η­μα Μεί­νε φτω­χός χωρίς κανέ­να σχόλιο.

Συδαύ­λι­ζε μ’ ό,τι μπορείς
της πίστης σου το πυροφάνι
και μια χαρά να σού ‘μεί­νε
κάψ­την και κείνη.
Μεί­νε φτω­χός μείν’ άχαρος
μεί­νε ό ‚τι να ‘ναι, φτάνει
στα σκο­τει­νά η ψυχή σου να μη μείνει.
Άκου το σκλά­βο πώς βογκά
άκου τον κόσμο π΄ψς στενάζει
κάτι πεθαί­νει μέσα του,
κάτι γεν­νιέ­ται, κάτι αλλάζει.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο